«Γράψε αυτά που σου λέω: Θα καθαρίσω τους δρόμους από τις πόρνες. Δεν θα σταματήσω». Η φωνή του δολοφόνου που ακούγεται να μιλά στη δημοσιογράφο η οποία έχει αναλάβει να ερευνήσει τον θάνατο δεκάξι γυναικών από το 2000 έως το 2001 είναι αποφασιστική σαν να υπακούει σε έναν φετφά «ηθικής κάθαρσης» των δρόμων από αμαρτωλές γυναίκες.
Η ταινία του σκηνοθέτη Ali Abbasi «Holy Spider», με πρωταγωνίστρια τη Zahra Amir Ebrahimi, βασίζεται σε αληθινά περιστατικά και έκανε πρεμιέρα στις Κάννες τον Μάιο του 2022 διεκδικώντας τον Χρυσό Φοίνικα.
Η Ebrahimi είναι η πρώτη Ιρανή που κερδίζει το βραβείο καλύτερης ηθοποιού του φεστιβάλ, ενώ η ταινία επιλέχθηκε ως η δανεζική πρόταση για την καλύτερη διεθνή ταινία μεγάλου μήκους στα 95α Βραβεία Όσκαρ το 2023.
Η δημοσιογράφος της ταινίας κατεβαίνει στη σκοτεινή πλευρά της ιρανικής ιερής πόλης Μασχάντ, ψάχνοντας για τον δολοφόνο εργατριών του σεξ, κυρίως τοξικοεξαρτημένων γυναικών, καθώς ερευνά τις κατά συρροή δολοφονίες μέχρι τη σύλληψη του δολοφόνου Σαΐντ Χανάι το 2002.
Δυο μόλις μέρες μετά τη λήξη του φεστιβάλ, ο Κινηματογραφικός Οργανισμός του υπουργείου Πολιτισμού και Ισλαμικής Καθοδήγησης του Ιράν εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία καταδίκασε το φεστιβάλ των Καννών για την απονομή στην ταινία του βραβείου Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας, κάνοντας λόγο για «προσβλητική και πολιτικά υποκινούμενη κίνηση».
Δυο μόλις μέρες μετά τη λήξη του φεστιβάλ, ο Κινηματογραφικός Οργανισμός του υπουργείου Πολιτισμού και Ισλαμικής Καθοδήγησης του Ιράν εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία καταδίκασε το φεστιβάλ των Καννών για την απονομή στην ταινία του βραβείου Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας, κάνοντας λόγο για «προσβλητική και πολιτικά υποκινούμενη κίνηση».
Οι κυβερνητικοί του Ιράν συνέκριναν την ταινία με τους «Σατανικούς στίχους» του Σαλμάν Ρούσντι και ανέφεραν ότι «προσέβαλε τις πεποιθήσεις εκατομμυρίων μουσουλμάνων και του τεράστιου σιιτικού πληθυσμού του κόσμου».
Ο Ιρανός υπουργός Πολιτισμού και Ισλαμικής Καθοδήγησης Μοχαμάντ Μεχντί Εσμαϊλί ανακοίνωσε ότι το Ιράν διαμαρτυρήθηκε επίσημα στη γαλλική κυβέρνηση μέσω του υπουργείου Εξωτερικών και δήλωσε ότι «εάν πρόσωπα από το εσωτερικό του Ιράν εμπλέκονται με την ταινία "Holy Spider", σίγουρα θα λάβουν τιμωρία από τον Κινηματογραφικό Οργανισμό του Ιράν». Η ταινία γυρίστηκε στην Ιορδανία με Ιρανούς και μη Ιρανούς ηθοποιούς, με τη συμμετοχή της Γερμανίας, της Σουηδίας και της Γαλλίας στην παραγωγή.
Ο σκηνοθέτης Ali Abbasi ήταν φοιτητής στην Τεχεράνη όταν έγιναν οι δολοφονίες του 2000-01 και προβληματίστηκε από τη συντηρητική αντίδραση που αναγόρευσε τον Χανάι σε ήρωα και από το πόσος καιρός χρειάστηκε για να τον συλλάβει η αστυνομία.
