Δεν ζούσαμε πενήντα χρόνια πριν, όταν βγήκε ο «Εξορκιστής» του Γουίλιαμ Φρίντκιν στις αίθουσες, συνεπώς μόνο μέσα από φωτογραφίες, βίντεο και αφηγήσεις της εποχής μπορούμε να έχουμε εικόνα για το λαϊκό προσκύνημα που έγινε στις αίθουσες. Φανταστείτε πως, όταν οι αναλυτές του box-office συνυπολογίζουν τον πληθωρισμό και κάνουν τις απαραίτητες προσαρμογές, ο «Εξορκιστής» είναι η ένατη εμπορικότερη ταινία όλων των εποχών στις ΗΠΑ, πιο πάνω όχι μόνο από πρόσφατα σουξέ σαν το «Avatar» και το «Avengers: Endgame» αλλά και από εισπρακτικά φαινόμενα του παρελθόντος σαν τον «Πόλεμο των Άστρων».
Κι αν η ταινία του Φρίντκιν παραμένει μια κορυφαία στιγμή του αμερικανικού σινεμά και, μαζί με το «Μωρό της Ρόζμαρι», υπήρξε καταλυτική για την οσκαρική αναγνώριση και για την απενοχοποίηση του είδους του τρόμου, κι αν γέννησε ένα υπο-είδος horror που επιβιώνει και προσελκύει το κοινό μέχρι σήμερα, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για τις συνέχειές της, οι οποίες συνθέτουν μια μεγάλη, πονεμένη ιστορία.
Με δεδομένη την ανεπανάληπτη επιτυχία του «Εξορκιστή», μια συνέχειά του μάλλον φάνταζε αναπόφευκτη. Το πρόβλημα ήταν ότι τα δύο πρόσωπα-κλειδιά της πρώτης ταινίας, ο Γουίλιαμ Φρίντκιν και ο συγγραφέας και σεναριογράφος Γουίλιαμ Πίτερ Μπλάτι, βρίσκονταν σε δικαστική διαμάχη με το στούντιο για τα ποσοστά επί των εσόδων, ενώ οι σχέσεις μεταξύ τους δεν ήταν και οι καλύτερες δυνατές.
Με δεδομένη την ανεπανάληπτη επιτυχία του «Εξορκιστή», μια συνέχειά του μάλλον φάνταζε αναπόφευκτη. Το πρόβλημα ήταν ότι τα δύο πρόσωπα-κλειδιά της πρώτης ταινίας, ο Γουίλιαμ Φρίντκιν και ο συγγραφέας και σεναριογράφος Γουίλιαμ Πίτερ Μπλάτι, βρίσκονταν σε δικαστική διαμάχη με το στούντιο για τα ποσοστά επί των εσόδων, ενώ ούτε οι σχέσεις μεταξύ τους ήταν οι καλύτερες δυνατές. Σε αρχικό στάδιο η σκέψη των παραγωγών ήταν να κάνουν μια χαμηλού προϋπολογισμού συνέχεια, με έναν ιερέα να ερευνά τα αίτια γύρω από τους θανάτους του πατέρα Μέριν και του πατέρα Κάρας, και να αξιοποιούν αχρησιμοποίητο υλικό από την πρώτη ταινία. Τελικά πρυτάνευσε η λογική και αποφάσισαν, αντί να καταφύγουν σε μεσοβέζικες λύσεις, να ανάψουν το πράσινο φως για μια παραγωγή αξιώσεων. Σκεφτείτε ότι απευθύνθηκαν ακόμα και στο χρυσό τους παιδί, τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ, για να την αναλάβει, μα εκείνος αρνήθηκε ευγενικά. Στην καρέκλα του σκηνοθέτη κατέληξε ο Τζον Μπούρμαν, ο οποίος είχε απορρίψει τη σκηνοθεσία της πρώτης ταινίας, επειδή βρήκε το σενάριό της βίαιο και αποκρουστικό – σοκαριστική πληροφορία αν αναλογιστείς ότι είχε υπογράψει το «Deliverance».
