Στο ταξιδιωτικό βιβλίο του Σόμερσετ Μομ «The Gentleman in the Parlour» ο συγγραφέας, αστειευόμενος με τη δειλία των αντρών και το πείσμα των γυναικών, αναφέρεται στη συνάντησή του στη Βιρμανία με έναν Άγγλο, ο οποίος, θέλοντας να αποδράσει από τον επικείμενο γάμο του, ακολουθεί τη διαδρομή των Βρετανών του 19ου αιώνα, διασχίζοντας την Ασία και καταλήγοντας στην Άπω Ανατολή.
Ο σκηνοθέτης Μιγκέλ Γκόμες («Αραβικές νύχτες», «Χαμένος παράδεισος») πήρε αυτήν τη σύντομη ιστορία και έκανε μια χιουμοριστική ταινία στην οποία ο Έντουαρντ, υπάλληλος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας τοποθετημένος στο Ραγκούν, εγκαταλείπει πανικόβλητος την πόλη τη μέρα που φτάνει η αρραβωνιαστικιά του, Μόλι, για να παντρευτούν. Εκείνη δεν πτοείται και ακολουθεί τα ίχνη του. Οι δυο τους κάνουν την ίδια διαδρομή, Σιγκαπούρη, Σαϊγκόν, Μανίλα, Οσάκα, Σαγκάη, χωρίς ποτέ να συναντιούνται.
Η ταινία «Grand Tour» απέσπασε το βραβείο σκηνοθεσίας στο τελευταίο Φεστιβάλ των Καννών. Παρελθόν ανάκατα με παρόν, σκηνές από το μακρινό 1918 γυρισμένες σε στούντιο μπλέκονται με εικόνες από τη σύγχρονη ζωή, ασπρόμαυρες εικόνες μιας αποικιοκρατικής εποχής σε αντιπαράθεση με λούνα παρκ, δημόσιες αγορές, πολύχρωμα φώτα και κινητά τηλέφωνα από το σήμερα.
Πιστεύω ότι ο κινηματογράφος πρέπει να θυμίζει κινηματογράφο. Με αυτό εννοώ να μην παραπλανεί τους θεατές ότι πρόκειται για τη ζωή, γιατί αυτό δεν ισχύει. Οπότε, ο κινηματογράφος για εμένα μπορεί να είναι όσο θεατρικός, μη ρεαλιστικός, μη νατουραλιστικός θέλει. Με βρίσκει σύμφωνο.
― Στην ταινία σας παρακολουθούμε την ιστορία μέσω πολλαπλών αφηγήσεων, καθώς σε κάθε περιοχή από όπου περνάνε οι δυο χαρακτήρες το voice over είναι σε διαφορετική γλώσσα. Γιατί; Είναι πολιτική επιλογή;
Καταρχάς ήταν μια τυχαία επιλογή για πρακτικούς λόγους. Γράφαμε την αφήγηση συγχρόνως με το μοντάζ, το οποίο γινόταν στο editing room της εταιρείας παραγωγής. Κάθε φορά που τελειώναμε μια σκηνή, χρειαζόμασταν κάποιον να τη διαβάσει ώστε να την ηχογραφήσουμε και να δούμε αν λειτουργεί. Ανοίγαμε την πόρτα και παίρναμε όποιον ήταν διαθέσιμος. Καθώς κάθε φορά διαλέγαμε τυχαία όποιον βρίσκαμε, άντρα, γυναίκα, καταλήξαμε να έχουμε μια σύνθεση πολλών διαφορετικών φωνών. Όχι έναν αφηγητή, αλλά πολλαπλούς αφηγητές. Τότε σκεφτήκαμε ότι θα ήταν καλή ιδέα να χρησιμοποιήσουμε αντίστοιχα πολλούς αφηγητές σε διαφορετικές γλώσσες, ανάλογα με το σε ποια χώρα βρίσκεται ο κάθε ένας τους στην ταινία. Συνειδητοποιήσαμε ότι είχε ενδιαφέρον να συμπεριλάβουμε αφηγητές που μιλούν ασιατικές γλώσσες και χειρίζονται τους κεντρικούς χαρακτήρες, τον Έντουαρτ και τη Μόλι, σαν μαριονέτες − Ασιάτες μαριονετίστες και Ευρωπαίες μαριονέτες. Εν τέλει ήταν πολιτική επιλογή, αλλά και εντελώς πρακτικής φύσης.