Άρχισε να γράφει τις εκδοχές της ταινίας λίγο αφότου είδε τον Χανάι σε μια συνέντευξη στο ντοκιμαντέρ «And Along Came a Spider» του Maziar Bahari το 2002 να περιγράφει με ποιον τρόπο δολοφονούσε τις γυναίκες. Το ντοκιμαντέρ δείχνει έναν ψύχραιμο άντρα να περιγράφει μια δολοφονία σαν βόλτα με την οικογένειά του.
Το ντοκιμαντέρ «And Along Came a Spider»
Αν και το «Along Came a Spider» μνημονεύει τις γυναίκες που βρήκαν τραγικό θάνατο, έχει ενδιαφέρον το τι λέει ο Ali Abbasi για την εντύπωση που του έκανε τότε ο δολοφόνος: «Με έναν πραγματικά περίεργο τρόπο, ένιωσα συμπάθεια για τον τύπο, παρά τη θέλησή μου. Νομίζω ότι υπήρχε ένα ψυχωτικό στοιχείο στην αναζήτηση της ηδονής στις δολοφονίες του, η διεστραμμένη σεξουαλικότητα και ό,τι άλλο».
Ο Ali Abbasi έκανε μια ταινία, το «Holy Spider», για το πώς μια κοινωνία δημιουργεί έναν κατά συρροή δολοφόνο, εστιάζοντας όχι μόνο στον δολοφόνο αλλά και στον μισογυνισμό της χώρας του.
Έχει ενδιαφέρον και αυτό που γράφουν οι «Tehran Times» για την ταινία, όταν βραβεύτηκε η Zahra Ebrahimi: «Λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά της ταινίας και την εικόνα με την οποία απεικονίζει το Ιράν και τους Ιρανούς, είναι αμφισβητήσιμο αν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να είναι κανείς υπερήφανος».
Η εφημερίδα κατηγόρησε τον σκηνοθέτη ότι η ταινία του φαίνεται να στρέφεται πολιτικά κατά της ιρανικής κουλτούρας και των ισλαμικών αξιών, ενώ παραπέμπει στα έγγραφα και τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο, σύμφωνα με τα οποία ζητήθηκε αυστηρότερη ποινή για τον κατά συρροή δολοφόνο, που ο σκηνοθέτης, όπως γράφουν, υποθέτει ότι είναι αντικοινωνικός, αντιφεμινιστής και δολοφόνος εξ ορισμού.
«Οι ψυχικές διαταραχές, οι οποίες είναι κοινές σε όλο τον κόσμο, αποδίδονται σε θρησκευτικά αίτια στην ιρανική κοινωνία, σε σημείο που ένα τέτοιο περιστατικό, το οποίο ήταν πολύ σπάνιο στο Ιράν, αλλά έχει επαναληφθεί σε πολλές δυτικές χώρες, έχει οδηγήσει σε μια καταδίκη της ιρανικής κουλτούρας και του πολιτισμού», γράφουν οι «Tehran Times».
Και φυσικά δεν παραλείπουν να κατηγορήσουν την πρωταγωνίστρια, η οποία μετανάστευσε στη Γαλλία μετά τη δημοσιοποίηση ενός προσωπικού της βίντεο και αναγνωρίστηκε ως εξόριστη καλλιτέχνις και θύμα της ιρανικής κυβέρνησης τα τελευταία χρόνια. «Δεν ήταν τόσο καλή η ερμηνεία της», συνεχίζει η εφημερίδα, «η ταινία κέρδισε το βραβείο περισσότερο για τον σκοτεινό πολιτικό χαρακτήρα του φεστιβάλ παρά για την καλλιτεχνική της αξία».
Ποιος ήταν ο Σαΐντ Χανάι, ο κατά συρροή δολοφόνος που έχαιρε σε ανησυχητικό βαθμό ιδεολογικής συμπάθειας μεταξύ των ισλαμιστών μαχητών στο Ιράν;
Γεννημένος το 1962, μεγάλωσε με μια κακοποιητική μητέρα που τον γρατζούνιζε με τα νύχια της αρκετά δυνατά ώστε να βγάζει αίμα και τον δάγκωνε, όπως έλεγε.
