Δύο αγόρια με καλλιτεχνική φύση και αγνά αισθήματα, απρόσμενοι φίλοι με διαφορετικά backgrounds, συνωμοτούν σιωπηλά αντιδρώντας στην αντιπαλότητα των γονιών τους, μια πολιτισμένη, αλλά έντονη διαμάχη για το ενοίκιο ενός σπιτιού. Ο Νεοϋορκέζος auteur Άιρα Σακς, στην έκτη και καλύτερη ταινία του με τίτλο «Μικροί Κύριοι», αφηγείται με ωριμότητα, σύνεση και σοφιστικέ ακρίβεια τις συνέπειες του περίφημου αστικού «εξευγενισμού» (μετάφραση του gentrification), κατά τον οποίο, παράλληλα με την αναβάθμιση μιας γειτονιάς με την εγκατάσταση οικογενειών από τα μεσαία στρώματα, απειλούνται με εξοστρακισμό οι υπάρχοντες, συνήθως έθνικ κάτοικοι, από τις αυξήσεις του ενοικιοστασίου. Ο αθόρυβος ξεριζωμός, για οικονομικούς και πάλι λόγους, ήταν το κεντρικό θέμα και στην προηγούμενη ταινία του Σακς, το «Η αγάπη είναι παράξενη», όπου ένα ομοφυλόφιλο ζευγάρι μεσηλίκων αναγκάστηκε να ξεσπιτωθεί και να μείνει όπου-όπου, αδυνατώντας, με αξιοπρέπεια και λύπη, να αντεπεξέλθει στις δυσβάσταχτες υποχρεώσεις. Ο πολιτικοποιημένος Αμερικανός δημιουργός, μία από τις ψύχραιμες και σημαντικές φωνές του ανεξάρτητου σινεμά, μιλάει αποκλειστικά στη LiFO για το αγαπημένο του Μπρούκλιν, τους σκηνοθέτες που τον σημάδεψαν, τη δική του εμπειρία που ενέπνευσε την ταινία, το Χόλιγουντ, τις υπερπαραγωγές και τη σημασία των φετινών Όσκαρ του «Moonlight» και του «La La Land», το ελληνικό σινεμά, τη συνεργασία του με τον Χρήστο Κωνσταντακόπουλο, αλλά και το αποτύπωμα του Ντόναλντ Τραμπ.
— Ο τρόπος με τον οποίο παρατηρήσατε και εκφράσατε την αντανάκλαση των πράξεων των ενηλίκων στους δύο μικρούς άνδρες της ταινίας σας ήταν ιδιαίτερα οξυδερκής, ευαίσθητος και αποκαλυπτικός. Γνωρίζοντας πως συνήθως αντλείτε τα θέματά σας από προσωπικές σας εμπειρίες, πόσο κοντά στα βιώματά σας είναι το φιλμ «Μικροί Κύριοι»; Υπάρχει κάποιο χρονικό σημείο στην ανατροφή σας που στάθηκε κρίσιμο για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα σας;
Όταν ήμουν παιδί, ο καλύτερός μου φίλος ήταν ο Γκρεγκ Μπελ, ένα από τα δύο μαύρα παιδιά που φοιτούσαν στο δημοτικό σχολείο όπου πήγαινα, σε ένα προάστιο του Μέμφις. Ήμασταν κολλητοί μέχρι την 6η τάξη, όταν η οικογένειά του μετακόμισε και η φιλία μας δεν άντεξε στην αλλαγή. Μεγαλώσαμε μακριά ο ένας από τον άλλο και εξελιχθήκαμε σε δύο πολύ διαφορετικούς ενήλικες. Οι «Μικροί Κύριοι» προήλθαν από αυτή την οικειότητα, καθώς και από τον αποχωρισμό. Για τον συνεργάτη μου στο σενάριο, τον Μαουρίσιο Ζακαρίας, η ταινία εκφράζει τις μνήμες από τη δική του οικογένεια στο Ρίο της Βραζιλίας, τα μέλη της οποίας προσπαθούσαν επί χρόνια να κάνουν έξωση σε μια κυρία που μίσθωνε ένα από τα καταστήματά τους αλλά δεν είχε να τους πληρώνει το νοίκι.