― Παρακολουθούμε πολύ ασιατικό θέατρο: σκιών, ζωντανό θέατρο, κουκλοθέατρο. Νομίζω έχετε πει ότι ο τρόπος που οι Ασιάτες μαριονετίστες χειρίζονται τις μαριονέτες, χωρίς να κρύβονται, συνδέεται με την άποψή σας για τον κινηματογράφο, ότι οφείλει να μην παραπλανά το κοινό και να υπογραμμίζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.
Θεωρώ ότι ο κινηματογράφος στις μέρες μας μπαίνει σε δύο κατηγορίες. Στη μία έχουμε ταινίες υπερηρώων, έναν εντελώς μη ρεαλιστικό κινηματογράφο, που δεν συνδέεται με τη ζωή και την πραγματικότητα, υπάρχει μέσα σε μια φούσκα, και στην άλλη έχουμε ρεαλιστικές ταινίες, νατουραλιστικά παιγμένες, που προσποιούνται ότι αναπαριστούν την πραγματική ζωή − κάτι εντελώς ανόητο. Πιστεύω ότι ο κινηματογράφος πρέπει να θυμίζει κινηματογράφο. Με αυτό εννοώ να μην παραπλανεί τους θεατές ότι πρόκειται για τη ζωή, γιατί αυτό δεν ισχύει. Οπότε, ο κινηματογράφος για εμένα μπορεί να είναι όσο θεατρικός, μη ρεαλιστικός, μη νατουραλιστικός θέλει. Με βρίσκει σύμφωνο. Για πολλά χρόνια ο κινηματογράφος αυτό ήταν. Κι αυτό το είδος κινηματογράφου θέλω να διασώσω στα δικά μου φιλμ. Θέλω το σινεμά να μοιάζει με σινεμά κι όχι με κάτι που προσποιείται την πραγματική ζωή, γιατί το σινεμά δεν είναι αυτό. Ως τέτοιο θέλω να το κρατήσω κι ελπίζω ότι ο κόσμος θα συνδέεται μέσω αυτού με τη ζωή. Ο σκοπός του θεάματος όπως το κουκλοθέατρο και το θέατρο γενικότερα δεν πρέπει να είναι η ζωή, αλλά το να μας βοηθάει να συνδεθούμε με αυτήν.
― Αυτός είναι ο λόγος που έχετε επιλέξει μια τόσο ποιητική γλώσσα;
Όπως είπα, ως κινηματογραφιστής θέλω αυτό που κάνω να μοιάζει με σινεμά και όχι με τη ζωή. Ωστόσο θέλω και το ρεαλιστικό στοιχείο, γιατί το σινεμά έχει τη δυνατότητα να κάνει διάφορα. Μπορεί να αποτυπώσει πράγματα από τη ζωή που δεν χρειάζονται ούτε πλοκή ούτε τίποτα. Μπορείς απλώς να τοποθετήσεις την κάμερα κάπου και να κινηματογραφήσεις ανθρώπους να κάνουν οτιδήποτε, αυτό είναι εκπληκτικό. Το σινεμά έχει αυτή την ιδιότητα, να παίρνει κομμάτια ζωής και να τα καταγράφει σε φιλμ. Οι Λουμιέρ αυτό έκαναν στα πρώτα βήματα του κινηματογράφου. Είναι καταπληκτικό ότι αποτύπωσαν την πραγματικότητα και έναν αιώνα μετά μπορούμε να δούμε όλα αυτά που κινηματογράφησαν.
Από την άλλη, ο κινηματογράφος μπορεί να δημιουργήσει τον κόσμο, να τον επανεφεύρει. Έναν κόσμο που βγάζει νόημα μόνο στην οθόνη και δεν μοιάζει καθόλου της ζωής. Οπότε διαθέτουμε δύο διαφορετικούς κανόνες κι αυτό είναι επίσης εκπληκτικό. Δύο επιλογές που με ενδιαφέρουν πολύ και προσπαθώ να κινηματογραφώ εναλλάξ την κάθε μία, συνδέοντας τη μία με την άλλη. Αυτή η σύνδεση σημαίνει ότι όποτε τα τοποθετείς μαζί αυτά τα δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα, ελπίζεις ότι το ένα οδηγεί στο άλλο. Από την πραγματικότητα στην εντελώς υποθετική μυθοπλασία κι από την υποθετική μυθοπλασία στην πραγματικότητα, κι αυτά τα δύο συνδέονται μεταξύ τους. Αυτό που αναζητώ στον κινηματογράφο είναι το πώς να το πετύχω αυτό, πώς να μεταπηδήσεις από την πραγματικότητα στον μύθο και από τον μύθο στην πραγματικότητα.
