Η αρχή όλων στο σινεμά είναι το σενάριο και αυτή είναι μια ταινία που εστιάζει πολύ σε αυτό, στην ίδια τη διαδικασία της συγγραφής του, και μάλιστα με έναν τρόπο αρκετά meta. Τα credits αναφέρουν εσένα, Ζαχαρία, ως σεναριογράφο, μαζί με τον Ξενοφώντα Χαλάτση. Πώς το γράψατε;
Ζαχαρίας Μαυροειδής: Όπως γράφεται ένα σενάριο! Σκέφτεσαι, γράφεις, διορθώνεις, ξαναγράφεις… Ήταν η πρώτη φορά που συνεργάστηκα με τον Ξενοφώντα, που είναι φίλος μου, οπότε υπάρχει αυτό το αυτοαναφορικό κομμάτι που λες, γιατί η ιστορία είναι για δυο φίλους που γράφουν ένα σενάριο.
— Σας συνέβησαν αυτές οι ζυμώσεις που βλέπουμε στην ταινία; Επηρεάστηκε η σχέση σας;
Ζ: Ναι, πολλά από τα ευτράπελα που συμβαίνουν στους χαρακτήρες τα ζήσαμε κι εμείς σε κάποιο βαθμό. Από εκεί και πέρα η πρόθεση ήταν εξαρχής να γράψω μια ταινία που θα είναι low budget για καθαρά πρακτικούς λόγους. Ήθελα να έχω στα χέρια μου ένα σενάριο που θα μπορούσε να γυριστεί μόνο με ελληνικά λεφτά, για να μη χρειάζεται να περιμένω άλλα 7 χρόνια μετά τον «Απόστρατο», που είναι ένας μέσος χρόνος, αν πας να κάνεις μια συμπαραγωγή. Το τρίτο στοιχείο ως αφετηρία είναι η ίδια η αγάπη μου για το σενάριο. Το διδάσκω εδώ και πολλά χρόνια, οπότε έχω μεγάλη εμπάθεια με τη θεωρία του σεναρίου και έβγαλα τα απωθημένα μου.
— Ήθελες να ξεμπροστιάσεις όλες αυτές τις αγκυλώσεις που δημιουργούν τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής και τα σχετικά μαθήματα;
Ζ: Υπάρχει πολλή αυτοπεοποίθηση στη θεωρία σεναρίου, παραπάνω από όσο αρμόζει σε ένα δημιουργικό πεδίο όπως η συγγραφή. Κανόνες, πώς πρέπει να είναι η ιδεατή μορφή, το σωστό μοντέλο, που αν είσαι στην αφετηρία μοιάζουν με σωσίβιο, αλλά στην πράξη είναι πολύ πιο σύνθετο και χαοτικό να γράψεις ένα σενάριο ή να κάνεις ένα οποιοδήποτε έργο τέχνης. Αυτοί οι κανόνες όσο μπορούν να λειτουργήσουν ως σωσίβιο άλλο τόσο μπορούν να σε πνίξουν όταν καταντούν αυτοσκοπός. Με κάποιο τρόπο η ταινία είναι, μεταξύ πολλών άλλων, ένα μάθημα σεναρίου.
Κάποτε η θηλυπρέπεια ήταν μια στερεοτυπική αναπαράσταση ενός γκέι χαρακτήρα. Πλέον είμαστε στη φάση που μπορούμε να αποδεχθούμε ότι η θηλυπρέπεια είναι ένα φάσμα έκφρασης: μπορεί ένας ομοφυλόφιλος να είναι θηλυπρεπής, όπως μπορεί και ένας στρέιτ να είναι θηλυπρεπής. Τέλος πάντων, it’s ok να είσαι θηλυπρεπής!
— Και ένα μάθημα για το πώς γράφεται στην Ελλάδα. Βλέπουμε όλο το χάος, το χύμα, το κλέψιμο χρόνου από τις κανονικές δουλειές.
Ζ: Είναι μια πραγματικότητα όλο αυτό.
