«Μη φεύγεις», είπε η Μαρία , ανοίγοντας μια μποτίλια σαμπάνια. «Κάτσε να δούμε μαζί την αυγή». Άρχισε να πίνει σιωπηλά για λίγο και μετά έβαλε τα κλάματα, σαν παιδί, με λυγμούς. Μετά ακολούθησε άλλη μια μεγάλη σιωπή. «Μην κάνεις έτσι», της είπα. «Αυτή είναι η μεγαλύτερη στιγμή της ζωής σου. Το αποκορύφωμα της καριέρας σου».
Αυτό το μικρό απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του Φράνκο Τζεφιρέλι (εκδ. Αστάρτη), μια μικρή ανάμνηση από το μακρινό 1955 μετά την πρεμιέρα της όπερας Sonnambula στην Σκάλα σε σκηνοθεσία Λουκίνο Βισκόντι και μουσική διεύθυνση Λέοναρντ Μπερνστάιν, υπήρξε από τα εναύσματα που ένοιωσε ο σπουδαίος σκηνοθέτης της όπερας, αλλά και του κινηματογράφου, για να αποφασίσει να γυρίσει το 2001, λίγο σαν παρακαταθήκη δικιά του και της γενιάς του, την ταινία Callas Forever με την Φανί Αρντάν στον ρόλο της θρυλικής τραγουδίστριας.
Στην σκηνή που περιγράφει ήταν ακόμη ο βοηθός και προστατευόμενος του Βισκόντι. Αργότερα θα ακολουθούσαν οι μεγάλες του επιτυχίες στην Σκάλα και αλλού μαζί της. Ο Φλωρεντίνος Φράνκο Τζεφιρέλι, για τον οποίο η φίλη του Άννα Μανιάνι είπε «είσαι ο πιο φιλόδοξος άνθρωπος που έχω γνωρίσει στη ζωή μου», υπήρξε συνεργάτης και προσωπικός φίλος μερικών από τους πλέον θρυλικούς καλλιτέχνες του 20ου αιώνα. Ένας απίστευτα ικανός και ευφάνταστος σκηνοθέτης, και σκηνογράφος, που μέσα από την όπερα και τη μεταφορά Σαιξπηρικών έργων γυρισμένων στο φυσικό τους περιβάλλον, στην ιταλική ύπαιθρο, με σπουδαίους Βρετανούς ηθοποιούς, ανάμεσα τους ο Ρίτσαρντ Μπάρτον και η Λιζ Τέιλορ, έγινε τρομερά διάσημος κατακτώντας το διαβατήριο για τις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου.
Το 2001 ταξίδεψα μέχρι το Βουκουρέστι όπου γύριζε την ταινία του για την Κάλλας στα MediaPro Studios γιατί ήθελα να γνωρίσω από κοντά τον άνθρωπο που κατάφερε να κάνει στυλ τη μεγάλη ιταλική παράδοση στα πέρατα του κόσμου. Δεν είχε μεγάλες συμπάθειες στη διανόηση, τον θεωρούσαν εμπορικό και άνθρωπο της δεξιάς και του Βατικανού. Εν μέρει είχαν δίκιο. Το πρώτο πράγμα που μου είπε όταν μας σύστησαν στο πλατό, ήταν πόσο μεγάλη απώλεια ήταν ο θάνατος του Γιάννη Τσαρούχη. Υπήρξαν καρδιακοί φίλοι μια εποχή. Μετά μου είπε ότι θα μου μιλήσει γιατί ήμουν ο μόνος Έλληνας που ενδιαφέρθηκε για την ταινία που ετοίμαζε.
Το βλέμμα του σπινθηροβόλο, παρόλο που υποβασταζόταν εξαιτίας ενός προβλήματος με το πόδι του, καταλάβαινες ότι όντως αυτός ο άνθρωπος υπήρξε στη ζωή του υπερφιλόδοξος, με απίστευτη αυτοπεποίθηση. Καθώς παρακολουθούσα το γύρισμα, ο Πίπο, ο υιοθετημένος του γιος, εντυπωσιάστηκε από τα σχόλια μου σχετικά με τα πόσα γνώριζα για τον «Μαέστρο», όπως τον αποκαλούσαν όλοι. Λόγου χάρη ότι ήξερα ποιο ήταν το όνομα του σκύλου τους ή ποια ήταν η πρώτη -ξεχασμένη- ταινία που γύρισε –μια κωμωδιούλα με τον τίτλο Κάμπινγκ- κι έτσι κέρδισα την εμπιστοσύνη τους. Ήταν τελευταίες μέρες γυρισμάτων, Οκτώβρης του 2001 και ακολούθησε κι ένα πάρτι με την Αρντάν να λάμπει.