Τα γυρίσματα του «Exorcist II: The Heretic» (1977) ήταν προβληματικά, το σενάριο άλλαζε διαρκώς, οι πρωταγωνιστές Ρίτσαρντ Μπάρτον και Λίντα Μπλερ, αν και έχτισαν μια αγαστή σχέση συνεργασίας μεταξύ τους, έρχονταν διαρκώς καθυστερημένοι στο πλατό λόγω των καταχρήσεων, ενώ ο ίδιος ο Μπούρμαν έπαθε σοβαρή μόλυνση και αναγκάστηκε να λείψει για μερικές εβδομάδες, με τον σεναριογράφο Ρόσπο Πάλενμπεργκ να αναλαμβάνει την αντικατάστασή του.
Τα πραγματικά προβλήματα της παραγωγής, όμως, θα ξεκινούσαν όταν η ταινία θα έβγαινε στις αίθουσες. Ο Γουίλιαμ Φρίντκιν υποστηρίζει ότι πήγε στο πρώτο preview της ταινίας, που πραγματοποιήθηκε παρουσία μερικών executives, και ότι στη μέση της προβολής και ενώ η αίθουσα μύριζε μπαρούτι, κάποιος φώναξε «είναι εδώ οι άνθρωποι που έφτιαξαν την ταινία» και το κοινό σηκώθηκε εξοργισμένο και τους κυνηγούσε σε όλο το τετράγωνο. Με δεδομένο ότι η πληροφορία προέρχεται από τον Φρίντκιν, που είναι παραμυθάς ολκής, ειδικά όταν θέλει να κοροϊδέψει ένα φιλμ ή κάποιον συνάδελφο, δεν ξέρουμε κατά πόσο αληθεύει, αλλά, όπως λέει και το γνωστό ρητό, μην αφήνεις ποτέ την αλήθεια να χαλάσει μια ωραία ιστορία.
Και η αλήθεια είναι ότι όταν κυκλοφόρησε η ταινία, οι αντιδράσεις ήταν έντονες. Το κοινό βρήκε το θέαμα αποκρουστικό, όχι όμως με τον τρόπο που περίμενε – βροχή το γέλιο και οι αποδοκιμασίες στην αίθουσα. Υπήρξαν κάποιοι υποστηρικτές της στην κριτική κοινότητα, με πρώτη και καλύτερη την Πολίν Κέιλ, η οποία ίσως να υπερθεμάτισε (και) επειδή σιχαινόταν την πρώτη ταινία και ήθελε έτσι να υποστηρίξει τη θέση της – και την περσόνα της, για να είμαστε ακριβοδίκαιοι. Ο φουκαράς ο Τζον Μπούρμαν έκανε ό,τι μπορούσε, δύο φορές άλλαξε το μοντάζ, ενώ η ταινία παιζόταν ακόμα στις αίθουσες, μα το πρόβλημα ήταν δομικό.
Είναι μια πολύ διαφορετική ταινία ο «Εξορκιστής 2» από την πρώτη. Θεματικά, η ταινία του Φρίντκιν (και του Μπλάτι) απεικονίζει την άνιση μάχη των εκπροσώπων του Καλού με το εξωγενές Κακό που έχει επικρατήσει στον κόσμο. Στο φιλμ του Μπούρμαν η μάχη αυτή διεξάγεται εσωτερικά. Ο Bρετανός σκηνοθέτης θέλει να προτάξει το Φως έναντι του Σκοταδιού του Φρίντκιν. Η ανήμπορη να αντιδράσει στην πρώτη ταινία επιστήμη εδώ ενισχύει το Καλό, η φυσική πάει χέρι-χέρι με τη μεταφυσική.
Είναι, επίσης, μια αφηγηματικά ανερμάτιστη ταινία με αδύναμα, ενίοτε φαιδρά διαλογικά αποσπάσματα, με το εύρημα της τεχνολογικά ενισχυμένης τηλεπάθειας να παραπέμπει σε camp επιστημονική φαντασία – ας μην ξεχνάμε ότι ο Μπούρμαν έρχεται στον «Εξορκιστή 2» κατευθείαν από το «Ζαρντόζ», μια ταινία που πρέπει να δεις για να την πιστέψεις. Ταυτόχρονα, όμως, δεν μπορεί να μην εντοπίσεις θετικά πράγματα σ’ αυτή, redeeming qualities που λέμε και στο χωριό μου. Xωρίς το POV πλάνο της ακρίδας δεν θα μπορούσε να έχει υπάρξει το θρυλικό σήμερα POV πλάνο της κίνησης του δαίμονα στο «Evil Dead» του Σαμ Ρέιμι. Οι σκηνές στην Αφρική έχουν κάτι απόκοσμο, μια μυστικιστική γοητεία, ενισχυμένη από τα tribal στοιχεία στο score του Μορικόνε – η εισαγωγή του ριμέικ του «Cat People» από τον Πολ Σρέιντερ σίγουρα πάτησε εκεί. Και, βέβαια, καθαρά ιδεολογικά, εκείνος που βλέπει συντηρητισμό στον αρχικό «Εξορκιστή», θα βρει στη συνέχειά του μια ταινία λιγότερο θρησκόληπτη και αντιδραστική.
Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας όμως. Το «Exorcist II: The Heretic» βρίσκει συνέχεια μια θέση σε λίστες με τις χειρότερες ταινίες όλων των εποχών, με τον φωνακλά Μαρκ Κέρμοντ να φροντίζει να παραμένει εκεί, εκμεταλλευόμενος κάθε ευκαιρία για να το κατακεραυνώνει στις εκπομπές του, στα γραπτά του και στα βιβλία του. Στην πραγματικότητα, έχει τακτική παρουσία στις σχετικές λίστες μόνο επειδή είναι το σίκουελ του «Εξορκιστή», η συνέχεια αυτής της ταινίας –διαβάστε το κείμενο μας εδώ–, και μπαίνει μοιραία στη διαδικασία της σύγκρισης.
Σε περίπτωση που δεν είχε καμία σύνδεση με το φιλμ του Φρίντκιν, θα αποτελούσε ένα φιλμικό αξιοπερίεργο, το οποίο οι πιο σκληροπυρηνικοί φαν του είδους θα πρότειναν μεταξύ τους για εκείνες τις λαχταριστές, επιμέρους εκπλήξεις του, π.χ. τη σκηνή με τον Τζέιμς Ερλ Τζόουνς και τα καρφιά. Ταυτόχρονα, αν δεν ήταν sequel του «Εξορκιστή», θα μιλούσαν γι' αυτό μόνο μερικοί από τους προαναφερθέντες φαν, θα το ήξεραν περίπου όσοι γνωρίζουν και το «Sentinel» του Μάικλ Γουίνερ που βγήκε την ίδια χρονιά, για παράδειγμα. Θα είχε περάσει στη λήθη, ενώ τώρα παραμένει στην κινηματογραφική επικαιρότητα. Κατά κάποιον τρόπο, η κληρονομιά του «Εξορκιστή» είναι η ευχή του και η κατάρα του.
Το αστείο είναι ότι απ' όλες τις συνέχειες του «Εξορκιστή», ήταν η μόνη που απέφερε κέρδος στις αίθουσες, έστω κι αν, τηρουμένων των αναλογιών, οι εισπράξεις της ήταν απογοητευτικές. Δεν πρέπει να παραγνωριστεί, δε, μια σημαντική συνεισφορά της στη μυθολογία του «Εξορκιστή» και στην pop culture: σε αυτή την ταινία μαθαίνουμε ότι ο δαίμονας που κατέλαβε τη Ρέγκαν λέγεται Παζούζου. Το κοινό μπορεί να γελούσε στο άκουσμα της λέξης τότε, αλλά σήμερα το όνομα έχει την τιμητική του, το συναντάμε σε memes και videos, άσχετα με τις ταινίες του franchise, το βλέπουμε ως επωνυμία μπαρ και εστιατορίων σε όλο τον κόσμο, το βρίσκουμε και σε κείμενα για την πρώτη ταινία, όπου δεν ακούγεται ποτέ – υπάρχει μια αναφορά στο βιβλίο του Γουίλιαμ Πίτερ Μπλάτι.
«Exorcist II: The Heretic» (1977)
Ο τελευταίος, παρά την εχθρική υποδοχή της δεύτερης ταινίας, είχε ξεκινήσει να δουλεύει ένα σενάριο για sequel με τον Φρίντκιν, εμπνευσμένος από τη δράση του σίριαλ κίλερ Zodiac. Oι δυο τους για ακόμα μία φορά δεν τα βρήκαν, το πρότζεκτ λόγω της βορβορώδους φήμης της δεύτερης ταινίας έπαιρνε διαρκείς αναβολές και τελικά το σενάριο έγινε βιβλίο με τίτλο «Legion». Ήταν μια χαλαρή συνέχεια τoυ πρώτου βιβλίου –με σημερινούς όρους θα το αποκαλούσαμε spin-off– όπου ο υπαστυνόμος Κίντερμαν, που στην ταινία είχε τη μορφή του Λι Τζέι Κομπ, ερευνά μια σειρά από φόνους, εκτελεσμένους με τη νοσηρή μέθοδο του επονομαζόμενου Gemini Κiller, o οποίος υποτίθεται πως είχε σκοτωθεί δεκαπέντε χρόνια πριν.