— Πώς προέκυψε το Μπρούκλιν στη ζωή σας; Τι το ιδιαίτερο έχει αυτή η γειτονιά;
Μετακόμισα σ' ένα διαμέρισμα του Μπρούκλιν το 1988, σε έναν δρόμο με Δομινικανούς κατοίκους, σε μια ιταλική γειτονιά, όπου ήμουν το λευκό, «εξευγενισμένο» κολεγιόπαιδο. Για μένα, η συγκεκριμένη γωνιά του Μπρούκλιν ενσωματώνει τις συγκρούσεις που υπάρχουν σε όλες σχεδόν τις πόλεις του κόσμου, είτε πρόκειται για τη Νέα Υόρκη, είτε για την Κωνσταντινούπολη, είτε για την Αθήνα. Οι συγκρούσεις ανάμεσα σε οικογένειες, κοινωνικά στρώματα και φυλές συμβαίνουν παντού. Ωστόσο, πολύ λίγες πόλεις είναι τόσο πολυπολιτισμικές όσο το Μπρούκλιν και προσπαθήσαμε να μεταφέρουμε αυτή την αίσθηση της διαφορετικότητας.
Δεν με ενδιέφερε ποτέ να σκηνοθετήσω ιστορίες άλλων και δεν μου προκαλεί καμιά περιέργεια αυτή η διαδικασία. Άλλωστε, πιστεύω πως δεν θα ήμουν ο κατάλληλος για να τις ζωντανέψω.
— Σταθερά κι αθόρυβα έχετε δημιουργήσει ένα προσωπικό ύφος. Είστε ένας μαρξιστής που σκύβει με ανθρωπιά πάνω στους χαρακτήρες των ταινιών του, χωρίς να επικαλείστε τον μελοδραματικό αριστερισμό που χαρακτηρίζει εμφατικά τα φιλμ του Κεν Λόουτς – αυτή είναι η δική μου σκέψη και μια κάπως ακροβατική σύγκριση, τολμώ να ομολογήσω. Η αφήγησή σας είναι πλούσια, απλή και ήρεμη, συναισθηματική και αυθεντική, και σπάνια απομακρύνεστε από το σύμπαν που γνωρίζετε καλά. Πότε καταλάβατε πως έχετε τον έλεγχο του στυλ και της «φωνής» σας;
Νομίζω πως ανέκαθεν προσπαθούσα να είμαι όσο πιο αυθεντικός μπορούσα στο στυλ κινηματογράφησής μου και να ψάχνω τις μεγάλες ιστορίες στα μικρά γεγονότα της καθημερινότητας. Πήρα πολύ κουράγιο από το έργο σκηνοθετών όπως ο Όζου, ο Ρενουάρ και ο Σατγιατζίτ Ρέι. Απομακρύνω το βλέμμα μου από το αμερικανικό σινεμά για να μπορώ να διηγούμαι αυτού του είδους τις ιστορίες. Πιστεύω πως όσο μεγαλώνεις κι έχεις κάποιες ταινίες στο ενεργητικό σου, αρχίζεις να εμπιστεύεσαι τη μανιέρα της αφήγησης. Δεν παύει να είναι δύσκολο, ωστόσο, και οι «Μικροί Κύριοι» ίσως να είναι, αισθητικά και αφηγηματικά, η ταινία που απαιτούσε τη μεγαλύτερη ακρίβεια από μένα.
