Κυνηγώντας την «Μπλε Βασίλισσα» στην Αθήνα

Κυνηγώντας την «Μπλε Βασίλισσα» στην Αθήνα Facebook Twitter
Είναι σημαντικό να έχεις μια καλή πλοκή. Δεν χρειάζεται να υπάρχουν πάντα πολλά επίπεδα αλλά σωστά δεδομένα, για να μη νιώσει ο θεατής ότι τον κοροϊδεύουν, κάτι που συμβαίνει συχνά σε ελληνικές ταινίες.
0

Η Μπλε Βασίλισσα, ένα από τα πολυτιμότερα διαμάντια του κόσμου, καταλήγει στα χέρια μιας συμμορίας που τα μέλη της αρχίζουν σιγά-σιγά να αλληλοεξουδετερώνονται, θαμπωμένα από την αξία της. Αυτή η πολύ υποτυπώδης σύνοψη θα μπορούσε να είναι βάση πολλών φιλμ από τις ΗΠΑ ή και άλλων χωρών που υιοθέτησαν με τα χρόνια αυτό το στυλ. Είναι, όμως, ελληνική και είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Αλέξανδρου Σιπσίδη, ενός σκηνοθέτη που με τις μικρού μήκους δουλειές του έχει δείξει πως ενδιαφέρεται να διερευνήσει διαφορετικά πεδία σε σχέση με αυτά που παραδοσιακά βλέπουμε στα μέρη μας. Συναντήσαμε αυτόν και τους πρωταγωνιστές της ταινίας «Μπλε Βασίλισσα» λίγο μετά το τέλος των γυρισμάτων της.


«Έχει στοιχεία νουάρ, μυστηρίου και δράσης. Δεν βλέπουμε συχνά τέτοιες ταινίες εδώ, γιατί είναι πολύ δύσκολο να γυριστούν. Χρειάζονται χρήματα, τα οποία και φαίνονται σε αυτά τα είδη, αν έχεις, για παράδειγμα, ανθρωποκυνηγητά σε εξωτερικούς χώρους. Η χρηματοδότηση τέτοιων πρότζεκτ είναι πρόβλημα. Εμείς γυρίσαμε την ταινία μέσα σε 18 μέρες, δηλαδή έχουμε περίπου 180 ώρες γυρισμάτων που πρέπει να μετατρέψω σε κάτι το οποίο μοιραία θα συγκριθεί με άλλες δουλειές, πολύ ακριβότερες» λέει ο Αλέξανδρος, λίγο μετά το τέλος των γυρισμάτων και στο ξεκίνημα του post production, διαδικασία που είναι πάντα επίπονη, ειδικότερα από τη στιγμή που η αφήγηση της ταινίας επαναλαμβάνει την ιστορία από την οπτική γωνία του κάθε ήρωα, ξετυλίγοντας έτσι το μυστήριο. «Έχω πονοκέφαλο αυτές τις μέρες, είναι δύσκολο να χωρέσεις σε μια ιστορία τόσο πολλά πράγματα. Κάποιες φορές μπερδεύεσαι κι εσύ, για ποιον λόγο δείχνουμε το συγκεκριμένο πλάνο με τον συγκεκριμένο τρόπο. Το θέμα είναι να περιγράψεις την ιστορία με λιτή αφήγηση και σιγά-σιγά να χτιστεί από αντιδράσεις. Δεν χρειάζεται να σκεπάσεις το σενάριο για να το αφηγηθείς σωστά δραματουργικά, αλλά καμιά φορά εμείς οι σκηνοθέτες το κάνουμε αυτό, μας αρέσει» λέει γελώντας. Το σενάριο, γραμμένο από τους Δημήτρη Ευλαμπίδη και Απολλωνία Τσαντά, ακολουθήθηκε σχεδόν κατά γράμμα. «Στην πορεία το σενάριο άλλαξε ελάχιστα, γιατί όταν άλλαζε κάτι, έπρεπε να αλλάξει και κάτι άλλο στη σειρά των γεγονότων, στις ιστορίες και στους χώρους. Έπρεπε να γίνουν όλα όπως σχεδιάστηκαν στην αρχή και είναι πολύ καλό αυτό. Είναι σημαντικό να έχεις μια καλή πλοκή. Δεν χρειάζεται να υπάρχουν πάντα πολλά επίπεδα αλλά σωστά δεδομένα, για να μη νιώσει ο θεατής ότι τον κοροϊδεύουν, κάτι που συμβαίνει συχνά σε ελληνικές ταινίες. Ήξεραν όλοι την πλοκή στη διάρκεια των γυρισμάτων –δεν είμαι τόσο εγωιστής ώστε να τα χτίσω όλα μόνος μου–, απλώς ήθελα να εστιάσω περισσότερο στα ανθρώπινα κίνητρα των ηρώων. Το θεωρώ πολύ σημαντικό για την ιστορία να βλέπουμε πως οι χαρακτήρες έχουν ξεκάθαρα κίνητρα, όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει συχνά στα γουέστερν».