— Σε τι διαφέρει μια ιστορία αγάπης ή φιλίας από μια queer ιστορία αγάπης ή φιλίας στον κινηματογράφο;
Ζ: Ως τελικό προϊόν, στο ποιον αφορά και στις δυνατότητες που έχει η ταινία. Με μια queer θεματολογία μπορεί να είναι δύσκολο να παίξει η ταινία π.χ. στην Κίνα ή σε μια άλλη συντηρητική χώρα ή σε ένα αεροπλάνο. Επί της ουσίας, η φιλία ανάμεσα σε δύο γκέι άντρες νομίζω πως έχει όλα τα στοιχεία της φιλίας ανάμεσα σε στρέιτ άντρες: την κοκορομαχία, την τσουτσουνίλα, τον ανταγωνισμό, αλλά και την παιδικότητα, συν κάποια έξτρα layers: των δυνάμει εραστών, στοιχείο που συχνά μπορεί να βρίσκεται στην προϊστορία της σχέσης –ή και όχι–, συν ένα πολύ ισχυρό οικογενειακό layer. Για πολλά queer άτομα οι φίλοι τους συνιστούν οικογένεια με πολύ ουσιαστικούς όρους: θα περάσουν μαζί Χριστούγεννα, Πάσχα, θα πάνε μαζί τους στο νοσοκομείο…
— Οικογένειες κατ’ επιλογή.
Ζ: Και σε μια στρέιτ φιλία μπορεί να συμβεί αυτό, αλλά σίγουρα όχι στον βαθμό και με τον τρόπο που συμβαίνει σε μια queer φιλία.
— Θα ήθελα να σταθούμε σε αυτό που ανέφερες σχετικά με τις ευκαιρίες που έχει το queer cinema. Έχω την αίσθηση ότι πλέον, τα τελευταία χρόνια, αυτές έχουν ανοίξει πολύ. Παλαιότερα μια ταινία σαν το Καλοκαίρι της Κάρμεν θα τη βλέπαμε αυστηρά και μόνο σε φεστιβάλ, ενδεχομένως δεν θα εξασφάλιζε διανομή και θα μπορούσε να βρει έναν δρόμο σε ράφια εξειδικευμένων βιντεοκλάμπ, γκέι βιβλιοπωλείων, sex shops κ.λπ. Πλέον οι πλατφόρμες κυνηγούν τις queer ιστορίες, εντάσσουν σχεδόν υποχρεωτικά queer χαρακτήρες στις σειρές, στα φεστιβάλ επίσης τις ζητάνε σχεδόν με όρους ποσόστωσης. Όλη αυτή η τάση τελικά απελευθέρωσε τους δημιουργούς ώστε να αφηγηθούν τις δικές τους ιστορίες;
Ζ: Έχω την αίσθηση πως όταν βγαίνει μια ιστορία από μέσα σου, το αποτέλεσμα είναι πηγαίο και είναι δύσκολο να λάβεις υπόψη τη διάσταση της διανομής. Τουλάχιστον για μένα ισχύει αυτό. Σίγουρα είναι πλέον πολύ πιο εύκολο να διανεμηθεί και να συναντήσει το κοινό μια τέτοια ιστορία, είναι μεγαλύτερος ο χώρος. Επίσης υπάρχει και μεγαλύτερη ποικιλομορφία στο ίδιο το queer cinema. Για πολλά χρόνια η συντριπτική πλειονότητα των ταινιών που είχαν αυτή την ταμπέλα ήταν είτε coming out stories είτε πονεμένα ρομάντζα, μελόδραμα…
— … συνήθως με κακή κατάληξη.
Ζ: Συνήθως ναι, αλλά εξέφραζαν μια πραγματικότητα. Υπάρχουν άπειρες εκφάνσεις των queer βιωμάτων. Για παράδειγμα, έχω έναν φίλο που έχει δύο αδέρφια και είναι και οι τρεις γκέι. Δεν έχει γραφτεί μια τέτοια ιστορία. Φαντάζομαι πως η έκφραση της ομοφυλοφιλίας του ενός αδερφού επηρεάζει αυτή των άλλων. Μπορεί ο ένας να έχει κάνει coming out και ο άλλος να μην έχει την ευκαιρία. Υπάρχει πεδίο για νέες ιστορίες.
— Στους δύο πρωταγωνιστές σου πώς κατέληξες;
Ανδρέας Λαμπρόπουλος: Για πες, να μάθουμε κι εμείς που δεν ξέρουμε!
Ζ: Κάναμε μια σειρά από συναντήσεις – όχι πολλές, μη φανταστείς. Από ένα σημείο και μετά έγινε σαφές με τον Άκη Γουρζουλίδη και τη Σωτηρία Μαρίνη, τους casting directors, ότι πρέπει να τους δούμε μαζί.