― Η Ασία και η Αφρική είναι τόποι που προσφέρονται για απέραντη και δημιουργική φαντασία;
Ναι, είναι τόποι απέραντης φαντασίας, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι είναι μεγαλύτεροι από μια εξοχή στην Πορτογαλία ή οπουδήποτε κινηματογραφώ. Όταν γυρίζω ταινία, φεύγω μακριά από το σπίτι μου. Μπορεί να είμαι στην Ασία αλλά και ένα χιλιόμετρο μακριά από το σπίτι μου, γιατί πάντα αναζητώ το ίδιο πράγμα, το οποίο είναι η δύναμη του κινηματογράφου να συλλάβει πράγματα που σε κάθε ταινία είναι διαφορετικά. Έχω αποφασίσει να αναζητώ έναν κόσμο διαφορετικό από την καθημερινή ζωή. Αυτός μπορεί να εντοπιστεί πολύ μακριά από την Πορτογαλία ή μπορεί να είναι και στη Λισαβόνα, όπου ζω. Δεν εξαρτάται από την απόσταση. Υπάρχει πάντα κάτι να ανακαλύψεις παντού.
― Ωστόσο η διεύθυνση φωτογραφίας και η ατμόσφαιρα συμβάλλουν σε μια ποιητική ταινία, ένα λυρικό οδοιπορικό ενός Δυτικού στα βάθη της Άπω Ανατολής. Ένα σύμπαν που θυμίζει εκείνο του Γουόνγκ Καρ Γουάι ή του Απιτσατπόνγκ Βεερασεθάκουλ.
Ναι, η ταινία έχει να κάνει με αυτές τις επαφές. Χρησιμοποιούμε κλισέ για την Άπω Ανατολή, όπως μάντισσες, τραγουδιστές καραόκε, δασκάλους του κουνγκ φου, αλλά ελπίζω ότι μέσα στο πλαίσιο της ταινίας δεν φαίνονται τόσο επιφανειακά. Όσον αφορά τον Γουόνγκ Καρ Γουάι και τον Απιτσατπόνγκ Βεερασεθάκουλ, είναι δύο σκηνοθέτες που σέβομαι και κατά κάποιον τρόπο δουλεύουμε με τον ίδιο τρόπο. Ασιάτες και Ευρωπαίοι προσπαθούμε να καταγράψουμε κάτι που σχετίζεται, λίγο πολύ, με την παγκόσμια αντίληψη που έχουν οι άνθρωποι για την Ταϊλάνδη ή το Χονκ Κονγκ και γενικότερα για την Ασία. Στερεότυπα που προσπαθούμε να τα κάνουμε κάτι, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Χαίρομαι που τους ανέφερες πάντως, γιατί συνδέομαι μαζί τους και με τον κινηματογράφο τους κι ας έχω διαφορετικό πολιτιστικό υπόβαθρο. Συνδέομαι με αυτά τα τόσο διαφορετικά σύμπαντα.
― Ένας Ιάπωνας στην ταινία λέει ότι ένας Δυτικός δεν θα μπορέσει ποτέ να καταλάβει την Ανατολή.
Ναι, αλλά είναι τοξικομανής, καπνίζει όπιο. Μην παίρνεις ποτέ στα σοβαρά όσα λένε στο σινεμά. Να είσαι καχύποπτος μαζί τους. Αυτό είναι ένα ακόμα κλισέ, ότι οι Δυτικοί δεν καταλαβαίνουν άλλες κουλτούρες. Αν και κατά μία έννοια είναι αλήθεια, ίσως οι λευκοί δεν καταλαβαίνουν ούτε τη δική τους κουλτούρα. Ίσως, αν και είναι κάπως παρακινδυνευμένο αυτό που θα πω, ούτε οι Ασιάτες να καταλαβαίνουν την ασιατική κουλτούρα. Όλη αυτή η άποψη ότι καταλαβαίνεις την κουλτούρα του τόπου σου ίσως να είναι κάπως αφελής, μία αφόρητη άποψη, καθώς δεν οφείλουμε να καταλαβαίνουμε τα πράγματα με τα οποία δεν συνδεόμαστε.
