Αυτήν την εβδομάδα ολοκληρώνεται στο Mega ο δεύτερος κύκλος της σειράς «Maestro» (2022-), σε σενάριο και σκηνοθεσία του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, όλα τα επεισόδια της οποίας είχαν ήδη την ευκαιρία να παρακολουθήσουν οι συνδρομητές του Netflix· μία ακόμα σειρά του γνωστού δημιουργού που κρίθηκε άκρως επιτυχημένη και προκάλεσε πολλές συζητήσεις. Το «Maestro» υπήρξε η πρώτη ελληνική σειρά που επιλέχθηκε για παγκόσμια διανομή από το Netflix, κάτι που επιβεβαίωσε περίτρανα την εμπορική της επιτυχία, ενώ κατάφερε να μπει στο διεθνές Top 10 ξένων σειρών σε 18 χώρες.
Έπειτα από 11 χρόνια αποχής από την τηλεόραση και την ενασχόλησή του με τον κινηματογράφο, ο Παπακαλιάτης επέστρεψε το 2022 με μια σειρά η οποία δεν ξέφυγε από τον κανόνα που ακολουθούν παραδοσιακά όλες οι δουλειές του, να ξεσηκώνουν, δηλαδή, πλήθος αντιδράσεων και να προκαλούν τα βέλη των επικριτών του. Οι περισσότερες από τις κατηγορίες που του προσάπτουν αφορούν κυρίως την κραυγαλέα αντιγραφή ξένων σειρών και ταινιών, το κλισεδιάρικο και μελοδραματικό σενάριο και τους σχηματικούς χαρακτήρες, την προσπάθεια να χωρέσει ταυτόχρονα πολλά και ποικίλα κοινωνικά μηνύματα και την επιμονή του να κρατά για τον εαυτό του τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλες τις σειρές του.
Η επιτυχία, ως γνωστόν, είναι ασυγχώρητη και όταν ο Παπακαλιάτης αποφάσισε να επιστρέψει στην τηλεόραση μετά από χρόνια και να τα σαρώσει ξανά όλα στο διάβα του, σπάζοντας, εκτός των άλλων, και το «άβατο» του διεθνούς Netflix, φανταζόμαστε πως θα έγινε διπλά «μισητός».
Παρά τα εξαιρετικά φροντισμένα και τεχνικά άψογα πλάνα, τη φωτογραφία, τα σκηνικά, τους φωτισμούς και τη μουσική επένδυση, ομολογουμένως οι σειρές του Παπακαλιάτη πάσχουν από σεναριακές ευκολίες, βρίθουν από υπερβολές ή απιθανότητες, ενώ οι χαρακτήρες δεν ξεδιπλώνονται πάντα επαρκώς.
Στα πρώτα επεισόδια του δεύτερου κύκλου του «Maestro», η εύπορη και με όλα τα μέσα στη διάθεσή της εγκυμονούσα Στεφανία Γουλιώτη γεννά τα χαράματα στο κέντρο της Αθήνας, με τη βοήθεια των ενοίκων μιας πολυκατοικίας, επειδή ξέχασε να φορτίσει το κινητό της… Μια σεναριακή επιλογή που προσέδωσε βέβαια μεγάλη τραγικότητα στο γεγονός και εξηγεί σε έναν βαθμό την επιλόχεια κατάθλιψη της ηρωίδας στη συνέχεια, αλλά φαντάζει αρκετά απίθανη στην πραγματικότητα.
Παρά τις αδυναμίες του σεναρίου, οι ερμηνείες της Στεφανίας Γουλιώτη, της Μαρίας Καβογιάννη, του Γιάννη Τσορτέκη, της Μαρίσσας Τριανταφυλλίδου αλλά και των υπόλοιπων ηθοποιών του καστ καθηλώνουν, ενώ κάποιοι εξαιρετικά καλογραμμένοι διάλογοι, όπως οι πολλοί και έντονοι μεταξύ του τοξικού ζεύγους Παπακαλιάτη - Γουλιώτη, εντυπωσιάζουν με την ειλικρίνεια και την ευστοχία τους (σημάδι αισθητής βελτίωσης και στη γραφή του) και ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζεται η ενδοοικογενειακή κακοποίηση που υφίσταται η ηρωίδα που υποδύεται η Μαρία Καβογιάννη συγκινεί ιδιαίτερα.
Και φυσικά δεν λείπουν τα κλισέ από τις σειρές του. Αδιέξοδοι ή απαγορευμένοι έρωτες, ερωτικά τρίγωνα και μέσα στην ίδια οικογένεια, σχέσεις με μεγάλη διαφορά ηλικίας, οικογενειακά μυστικά και ψέματα, στερεοτυπικοί χαρακτήρες που μοιάζουν να επαναλαμβάνονται με μικρές διαφοροποιήσεις από σειρά σε σειρά. Βέβαια, υπάρχουν κλισέ που σε κουράζουν και σε κάνουν να θες να κλείσεις την οθόνη αμέσως και κλισέ που απολαμβάνεις ευχάριστα, είτε απενοχοποιημένα είτε ως guilty pleasure, και κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον σου. Στην περίπτωση του Παπακαλιάτη, αναφερόμαστε στα δεύτερα.
Δεν είναι πάντα εύκολο να παραδεχτούμε την ανακουφιστική επίδραση, την ακαταμάχητη έλξη και την αναγκαιότητα των κλισέ. Η δύναμη του κλισέ εξηγεί και την τεράστια δημοφιλία της σειράς εποχής «Bridgerton» του Netflix, που στην ουσία δεν είναι κάτι άλλο από ένα λίγο πιο εκμοντερνισμένο Άρλεκιν. Τα κλισέ μπορεί να μη διεκδικούν δάφνες ποιότητας και αφηγηματικής πρωτοτυπίας, αλλά κακώς υποτιμούνται και θεωρούνται δοκιμασμένη συνταγή για την επιτυχία. Χιλιάδες συγγραφείς έγραφαν και γράφουν ρομαντικά ή «ροζ» μυθιστορήματα, αλλά δεν είχαν όλοι την επιτυχία της Julia Quinn. Για να κερδίσεις τις καρδιές των αναγνωστών ή των θεατών, ειδικά σε μια ευρεία ηλικιακή γκάμα, χρειάζονται πολλά παραπάνω από μερικά αβανταδόρικα κλισέ.
Ποιος δεν θα ήθελε να ζει έρωτες όπως αυτούς που ζουν οι ήρωες του Παπακαλιάτη; Ποιος δεν θα ήθελε να συνοδεύουν το ρομάντζο του φωτισμοί που, είτε μέρα είτε νύχτα, είναι πάντα οι ιδανικοί, να ξεχύνεται από παντού η ερωτική μελωδία και να είναι η απόλυτα ταιριαστή τη δεδομένη στιγμή και η τύχη ή η μοίρα να συνδράμει κι αυτή, βοηθώντας την εξέλιξη του ειδυλλίου ή, αντίθετα, να παίζει περίεργα αλλά και εξόχως κινηματογραφικά παιχνίδια;
Η μουσική στις σειρές του Παπακαλιάτη είναι ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο. Ο πρώτος κύκλος του «Maestro» έκανε γνωστό και σε ένα άλλο κοινό, πιο νεανικό, το «Τυχερό Αστέρι», ένα παλιότερο τραγούδι του Κωνσταντίνου Βήτα, γραμμένο για θεατρική παράσταση, σε πρώτη εκτέλεση του Γ. Παλαμίδα, ενώ αξιοποίησε υποδειγματικά την «Προσευχή» της Χ. Αλεξίου και την παρουσία και της ίδιας, εντάσσοντας το τραγούδι αρμονικά στο σενάριο.
Φέτος, η περίπτωση του απροσδόκητα τεράστιου hit «Ανισόπεδη Ντίσκο» του Pan Pan, που ακούστηκε σε ένα επεισόδιο της σειράς, είναι χαρακτηριστική του πώς ο Παπακαλιάτης καταφέρνει να συλλαμβάνει κάτι από το συλλογικό αίσθημα, αν και αυτήν τη φορά η πραγματικότητα τον ξεπέρασε ή και προηγήθηκε, γιατί το τραγούδι έμοιαζε ήδη να έχει γίνει το σάουντρακ της πόλης (άπειρα τα βιντεάκια στο TikTok υπό τον ήχο του τραγουδιού σε ποικίλες παραλλαγές από την Gen Z). Οπότε δύο κορίτσια που διασχίζουν το κέντρο της Αθήνας σε μια βέσπα να τραγουδούν σε μια στιγμή ευφορίας την «Ανισόπεδη Ντίσκο» ήταν μια ρεαλιστική εικόνα που δεν έδειχνε σε τίποτα υπερβολή.
«Προσευχή» της Χ. Αλεξίου στο Maestro
Δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο και για την ίδια την Αθήνα, όπως προβάλλεται στα πρώτα επεισόδια του δεύτερου κύκλου του «Maestro». Ποτέ δεν έδειχνε ωραιότερη και πιο φωτογενής, σε σημείο που αναρωτιέται κανείς ποια είναι η αληθινή Αθήνα, αυτή του Παπακαλιάτη ή αυτή που βλέπουμε καθημερινά οι υπόλοιποι. Θα λέγαμε πως ο Παπακαλιάτης είχε σαφώς μια ινσταγκραμική οπτική στις σειρές του πολύ πριν από το ίδιο το Instagram και αυτό είναι κάτι που πρέπει να του πιστωθεί.