Λίγα χρόνια μετά η Morgan Creek απέκτησε τα δικαιώματα της κινηματογραφικής μεταφοράς του βιβλίου και ανέθεσε στον Γουίλιαμ Πίτερ Μπλάτι τη σκηνοθεσία. Τη θέση του Λι Τζέι Κομπ, που είχε φύγει από τη ζωή δύο χρόνια μετά την πρώτη ταινία, πήρε ο φίλος του Τζορτζ Σ. Σκοτ, ο οποίος συμπτωματικά(;) θα αντικαθιστούσε λίγα χρόνια μετά τον σπουδαίο καρατερίστα σε ακόμα έναν ρόλο του, εκείνον του εξαγριωμένου ενόρκου στο τηλεοπτικό ριμέικ των «Δώδεκα Ενόρκων» διά χειρός Γουίλιαμ Φρίντκιν – κύκλους που κάνει η ζωή, ε;
Ο Μπλάτι γύρισε την ταινία του κανονικότατα, οι άνθρωποι του στούντιο την είδαν και απεφάνθησαν ότι χρειάζεται μεγαλύτερη σύνδεση με την πρώτη ταινία και ότι δεν μπορεί να μην έχει σκηνή εξορκισμού. Και κάπως έτσι ο Τζέισον Μίλερ εμφανίστηκε από το πουθενά στο καστ, αλλάζοντας θέση με έναν ανατριχιαστικό Μπραντ Ντούριφ, ο οποίος υποδύεται ασθενή ψυχιατρείου που ισχυρίζεται ότι είναι ο Gemini Killer. Και, ακόμα χειρότερα, προστέθηκε ένας άσχετος ιερέας που εμφανίζεται σε μια εμβόλιμη σκηνή στη μέση της ταινίας και φτάνει στο ψυχιατρείο στο τέλος, σαν από μηχανής Θεός, για να τελέσει έναν γραφικό εξορκισμό, σε ένα μάλλον όχι ιδιαίτερα καλόγουστο φινάλε.
Είναι, στ' αλήθεια, μεγάλο κρίμα αυτό που συνέβη στον «Εξορκιστή ΙΙΙ» (1990) του Μπλάτι, καθώς πρόκειται για ένα ατμοσφαιρικό έργο, που, αν και χαλαρό sequel, θεματικά αποτελεί φυσική συνέχεια της πρώτης ταινίας, με το Κακό να παραμένει εγκατεστημένο στον κόσμο μας – όχι τυχαία, θα δούμε στην αρχή ένα πλάνο που παραπέμπει ευθέως στη διάσημη σκηνή από το «Αποκάλυψη Τώρα» με τα ελικόπτερα που πλησιάζουν. Οι εκπρόσωποι του Καλού εξακολουθούν να βρίσκουν καταφύγιο στο σινεμά, κάτι που εξοργίζει τις δυνάμεις του Κακού, που θα τους δείξουν με τον πιο φρικιαστικό τρόπο την τραγική ειρωνεία πίσω από το «It’s a wonderful life» του Φρανκ Κάπρα, μια ταινία που o υπαστυνόμος Κίντερμαν κι ένας στενός φίλος του θα παρακολουθήσουν στο σινεμά.
Ο Μπλάτι ξέρει πώς να δημιουργήσει ατμόσφαιρα, παραθέτει και μια σεκάνς ονείρου βγαλμένη από ταινία του Τέρι Γκίλιαμ, με τον σέντερ των Νιου Γιορκ Νικς, Πάτρικ Γιούινγκ, να υποδύεται έναν άγγελο(!), μας προσφέρει και ένα εμβληματικό jump scare που δείχνει σε επίδοξους κινηματογραφιστές τον τρόπο που εκτελείται σωστά αυτό το τόσο παρεξηγημένο εργαλείο τρόμου. Η σκηνή αντιγράφηκε από αρκετούς, σπάνια με ανάλογη δεξιοτεχνία.