Η ταινία δεν ήταν καλή. Ούτε γύρισε ποτέ ταινία με θέμα ελληνική τραγωδία όπως μου λέει στην συνέντευξη. Αλλά μερικά χρόνια μετά ήρθε και σκηνοθέτησε στο Ηρώδειο όπερα, και ήταν η τελευταία φορά που συναντηθήκαμε. Για μένα υπήρξε ο πρώτος σκηνοθέτης που έμαθα ως όνομα, όταν δεκάχρονο παιδί είδα ολομόναχος σε μια αίθουσα της Θεσσαλονίκης το Αδελφός ήλιος, αδελφή σελήνη. Ήταν το ωραιότερο πράγμα που είχα δει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Μετά βέβαια ακολούθησε η απομυθοποίηση του….
O Ωνάσης δεν έδινε δεκάρα για την Κάλλας. Έβλεπα πώς της φερόταν. Είχα βρεθεί πολλές φορές μαζί τους. Αντιθέτως, για εκείνη υπήρξε πατέρας, σύζυγος, εραστής. Ποτέ πριν δεν είχε πραγματική ερωτική ζωή, σεξ, και ο Ωνάσης της το πρόσφερε αυτό απλόχερα. Και ως γυναίκα η Μαρία δεν ήταν έτοιμη για κάτι τέτοιο. Πελάγωσε.
Γιατί Callas Forever; Γιατί αυτός ο τίτλος;
Διότι πρέπει να τη μάθει η νέα γενιά και να γνωρίσουν την αληθινή Κάλλας όλοι όσοι την θαυμάζουν. Μια Κάλλας η οποία θα ζει για πάντα, κι ας πέθανε τόσο νωρίς.
Επιλέγετε να αφηγηθείτε τους τελευταίους μήνες της ζωής της και όχι την ιστορία της ζωής της…
Κοίταξε. Δεν νομίζω ότι όλα εκείνα τα ανόητα κουτσομπολιά με τον Ωνάση, η ζωής της ως VIP, αντιπροσωπεύουν την Κάλλας. Αυτό που είναι σημαντικό, αυτό που έχει σημασία είναι να θυμηθούμε το είδος του καλλιτέχνη που υπήρξε η Μαρία. Γιατί και πώς κατέκτησε την ανώτατη θέση στην τέχνη. Η Μαρία υπήρξε εξτρεμίστρια, μια φονταμελίστρια της τέχνης. Γι’ αυτό και την κατατάσσω ανάμεσα στις τρεις σπουδαιότερες γυναίκες του περασμένου αιώνα: οι άλλες δύο είναι η Μητέρα Τερέζα και η Μάργκαρετ Θάτσερ. Η μεν πρώτη θυσίασε τα πάντα γι’αυτό στο οποίο επέλεξε να αφοσιωθεί, η δε δεύτερη, με το που έληξε η πολιτική της καριέρα, είχε μια οικογένεια να την περιμένει, Την Μαρία, όταν έχασε τη φωνή της, δεν την περίμενε κανένας και τίποτα. Πάντοτε αγωνιζόταν να ζήσει τη φυσιολογική ζωή μιας γυναίκας με ένα σύζυγο. Ήλπιζε, προσπαθούσε να βρει έναν άντρα που θα ήταν σωστός γι’αυτήν. Δεν στάθηκε τυχερή.
Αυτή, λοιπόν, ήταν η προσωπική της τραγωδία;
Όχι. Η τραγωδία είναι ότι καμία γυναίκα αυτού του βεληνεκούς δεν μπορεί να έχει έναν άντρα δίπλα της. Είχε η Γκάρμπο; Είχε η Μανιάνι; Είναι πολύ δύσκολο για οποιονδήποτε άντρα να γίνει ο πιστός σύντροφος τέτοιων γυναικών. Και στην περίπτωση της Μαρίας, η ξεχωριστή της προσωπικότητα καθιστούσε αδύνατον για οποιονδήποτε άντρα να την αγαπήσει με τον τρόπο που με τον οποίο μια γυναίκα θέλει να αγαπηθεί.