— Εσύ τι χρειαζόσουν; Μια διαφορά στο φιζίκ των δύο ηθοποιών, ας πούμε;
Ζ: Υπήρχε αυτή η πρόθεση, γιατί οι χαρακτήρες έπρεπε να διαφέρουν. Ένα ζητούμενο επίσης ήταν να μη σου βγάζουν ότι θα μπορούσαν να είναι ζευγάρι, γιατί δεν είναι. Σίγουρα ήθελα καλούς ηθοποιούς, που να είναι άνετοι με αυτούς τους ρόλους γιατί απαιτούν μια τόλμη. Από τις πρώτες συναντήσεις έπρεπε να δούμε ότι είναι διατεθειμένοι να πάρουν αυτό το ρίσκο.
— Εμπεριέχει ακόμα ρίσκο στην Ελλάδα να παίξεις έναν τέτοιο ρόλο;
Α: Είμαστε στο 2023, ως νέοι καλλιτέχνες είναι ωραίο να βλέπουμε τα πράγματα όπως θα θέλαμε να είναι, όχι έτσι όπως ήταν. Προφανώς και υπάρχει ο κίνδυνος να «χαρακτηριστείς» και να τυποποιηθείς μόνο σε γκέι ρόλους, αλλά από την άλλη μπορείς να πεις ότι θα έρθουν κι άλλοι τέτοιοι χαρακτήρες. Αν έχουν ενδιαφέρον, τους επιλέγεις.
Γιώργος Τσιαντούλας: That’s the job. Η δουλειά μας είναι να κάνουμε τα πάντα. Όπως έχει πει και η Νικόλ Κίντμαν, αυτή η δουλειά έχει να κάνει με το να χάνεις κάπως τον έλεγχο. Καταλαβαίνω αυτό που λέτε, ότι μπορεί ένας τέτοιος ρόλος να έχει ρίσκο –στην Ελλάδα του σήμερα πάντα–, αλλά αυτή είναι η δουλειά μας: διαφορετικά σαρκία ανθρώπων, διαφορετικά παπούτσια στα οποία πρέπει να υπάρξουμε.
Ζ: Για μένα μεγάλη πρόκληση στην ταινία ήταν το πώς θα αντιμετωπίσω όλα τα στερεότυπα που υπάρχουν για τις αναπαραστάσεις των ομοφυλόφιλων στις αφηγήσεις, χωρίς σεμνοτυφία. Πολλές φορές για να μην προσεγγίσεις τις γνωστές καρικατούρες κάνεις έναν εξευγενισμό. Το δουλέψαμε πολύ με τα παιδιά.
— Μιλάμε για τη θηλυπρέπεια, την αρρενωπότητα, το χιούμορ, τα καλιαρντά, σωστά;
Ζ: Ναι, όλα αυτά. Πράγματα που στερεοτυπικά υπάρχουν στους γκέι χαρακτήρες. Κάποτε η θηλυπρέπεια ήταν μια στερεοτυπική αναπαράσταση ενός γκέι χαρακτήρα. Πλέον είμαστε στη φάση που μπορούμε να αποδεχθούμε ότι η θηλυπρέπεια είναι ένα φάσμα έκφρασης: μπορεί ένας ομοφυλόφιλος να είναι θηλυπρεπής, όπως μπορεί και ένας στρέιτ να είναι θηλυπρεπής. Τέλος πάντων, it’s ok να είσαι θηλυπρεπής!
— Όταν διαβάσατε το σενάριο, τι σκεφτήκατε για τους ρόλους σας και για τις δυσκολίες που ενδεχομένως περιλαμβάνουν; Θυμάμαι, Γιώργο, πως όταν είχαμε ξαναμιλήσει, είχες μόλις αρχίσει να δουλεύεις με τον ρόλο και ήσουν πολύ ενθουσιασμένος.
Γ: Συνέχισα να είμαι. Είναι όνειρο για κάθε νέο ηθοποιό να υπάρξει σε μια τέτοια μεγάλου μήκους ταινία. Κάναμε έρευνα που κράτησε πολύ καιρό με τον Ανδρέα. Στο μυαλό μας και στις ζωές μας η ταινία βρισκόταν σχεδόν έναν χρόνο, άσχετα αν τα γυρίσματα διήρκεσαν μόνο 25 μέρες.