Δυστυχώς, προκαλούν υπολογίσιμη ζημιά οι προσθήκες των παραγωγών στην ταινία, ώστε να γίνει «πιο τρομακτική», που πραγματοποιήθηκαν παρά τις αντιρρήσεις του σκηνοθέτη και του καστ – ο Τζορτζ Σ. Σκοτ θα δήλωνε απογοητευμένος λέγοντας: «Το μόνο που δεν μας ζήτησαν ήταν να προσθέσουμε στους τίτλους τέλους ένα τραγούδι της Μαντόνα, έτσι θα ήταν απόλυτα ευχαριστημένοι».
Παρά τις «ενέσεις εμπορικότητας» των παραγωγών, η ταινία δεν τα πήγε καλά εισπρακτικά. Το κρίμα είναι ότι, αν είχαν αφήσει τον Μπλάτι να διανείμει το αρχικό του όραμα στις αίθουσες, ίσως να ήταν αυτή η ταινία η αφετηρία του sub-genre του πεσιμιστικού αστυνομικού θρίλερ με serial killers που καθόρισε τα κινηματογραφικά ‘90s και όχι η (κατά τα άλλα αριστουργηματική) «Σιωπή των Αμνών» του Τζόναθαν Ντέμι.
Χρόνια πριν από το Snyder Cut της «Justice League», οι σινεφίλ ήθελαν να δουν το… Blatty Cut του «Εξορκιστή ΙΙΙ» και τελικά το θέλημά τους έγινε πραγματικότητα ως έναν βαθμό. Το 2016 η Scream Factory κυκλοφόρησε σε Βlu-ray μια εκδοχή του έργου από όπου έχουν αφαιρεθεί όλες οι προσθήκες του στούντιο και έχουν χρησιμοποιηθεί αποσπάσματα από τα γυρίσματα, αποθηκευμένα σε VHS, σε μια προσπάθεια ανασύνθεσης του αρχικού cut του Μπλάτι.
Είναι μια άλλη, καλύτερη ταινία, το πρόβλημα είναι ότι οι εναλλαγές στην ποιότητα της εικόνας, ειδικά στις κομβικές σκηνές του Μπραντ Ντούριφ, ίσως να πετούν εκτός ταινίας τον παρθένο θεατή, ο οποίος δεν γνωρίζουμε κατά πόσο θα εκτιμήσει το συγκεκριμένο cut, αν δεν έχει δει πρώτα το theatrical. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και στη νοθευμένη, theatrical εκδοχή του, ο «Εξορκιστής ΙΙΙ» είναι ίσως η μόνη συνέχεια που μπορείς να συστήσεις χωρίς καμία ντροπή, μια γοητευτική αποτυχία με σκηνές που θα εκτιμήσουν βαθύτατα όσοι αγαπούν το σινεμά του φανταστικού.
«The Exorcist III (1990)» - Official Trailer
Το franchise θα μπει στον πάγο για περισσότερο από μία δεκαετία, αν και στη Morgan Creek δεν θα άφηναν ανεκμετάλλευτο ένα τόσο γνωστό brand name που είχαν στη διάθεσή τους. Η ιδέα για ένα prequel, που θα αφηγείται την πρώτη συνάντηση του πατέρα Μέριν με τον Παζούζου, κυκλοφορούσε στα γραφεία της εταιρείας από το ’97. Με την αλλαγή του αιώνα, οι άνθρωποι της εταιρείας θα βάλουν μπροστά το πρόζεκτ.
Ο βετεράνος Τζον Φρανκενχάιμερ θα κάτσει στην καρέκλα του σκηνοθέτη, μα λόγω της βεβαρυμένης του υγείας θα αντικατασταθεί από τον Πολ Σρέιντερ. Η ιστορία θα τοποθετηθεί στην Αφρική μεν, μα, όπως και ο «Εξορκιστής ΙΙΙ», θα αγνοήσει την ύπαρξη της δεύτερης ταινίας. Κι εκεί ο Μέριν συναντά στην Αφρική τον Παζούζου, αλλά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Εδώ έχει μεσολαβήσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, όπου σημειώθηκε η πρώτη επαφή του χαρακτήρα με το απόλυτο Κακό και αποτέλεσε λόγο για να γυρίσει την πλάτη στον Θεό, να πετάξει τα ράσα του και να αφοσιωθεί στην αρχαιολογία.
