Κρατάει το μαγαζί καθημερινώς δώδεκα ώρες τα τελευταία δεκαοχτώ χρόνια, είναι ο αγαπημένος των Εξαρχειωτών σινεφίλ, έχει πάθος με τη δουλειά του, σου βρίσκει τους πιο απίθανους διεθνείς τίτλους, έχει άποψη για τις ταινίες που σου προτείνει και το όνομά του έχει ακουστεί μέχρι και σε έργο της Λένας Κιτσοπούλου. Ο Λευτέρης Τζώρτζης είναι ο ιδιοκτήτης του Movie Galaxy, ενός από τα τελευταία βιντεοκλάμπ της Ελλάδας.
― Έχεις συνηθίσει να σου λένε «μα υπάρχουν ακόμα βιντεοκλάμπ;»;
Σίγουρα με ενοχλούσε παλιότερα που μου το έλεγαν, γιατί το έπαιρνα κοροϊδευτικά. Τώρα, ή εμένα μου φαίνεται ή έχει όντως αλλάξει ο τόνος με τον οποίο το λέει ο κόσμος, και μου φαίνεται ότι το λένε, αν όχι με ενθουσιασμό, εντυπωσιασμένοι, οπότε κι εγώ το παίρνω ως τίτλο αναγνώρισης. Ότι κάτι έχω κάνει και έχει αντέξει, ενώ ο κλάδος έχει πεθάνει εδώ και αρκετά χρόνια.
― Σκέψου ότι μια και δυο γενιές μεγάλωσαν χωρίς βιντεοκλάμπ.
Με στενοχωρεί που κάποιες φορές περνάνε πιτσιρίκια και λένε «πο πο, υπάρχουν ακόμα τέτοια μαγαζιά;», χωρίς να ξέρουν καν τι είδους μαγαζί είναι.
Πάντως πολύς κόσμος έρχεται γιατί θέλει να συντηρήσει το μαγαζί. Νομίζω ότι όλοι θέλουν να μείνει ανοιχτό. Γενικά έχω και πολύ κόσμο που έρχεται γιατί το έκανε με τους γονείς του όταν ήταν μικρός και θέλει να το ξαναζήσει.
― Τελικά όντως το δικό σου είναι το τελευταίο βιντεοκλάμπ της Αθήνας;
Όχι, υπάρχουν κι άλλα, και στην Αθήνα και στην Ελλάδα. Απλώς κανείς δεν ξέρει πού βρίσκονται, εκτός αν μένει κοντά τους. Σίγουρα υπάρχει το Videorama στην Πατησίων. Τα περισσότερα έμεναν ανοιχτά μέχρι να συμπληρώσουν ένσημα οι ιδιοκτήτες τους. Αυτό που έκλεισε και ήταν ιστορικό είναι το CVC στο Περιστέρι. Αλλά το ΑΖΑ της Θεσσαλονίκης, με το οποίο με συνέκριναν, έχει κλείσει προ καιρού. Ένας πελάτης μού έστειλε φωτογραφία βιντεοκλάμπ από το Αγρίνιο.
― Ποιοι είναι οι πελάτες σου; Ποιοι νοικιάζουν ακόμα DVD εφόσον όλα μπορεί να τα βρει κανείς στο διαδίκτυο;
Θα περίμενες να ακούσεις ότι είναι μόνο μεγάλης ηλικίας, αλλά τελικά έρχονται όλες οι ηλικίες. Σίγουρα κάποιες ταινίες δεν τις έχουν οι πλατφόρμες, αλλά ακόμα και να εμφανιστούν στο Netflix, από όπου έχουν περάσει τα πάντα, είναι για περιορισμένο διάστημα. Κάποιος που είχε σκοπό να τη δει αλλά δεν την πρόλαβε, έρχεται και την παίρνει από εμένα.
― Ωστόσο, δεν υπάρχουν όλες κρυμμένες μέσα στο διαδίκτυο;
Το κομμάτι της πειρατείας ήταν της μόδας πολύ πριν εμφανιστούν οι πλατφόρμες. Με το που ξεκίνησαν, μια μεγάλη μερίδα του κόσμου γύρισε την πλάτη της στην πειρατεία γιατί καλυπτόταν πια και δεν είχε λόγο να ψάχνει.
