Γεννήθηκα στις 20 Δεκεμβρίου του 1945 στην Αθήνα και το πραγματικό μου όνομα είναι Νικόλαος Σουπιωνάς. Η πρώτη περιοχή όπου θυμάμαι να κατοικούμε με την οικογένειά μου είναι ο Βοτανικός. Οι γονείς μου ήταν άνθρωποι της βιοπάλης. Η μητέρα μου εργαζόταν σε εργοστάσιο και ο πατέρας μου απασχολούνταν σε οικοδομικές εργασίες. Μην ξεχνάμε ότι αναφερόμαστε στα μεταπολεμικά χρόνια της αστικής ανασυγκρότησης και της ραγδαίας ανοικοδόμησης. Είμαι ο τελευταίος επιζών της πολυμελούς αυτής οικογένειας με τα τρία αγόρια και το ένα κορίτσι. Μεγάλωσα σε δύσκολα χρόνια, με κακουχίες, ελλείψεις, στερήσεις και διαρκείς μετακινήσεις. Αλλά ήταν και καιροί αθωότητας, με ασφαλείς συνθήκες, αναπτυγμένο το αίσθημα της κοινότητας, τίποτα δεν ήταν απρόσωπο. Έφηβος αποφάσισα να αναζητήσω μια νέα αφετηρία, φεύγοντας από το σπίτι. Πήγα σε νυχτερινό σχολείο, το πρωί έκανα διάφορες δουλειές και έμενα σε ένα σπίτι που είχα νοικιάσει στην οδό Αχαρνών.
• Οτιδήποτε έχει σχέση με τις λέξεις «μάνα» και «πατέρας» με συγκινεί. Οι γονείς εκείνα τα χρόνια αγαπούσαν πολύ τα παιδιά τους, αλλά δεν το εκδήλωναν με φανερό τρόπο. Ήταν στέρεες και δυνατές προσωπικότητες. Το ίδιο ίσχυε, βέβαια, και για τα παιδιά. Δεν ήταν τόσο ενεργός ο ρόλος τους στην καθημερινότητά μας. Όταν έφυγα από το σπίτι μου θυμάμαι ότι μπορεί να περνούσαν και μήνες για να δω τους γονείς μου. Μιλούσαμε κατά διαστήματα στο τηλέφωνο, λέγαμε τα νέα μας και στο τέλος της συνομιλίας άκουγα να μου λένε: «Να είσαι καλά, παιδί μου». Ήταν άνθρωποι αυτοδημιούργητοι και σκληρά εργαζόμενοι. Και νομίζω ότι κάποιες ευαισθησίες που έχω είναι απόρροια ερεθισμάτων της παιδικής μου ηλικίας. Με την πάροδο των ετών, όμως, όπου ήρθα πιο κοντά κυρίως με τη μητέρα μου, επειδή ο πατέρας μου έφυγε από τη ζωή πιο νωρίς, κατάφερα να λάβω τις απαντήσεις που ήθελα στα δικά μου «γιατί». Κάπως έτσι με συνοδεύει πάντοτε μια ιδιαίτερη συγκίνηση σε ό,τι έχει να κάνει με τους γονείς μου.
Ποτέ δεν μου άρεσαν οι δημόσιες σχέσεις που στηρίζονταν στο συμφέρον, στην αλληλεξάρτηση, στις υστεροβουλίες και στις ατζέντες. Κι αν κάτι μου έχει μάθει η ζωή, είναι ότι η ζήλια, η καχυποψία, η κακία και ο φθόνος είναι αυτά που μας βαραίνουν και μας γερνούν.
• Από μικρή ηλικία μού άρεσε να είμαι ελεύθερος και ανεξάρτητος, χαρακτηριστικά που με ακολούθησαν και στην υπόλοιπη ζωή μου. Παρόλο που οι αρχικές μου σκέψεις ήταν να γίνω ναυτικός ή καπετάνιος, τελικά επικράτησε η υποκριτική, δεν υπήρχε κάποια συγκεκριμένη αιτία. Ήταν απλώς θέμα συγκυριών και τύχης. Σπούδασα στη δραματική σχολή του Κωστή Μιχαηλίδη. Την περίοδο εκείνη ξεκίνησα να ανακαλύπτω τον δρόμο μου, να συνειδητοποιώ πτυχές του χαρακτήρα μου και να διαμορφώνεται σταδιακά η προσωπικότητά μου. Τότε υιοθέτησα μια χρήσιμη και ώριμη ματιά απέναντι στην πραγματικότητα. Έκτοτε συνεχίζω να πορεύομαι με ανοιχτά παράθυρα και πόρτες στον πλούτο της γνώσης και στη φιλομάθεια.