Ένας Ταϊλανδός να μπορεί να καταλάβει όλα όσα είναι δεδομένα στη χώρα του. Ίσως είναι υπερβολικά φιλόδοξο να περιμένουμε από έναν Ευρωπαίο να πρέπει να καταλάβει άλλες κουλτούρες. Βρίσκω πολύ αφελές ότι η ταυτότητά μας είναι συνδεδεμένη με την εθνική μας κουλτούρα και δεν μπορούμε να καταλάβουμε άλλες. Ίσως δεν υπάρχουν πολλά να καταλάβεις και ίσως πρέπει να επιδιώξουμε να έχουμε λιγότερο φιλόδοξους στόχους, να προσπαθήσουμε να λύσουμε τα προβλήματα του σπιτιού μας και της γειτονιάς μας. Όλη αυτή η συζήτηση με τις ταυτότητες έχει ξεφύγει. Ένας Ιάπωνας είναι λιγότερο ικανός να κατανοήσει την ελληνική τραγωδία από έναν Έλληνα; Δεν είμαι βέβαιος ότι οι Έλληνες είναι οι ικανότεροι να μιλήσουν για τον Σοφοκλή. Μπορεί ένας Ταϊλανδός να είναι πιο ικανός.
― Στις ταινίες σας η μία ιστορία περνάει στην επόμενη ενώ η προηγούμενη μένει πίσω, όπως ο Έντουαρντ που χάνεται μέσα στον χρόνο. Αποτελεί χαρακτηριστικό σας στοιχείο.
Δεν έχω παραγωγούς που να μου λένε τι μπορώ και τι δεν μπορώ να κάνω, ποιους ηθοποιούς θα χρησιμοποιήσω. Έχω την πολυτέλεια να κάνω ό,τι θέλω κι ό,τι θεωρώ καλύτερο, χωρίς την πίεση των παραγωγών του mainstream εμπορικού σινεμά. Το θέμα του πώς αφηγείσαι μια ιστορία και τι έχει ενδιαφέρον για τον θεατή στην περίπτωση της τελευταίας μου ταινίας είναι ότι όλα όσα συμβαίνουν το 1918 είναι γυρισμένα σε στούντιο, αλλά υπάρχουν σκηνές που μεταπηδούν στο παρόν. Διαδραματίζονται στην ίδια περιοχή, οπότε ο θεατής βλέπει κάποια τοπία, αλλά ο κόσμος σήμερα είναι διαφορετικός, σαν να είναι το μέλλον των χαρακτήρων. Βλέπεις όσα υποτίθεται ότι κάνουν και μετά απλώς βλέπεις τα ίδια μέρη σήμερα. Η διαφορά είναι το πώς το πετυχαίνεις κάθε φορά. Είναι διαφορετικό, αλλά έχεις τον αφηγητή που εξηγεί τι συμβαίνει. Για μένα έχει μεγάλο ενδιαφέρον, επειδή στο σινεμά υπάρχουν πράγματα που βλέπεις και πράγματα που δεν βλέπεις.
Στη λογοτεχνία πρέπει να φανταστείς τα πάντα, πώς μοιάζουν οι ήρωες, τι κάνουν. Οπότε, το να βλέπεις τους χαρακτήρες μέχρι το σημείο που δεν τους βλέπεις, αλλά στη θέση τους βλέπεις άλλες εικόνες, ενώ η αφήγηση λέει την ιστορία τους, σε βάζει σε μια άλλη συνθήκη και αυτό το βρίσκω ενδιαφέρον. Δηλαδή το να βλέπεις κάτι και να φαντάζεσαι κάτι άλλο. Να αποδίδεις σε αυτό που βλέπεις αυτό που ακολουθεί. Μόλις πριν από λίγες μέρες σε μια προβολή στο Παρίσι, στη συζήτηση που είχα με το κοινό, κάποιος με ρώτησε πώς ήταν δυνατόν ο Έντουαρντ να μιλάει σε κινητό το 1918. Προς στιγμήν μπερδεύτηκα∙ αυτό που είχε συμβεί ήταν ότι σε μια σκηνή ένας Κινέζος όντως μιλάει στο κινητό, αλλά είναι από υλικό του 2020, όταν γυρίζαμε την ταινία, ενώ η αφήγηση αναφέρεται στον Έντουαρντ. Αλλά αυτό είναι η ουσία και ο λόγος για τον οποίο κάναμε αυτή την ταινία. Ότι κάποιες φορές βλέπεις τους χαρακτήρες και κάποιες φορές συνδέεις τους χαρακτήρες με οτιδήποτε βλέπεις.