― Από τι δεν καλύπτονται και έρχονται σε εσένα;
Η πλατφόρμα δεν θα τους μιλήσει, ούτε θα σχολιάσει την ταινία μαζί τους. Οπότε έρχονται σε εμένα να μιλήσουμε γι’ αυτήν. Κάποιοι θέλουν να κρατήσουν το κομμάτι της επικοινωνίας, που δεν το βρίσκουν στην πλατφόρμα. Είμαι σίγουρος ότι έρχονται γι’ αυτό. Αυτό απαιτεί μεγάλη ενέργεια από εμένα, είμαι και έξω καρδιά, θα πούμε και πέντε βλακείες. Εννοώ, δεν έρχονται να μιλήσουν μόνο για τις ταινίες. Πάντως πολύς κόσμος έρχεται γιατί θέλει να συντηρήσει το μαγαζί. Νομίζω ότι όλοι θέλουν να μείνει ανοιχτό. Γενικά έχω και πολύ κόσμο που έρχεται γιατί το έκανε με τους γονείς του όταν ήταν μικρός και θέλει να το ξαναζήσει.
― Είσαι πάνω από όλα ενημερωμένος σινεφίλ.
Αυτός ήταν ο λόγος που άνοιξα το μαγαζί. Για να μιλάω συνεχώς για ταινίες, που ήταν το μοναδικό μου ενδιαφέρον.
― Πώς δεν σπούδασες κινηματογράφο, να γίνεις σκηνοθέτης όπως ο Ταραντίνο, που ξεκίνησε από βιντεοκλάμπ;
Ήθελα να γίνω ο επόμενος Ταραντίνο, αλλά δεν αρκούσε ότι δούλευε σε βιντεοκλάμπ, ήξερε και να γράφει σενάρια. Ο πατέρας μου με απέτρεψε γιατί έθεσε όρο πρώτα να σπουδάσω. Τελικά μπήκα στο Οικονομικό της Νομικής και παράλληλα δούλευα σε βιντεατζίδικο. Αν και περίμενε πτυχίο, μου έδωσε το 2006 τα λεφτά να το ανοίξω. Κατάλαβα όμως ότι δεν είχα τίποτα καινούργιο να προτείνω. Δεν με συγκινούσε να είμαι στον ελληνικό χώρο, θα ήμουν δυστυχισμένος. Ήθελα να γίνω ένας μεγάλος σκηνοθέτης του Χόλιγουντ. Από τη στιγμή που δεν μπορούσα να κάνω αυτό, δεν είχε νόημα να πάω σε μια σχολή. Ευγνωμονώ τον πατέρα μου που με απέτρεψε από το να το σπουδάσω μετά το λύκειο. Πιστεύω ότι είχε δίκιο. Αν το ήθελα πραγματικά, θα είχα γραφτεί σε μια σχολή, οπότε δεν το ήθελα τόσο πολύ.
― Η μητέρα σου, που κρατάει κάποιες ώρες το μαγαζί, είναι μεγάλη σινεφίλ.
Σπάνια έρχεται πια, αλλά όσο ερχόταν ήταν μεγάλη βοήθεια, γιατί ήξερε πολύ σινεμά.
― Πόσα χρόνια έχεις να δεις ταινία σε μεγάλη οθόνη;
Βλέπω το καλοκαίρι που θα κάνω μια βδομάδα διακοπές.
― Αυτή ήταν ανέκαθεν η ένσταση, ότι με τα βιντεοκλάμπ χάθηκαν η συλλογική εμπειρία της σκοτεινής αίθουσας και το μέγεθος της οθόνης.
Για μένα δεν συγκρίνεται ούτε αν έχεις στο σπίτι σου 65άρα οθόνη με το τελειότερο ηχοσύστημα. Η μεγάλη οθόνη δεν αρκεί, η συλλογική αντίδραση δεν υποκαθίσταται∙ θεωρώ ότι είναι ο λόγος που δεν θα πεθάνει ποτέ το σινεμά. Θυμάμαι που στις «Δύο καπνισμένες κάνες» του Γκάι Ρίτσι, λίγο πριν από το μακελειό του φινάλε, ακούγεται το συρτάκι του Ζορμπά και όλο το σινεμά χτυπούσε ρυθμικά παλαμάκια. Αυτό δεν θα το ζήσεις ποτέ σπίτι σου. Γι’ αυτό θα πηγαίνεις πάντα σινεμά, προσδοκώντας να ζήσεις τέτοιες στιγμές.
― Ωστόσο το μαγαζί σου είναι κυρίως για σινεφίλ, για όσους ψάχνουν κάτι που άκουσαν, ή ψάχνουν κάτι σπάνιο ή θέλουν να ξαναδούν κάτι.
Έτσι είναι. Από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησα μού ζητούσαν ταινίες που δεν θα τις έβρισκαν πουθενά αλλού. Τα δύο πρώτα χρόνια έζησα τέτοια οικονομική επιτυχία που δεν την ξανάζησα. Μέχρι το ξεκίνημα της κρίσης, που σκεφτόντουσαν και το 1,70 που τους ζήταγα. Έπεσε η ζήτηση και ο κόσμος στράφηκε στην πειρατεία.