• Το θεατρικό μου ντεμπούτο έγινε στον θίασο της Τζένης Καρέζη όταν πήγα να παρακολουθήσω με έναν φίλο μου μια πρόβα της και με φώναξε να ανέβω στη σκηνή. Εκείνη η πρόβα έμελλε να μου αλλάξει τη ζωή. Παράλληλα με τη θεατρική μου πορεία, ξεκίνησα και τον κινηματογράφο, όταν ο Νίκος Φώσκολος με επέλεξε το 1968 για να πρωταγωνιστήσω στην ταινία της Φίνος Φιλμ Η Λεωφόρος του Μίσους. Μάλιστα, ο ρόλος αρχικά είχε δοθεί σε άλλον ηθοποιό. Όμως ο Νίκος Φώσκολος ακύρωσε τη διανομή και με έχρισε πρωταγωνιστή. Κατάφερα επίσης να κερδίσω την εμπιστοσύνη του Φιλοποίμενα Φίνου και να αποτελέσω τότε, μαζί με τη Νόρα Βαλσάμη, το νεανικό δίδυμο που αγαπούσε ιδιαίτερα. Έτσι ακολούθησαν ρόλοι σε ταινίες όπως ο Πανικός του Σταύρου Τσιώλη, το Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα του Νίκου Φώσκολου, το Ορατότης Μηδέν, το Αστείο Κορίτσι, η Αλίκη Δικτάτωρ, η Ρένα είναι οφσάιντ, η Αμαρτία της ομορφιάς. Ο Φίνος ήταν πραγματικός πατέρας για τους ηθοποιούς. Γνώρισα και τις δόξες εκείνης της περιόδου αλλά και την πτώση που ακολούθησε στα μέσα της δεκαετίας του ’70.
• Όταν τέλειωσε η «χρυσή» εποχή του κινηματογράφου, αφοσιώθηκα στο θέατρο και την τηλεόραση. Θεατρικά, μεταπήδησα στον θίασο της Αλίκης Βουγιουκλάκη, όπου έπαιξα σε διάφορα έργα, π.χ. στη Βασίλισσα Αμαλία και στο Ωραία μου κυρία. Το 1995-96 ήμουν και ο τελευταίος συμπρωταγωνιστής της Αλίκης Βουγιουκλάκη στη δεύτερη σεζόν του έργου Η μελωδία της ευτυχίας. Είχα καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με την υγεία της. Υπήρχαν φανερά σημάδια, κάποιες φορές δεν μπορούσε να τραγουδήσει, δεν είχε δυνάμεις και κάποια στιγμή, όταν της κρατούσα το χέρι στη σκηνή, αντιλήφθηκα ότι είχε γίνει πολύ μικρό. Είχα ένα προαίσθημα ότι κάτι δεν πάει καλά. Την προέτρεψα να κάνει τις εξετάσεις που αποκάλυψαν το πρόβλημα. Τις μέρες που βρισκόταν στο Ιατρικό Κέντρο την επισκεπτόμουν πάντοτε από μια πλαϊνή πόρτα. Δεν επιδίωκα να μπαίνω από την κεντρική είσοδο και να περνώ μπροστά από τα τηλεοπτικά συνεργεία, ενώ και στον θάλαμο του νοσοκομείου εισχωρούσα από μια άλλη πόρτα και όχι μέσω του διαδρόμου. Κάθε φορά που την έβλεπα, στενοχωριόμουν, δεν άντεχα να κάθομαι πολλή ώρα. Αλλά την τελευταία φορά που την είδα, συνειδητοποίησα ότι πλέον ήταν θέμα ημερών. Είχαμε πολύ καλή χημεία με την Αλίκη. Λέγαμε πολλά πράγματα που δεν τα ξέρει ο κόσμος και ούτε θα τα μάθει ποτέ. Αλλά πάντοτε σκεφτόμουν ότι αυτές οι δυο γυναίκες με τις οποίες συνεργάστηκα πολύ στενά, η Τζένη και η Αλίκη, αποφάσισε η μοίρα να έχουν μια κοινή διαδρομή ακόμα και στον θάνατο. Τι φοβερό!