Τι ήταν για εσάς ο Ωνάσης ;
Ένας αδίστακτος άνθρωπος. Ένας οπορτουνιστής όσο λίγοι στην ιστορία. Επιβλητικός. Εκμεταλλευόταν τους πάντες. Άρπαζε ό,τι μπορούσε να του φανεί χρήσιμο.
Δηλαδή, δεν αγάπησε την Κάλλας;
Ούτε κατά διάνοια! Δεν έδινε δεκάρα γι’ αυτήν. Έβλεπα πώς της φερόταν. Είχα βρεθεί πολλές φορές μαζί τους. Αντιθέτως, για εκείνη υπήρξε πατέρας, σύζυγος, εραστής. Ποτέ πριν δεν είχε πραγματική ερωτική ζωή, σεξ, και ο Ωνάσης της το πρόσφερε αυτό απλόχερα. Και ως γυναίκα η Μαρία δεν ήταν έτοιμη για κάτι τέτοιο. Πελάγωσε.
Μοιάζει να ρίχνετε όλο το φταίξιμο της κατάντιας της στον Ωνάση.
Μα, ήταν καταστροφή. Κοίταξε, αν η Μαρία είχε βρει έναν σύζυγο από την αρχή, αν ο Μενεγκίνι είχε υπάρξει καλύτερος σύζυγος, αν είχαν κάνει παιδιά, όλα θα είχαν εξελιχθεί καλύτερα. Ακόμα και η φωνή της θα διαρκούσε περισσότερο. Και θα ζούσε ακόμα. Αντίθετα, ήταν μονίμως προδομένη. Στην αρχή ήταν η ίδια της η οικογένεια, μια μάνα και μια αδερφή σκέτη καταστροφή. Άρα, καμία οικογενειακή θαλπωρή από εκεί. Έπειτα, ο αποτυχημένος γάμος της με τον Μενεγκίνι. Είχε, βέβαια, το ταλέντο της να τη στηρίζει. Ωστόσο, παγιδεύτηκε τελικά με τον Ωνάση, που την εγκατέλειψε με τον πιο χυδαίο τρόπο, κι εκεί που νόμιζε ότι η φωνή της θα την βοηθούσε να επιβιώσει, την εγκατέλειψε κι αυτή. Έτσι βρέθηκε παντελώς μόνη. Κι αυτό ήταν που την οδήγησε στο θάνατο.
Έχετε περιγράψει στην αυτοβιογραφία σας την πλήρη της παραίτηση, την τραγική της απομόνωση. Θα λέγατε ότι επέλεξε να αυτοκτονήσει;
Εγώ το αποκαλώ «αργή ευθανασία». Αμφεταμίνες το πρωί, υπνωτικά χάπια το βράδυ, για τις αϋπνίες που την ταλαιπωρούσαν. Πόσο θα άντεχε η καρδιά της; Δεν είναι παράξενο το γεγονός ότι όλες οι γυναίκες του Ωνάση πέθαναν από χάπια; Η πρώτη του γυναίκα, η Τίνα Λιβανού, έτσι είχε πεθάνει. Μετά η Μαρία. Τέλος, η αγαπημένη του κόρη Χριστίνα. Κι αυτή από χάπια πήγε!
Στα χρόνια της κάμψης της φωνής της αρνιόταν πεισματικά τις διάφορες προτάσεις τις οποίες δεχόταν, ακόμα και δικές σας.
Ούτε να ακούσει δεν ήθελε. Άλλαζε τη συζήτηση. Της έλεγα «πρέπει να σε μάθει η νέα γενιά, ο κόσμος θέλει να σε ξαναδεί στη σκηνή». Μια ιδέα για την Εύθυμη χήρα στο Covent Garden, τη θεωρούσε κατώτερη των έργων που είχε ερμηνεύσει. Και είναι σπουδαία οπερέτα η Εύθυμη χήρα.