― Πόσους τίτλους έχεις σήμερα;
Ξεκίνησα το 2006 με 5.000 τίτλους και σήμερα έχω φτάσει τους 50.000. Αγόραζα ό,τι μου ζητούσαν. Μπορούσα να καλύψω τις ανάγκες τους και οι πελάτες με διαφήμιζαν. Έτσι απέκτησα πιστό κοινό.
― Βοηθάνε και τα Εξάρχεια, που είναι πιο «ψαγμένα» από άλλες περιοχές της Αθήνας.
Η περιοχή είναι βασικός παράγοντας, και στην επιτυχία μας και στο ότι παραμένουμε ανοιχτοί. Είναι μια περιοχή με καλλιτεχνικό κοινό που στηρίζει τα μαγαζιά της.
― Σε ξέρουν πολλοί καλλιτέχνες, όπως η Κιτσοπούλου, που σε έβαλε σε έργο της.
Μου το είπαν πελάτες μου και πήγαν η μητέρα μου και η αδελφή μου να δουν την παράσταση. Η Κιτσοπούλου δεν ήταν πελάτισσά μου, αλλά ήταν ο Καραθάνος, που είναι στενός της συνεργάτης, όπως και ο πρωταγωνιστής της παράστασης. Με αναφέρει σε βιβλίο του και ο Γιάννης Ξανθούλης, ως ένα από τα τελευταία σινεφίλ βίντεο κλαμπ. Ο Νίκος Κουρής ακόμα έρχεται, παρόλο που δεν μένει εδώ πια. Με έμαθε από τον Λευτέρη Βογιατζή. Ο Χούρσογλου, ο Παντελής Βούλγαρης παλιότερα, όπως και τα παιδιά του, ο Λυκουρέσης. Ο Γιάννης Οικονομίδης ερχόταν περισσότερο για το παιδί του.
― Έχουν αλλάξει με τα χρόνια τα γούστα του κόσμου;
Μετά τον κορωνοϊό θέλουν περισσότερες κωμωδίες και σειρές. Πάντως το Netflix δεν βγάζει τις δικές του σε DVD.
― Στο lockdown ήσασταν κλειστοί;
Και στα δύο, μόνο ντελίβερι πήγαινα. Μέχρι τη Νέα Σμύρνη έφτασα. Ήθελα να κρατήσω επαφή με τους πελάτες, γιατί ήξερα ότι όλοι γράφτηκαν σε πλατφόρμες, κι έτσι έκλεισαν τα περισσότερα βιντεοκλάμπ. Και όταν άνοιξαν τα βιβλιοπωλεία, εμείς μείναμε κλειστοί. Δεν είχαμε την ίδια αντιμετώπιση, ενώ στην ουσία προσφέρουμε το ίδιο πράγμα, ψυχαγωγία.
― Ποιες ταινίες νοικιάζονται ανελλιπώς όλα αυτά τα χρόνια;
Οι μεγάλοι σκηνοθέτες, οι Ιταλοί, Φελίνι, Παζολίνι, ο Αλμοδόβαρ, ο Μπέργκμαν, ο Ταρκόφσκι πάρα πολύ, κάποιες εβδομάδες ήταν νοικιασμένες και οι 7 ταινίες του. Κι ακόμα νοικιάζονται.
― Κι από ελληνικές;
Ζητάνε πολύ Αγγελόπουλο, και κάποιοι ξένοι, γιατί οι ταινίες είχαν βγει με αγγλικούς υπότιτλους.
― Κι ακολουθούν πολύωρες αναλύσεις;
Έχουμε επικούς καυγάδες για τις ταινίες. Πιο πρόσφατα για τα «Μαγνητικά Πεδία». Φανατικός κόσμος και από τις δύο πλευρές, και αυτοί που τους άρεσε και αυτοί που δεν τους άρεσε καθόλου.
― Εσένα σου άρεσε;
Δεν το είδα τελικά. Και να σκεφτείς ότι η Έλενα Τοπαλίδου είναι πελάτισσά μου. Μάλιστα, ήρθε τη μέρα μετά τα βραβεία και ήταν ενθουσιασμένη.
― Τελικά ποια είναι τα μπεστ σέλερ σου;
Το σουηδικό «Το κορίτσι με το τατουάζ», που το πρότεινα ο ίδιος σε όλους, το αργεντίνικο «Το μυστικό στα μάτια της». Η ταινία που δούλεψε πάρα πολύ ήταν το «Inception». Κάτι το αδιανόητο. Κι από ελληνικές η «Στρέλλα» και ο «Κυνόδοντας».