Ο Σρέιντερ γύρισε την ταινία του, οι παραγωγοί την είδαν και έφριξαν, θεωρώντας ότι «δεν είναι αρκετά τρομακτική» –σας θυμίζει κάτι;– και, μετά από παραγγελίες για διαφορετικό μοντάζ και πρόσθετα γυρίσματα, πήραν μια παράτολμη απόφαση: ανέθεσαν στον Ρένι Χάρλιν να ξαναγυρίσει την ταινία από την αρχή. Τα περισσότερα μέλη του καστ αποχώρησαν ως ένδειξη συμπαράστασης στον Σρέιντερ και αντικαστάθηκαν από άλλους ηθοποιούς, ο Στέλαν Σκάρσγκαρντ παρέμεινε ως πρωταγωνιστής, το σενάριο άλλαξε και το αρχικό μπάτζετ εύλογα τριπλασιάστηκε. Λίγα πράγματα διατηρήθηκαν από το υλικό που γύρισε ο Σρέιντερ, με πιο χαρακτηριστικό το πλάνο ενός σκουληκιασμένου νεογέννητου – από τις ελάχιστες γραφικές σκηνές του σρεϊντερικού «Εξορκιστή».
Ε, λοιπόν, αν θέλετε να δείτε την πραγματικά κακή ταινία του franchise, αυτή είναι το «Exorcist: The Beginning» (2004). Με μια φλασάτη αισθητική, σήμα κατατεθέν του σκηνοθέτη της αλλά και της εποχής, άστοχα και αναίτια jump scares, παντελή έλλειψη μέτρου και μια πραγματικά γελοία σκηνή εξορκισμού, την τελειώνεις με το ζόρι και βρίσκεσαι να αναρωτιέσαι πόσο χειρότερη μπορεί να ήταν η ταινία του Σρέιντερ, για να αποφασίσουν να κυκλοφορήσουν αυτό το εξάμβλωμα.
Κατά μια ειρωνεία της τύχης, η ταινία καταποντίστηκε στα ταμεία και έτσι οι παραγωγοί έδωσαν λίγα χρήματα στον Πολ Σρέιντερ για να προσθέσει κάποια απαραίτητα οπτικά εφέ και τον άφησαν να κυκλοφορήσει τη δική του εκδοχή στις αίθουσες με τίτλο «Dominion: Prequel to the Exorcist». Έχοντας δει την ταινία του Χάρλιν, η διαφορά είναι αισθητή – για αρχή, πληροί τις ελάχιστες προδιαγραφές ώστε να αποκαλείται σινεμά. Μια εισαγωγή σε ναζιστικό στρατόπεδο, που στην ταινία του Χάρλιν βλέπουμε σε φλασμπάκ, μας δείχνει την αρχή του Κακού, υπάρχει μια πιο στέρεη αφηγηματική ροή, ενώ η παλιομοδίτικη όψη της φωτογραφίας του Βιτόριο Στοράρο είναι τόσο γοητευτική που σε κάνει να απορείς τι συνέβη στην περίπτωση της ταινίας του Χάρλιν. Δεν μπορεί αυτό το έκδηλα ψηφιακό χάλι να ανήκει στον ίδιο άνθρωπο, δεν μοιάζει και με καμία άλλη δουλειά του θρυλικού διευθυντή φωτογραφίας – μήπως δεν είχε κανέναν λόγο στο στάδιο του post-production;
Μολαταύτα, είναι όντως μια πολύ μέτρια ταινία. Ο Σρέιντερ μάλλον πήρε τα περί «κοινοτοπίας του Κακού» κυριολεκτικά κι έτσι είναι κοινότοπα όσα έχει να κομίσει για το Κακό και για την Πίστη στον άνθρωπο, στον Θεό και στον εαυτό μας ως αντίδοτο απέναντί του. Λείπει κι αυτός ο μυσταγωγικός τόνος που είχαν οι καλύτερες δουλειές του, ενώ δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται ιδιαίτερα τον τρόπο που λειτουργεί το είδος – το πρόσφατο «Card Counter» του είναι μια πολύ πιο υποβλητική «ταινία τρόμου» από το «Dominion». Το πλάνο-αναφορά στο φορντικό «Searchers», πάντως, με τον ήρωα να βγαίνει από την πόρτα αλλαγμένος από την εμπειρία του το θυμόμαστε μέχρι σήμερα.