Την εποχή των δολοφονιών ήταν παντρεμένος και είχε τρία παιδιά. Ήταν οικοδόμος στο επάγγελμα και υπηρέτησε ως εθελοντής στον πόλεμο Ιράν - Ιράκ. Όταν συνελήφθη ήταν 39 ετών και παραδέχθηκε στο δικαστήριο ότι σκότωσε 16 γυναίκες στην ανατολική πόλη Μασχάντ το 2000 και το 2001, ενώ ήταν ύποπτος για 19 δολοφονίες.
Ο Χανάι έβαζε στο στόχαστρο σεξεργάτριες επειδή, όπως έλεγε, είχαν διαφθείρει τη γειτονιά του. Ισχυριζόταν ότι βρισκόταν σε θεϊκή αποστολή, να καθαρίσει την περιοχή γύρω από τον ιερό ναό του Μασχάντ, η οποία αποτελεί πόλο έλξης για πλήθος σιιτών μουσουλμάνων προσκυνητών. Πίστευε ότι ο Θεός ενέκρινε τις ενέργειές του.
Στραγγάλιζε τα θύματά του –ηλικίας 20 έως 50 ετών– με τις ίδιες τις μαντίλες τους. Πολλές από αυτές είχαν ποινικό μητρώο για χρήση ναρκωτικών. Μια μέρα πριν από την εκτέλεσή του το 2002, είπε στην εφημερίδα «Norouz»: «Ήταν τόσο άχρηστες όσο οι κατσαρίδες για μένα. Προς το τέλος, δεν μπορούσα να κοιμηθώ τη νύχτα αν δεν είχα σκοτώσει μία από αυτές εκείνη την ημέρα, σαν να είχα εθιστεί στο να τις σκοτώνω», είπε.
Ο ιρανικός Τύπος χρησιμοποίησε τον όρο «δολοφονίες αράχνης» για να περιγράψει την αδίστακτη συμπεριφορά του και τη μεθοδολογία των δολοφονιών.
Από την πρώτη δολοφονία που διέπραξε και μετά την εύρεση του πρώτου πτώματος μιας στραγγαλισμένης γυναίκας μέχρι τη σύλληψή του, μεσολάβησαν δυο χρόνια. Οι κάτοικοι της Μασχάντ φοβόντουσαν ότι πίσω από τις δολοφονίες θα μπορούσε να κρύβεται μια εξτρεμιστική θρησκευτική ομάδα, ιδίως μετά την κατηγορία των σκληροπυρηνικών για τις δολοφονίες αντιφρονούντων στην Τεχεράνη.
Η σύλληψη του Χανάι έγινε αφού το κοινοβούλιο ανέλαβε την υπόθεση από τις ανώτατες επαρχιακές αρχές που τη χειρίζονταν. Οι βουλευτές κάλεσαν τους επικεφαλής των υπηρεσιών ασφαλείας και πληροφοριών και τελικά ένα ειδικό κλιμάκιο στάλθηκε στη Μασχάντ από την Τεχεράνη. Πολλοί Ιρανοί είχαν υποθέσει ότι η αστυνομία, η οποία ελέγχεται από σκληροπυρηνικούς θρησκευτικούς ηγέτες, ήταν σκόπιμα χαλαρή στην έρευνα για τον δολοφόνο, δεδομένου ότι τα θύματα ήταν χρήστριες ναρκωτικών και σεξεργάτριες.
Ο Χανάι δήλωσε στο δικαστήριο ότι άρχισε να σκοτώνει τις σεξεργάτριες αφού η σύζυγός του θεωρήθηκε κατά λάθος μία από αυτές από έναν οδηγό ταξί. Έριξε το φταίξιμο για το περιστατικό στην ύπαρξη μεγάλου αριθμού εργατριών του σεξ στην πόλη και πίστευε ότι η δολοφονία των γυναικών αυτών ήταν θρησκευτική υποχρέωση.
Επέλεγε τα θύματά του ενώ επέβαινε στο αυτοκίνητό του ή στη μοτοσικλέτα του και τις πήγαινε στο σπίτι του όταν η σύζυγός του και τα τρία παιδιά του έλειπαν. Στη συνέχεια τις στραγγάλιζε, τύλιγε τα σώματά τους με μαύρα τσαντόρ από την κορυφή ως τα νύχια και τις πέταγε στους δρόμους.