Στην ταινία σας ο χαρακτήρας του Τζέρεμι Άιρονς είναι ουσιαστικά εσείς. Ένας παλιός καλός φίλος που προσπαθεί να την ταρακουνήσει, να την σώσει. Νοιώθετε καμία ενοχή που δεν προλάβατε να κάνετε κάτι εγκαίρως;
Μα, πού το φανταζόμασταν ότι θα πέθαινε! Ήταν μόλις 53 χρονών. Κανένας μας δεν το περίμενε. Αλλά το γεγονός ότι δεν δεχόταν καμία πρόταση οφειλόταν στο ότι είχε πλήρη επίγνωση ότι η φωνή της δεν θα ήταν αυτό που ήταν. Δεν ήθελε να εκθέσει μπροστά στο κοινό ούτε τον εαυτό της ούτε και την Μαρία Κάλλας.
Πόσο Ελληνίδα ένοιωθε;
Εντελώς Ελληνίδα. Ήταν η απόλυτη Ελληνίδα! Στο πνεύμα, στη συμπεριφορά, στις συνήθειες. Είχε προσωπικότητα που στηριζόταν ακριβώς στην ελληνική της καταγωγή και παιδεία. Δεν έπαυε να μας το θυμίζει αυτό. Δεν είναι τυχαίο ότι μία από τις σημαντικότερες ερμηνείες της είναι αυτή της Μήδειας. Η Κάλλας αποτελούσε συνέχεια του μεγάλου ελληνικού πολιτισμού. Μια γυναίκα αντάξια των μεγάλων γυναικών του Ευριπίδη και του Σοφοκλή. Τις κουβαλούσε μέσα της, στην καταγωγή της. Ήταν μεγάλη οραματίστρια. Δεν θα μπορούσε να μην είναι Ελληνίδα! Και ο κυριότερος λόγος που υπήρξε μεγάλη δεν έχει να κάνει μόνο με τη φωνή της αλλά με την ψυχολογία της και με τη φυσιολογία της. Γι’αυτό ήταν Ελληνίδα. Ήταν θέμα ήθους. Είχε μέσα της την αίσθηση του δικαίου, τι είναι σωστό και τι λάθος. Να ερμηνεύεις το θείο και να το υπηρετείς. Είχε πάντα αυτήν την αίσθηση της άλλης διάστασης. Μιας ξεχωριστής ηθικής.
Εννοείτε αξιοπρέπεια;
Ακριβώς! Από την άλλη, στην συγκεκριμένη ταινία, βλέπουμε και την ιστορία μιας ενδιαφέρουσας γυναίκας. Τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφερόταν, τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόταν. Γι’ αυτό ήταν μεγάλο πρόβλημα να βρεθεί η κατάλληλη ηθοποιός. Έπρεπε να μοιάζει την Κάλλας και συγχρόνως να είναι πολύ καλή ηθοποιός. Ο ρόλος είναι τιτάνιος. Είναι για ηθοποιούς του βεληνεκούς της Μπέτυ Ντέιβις.
Αρχικά είχατε επιλέξει μια Ελληνίδα να την υποδυθεί, την Τερέζα Στράτας.
Πράγματι. Η Στράτας, εκτός από σπουδαία σοπράνο, είναι και σπουδαία ηθοποιός, Ελληνίδα, και πίστευε και η ίδια σε μια ταινία – φόρο τιμής στη Μαρία. Ότι έπρεπε να εξηγήσουμε στον κόσμο το μέγεθος της καλλιτέχνιδας που υπήρξε η Κάλλας και ότι δεν ήταν μόνο φωνή. Στην πορεία η Στράτας συνειδητοποίησε το μέγεθος του ρόλου και πολύ κομψά αποσύρθηκε. Συμπέρανε μόνη της ότι χρειαζόταν μια ηθοποιός με μεγάλη κινηματογραφική πείρα για να ανταπεξέλθει.
Κι έτσι δώσατε το ρόλο στην Φανί Αρντάν…
Η οποία είναι εξαιρετική.
Έχω μια απορία εδώ και χρόνια. Έχετε σκηνοθετήσει τα πάντα στο θέατρο αλλά ποτέ ελληνική τραγωδία. Γιατί;
Είναι πολύ δύσκολο είδος. Αλλά θα το κάνω τώρα.
Στο θέατρο;
Όχι, στον κινηματογράφο. Είναι το πιο φιλόδοξο σχέδιο μου, αλλά θα το κάνω. Γι’αυτό και δεν θα σου πω τίποτα αυτή τη στιγμή.
σχόλια