• Η τέχνη, ευτυχώς, παραμένει μια ασύγκριτη απελευθερωτική δύναμη που σε ανυψώνει και σου ανοίγει νέους ορίζοντες. Γι’ αυτό λέμε συχνά: «Πάω να δω την ταινία του τάδε σκηνοθέτη, την παράσταση με τον τάδε ηθοποιό» κ.λπ.. Φυσικά, το γεγονός ότι υπάρχουν ακόμα φωτεινοί άνθρωποι δεν σημαίνει ότι δεν βλέπουμε και πολλά σκουπίδια. Μετά την πανδημία αναπτύχθηκαν δύο τάσεις. Πρώτον, παίζονται εκατοντάδες παραστάσεις και η υποστήριξη του κόσμου είναι άκρως συγκινητική. Ο κόσμος έσπευσε να βοηθήσει το θέατρο που «χτυπήθηκε» και δεν ενισχύθηκε όσο θα έπρεπε από την πολιτεία. Από την άλλη, μέσα από την υπερπληθώρα προέκυψαν και κάποιες «αρπαχτές».
• Έχω την αίσθηση ότι πλέον χρησιμοποιούνται έργα σπουδαίων συγγραφέων του κλασικού θεάτρου προκειμένου κάποιοι δημιουργοί να εκφράσουν την προσωπική τους άποψη, με αποτέλεσμα να έχουμε φτάσει στο σημείο να μη διατηρούμε όπως θα έπρεπε κάποιους ιερούς χώρους. Επί παραδείγματι, για την παραχώρηση εμβληματικών αρχαιολογικών μνημείων, όπως η Επίδαυρος ή το Ηρώδειο, θα έπρεπε να υπάρχουν περισσότερα κριτήρια αξιολόγησης. Άλλωστε, έχουμε τόσες άλλες αίθουσες προκειμένου ο οποιοσδήποτε το επιθυμεί να παρουσιάσει την εκάστοτε ιδέα του. Επίσης, στα δικά μου χρόνια οι δύο ογκόλιθοι της θεατρικής σκηνής ήταν το Εθνικό Θέατρο και το Κάρολος Κουν. Εκεί ανέβαιναν οι σημαντικές παραστάσεις και τις υπόλοιπες τις παρακολουθούσες είτε στο ελεύθερο θέατρο είτε στην επιθεώρηση, πάλι βέβαια με σπουδαίους ηθοποιούς. Το καλοκαίρι όλες οι σημαντικές παραστάσεις πραγματοποιούνταν στην Επίδαυρο και το Ηρώδειο.
• Θέλω να πω, λοιπόν, ότι παλιότερα υπήρχε μια διαδρομή που έπρεπε υποχρεωτικά να ακολουθήσει ένας ηθοποιός. Σήμερα, αντιθέτως, παρατηρούμε έναν αχταρμά και εκπροσώπους της υποκριτικής τέχνης από το ισόγειο να εκτοξεύονται στα ρετιρέ μονομιάς. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν στις διευθυντικές θέσεις άνθρωποι που θα επιβάλουν με πυγμή κάποιους κανόνες ή κατευθυντήριες γραμμές, λέγοντας «όχι, εσύ δεν κάνεις για την Επίδαυρο». Γι’ αυτό παίζονται παραστάσεις που είναι για γέλια και για κλάματα. Όλα έχουν μετατραπεί σε εμπορικά προϊόντα μιας ευτελούς βιτρίνας. Και πιστεύω ότι το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου έχει χάσει την αίγλη του. Είναι σίγουρο ότι η κορωνίδα της πολιτιστικής δράσης στη χώρα μας σε λίγο καιρό δεν θα αποπνέει καμία ενέργεια. Τι να σου κάνει και ο χώρος αν εσύ χαμηλώνεις τη στάθμη της ποιότητας διαρκώς; Μήπως θα ήταν χρήσιμο το υπουργείο Πολιτισμού να αναλάβει τις ευθύνες του;
• Αν ανατρέξουμε στο παρελθόν, θα διαπιστώσουμε ότι ο Νίκος Κούρκουλος αναδόμησε ουσιαστικά το Εθνικό Θέατρο και θεωρείται χωρίς αμφιβολία ο αναμορφωτής του, δημιουργώντας έναν φορέα εφάμιλλο των μεγάλων θεατρικών οργανισμών του κόσμου. Άλλαξε το πλαίσιο, δημιούργησε νέες τομές και σκηνές, όπου μπορούσες να ανεβάσεις πιο πρωτοποριακές παραστάσεις. Κυριαρχούσε δηλαδή μία προσωπικότητα και το Εθνικό είχε μια ταυτότητα. Και δεν ήταν αρνητικό να σου πουν ότι το έργο σου δεν κάνει για την Επίδαυρο ή το Ηρώδειο. Θυμάμαι και τον Γιώργο Λούκο, ο οποίος επίσης κρατούσε τις ισορροπίες. Σήμερα βλέπω φίλους φίλων και παρέες να κυριαρχούν και να έχουν γκρεμιστεί όλες οι σταθερές. Με την ίδια λογική να αλλάξουμε και την αμφίεση της προεδρικής φρουράς, να φορέσουμε στους τσολιάδες χρωματιστές φουστανέλες στο πλαίσιο του εκμοντερνισμού. Εν ολίγοις, το θέατρο βρίσκεται πάντοτε σε υψηλό επίπεδο. Επομένως, από μας επομένως εξαρτάται αν θα το κρατήσουμε στο ύψος του ή θα το ρίξουμε στο βάραθρο.