Η ιστορία, πάντως, θα μπορούσε να συμβεί στην Ελλάδα του 2016. Ο μέσος Έλληνας, άλλωστε, έχει την ψυχολογία αυτού που θέλει να κερδίσει γρήγορα και εύκολα πολύ χρήμα. Νομίζω πως το διαμάντι της ταινίας συμβολίζει αυτόν το στόχο.


Ο κεντρικός άξονας της ιστορίας είναι ο Γιάννης, ένας «φλώρος μαφιόζος», σύμφωνα με τον Μιχάλη Οικονόμου που τον υποδύεται. «Τον χαρακτηρίζω έτσι, καθώς, ενώ έχει μπλέξει στα πλοκάμια της μαφίας συνειδητά, νομίζει πως το θα κάνει για λίγο και θα ξεφύγει σύντομα» μας λέει ο ηθοποιός. «Είναι όμως άνθρωπος χωρίς βούληση, πάντα περιμένει τους άλλους να του πουν τι θα κάνει και είναι αρκετά εξαρτώμενος από το αφεντικό του, τον Άγγελο. Η ιστορία που βλέπουμε, που μοιάζει κάπως με τον Κύβο του Ρούμπικ, εξελίσσεται μέσα σε λίγες ώρες και είναι η μετατροπή του από άβουλο ον σε κάποιον που πρέπει να πάρει αποφάσεις».

Κυνηγώντας την «Μπλε Βασίλισσα» στην Αθήνα Facebook Twitter
Ο κεντρικός άξονας της ιστορίας είναι ο Γιάννης, ένας «φλώρος μαφιόζος», σύμφωνα με τον Μιχάλη Οικονόμου που τον υποδύεται.


Πλάι στον κεντρικό ήρωα, ο Δημήτρης Ήμελλος υποδύεται τον Σταύρο, έναν επαγγελματία δολοφόνο και έναν από τους πολλαπλούς συνωμότες της ιστορίας. «Δεν υπάρχει η παράδοση αυτού του είδους στο σινεμά μας, είναι ένα εισαγόμενο προϊόν από τις ΗΠΑ – οι Αμερικανοί, άλλωστε, έχουν μια άλλη σχέση με το πιστόλι. Η ταινία, όμως, έχει χιούμορ, όλοι μπλέκονται γύρω από την Μπλε Βασίλισσα, αλλά πάντα με τη λαμογιά που έχει ο Έλληνας. Προσπαθεί να τη φέρει ο ένας στον άλλον, αυτό είναι το δικό μας στοιχείο πάνω στην ιστορία».