Τελικά κι αυτή η ταινία απαρατήρητη πέρασε, συνήθως έρχεται στη συζήτηση μόνο όταν αναφερόμαστε στη φιλμογραφία του σκηνοθέτη ως υποσημείωση ή όταν ανασύρουμε ιστορίες χολιγουντιανής τρέλας. Ο Παζούζου θα πέσει σε λήθαργο για σχεδόν δύο δεκαετίες, για να ξυπνήσει και πάλι φέτος, ακριβώς πενήντα χρόνια από την έξοδο της ταινίας του Φρίντκιν, με μια νέα ταινία που ακολουθεί την τακτική του requel – κάτι ανάμεσα σε reboot και sequel δηλαδή, που συνεπάγεται συνδυασμό παλιών και νέων προσώπων και κάποια σύνδεση με το κινηματογραφικό παρελθόν. Ο Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν και ο Ντάνι ΜακΜπράιντ, που τα έκαναν λίγο μούσκεμα πέρυσι με το «Halloween Ends», ανέλαβαν αυτό το δύσκολο έργο, με την Έλεν Μπέρστιν να επιστρέφει για να βοηθήσει μια οικογένεια που δοκιμάζεται από τα τερτίπια του δαίμονα.
Υπάρχουν δύο μάλλον ανησυχητικές ενδείξεις για το φιλμ: η μία ότι, ενώ βγαίνει στις αίθουσες στις 12 Οκτωβρίου, το πρώτο teaser κυκλοφόρησε μόλις στις 25 Ιουλίου - και δεν δείχνει και πολύ ενθαρρυντικό. Η άλλη, που αποτελεί ανεπιβεβαίωτη φήμη και κυκλοφόρησε σε όχι απαραίτητα αξιόπιστες ιστοσελίδες, θέλει κάποια test screenings να προκάλεσαν εχθρικότατες αντιδράσεις, με αποτέλεσμα το στούντιο – δεν θα το πιστέψετε- να απαιτήσει αλλαγές για να γίνει η ταινία «πιο τρομακτική».
Λέτε η περιβόητη κατάρα του «Εξορκιστή», που υποτίθεται πως πυροδότησε περίεργα περιστατικά στα γυρίσματά του, να πλήττει στην πραγματικότητα τις συνέχειές του, δημιουργώντας προβλήματα; Μήπως πρόκειται για κατάρα του Φρίντκιν, εφάμιλλη με εκείνη του Μπέλα Γκούτμαν να μην ξανασηκώσει ευρωπαϊκό τρόπαιο η ποδοσφαιρική Μπενφίκα από τότε που τον έδιωξαν από τον πάγκο της; Να έχει εξαπολύσει, δηλαδή, κατάρα ο Αμερικανός δημιουργός να μη στεριώσει άλλος «Εξορκιστής», αν δεν φέρει την υπογραφή του; Αν και η συγκεκριμένη σειρά τρόμου μάς καλεί να πιστέψουμε στο μεταφυσικό και μολονότι θέλουμε πάρα πολύ η επερχόμενη ταινία να είναι καλή, επειδή αγαπάμε το είδος όσο λίγα πράγματα, πιστεύουμε ότι η πραγματικότητα είναι πολύ πιο πεζή.
The Exorcist: Believer
Ίσως τελικά ο «Εξορκιστής» να είναι σαν την «Καζαμπλάνκα», σαν τον «Λόρενς της Αραβίας», σαν το «Seven», αν θέλουμε να περάσουμε σε κάτι θεματικά παραπλήσιο. Δηλαδή να είναι μία από εκείνες τις περιπτώσεις που ευθυγραμμίστηκαν οι πλανήτες, που ο Θεός του Σινεμά (ή ο γερο-Διάολος) έδωσε την ευχή του και λειτούργησαν όλα σωστά και προέκυψε μια αυτοτελής και αυτάρκης κινηματογραφική δημιουργία, που δεν χρειάζεται sequel, prequel, requel και ό,τι άλλο με κατάληξη -el μπορείτε να φανταστείτε για να εμπλουτίσει ή να διευρύνει τον μύθο της. Και ίσως να μην είναι τυχαίο που δεν έφτασε το μέγεθος της δημιουργίας του Φρίντκιν όχι μόνο κανένα από τα φιλμ για τα οποία διαβάσατε παραπάνω αλλά ούτε και κάποιο από τα παρεμφερή horror εξορκισμού, τα οποία δεν θα είχαν υπάρξει ποτέ χωρίς εκείνον.