• Όσον αφορά το κίνημα του MeΤoo που επηρέασε σημαντικά το θεατρικό τοπίο, υπήρξε ένα σωστό ταρακούνημα αλλά και μια ισοπέδωση. Προφανώς και δεν αναφέρομαι στις περιπτώσεις που άπτονται της Δικαιοσύνης και οι άνθρωποι έχουν όλο το δίκια με το μέρος τους. Κάθε πράξη βίας, είτε ψυχολογική είτε σωματική, είναι καταδικαστέα. Δυστυχώς, αυτό δεν είναι καινούργιο φαινόμενο.
• Ζούμε σε μια εποχή που οι κοινωνίες πορεύονται αργά, ενώ ο πλανήτης κινείται με ραγδαίες ταχύτητες. Στη μικρή μας γειτονιά αυτό που με εντυπωσιάζει είναι ότι μας γοητεύουν η επιφάνεια, το ανούσιο και η ρηχότητα, όχι το βάθος και η πνευματική αναζήτηση. Δεσπόζει στις μέρες μας μια κακή απομίμηση των πάντων και μια λογική χαμηλών προσδοκιών. Οι γονείς κακομαθαίνουν τα παιδιά τους και τους στερούν το δικαίωμα στην προσπάθεια, στη δοκιμασία και στη επιθυμία. Τους προσφέρουν τα πάντα, δεν τα αφήνουν να κοπιάσουν. Νομίζω, πάντως, ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας σήμερα έχει να κάνει με το γεγονός ότι δεν σκεφτόμαστε. Βολευτήκαμε, έχουμε γίνει παθητικοί δέκτες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και απουσιάζει παντελώς η κριτική σκέψη. Κουβαλούσαμε ένα ισχυρό γονίδιο και έχουμε καταφέρει να το ρίξουμε στο χαμηλότερο επίπεδο. Απομακρυνθήκαμε από αρχές και αξίες. Και επειδή είμαι σίγουρος ότι διαθέτουμε ακόμη πολλά θετικά στοιχεία, όπως το φιλότιμο, θεωρώ ότι αν εκδηλώναμε αυτό που πραγματικά είμαστε και όχι αυτό που μιμούμαστε, αν αποδεχτούμε τις αδυναμίες μας και καταφέρουμε να τις βελτιώσουμε, η κατάσταση στη χώρα μας θα γίνει πολύ καλύτερη.