Έναν μικρό, αλλά χαρακτηριστικό ρόλο στην ταινία έχει ο βραβευμένος στη Βενετία για την ερμηνεία του στο «Miss Violence» Θέμης Πάνου. «Είναι μεγάλη η επίδραση από τη βορειοευρωπαϊκή κινηματογραφία, που εστιάζει σε θέματα οικογένειας, σχέσεων – είναι και πιο φθηνές ιστορίες αυτές, αφού μπορείς να τις κάνεις και σε ένα δωμάτιο αν χρειαστεί, αλλά υπάρχει η αντίληψη πως αυτά είναι πιο εύκολα και πιο ποιητικά πράγματα. Η δράση έχει ένα πρόσημο εμπορικότητας και αποφεύγεται ως μη καλλιτεχνικό είδος, μόνο την τελευταία τριετία έχουν ξεκινήσει κάποιες σοβαρές προσπάθειες. Ως ηθοποιός θα ήθελα να συμμετάσχω σε τέτοιες ταινίες, είναι μια πρόκληση που εμπλουτίζει όλους τους εμπλεκόμενους. Χάρηκα πολύ που ήρθε σ' εμένα ο Αλέξανδρος, ένα νέο παιδί, αλλά πολύ ξεκάθαρος και συγκεκριμένος ως προς το τι ήθελε. Ο κινηματογράφος διανύει μια δύσκολη περίοδο, αλλά βρίσκονται άνθρωποι που επιμένουν να κάνουν δουλειές με έναν τρόπο καλό κι εγώ θέλω να είμαι σ' αυτό το κομμάτι. Με ενδιαφέρει όχι μόνο πρωταγωνιστικά γιατί, όπως γνωρίζω και από το θέατρο, πρέπει κανείς να είναι μέσα σε αυτό και έτσι μπορεί να είναι παρών, στο κέντρο. Χρειάζεται ευελιξία για να κρατήσουμε ζωντανό ό,τι μπορεί να υπάρξει».

Κυνηγώντας την «Μπλε Βασίλισσα» στην Αθήνα Facebook Twitter
Η ιστορία που βλέπουμε, που μοιάζει κάπως με τον Κύβο του Ρούμπικ, εξελίσσεται μέσα σε λίγες ώρες και είναι η μετατροπή του από άβουλο ον σε κάποιον που πρέπει να πάρει αποφάσεις.


Τον ρόλο της μοιραίας γυναίκας που καταστρέφει όποιον βρίσκεται κοντά της υποδύεται η Ράσμι Σούκουλη. «Δεν θέλεις να μπλέξεις με την ηρωίδα μου, τη Λένα. Δεν είναι καλό κορίτσι, αλλά έχει τους λόγους της που έγινε έτσι, κάτι που με βοήθησε να τη συμπαθήσω περισσότερο. Δεν θα ήθελα να βάλω κάποια ταμπέλα στην ταινία. Μια μέρα, στα γυρίσματα, ρώτησα τον Αλέξανδρο πώς θα τη χαρακτήριζε κι ανέφερε πολλές περιγραφές, όπως νουάρ, αστυνομική, περιπέτεια. Η ιστορία, πάντως, θα μπορούσε να συμβεί στην Ελλάδα του 2016. Ο μέσος Έλληνας, άλλωστε, έχει την ψυχολογία αυτού που θέλει να κερδίσει γρήγορα και εύκολα πολύ χρήμα. Νομίζω πως το διαμάντι της ταινίας συμβολίζει αυτόν το στόχο».


Ο Αλέξανδρος Σιπσίδης έχει γυρίσει 3 μικρού μήκους ταινίες (μπορείτε να τις δείτε εδώ) πριν από την «Μπλε Βασίλισσα» και θα ήθελε να γυρίσει περισσότερες. «Δεν θεωρώ πως πρέπει να υπάρχει ένα όριο στον αριθμό των ταινιών μικρού μήκους που πρέπει να γυρνά ένας σκηνοθέτης πριν περάσει στις μεγαλύτερες. Μου αρέσουν οι μικρού μήκους πάρα πολύ, είναι για μένα ένα είδος ποιήματος – λίγα λόγια, σε λίγο χρόνο. Το σινεμά, άλλωστε, πρωτοξεκίνησε με ταινίες μικρού μήκους, πριν υπαγορευθεί η διάρκεια για τις μεγαλύτερες. Ακόμη και οι σημερινές σειρές μοιάζουν με ταινίες μικρού μήκους, η μία πίσω από την άλλη. Είναι μια καλή εποχή γι' αυτό το είδος, υπάρχει πλέον και το Ιnternet, όπου ο καθένας μπορεί να ανεβάσει τη δουλειά του».