Μετά την τρίτη δολοφονία, πέταξε το πτώμα στον δρόμο, περίμενε να έρθει η αστυνομία και στη συνέχεια τους βοήθησε να το φορτώσουν σε ένα ασθενοφόρο. Συνελήφθη αφού ένα υποψήφιο θύμα τον υποψιάστηκε και κατάφερε να τον χτυπήσει στο στομάχι και να το σκάσει. Η γυναίκα κατήγγειλε το περιστατικό λίγες ημέρες αργότερα, σύμφωνα με δημοσιεύματα ιρανικών μέσων ενημέρωσης, αφού ξεπέρασε τον φόβο για το τι θα της έκανε η αστυνομία.
Ορισμένοι Ιρανοί θεώρησαν ότι οι σεξεργάτριες πήραν αυτό που τους άξιζε, και ο Χανάι είχε πλήθος υποστηρικτών έξω από το σπίτι του την ημέρα που συνελήφθη. Ακολούθησε φρενίτιδα στα ΜΜΕ, ο δολοφόνος έγινε κάτι σαν λαϊκός ήρωας, οι σκληροπυρηνικοί άρχισαν εκστρατεία υπέρ του, υποστηρίζοντας ότι προσπάθησε να καθαρίσει τη χώρα από τη διαφθορά.
Η εφημερίδα «Keyhan» ανέφερε ότι πολλοί στη Μασχάντ ήταν ευχαριστημένοι με τις δολοφονίες. Ο Χανάι περιέγραψε τις δολοφονίες ως «συνέχεια της πολεμικής προσπάθειας» που είχε κάνει στον πόλεμο Ιράν - Ιράκ. «Έτσι, στράφηκε στους ανθρώπους που δεν είχαν τη δύναμη να αντισταθούν», λέει η δημοσιογράφος Roya Karimi στο ντοκιμαντέρ «And Along Came a Spider», στο οποίο η πιο ανησυχητική υπεράσπιση του Χανάι προέρχεται από τον ίδιο τον 14χρονο γιο του, Αλί, που λέει ότι ο πατέρας του καθάριζε την Ισλαμική Δημοκρατία από τους «διεφθαρμένους της Γης».
«Αν τον σκοτώσουν αύριο, δεκάδες θα τον αντικαταστήσουν», λέει ο Αλί. «Μετά τη σύλληψή του, 10 ή 20 άνθρωποι μου ζήτησαν να συνεχίσω αυτό που έκανε ο πατέρας μου. Τους λέω: "Ας περιμένουμε να δούμε"».
Ο Χανάι ομολόγησε τις δολοφονίες, χαμογέλασε στους φωτογράφους και τις τηλεοπτικές κάμερες και είπε περήφανα στο δικαστήριο ότι διεξάγει σταυροφορία κατά της ηθικής διαφθοράς και της ανηθικότητας.
Ο δικηγόρος του επικαλέστηκε μια διφορούμενη διάταξη του ιρανικού και ισλαμικού νόμου που αναφέρεται στους αμαρτωλούς ως «σπατάλη αίματος», υποστηρίζοντας ότι ο πελάτης του άξιζε επιεικέστερη μεταχείριση.
Η υπόθεση προκάλεσε συζήτηση μεταξύ των μεταρρυθμιστών που καταδίκασαν τις αρχές επειδή δεν τον συνέλαβαν νωρίτερα και ορισμένων συντηρητικών που συμμερίζονταν την απέχθεια του δολοφόνου για την αύξηση της σεξεργασίας. «Ποιος πρέπει να κριθεί;» έγραψε η συντηρητική εφημερίδα «Jomhuri Islami». «Εκείνοι που κοιτάζουν να εξαλείψουν την αρρώστια ή εκείνοι που στέκονται στη ρίζα της διαφθοράς;».