— Τι περιλάμβανε αυτή η έρευνα;
Γ: Κάναμε πολλές συναντήσεις, πολλά zoom calls, λόγω Covid, πολλές πρόβες –που δεν συμβαίνει συχνά αυτό– και μόνοι μας και με τον Ζαχαρία, οπότε κάπως κουρδιστήκαμε σε μια διαδρομή που έπρεπε να την ανακαλύψουμε μαζί. Εμένα μ’ αρέσει να δουλεύω έτσι. Τελικά μόνο καλό έκανε στην ταινία. Αν ένας ηθοποιός σε μια θεατρική παράσταση προσμετρά και αθροίζει την εξέλιξη ενός χαρακτήρα σε σχέση με τις ώρες που βρίσκεται στη σκηνή, στον κινηματογράφο αυτό δεν μπορεί να ισχύσει, οπότε στην περίπτωσή μας η προετοιμασία λειτούργησε πολύ αποτελεσματικά στο γύρισμα. Οι πρόβες για μένα είναι μυρωδιές, μετά προσπαθείς να φέρεις στο μυαλό σου τι συνέβη και να το αναπαραγάγεις ξανά.
Α: Για μένα ήταν περίεργη η περίοδος, ήθελα να τα παρατήσω όλα τότε. Όταν με κάλεσαν για να μου ανακοινώσουν ότι με πήραν, είχα διάφορα προσωπικά θέματα και τα συναισθήματα ήταν συγκρουόμενα. Όταν μπήκαμε στο τριπάκι να εξερευνήσουμε τους χαρακτήρες, διάβασα το σενάριο δύο φορές και μιλήσαμε δύο ώρες με τον Ζαχαρία στο τηλέφωνο. Ήταν ένα όμορφο ταξίδι. Για μένα αυτή η δουλειά είναι και παιχνίδι, οπότε βρήκα όμορφους ανθρώπους να παίζουμε μαζί. Σαν να έχεις περάσει ένα τέλειο καλοκαίρι με παρέα και λες «ωραία, του χρόνου πού πάμε»;
— Ζαχαρία, οι ταινίες σου έχουν πολλή Αθήνα. Τι σε συναρπάζει στις αθηναϊκές ιστορίες;
Ζ: Επειδή έχω παρελθόν στην αρχιτεκτονική, λόγω σπουδών, έχω αγάπη για την πόλη και την αρχιτεκτονική της, ως αφηγηματικό υλικό. Το μεγαλύτερο μέρος της Κάρμεν, ως low budget ταινίας, τοποθετείται μέσα σε τρία σπίτια και σε μια παραλία. Για τα εσωτερικά επιλέξαμε, μαζί με τη σκηνογράφο Αλίκη Κούβακα και τον διευθυντή φωτογραφίας Θοδωρή Μιχόπουλο, σπίτια του μεσοπολέμου, ένα κομμάτι της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής λίγο παραγνωρισμένο. Όλες οι εξωτερικές σκηνές γυρίστηκαν σε σκάλες γύρω από τον Λυκαβηττό, οι χαρακτήρες ανεβοκατέβαιναν συνεχώς. Η επιλογή προέκυψε για να γίνει διάλογος με τα Λιμανάκια, που είναι επίσης αμφιθεατρικό μέρος.
— Τα Λιμανάκια τα έχουμε συνδέσει κυρίως με ερωτικές ταινίες, όπως αυτές του Antonio da Silva. Εδώ το σετ εξυπηρετεί έναν εντελώς διαφορετικό σκοπό.
Ζ: Είναι σίγουρα ένα πολύ φωτογενές μέρος. Έχει μια λιτότητα: βράχος, θάλασσα, σώματα, βγαίνει μια εικαστικότητα αβίαστη. Τα Λιμανάκια είναι ένα μέρος όπου γίνεται ψωνιστήρι, αλλά η ταινία δεν είναι γι’ αυτό, οι χαρακτήρες βρίσκονται εκεί χωρίς να κάνουν ψωνιστήρι. Νομίζω πως η ταινία δείχνει μια άλλη πλευρά των δημόσιων χώρων όπου γίνεται ψωνιστήρι, που συνήθως δεν τη βλέπουμε.