Τελειώνοντας, του θυμίζω πως με μια παρόμοια, φθηνή ιστορία προδοσίας με πολλαπλές οπτικές γωνίες ξεκίνησε την πορεία του ο Ταραντίνο –με το «Reservoir Dogs»– και ως σκηνοθέτης αμέσως σκέφτεται τα πρακτικά και ενθουσιάζεται. «Το γύρισε κυρίως σε μια αποθήκη, πρωινές ώρες, με φως, είχε εμπιστοσύνη στο σενάριό του και βρήκε τους κατάλληλους ηθοποιούς. Η ιδανική συγκυρία».

Κυνηγώντας την «Μπλε Βασίλισσα» στην Αθήνα Facebook Twitter
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η ανάσταση της καταστροφικής «κωμωδίας» που γύρισε ο Τζέρι Λιούις για το Ολοκαύτωμα

Οθόνες / Η ανάσταση της καταστροφικής «κωμωδίας» που γύρισε ο Τζέρι Λιούις για το Ολοκαύτωμα

Στο Φεστιβάλ Βενετίας έκανε πρεμιέρα ένα ντοκιμαντέρ που αφηγείται την παράξενη ιστορία της ταινίας «Η μέρα που έκλαψε ο κλόουν», που ο διάσημος κωμικός ήθελε να θαφτεί για πάντα.
THE LIFO TEAM
Το καλύτερο animation και η πιο τρομακτική ταινία της χρονιάς στις 30ές Νύχτες Πρεμιέρας

Οθόνες / Το καλύτερο animation και η πιο τρομακτική ταινία της χρονιάς στις 30ές Νύχτες Πρεμιέρας

Το έτοιμο να βάλει πλώρη για τα Όσκαρ και γατόφιλο «Flow» και το ιρλανδικό «Oddity», που μας έκοψε τη χολή, θα κάνουν την πανελλήνια πρεμιέρα τους στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Μήπως ο Τιμ Μπάρτον χρειαζόταν έναν δεύτερο «Σκαθαροζούμη» περισσότερο από εμάς;

The Review / Μήπως ο Τιμ Μπάρτον χρειαζόταν έναν δεύτερο «Σκαθαροζούμη» περισσότερο από εμάς;

Ο Γιάννης Βασιλείου και ο Αλέξανδρος Παπαγεωργίου (aka Αλεκσάντερ Πλατς) συζητούν για τη νέα ταινία του Τιμ Μπάρτον, για τη φιλμογραφία του και τις εμμονές του, για τις μεγάλες παρεξηγήσεις γύρω από το πρόσωπο του και για το ειδύλλιό του με τη Μόνικα Μπελούτσι.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Γιατί έχει κολλήσει η Νικόλ Κίντμαν στο ρόλο της Θλιμμένης Συζύγου;

Οθόνες / Γιατί έχει κολλήσει η Νικόλ Κίντμαν στον ρόλο της θλιμμένης συζύγου;

Στο μεγαλύτερο μέρος της τελευταίας δεκαετίας, η ηθοποιός μοιάζει να υποδύεται αποκλειστικά όμορφες γυναίκες που υπάγονται σε υψηλές φορολογικές κλίμακες, τις βαρύνουν όμως τα κασμιρένια μαντήλια και το ταραγμένο παρελθόν τους.
THE LIFO TEAM