― Είναι αλήθεια ότι ένα μέρος γυρίστηκε στην Κίνα από απόσταση;
Είχαμε ξεκινήσει γυρίσματα 7 εβδομάδων και μετά από 5 εβδομάδες στην Ιαπωνία ετοιμαζόμασταν να πάμε στην Κίνα, όταν ο παραγωγός μάς είπε ότι υπάρχει πρόβλημα. Ήταν η αρχή της πανδημίας. Επιστρέψαμε στην Πορτογαλία και τις σκηνές της Κίνας τις γυρίσαμε δύο χρόνια αργότερα. Βρισκόμουν σε ένα σπίτι στη Λισαβόνα και από εκεί έδινα εντολές στο κινεζικό συνεργείο λες και βρισκόμουν εκεί. Έλεγα στον χειριστή της κάμερας ποιον φακό να χρησιμοποιήσει, πού να τη στρίψει, τι να κάνει. Χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά.
― Θεωρείτε ότι κάνετε ένα σχόλιο επάνω στην αποικιοκρατία;
Ακόμα και να μη θέλεις να κάνεις, δεν μπορείς να το αποφύγεις, εφόσον γυρίζεις ταινία σε έναν αποικιοκρατικό μέρος του κόσμου. Κάτι κάνεις. Ο κόσμος περιμένει από εσένα να το σχολιάσεις, κι ελπίζω ότι ο σχολιασμός μου είναι τέτοιος που δεν θυμίζει προπαγάνδα. Στην περίπτωση του «Grand Tour», πολλοί λένε είναι ότι είναι ξεκάθαρα μια αντιαποικιοκρατική ταινία και άλλοι ότι είναι υπέρ της αποικιοκρατίας. Αυτό μου επιβεβαιώνει ότι δεν πρόκειται για προπαγανδιστική ταινία, γιατί ακριβώς, αν ήταν, όλοι θα συμφωνούσαν σε αυτό. Εφόσον διίστανται οι απόψεις, χαίρομαι.
― Εξακολουθεί η σύγχρονη Πορτογαλία να έχει ενοχές για το αποικιοκρατικό της παρελθόν;
Υπάρχει μια δημόσια συζήτηση, όπως στις περισσότερες χώρες με ανάλογο παρελθόν. Προσωπικά δεν νιώθω καμία ενοχή, δεν είμαι Καθολικός για να νιώθω το συναίσθημα της ενοχής σχετικά με πράγματα που έκαναν άλλοι κι όχι εγώ. Επίσης δεν πιστεύω ότι ο κινηματογράφος υπάρχει για να διορθώνει τα προβλήματα του παρελθόντος της κοινωνίας. Ως εκ τούτου, δεν πιστεύω ότι ο κινηματογράφος οφείλει να λειτουργήσει ως δικαστήριο, να τιμωρήσει κάποιους ή τους θεατές. Ο κινηματογράφος πρέπει να ασχολείται με πράγματα που σου αρέσουν και θέλεις να μοιραστείς με άλλους. Φυσικά πρέπει να σου είναι ξεκάθαρο ποιο είναι καλό πολιτικό σύστημα και ποιο άδικο και βάναυσο. Δεν είμαι αποικιοκράτης, αν και δεν με ενδιαφέρει τι πιστεύουν οι άλλοι για εμένα. Έχω κάνει τις επιλογές μου και δεν θέλω να κάνω κήρυγμα.
― Τι άλλαξε μετά το βραβείο στις Κάννες;
Το βραβείο ήταν καλό που ήρθε. Για να δούμε τι θα γίνει. Πάντως, πριν κάνω το «Grand Tour» ετοίμαζα μια ταινία βασισμένη σε ένα χρονικό του πολέμου στα τέλη του 19ου αιώνα στη Βραζιλία. Θα ήταν παράλληλα το προφίλ της Μπαΐα, όπου διεξήχθη, και των ανθρώπων που ζουν εκεί. Δυστυχώς η κυβέρνηση Μπολσονάρο ήταν αρνητική και μπλόκαρε κάθε χρηματοδότηση. Τώρα, μετά το βραβείο, το ενδιαφέρον επανήλθε και ετοιμαζόμαστε να ξεκινήσουμε γυρίσματα.
Το «Grand Tour» του Μιγκέλ Γκόμες είναι η ταινία έναρξης του 13ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας, που θα διεξαχθεί από τις 5 έως τις 18 Δεκεμβρίου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας.