Ο σκηνοθέτης-τραύμα επιστρέφει με ένα πρόωρο magnum opus: ο Άρι Άστερ δραπετεύει, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, από το είδος του τρόμου με την κατάμαυρα κωμικοτραγική οδύσσεια ενός γιου εσαεί παγιδευμένου στην πλανεμένη παρθενία του και στην ανατριχιαστική εξάρτηση από την υπερεπιτυχημένη μητέρα του.
«Ο Μπο φοβάται» τη Μόνα Γουάσερστιν, αυτό είναι γεγονός, αναντίρρητη συνθήκη και αξίωμα, και εδραιώνεται στην πρώτη, και ουσιαστικά καλύτερη από τις τρεις θεαματικές, ηθελημένα άνισης ταχύτητας, ενίοτε συναρπαστικές ώρες της ταινίας.
Ο σχεδόν 50χρονος Μπο ζει μόνος σε μια πόλη βουτηγμένη στη βία και το έγκλημα, μέσα σε μια εφιαλτική πραγματικότητα που υποψιαζόμαστε βάσιμα πως συμβαίνει και στη φαντασία του, και ενδεχομένως προκύπτει στα διαλείμματα της πειραματικής φαρμακευτικής αγωγής που τηρεί πιστά, ακολουθώντας τις οδηγίες του ψυχιάτρου του (Στίβεν Μακίνλι Χέντερσον).
Βλέπουμε την επεισοδιακή γέννησή του σε pov, με τη μάνα να ουρλιάζει πως το παιδί έπεσε, να προσπαθεί να σταυρώσει μια ώρα ήσυχου ύπνου εξαιτίας της δυνατής μουσικής των διπλανών, το άγχος του να προλάβει να μπει στο μίζερο διαμέρισμά του πριν πλακώσουν οι άστεγοι και τα πρεζόνια που παρεπιδημούν στην περιοχή, τον πανικό του να φτιάξει βαλίτσα και να πάει στο σπίτι της Μόνα που τον περιμένει πώς και πώς, ώσπου συνειδητοποιεί πως κάποιος του έκλεψε το κλειδί και τις αποσκευές από την είσοδο σε χρονικό σημείο απαγορευτικά κοντινό στην κρίσιμη ώρα της πτήσης. Και τώρα, πώς το λέει στη μαμά;
Κρίμα που έρχεται τόσο νωρίς στο έργο, αλλά η έντρομη κλήση του Μπο είναι ίσως η καλύτερη και πιο απειλητικά ήρεμη στιγμή μιας σειράς επικά επιθετικών συμβάντων και ψυχοβγαλτικών παρεξηγήσεων.
Χωρίς φίλους και συμπαραστάτες, ξεκινά ένα ταξίδι ως άλλος Σάλιβαν, περνώντας μέσα από ένα εδάφιο βιβλικών διαστάσεων και animation αφήγησης, μια θεατρική αναπαράσταση στα δάση, που τον πλοηγεί στη χώρα προέλευσης και στον ψυχικό τόπο που θα μπορούσε να είναι ο δικός του σπόρος σε αυτόν τον κόσμο.
Ο Χοακίν Φίνιξ, ενδεδυμένος όσο ποτέ το ύφασμα ενός ιδιοσυγκρασιακού ρόλου και πλήρως ταιριαστός με το τριπαρισμένο κινηματογραφικό οδοιπορικό, μένει αποσβολωμένος στην προδιαγεγραμμένη αντίδραση της μητέρας του, η οποία τον γεμίζει ενοχές αποκλειστικά και μόνο με την «έγκυο» σιωπή της. Περιγράφοντας την αληθινή ατυχία του, ακούγεται σαν να εκστομίζει ψεύτικες δικαιολογίες και μισόλογα, επιστρέφοντας σε μια μαύρη τρύπα που πασχίζει μια ζωή να αποτινάξει.
Ο αξιοπρεπής μέσα στη σπαρτιάτικη ανέχειά του γιος μεταμορφώνεται αμέσως μετά σε κακόμοιρο ορφανό, όταν μαθαίνει στην επόμενη κλήση/απολογία του, από έναν υπάλληλο μεταφορικής εταιρείας που περνούσε τυχαία απέξω, πως η Μόνα καταπλακώθηκε από τον γιγαντιαίο πολυέλαιο της έπαυλής της και σκοτώθηκε, και όχι πολύ αργότερα γίνεται έρμαιο των περιστάσεων και της πολιτισμένης ευγένειας ή της απωθημένης οργής των ξένων στην απέλπιδα απόπειρά του να φτάσει στο πατρικό του πριν από την κηδεία για να τιμήσει τη μνήμη της έστω και καθυστερημένα και, ενδόμυχα, να αποφύγει την επίκριση, έστω και μετά θάνατον!
Εφοδιασμένος με ένα ιδιόμορφο στίγμα από την παιδική του ηλικία, την υποτιθέμενα μεταδοτική ιατρικής φύσης κατάρα του πατέρα που πέθανε από ανακοπή τη στιγμή που ήρθε σε οργασμό τη μία και μοναδική φορά που έκανε έρωτα με τη μητέρα, άρα την ώρα της σύλληψης, με αποτέλεσμα να μην τον γνωρίσει ποτέ, ο Μπο λογοδοτεί στη μοίρα, άβουλος και ασθμαίνων, με το ζόρι αναπνέοντας, χωρίς το προνόμιο της χαράς.
Με την παιδική του αγάπη αντάλλαξαν ένα κλεφτό, αξέχαστο φιλί κι έδωσαν την υπόσχεση να ολοκληρώσουν κάποια στιγμή στο μέλλον σε μια πιθανή γαμήλια ένωση που δύσκολα διαφαίνεται στον ορίζοντα.
Χωρίς φίλους και συμπαραστάτες, ξεκινά ένα ταξίδι ως άλλος Σάλιβαν, περνώντας μέσα από ένα εδάφιο βιβλικών διαστάσεων και animation αφήγησης, μια θεατρική αναπαράσταση στα δάση, που τον πλοηγεί στη χώρα προέλευσης και στον ψυχικό τόπο που θα μπορούσε να είναι ο δικός του σπόρος σε αυτόν τον κόσμο, μια μεγάλη οικογένεια, ένα βιος και η παρακαταθήκη με την προσωπική του υπογραφή, όχι απαραίτητα στερημένη από βάσανα και ταλαιπωρίες, στον τελικό προορισμό της κάθαρσης και της ψυχεδελικής επίλυσης των παλιών λογαριασμών. Το αν όλα αυτά συνέβησαν ή όχι δεν έχει και τόση σημασία, προς τιμήν της μαεστρίας του Άστερ.
Από τη μεγάλη εικόνα δεν λείπει ποτέ η Μόνα, η γυναίκα αναφοράς και καταναγκαστικό μέτρο σύγκρισης. Η ξεχωριστή παρουσία της Εβραίας μάνας στα γράμματα, τις τέχνες και την παγκόσμια κουλτούρα δεν υφίσταται μόνο με όρους μεσογειακού ταμπεραμέντου, γραφικής απεικόνισης, ή απλά ποσοτικούς.
Την έχουμε διαβάσει σε πολλούς συγγραφείς (χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Αλεξάντερ Πορτνόι του Φίλιπ Ροθ, αν και εκεί ο μητρόπληκτος εργένης γιός δεν προλαβαίνει να κάνει σεξ) και την έχουμε παρακολουθήσει συχνά στη φιλμογραφία του Γούντι Άλεν, με αποκορύφωμα το υπερμέγεθες πρόσωπό της στο επεισόδιο του New York Stories ως παντεπόπτρια θεά που ελέγχει κάθε κίνηση του αιώνια μικρού στα διοπτροφόρα μάτια της Άλαν Κόνινγκσμπεργκ. Πέρα από αυτά, συμβολίζει την ιστορία μιας πολύπαθης φυλής, την εγγυήτρια της κληρονομιάς του, άγκυρα στη φυγόκεντρη σειρά περιπετειών στις οποίες υποπίπτουν οι γενάρχες και τα αγόρια τους.
Ο Άρι Άστερ, ο οποίος αποφεύγει ‒και δικαίωμά του άλλωστε‒ ν’ αποκαλύψει λεπτομέρειες για τη ζωή του πριν ασχοληθεί με το σινεμά και τα οικογενειακά του βιώματα, αν και στη σκοτεινή Διαδοχή και το ηλιόλουστο Μεσοκαλόκαιρο πραγματεύεται μυστικά από το παρελθόν και ενδοοοικογενειακές δυσλειτουργίες, με φορτισμένους θρησκευτικούς συμβολισμούς, εδώ το παίρνει προσωπικά και ψιθυρίζει στον Μπο τα κλειδιά επιβίωσης σε ένα νοσηρό σουρεαλιστικό τσίρκο που μοιάζει σισύφειο στην επαναφορά της τιμωρίας για ένα έγκλημα που ωστόσο δεν διαπράχθηκε ποτέ.
Τον παραλογισμό της ατέρμονης καταδίωξης του Μπο διασκεδάζουν απροσδόκητες, ανατρεπτικές καταστάσεις (από την προηγούμενη ταινία του ο Άστερ έδειξε πως είναι πρόθυμος να τρολάρει τη σοβαρότητα που ενδελεχώς συστήνει, σαν αυτόκλητος κληρονόμος των Monty Python, αν μπορείτε να τη διακρίνετε στο βάθος του φλεγματικού μηδενισμού) και στο μυαλό του ο Χοακίν Φίνιξ δημιουργεί το δικό του All that jazz, μια screwball τραγωδία που κατά κάποιον τρόπο θυμίζει την απόπειρα του Τζόρνταν Πιλ, επίσης στην τρίτη του ταινία, να χρησιμοποιήσει στοιχεία που έσπειρε σε μια ακόμη νωπή εργογραφία, για να μιλήσει για τα σπουδαία και τα βαθιά, τις φιλοσοφικές ανησυχίες και τη μεταφυσική αγωνία και, βέβαια, στην περίπτωση του Άστερ, μια αγιάτρευτη πληγή.
Ωστόσο, στην αυτοβιογραφική του διαθήκη, ο Μπομπ Φόσι έκανε τάκλιν στον θάνατο με τρελό σλάλομ, αλλά ενιαίο όραμα και σαφή φόρμα (η καλή μουσική και η εμπνευσμένη χορογραφία είναι πάντα ιδανικό κερασάκι στην πένθιμη τούρτα), ενώ ο προικισμένος, πάντα συναρπαστικός Άστερ εντρυφά στις μεγαλειώδεις ιδέες του βγαίνοντας συχνά εκτός δρόμου.
Και όσο κι αν η παρουσία του θρύλου του Broadway, Πάτι Λουπόουν, αποτελεί σπάνιο προνόμιο, η μητέρα που της επιφυλάσσει το σενάριο εξαντλείται και τολμώ να προσθέσω πως, εκτός του Μπο του Φίνιξ, οι άνδρες της ταινίας, από τον ψυχαναλυτή και τον γιατρό (Νέιθαν Λέιν) που τον πατάει με το αμάξι και μετά τον περιθάλπει μέχρι τον κατά φαντασίαν πατέρα (ή «Παράξενο Άνθρωπο»), τον απολαυστικό Ντενί Μενοσέ στον ρόλο του διαταραγμένου Τζιβς, και τον εισαγγελέα στη «δίκη στη μήτρα», είναι πιο ενδιαφέροντες, και μη αναμενόμενοι σ’ αυτό το εχθρικό σύμπαν.