Όπως πρέπει να του πιστωθεί, επίσης, πως σε μια μακρινή εποχή, στις αρχές των ‘00s, πολύ πριν επικρατήσουν οι συνδρομητικές πλατφόρμες στην Ελλάδα, ο Παπακαλιάτης είχε αρχίσει να ενσωματώνει στοιχεία από ξένες σειρές, έστω κι αν πολλοί του το χρεώνουν ως αντιγραφή. Στο «Maestro» βλέπουμε σαφείς επιρροές από σειρές όπως το «Ozark», το οποίο αφορά μια οικογένεια που έχει δοσοληψίες με ναρκέμπορους και κάνει ξέπλυμα χρήματος, ενώ τα νεότερα μέλη της προσπαθούν να αποστασιοποιηθούν από τους γονείς τους, και παρουσιάζει κάποιες ομοιότητες και με την ταινία «Call me by your name» του Λούκα Γκουαντανίνο, με την ομοερωτική ιστορία ενός νεαρού ζευγαριού με φόντο ειδυλλιακά, μεσογειακά, καλοκαιρινά τοπία.
Ο Παπακαλιάτης είναι εν τέλει μια ιδιαίτερη περίπτωση δημιουργού, που έχει κατορθώσει να διαγράψει μια sui generis για τα ελληνικά τηλεοπτικά χρονικά πορεία και να παραδώσει ένα πολύ διακριτό προσωπικό ύφος μιας μέινστριμ μεν αλλά πολύ καλοδουλεμένης και προσεγμένης τηλεόρασης, έστω και άνισης σε σημεία.
Ο λόγος που αντικειμενικά πολύ χειρότερες ελληνικές σειρές δεν έχουν εισπράξει τόσες επικρίσεις, ούτε άλλοι τηλεοπτικοί δημιουργοί τόση χλεύη, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ποιος είναι. Η επιτυχία, ως γνωστόν, είναι ασυγχώρητη και όταν ο Παπακαλιάτης αποφάσισε να επιστρέψει στην τηλεόραση μετά από χρόνια και να τα σαρώσει ξανά όλα στο διάβα του, σπάζοντας, εκτός των άλλων, και το «άβατο» του διεθνούς Netflix, φανταζόμαστε πως θα έγινε διπλά «μισητός».
Ήταν 1999 όταν η πρώτη σειρά σε σενάριο του μόλις 24χρονου τότε Χριστόφορου Παπακαλιάτη, το «Η ζωή μας μία βόλτα» (1999-2000), παίχτηκε στις οθόνες μας. Από τότε διέγραψε μια εντυπωσιακή πορεία που μόνο αυτονόητη δεν ήταν. 25 χρόνια είναι πολλά για να παραμείνει κάποιος στην κορυφή.
Και αν πάμε ακόμα πιο πίσω, στον 16χρονο πιτσιρικά που έκανε ένα πέρασμα στους «Απαράδεκτους», στο καλογεράκι δίπλα στη Μιμή Ντενίση στους «Φρουρούς της Αχαΐας» ή στον κολλητό του Τζίμη στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους», θα θυμηθούμε πως κανείς από μας δεν φανταζόταν τη μετέπειτα εξέλιξη. Το ότι καταφέρνει να κάνει σήμερα, τηρουμένων των αναλογιών και σε ένα εντελώς διαφορετικό τηλεοπτικό τοπίο, μια επιτυχία ανάλογη, για παράδειγμα, με το «Να με προσέχεις» της σεζόν 2000-2001 δεν είναι καθόλου εύκολο.
Άραγε πόσοι από όσους στηλιτεύουν τον Παπακαλιάτη σήμερα θα πετούσαν στα σκουπίδια, αν τους δινόταν στο πιάτο η ευκαιρία, μια επιτυχία τέτοιου μεγέθους και θα έριχναν άκυρο σε μια παγκόσμια πλατφόρμα; Πολλά μοιάζουν αυτονόητα και τα προσπερνάμε εύκολα, λες και η είσοδος στο Netflix είναι φυσικό παρεπόμενο.
Εκτός από σκληρή δουλειά, οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε προσήλωση στον στόχο του, αδιάκοπη εξέλιξη, προσαρμοστικότητα και την ικανότητα να μην «ιδρώνει το αυτί του» στις αρνητικές κριτικές. Σίγουρα, μόνο τυχαίο γεγονός δεν είναι για μια ακόμα σεζόν να ασχολούμαστε με «μία ακόμα σειρά του Παπακαλιάτη».