• Η πρόταση για τη συμμετοχή μου στην επιτυχημένη σειρά του Mega «Γη της Ελιάς», στον ρόλο του Ισίδωρου Βρεττάκου, ήρθε από τη σεναριογράφο Βάνα Δημητρίου, με την οποία είμαστε φίλοι σαράντα χρόνια, και έπειτα συμφωνήσαμε με τον σκηνοθέτη και ηθοποιό Ανδρέα Γεωργίου. Αρχικά, είχα επιλέξει τον ρόλο του Ιπποκράτη, αλλά επειδή ήταν ένας χαρακτήρας που εμφανιζόταν μόνο σε δέκα επεισόδια, η Βάνα μου είπε να διαβάσω ξανά το σενάριο κι έτσι καταλήξαμε στον ρόλο που υποδύομαι ακόμη. Μάλιστα, θέλω να πω για τον Ανδρέα ότι έχει κάτι από το πάθος, την αφοσίωση και τον ενθουσιασμό που είχαν σκηνοθέτες όπως ο Ν. Φώσκολος ή ο Γ. Δαλιανίδης. Γι’ αυτό τον θαυμάζω απεριόριστα, όπως και τη Βάνα, η οποία γνωρίζει καλά πώς να διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον των τηλεθεατών. Είναι μια πολύ ωραία δουλειά και ο νέος κύκλος της σειράς αναμένεται να είναι ανατρεπτικός από πολλές απόψεις.
• Μπορώ να πω ότι αυτή η χρονιά θα είναι η πιο συγκλονιστική, με μπόλικη δράση και εναλλαγές ρόλων. Όσον αφορά εμένα, θα παρακολουθήσετε καταιγιστικές εξελίξεις από το πρώτο επεισόδιο, όπου ο πυροβολισμός που ακούγεται στο τρέιλερ είναι επειδή εγώ σκοτώνω έναν απ’ τους ληστές, ενώ θα υπάρξουν εξελίξεις και ως προς την προσωπική μου ζωή. Μετά τις γιορτές, οι αλλαγές στον Ισίδωρο θα είναι ακόμη περισσότερες. Επίσης, όλους τους ρόλους, εκτός από αυτούς που έχουν ολοκληρωθεί εξαιτίας θανάτου, είναι πιθανό να τους ξαναδούμε. Πάντως, ακόμη με εντυπωσιάζει πόσος κόσμος ταυτίζεται με τους ήρωες των σειρών. Φέτος το καλοκαίρι, ήμουν στην Ελαφόνησο και μιλούσα με την παρέα μου, και ήρθε μια κυρία που μιλούσε σπαστά ελληνικά με τους δυο γιους της για να βγάλουν φωτογραφία μαζί μου. Μου είπαν ότι ζουν στον Καναδά και βλέπουν τη σειρά. Όλα ξεκίνησαν επειδή όταν έμπαιναν στη θάλασσα το ένα παιδί της είπε: «Μαμά, αυτός είναι ο Ισίδωρος». Είναι απίστευτο ότι με είχε καταλάβει μόνο από τη φωνή.
• Το γήρας δεν έχει να κάνει με την ηλικία. Δεν χρειάζεται να αφήνουμε τα χρόνια να ορίζουν τις ζωές μας. Όταν συλλογίζεσαι διαρκώς το παρελθόν, το μυαλό συγκεντρώνεται σε δυσάρεστες σκέψεις. Επιδιώκεις συγκρίσεις με το χθες και η αρνητική ενέργεια που συσσωρεύεται επηρεάζει και τα κύτταρά μας. Τα πάντα είναι θέμα ψυχολογίας. Μεγαλώνοντας, δεν χρειάζεται να καθόμαστε στον καναπέ. Ας επιλέγουμε μια ζωή με διαρκή κινητικότητα. Οι γονείς μου, όταν έφτασαν στην ηλικία των πενήντα, φαίνονταν ήδη στα μάτια μου ηλικιωμένοι και κουρασμένοι. Κι αυτό γιατί είχαν ουσιαστικά τελειώσει, αφού αυτό είχαν αποφασίσει. Αναμφίβολα, τροφοδοτούμαστε καθημερινά με διάφορα ερεθίσματα, έγνοιες και άγχος που δεν μας αφήνουν εύκολα να αισθανθούμε όμορφα. Δεν πρέπει, όμως, να αφηνόμαστε στις δευτερεύουσες ανάγκες οι οποίες μας αποσυνθέτουν σωματικά και ψυχολογικά. Μυηθήκαμε στις εύκολες διαδρομές και στην πρώτη δυσκολία λαχανιάζουμε. Οι άνθρωποι πρέπει να σκεφτόμαστε βαθύτερα, όχι επιδερμικά. Να συνειδητοποιούμε τι μας είναι απαραίτητο και όλα τα άλλα να τα πετάμε στον κάλαθο των αχρήστων. Η ηλικία, λοιπόν, δεν ορίζει τον άνθρωπο. Έχω δει πολλούς νέους με γερασμένα μυαλά και αρκετούς ηλικιωμένους με νεανική διάθεση και ελεύθερο πνεύμα.