— Βλέπουμε επίσης τι συμβαίνει μετά, όταν πέφτει ο ήλιος και φεύγουν, συνήθως μόνοι τους. Ήθελες να δείξεις την ανθρωπογεωγραφία αυτού του μέρους;
Ζ: Ήθελα να δείξω πως τα Λιμανάκια είναι ένα σημείο όπου γίνεται ψωνιστήρι, αλλά γίνονται και πολλά άλλα πράγματα ταυτόχρονα. Κατ’ αρχάς είναι ένα safe space για μια ολόκληρη κοινότητα τελείως ετερόκλητη, με ανθρώπους από τελείως διαφορετικό υπόβαθρο, ηλικιακό και ταξικό, που συναντιούνται εκεί γιατί εκεί μπορούν να είναι όπως θέλουν να είναι: είτε αυτό σημαίνει να κάνουν σεξ με αγνώστους, είτε να είναι θεόκουλες με τις φιλενάδες τους και να κάνουν μόδα με τα παρεό τους, είτε να γράψουν ένα σενάριο, να παίξουν μπουζούκι… Η ταινία κάπως αποδίδει δικαιοσύνη στους χώρους αυτούς.
— Πώς έγινε το γύρισμα εκεί;
Ζ: Έγινε αρχές Μαΐου, που δεν είχε κόσμο η παραλία, οπότε υπήρχε μια δικλείδα ασφαλείας. Κατά τα άλλα είναι δύσκολο location κατ’ αρχάς για τον ήχο, γιατί έχεις τη θάλασσα, τα αεροπλάνα που περνάνε συνέχεια από πάνω… Και το ανεβοκατέβασμα της κάμερας, των ηθοποιών…
— Μπορείτε να θυμηθείτε κανένα ευτράπελο από το γύρισμα στα Λιμανάκια;
Γ: Έχανα τα πράγματά μου παντού, σε κάθε σχισμή του βράχου. Δουλέψαμε πολύ τετρακέφαλους, πάνω-κάτω, αυτό ήταν ωραίο!
Α: Μια μέρα έπρεπε να βουτήξω γρήγορα στη θάλασσα, προφανώς χωρίς να βρέξω τα μαλλιά μου γιατί θα ξέβαφαν, για να προλάβουμε μια κουρούνα στο κάδρο. Είχα ξεπαγιάσει και όταν πήγα να βγω δεν ένιωθα το σώμα μου. Βγαίνοντας, τα πόδια μου και τα χέρια μου σκίστηκαν στους βράχους αλλά δεν το είχα καταλάβει γιατί είχαν παγώσει εντελώς.
Ζ: Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, μέλη του συνεργείου που δεν είχαν καμία εξοικείωση με τα Λιαμανάκια διαπίστωναν πως αυτά που έγραφα στο σενάριο όντως συμβαίνουν. Κάποια στιγμή στήναμε ένα πλάνο και ξαφνικά όλο το συνεργείο άρχισε να κοιτά προς την ίδια πλευρά. Στον απέναντι βράχο πηδιόντουσαν δυο τύποι φόρα παρτίδα. «Όντως συμβαίνει!». Η θεία μου όταν είδε την ταινία είπε πως η εμπειρία ήταν σαν ντοκιμαντέρ.
— Σε σχέση με το γυμνό στην ταινία, ειδικά με το γυμνό του Γιώργου, επέλεξες να κάνεις πολλά κοντινά. Τι ήθελες να πεις με αυτή την επιλογή;
Ζ: ΄Όταν έχεις πολλές σκηνές όπου ένας χαρακτήρας κάνει γυμνισμό, μπορείς να μπεις σε μια διαδικασία να το κρύψεις ή να πεις ότι δεν σε ενδιαφέρει να το βγάλεις εκτός κάδρου και το σώμα να γίνει μέρος της σύνθεσης ως έχει. Για μένα το σώμα του Γιώργου και όλα τα υπόλοιπα σώματα στην ταινία είναι κατ’ αρχάς εικαστικό υλικό και ως τέτοιο τα είδα.
— Εσύ, Γιώργο, υποθέτω πως είσαι εξοικειωμένος με το γυμνό και από τις παραστάσεις του Παπαϊωάννου. Το να βρίσκεσαι γυμνός σε μεγάλες θεατρικές σκηνές σε όλο τον κόσμο, με τις σωματικές απαιτήσεις και τα ακροβατικά του Παπαϊωάννου είναι πιο δύσκολο ή πιο εύκολο από το να είσαι γυμνός μπροστά στον κινηματογραφικό φακό;
Γ: Νομίζω πως ο μεγεθυντικός φακός της κάμερας είναι τελείως διαφορετικός, και μόνο ως αφηγηματικό μέσο. Δεν είχα πραγματική αίσθηση αυτού που συνέβαινε στα γυρίσματα, το αποτέλεσμα ήρθε κάπως να βάλει την τελεία σε αυτό που φανταζόμουν. Όντως τα πλάνα έχουν ωραία εικαστικότητα, δεν μπορούσε να γίνει η ταινία χωρίς το γυμνό, και ειδικά για τον χαρακτήρα μου αυτό λέει πολλά. Ήταν απελευθερωτικό και απολαυστικό.