Παρόμοια συναισθήματα εξέφρασαν οι φίλοι του δολοφόνου στο παζάρι της Μασχάντ, ένας από τους οποίους είπε: «Έκανε το σωστό. Έπρεπε να συνεχίσει». Αλλά οι σκληροπυρηνικοί σιώπησαν όταν έγινε σαφές ότι ο Χανάι είχε βρεθεί με πολλές ακόμη σεξεργάτριες στο σπίτι του και είχε συνευρεθεί με 13 θύματα πριν τις σκοτώσει. Κρίθηκε επίσης ένοχος για κλοπή και πλαστογράφηση εγγράφων που τον βοήθησαν να συστηθεί ως μέλος της λεγόμενης αστυνομίας ηθικής.
Είπε στο δικαστήριο ότι χρησιμοποιούσε τα έγγραφα για να παρενοχλεί ανθρώπους που θεωρούσε ότι εμπλέκονταν σε αποκλίνουσες πράξεις – ανύπαντρα ζευγάρια που κυκλοφορούσαν μαζί σε δημόσιο χώρο ή γυναίκες που δεν ήταν κατάλληλα καλυμμένες. Είπε ότι 80 ακόμη άτομα βρίσκονταν στη λίστα που αποκάλεσε «λίστα θανάτου».
Κρίθηκε ένοχος και απαγχονίστηκε τα ξημερώματα της 8ης Απριλίου 2002 στις φυλακές του Μασχάντ. Σε μια τελευταία του συνέντευξη δεν έδειξε καμία μεταμέλεια για αυτό που είχε κάνει. Ήταν σοκαρισμένος και θυμωμένος όταν ήρθε η στιγμή του απαγχονισμού του. Σε αντίθεση με την πολύκροτη δίκη του, δεν υπήρχαν κάμερες για να καταγράψουν πώς ούρλιαζε σε ένδειξη διαμαρτυρίας, απορημένος που οι ιδεολογικοί του σύμμαχοι δεν πήγαν ποτέ να τον σώσουν.
Η υπόθεσή του ανέδειξε τις βαθιές διαιρέσεις μιας κοινωνίας που αισθάνεται απειλή μπροστά σε κάθε κοινωνική αλλαγή. Είναι ο λόγος που αυτός ο δολοφόνος θεωρήθηκε λαϊκός ήρωας από τους θρησκευτικούς εξτρεμιστές, πρωτίστως γιατί μπορούσε με κάποιον τρόπο να δικαιολογήσει τις δολοφονίες μέσω ιδεολογικών συνθημάτων που είναι αποδεκτά σε αυτό το περιβάλλον.
Ο ίδιος αρπάχτηκε από την ιδέα ότι επιτελούσε θεϊκό έργο, ενώ η αλήθεια είναι ωμή: ήταν ένας άρρωστος σαδιστής και δολοφόνος που ασκούσε την εξουσία του και τη σωματική του δύναμη στον απελπισμένο κόσμο των σεξεργατριών που παγιδεύονται από την εξάρτηση από τα ναρκωτικά, τη φτώχεια και την πατριαρχική σκληρότητα.
Είχε πολλές ευκαιρίες να κυνηγήσει τις ανίσχυρες γυναίκες στη Μασχάντ, μια πόλη με όλα τα συστατικά για εκτεταμένη σεξεργασία. Ενώ εκατομμύρια προσκυνητές επισκέπτονται κάθε χρόνο το σιιτικό ιερό της πόλης, τεράστιες ποσότητες οπίου περνούν τα σύνορα από το γειτονικό Αφγανιστάν και διακινούνται μέσω της πόλης. Τα αυξανόμενα επίπεδα φτώχειας και ανεργίας, με τις αγροτικές οικογένειες να μεταναστεύουν στις πόλεις, τροφοδότησαν την αύξηση των γυναικών που εργάζονται ως σεξεργάτριες.
Η υπόθεση αυτή ανάγκασε αυτόν τον αόρατο κόσμο να βγει στο προσκήνιο και οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι δεν μπορούσαν πλέον να προσποιούνται ότι δεν υπήρχε, αν και θα ήθελαν να αποκρύψουν ή να εξαφανίσουν το φαινόμενο.
Η ταινία «Holy Spider» συμμετείχε στις πρόσφατες Νύχτες Πρεμιέρας και θα προβληθεί στις αίθουσες μέσα στη σεζόν.