• Στη ζωή μου αγάπησα και αγαπήθηκα. Έκανα δύο γάμους και πήρα δύο διαζύγια. Μάλιστα, τον πρώτο μου γάμο τον έκανα όταν ήμουν 18 χρόνων. Από τη στιγμή που ήμασταν ενάμιση χρόνο μαζί και το θέλαμε, παντρευτήκαμε. Μετά, όμως, από πέντε μήνες χωρίσαμε. «Ντύθηκα» για δεύτερη φορά γαμπρός στα 35, αλλά στις σχέσεις που έκανα ήξερα ότι θα τελειώσουν κάποια στιγμή, ότι πάντα υπήρχε ημερομηνία λήξης. Επίσης, ποτέ δεν με απασχόλησε το να κάνω παιδιά, το να αφήσω απογόνους. Αυτά τα «πρέπει» της καθημερινότητας, αυτά τα κλισέ της κοινωνίας ποτέ δεν τα υιοθέτησα.
• Πιστεύω στον Θεό και είμαι χριστιανός ορθόδοξος. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 γνώρισα, ωστόσο, και τον βουδισμό και είναι αλήθεια ότι με έχει βαφτίσει ο Δαλάι Λάμα ‒ εκείνη την περίοδο είχε έρθει εδώ για ιδιωτική επίσκεψη. Το ότι η αναζήτησή μου με οδήγησε στον βουδισμό δεν σημαίνει ότι δεν ήμουν χριστιανός ορθόδοξος ή ότι δεν είμαι. Ο βουδισμός έχει και κάποια άλλα στοιχεία που δεν είναι τόσο ακραία θρησκευτικά, είναι λίγο πιο ανθρωποκεντρική η ιδεολογία του, όχι τόσο θεολογική, όπως της Ορθοδοξίας.
• Ακούω πολλές φορές ότι είμαι ο τελευταίος εν ζωή ζεν πρεμιέ. Η ομορφιά δεν έχει σχέση με την εξωτερική εμφάνιση αλλά με αυτό που εκπέμπει ένας άνθρωπος, δηλαδή αυτό που πηγάζει από την ψυχή του. Απλώς, αρκετές φορές η εσωτερική ομορφιά αντικατοπτρίζεται και στο πρόσωπο και το βλέμμα. Γι’ αυτό συχνά λέμε, και μεταφορικά: «Αυτός είναι ωραίος άνθρωπος». Η πιο δύσκολη στιγμή για μένα ήταν το 2001, όταν, εξαιτίας μιας τυχαίας εξέτασης, άκουσα τον γιατρό να μου λέει ότι το βιολογικό μου τέλος ήταν υπόθεση λίγων μηνών. Ευτυχώς, όλα πήγαν καλά, αλλά ήταν η πρώτη φορά που ήρθα σε άμεση επαφή με τον θάνατο. Ο μεγαλύτερός μου φόβος παραμένει η ακινησία, η καθήλωση και η ανημποριά, μην εγκλωβιστώ μέσα σε ένα σπίτι, έχοντας ταυτόχρονα πλήρη συνείδηση του τι συμβαίνει. Αυτή η κατάσταση με τρομάζει περισσότερο από τον θάνατο και τη φθορά του χρόνου, τα οποία είναι αναπόφευκτα.
• Η ευτυχία έχει να κάνει με τη διαδρομή και για να την κατακτήσεις το πρώτιστο που απαιτείται είναι να μάθεις να συγχωρείς. Χαίρομαι γιατί νιώθω πλήρης βιωμάτων και εμπειριών. Δεν μετανιώνω για αποφάσεις μου, διότι όλα είναι αποτέλεσμα των επιλογών μου. Ποτέ δεν μου άρεσαν οι δημόσιες σχέσεις που στηρίζονταν στο συμφέρον, στην αλληλεξάρτηση, στις υστεροβουλίες και τις ατζέντες. Κι αν κάτι μου έχει μάθει η ζωή είναι ότι η ζήλια, η καχυποψία, η κακία και ο φθόνος είναι αυτά που μας βαραίνουν και μας γερνούν.
Ο Νίκος Γαλανός υποδύεται τον Ισίδωρο Βρεττάκο στην επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά του MEGA, «Η Γη της Ελιάς», ο τρίτος κύκλος της οποίας ξεκινά τη Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.