— Πόσο απίθανο είναι να σκηνοθετήσετε μια ταινία της οποίας δεν θα έχετε τον απόλυτο έλεγχο; Ποια είναι η γνώμη σας για το Χόλιγουντ; Παρακολουθείτε blockbusters;
Δεν με ενδιέφερε ποτέ να σκηνοθετήσω ιστορίες άλλων και δεν μου προκαλεί καμιά περιέργεια αυτή η διαδικασία. Άλλωστε, πιστεύω πως δεν θα ήμουν ο κατάλληλος για να τις ζωντανέψω. Το να δουλεύεις κατά παραγγελία προϋποθέτει τεχνική εργασία, όχι ένστικτο, και προσωπικά δεν μπορώ να βρω το ένα χωρίς να έχω ταυτόχρονα και το άλλο. Η δική μου εργασία πηγάζει ευθέως από το συναισθηματικό μου ένστικτο. Μου αρέσουν οι καλές ταινίες, ανεξάρτητα από το είδος. Θαυμάζω τον Σπίλμπεργκ, τον Χίτσκοκ, τον Σκορσέζε, την Κάθριν Μπίγκελοου. Θεωρούνται blockbusters οι ταινίες τους;
— Πιστεύετε πως η αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία είναι αδιαπέραστη; Είναι το φετινό Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας στο «Moonlight» μια φωτεινή εξαίρεση;
Νομίζω πως το αμερικανικό σινεμά υπονομεύεται από την παντελή έλλειψη κεφαλαίων που θα μπορούσαν να στηρίξουν με συνέπεια την καριέρα σκηνοθετών. Έχουμε πολλούς νέους σκηνοθέτες που συναγωνίζονται για έναν πολύ μικρό αριθμό δραματικών ταινιών. Εντούτοις, δεν υπάρχουν κινηματογραφιστές που βρίσκονται στην 15η ή στην 20ή ταινία τους που να μην είναι αγκιστρωμένοι στο τρέχον σύστημα της βιομηχανίας. Είναι ελάχιστοι εκείνοι που τα καταφέρνουν μόνοι τους για μεγάλο χρονικό διάστημα. Συνεπώς, είναι απόλυτα λογικό που τα δύο πιο αναγνωρισμένα δραματικά φιλμ της χρονιάς, το «Moonlight» και το «La La Land», υπογράφονται από σκηνοθέτες που βρίσκονται στη δεύτερη ή στην τρίτη ταινία τους. Το «Moonlight» χτύπησε με αξιοθαύμαστο τρόπο φλέβα στο πλατύ κοινό και είναι υπέροχο που η μοναδικότητά του βραβεύτηκε. Είναι μια εξαιρετικά μύχια ταινία.
— Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας σκηνοθέτες;
Ο θάνατος της Σαντάλ Άκερμαν πέρσι ήταν πολύ μεγάλη απώλεια. Πάντα μάθαινα από αυτήν και άλλαξε τη ματιά μου στη ζωή και το σινεμά με έναν πολύ βαθύ τρόπο. Θαυμάζω τον Πορτογάλο Ζοάο Πέδρο Ροντρίγκεζ για τα ρίσκα που παίρνει. Ξετρελάθηκα με τον «Αστακό» και με ενδιαφέρουν πολύ κάποιοι Έλληνες σκηνοθέτες, όπως ο Λάνθιμος, η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη και ο Μπάμπης Μακρίδης. Οι αγαπημένες μου ταινίες της περασμένης σεζόν ήταν το «Τόνι Έρντμαν» της Μάρεν Άντε και το «Τζουλιέτα» του Πέδρο Αλμοδόβαρ. Νομίζω πως ο Αλμοδόβαρ διανύει την καλύτερή του περίοδο όσον αφορά το ύφος,, αλλά και το συναισθηματικό του βάθος.
— Έχετε εκφράσει δημόσια την αρνητική σας άποψη για τον Ντόναλντ Τραμπ. Τα σχόλιά σας για τις 100 πρώτες ημέρες διακυβέρνησής του αφορούν τη μεγάλη εικόνα ή λειτουργούν ως προειδοποίηση για τα χειρότερα που ίσως έρχονται;
Διανύουμε χαλεπούς καιρούς στις ΗΠΑ και παντού στον κόσμο, από τη στιγμή που δίνεται σε λαϊκιστές ηγέτες η εξουσία που τόσο επιζητούν και, νομοτελειακά, θα καταχραστούν.
— Θα θέλατε να σχολιάσετε τη δεύτερη συνεργασία σας με τον παραγωγό Χρήστο Κωνσταντακόπουλο;
Ο Χρήστος είναι ένας εξαιρετικός συνεργάτης και παραγωγός κι αισθάνομαι πολύ τυχερός που είχα την ευκαιρία να δουλέψω μαζί του στους «Μικρούς Κυρίους» και το «Η αγάπη είναι παράξενη». Με ενθαρρύνει να αφηγηθώ τις ιστορίες μου όσο πιο αυθεντικά και απέριττα μπορώ. Νομίζω πως τα πάμε τόσο καλά γιατί, εκτός από την κοινή μας αγάπη για τον κινηματογράφο, μοιραζόμαστε τις ίδιες αξίες για τη ζωή και την οικογένεια.
— Πριν σας ευχαριστήσω για τον χρόνο σας και σας συγχαρώ για μια ταινία που πραγματεύεται με ειλικρίνεια τα «κλειδιά» που εξελίσσουν ένα αγόρι σε άντρα, θα θέλατε να προσθέσετε κάτι άλλο;
Ελπίζω να ήμουν χρήσιμος!