— Το γύρισμα στο Athens Pride πώς έγινε; Φαντάζομαι πως είναι πολύ δύσκολο να γυρίσεις σκηνές σε ζωντανή διοργάνωση με τόσο πολύ κόσμο. Αν δεν τα καταφέρεις, δεν έχεις άλλη ευκαιρία.
Ζ: Κάθε σκηνή ήταν ένα παζλ που έπρεπε να λύσουμε. Είχαμε τρεις σκηνές, μια πριν, μια κατά τη διάρκεια της παρέλασης και μια μετά. Ήταν μια παράνοια, πολύ απαιτητικό γύρισμα. Ευτυχώς τα παιδιά ήταν άψογα κουρδισμένα, γιατί δεν είχαμε το περιθώριο να χάσουμε λήψη. Σαν να ήμασταν high. Mπαίναμε σφήνα μέσα στην παρέλαση, εμείς και οι διάφοροι κομπάρσοι που είχαν δώσει συναίνεση να είναι στην ταινία και έπρεπε να κάνουν φράγμα, τραβούσαμε τη σκηνή, βγαίναμε και πάλι ξανά. Νομίζω το κάναμε 6-7 φορές.
— Πώς ήταν η εμπειρία σας στη Βενετία από την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας στο φετινό φεστιβάλ;
Ζ: Ήταν πολύ όμορφη εμπειρία, η πόλη, το Λίντο, η ομάδα του section που συμμετείχαμε πολύ φιλική και υποστηρικτική, η ίδια η προβολή πήγε πολύ καλά, η αίθουσα ήταν γεμάτη, έγινε ένα πολύ ζωντανό Q&A μετά. Επειδή η ταινία έχει αυτό το «ξεδιάντροπο», με την καλή έννοια, out and proud στοιχείο, εκεί εισέπραξα για πρώτη φορά ότι έχει μια τόλμη που στο μυαλό μου δεν την είχα εμπεδώσει. Έχω μεγάλη περιέργεια να δω πώς θα αντιδράσει το ευρύ ελληνικό κοινό.
Α: Συγκινήθηκα γιατί είχα πει στον Ζαχαρία ότι το πίστευα πως θα κάνουμε πρεμιέρα σε μεγάλο φεστιβάλ. Νομίζω πως ήμασταν και οι τρεις σαν μικρά παιδιά. Δεν ξέρω κατά πόσο συνειδητοποιήσαμε πόσο μεγάλο ήταν όλο αυτό – δεν χρειάζεται κιόλας. Το διασκεδάσαμε πολύ, γνωρίσαμε όμορφο κόσμο, είδαμε τεράστια αποδοχή από το κοινό. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Σαν να έχεις γίνει ξαφνικά διεθνής και να μην ξέρεις τον λόγο.
Ζ: Η ταινία είναι ο λόγος, Ανδρέα μου, δεν είναι το βουλκανιζατέρ σου (γέλια).
Α: Πέρα από την πλάκα, για μένα είναι πολύ περίεργο από το συνεργείο αυτοκινήτων στο οποίο δουλεύω ξαφνικά να βρίσκομαι στη Βενετία.
Γ: Σαν όνειρο ήταν. Η αδρεναλίνη ήταν πολύ μεγάλη. Ήταν τελείως διαφορετικό σε σχέση με μια θεατρική παράσταση που παίζεις, το να βλέπεις μαζί με κόσμο κάτι έτοιμο στο οποίο συμμετέχεις. Δεν το περίμενα, αλλά η αδρεναλίνη είναι η ίδια!
Η ταινία «Το καλοκαίρι της Κάρμεν» θα κάνει την ελληνική πρεμιέρα της το Σάββατο 4/11 (19:00, αίθουσα Τζον Κασσαβέτης) στο 64ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Θα διανεμηθεί προσεχώς σε Αγγλία, Γαλλία, Βραζιλία και Αμερική. Στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες και έπειτα στην πλατφόρμα του Cinobo θα βγει το καλοκαίρι του 2024.