Δεν είναι η πρώτη φορά που ο σκηνοθέτης Γιώργος Ζώης βρίσκεται στην Βενετία στο πλαίσιο του Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ. Για την ακρίβεια είναι η τέταρτη. Την παρθενική του εμφάνιση την έκανε το 2010 με την ταινία του «Casus Belli», στην συνέχεια, το 2012, απέσπασε το βραβείο καλύτερης ευρωπαϊκής ταινίας από την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου για την ταινία «Τίτλοι Τέλους» ενώ δύο χρόνια πριν έκανε αίσθηση με την ταινία του «Interruption». Φέτος, παρουσιάζει εκτός διαγωνισμού την «8η Ήπειρο», την τρίτη μικρού μήκους ταινία του, ως special screening στο τμήμα Orizzonti. Όμως αυτή τη φορά ο Ζώης βρίσκεται στην Βενετία και με την επιπλέον ιδιότητα του μέλους της κριτικής επιτροπής «Lion of The Future» που θα αναδείξει το καλύτερο ντεμπούτο της διοργάνωσης από όλα τα τμήματα.
«Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι μαζί με άλλους τέσσερις ενδιαφέροντες ανθρώπους βλέπουμε κάθε μέρα δυο με τρεις ταινίες και συζητάμε σε ενδιάμεσα γεύματα για αυτές. Αλλά παράλληλα σημαίνει κόκκινα χαλιά και δανεικά σμόκιν, βραδυνές βόλτες με taxi boat στην Βενετία και γνωριμίες με σκηνοθέτες που σου αρέσουν τα έργα τους, παθιασμένες διαφωνίες για τις ταινίες και το άνοιγμα του μυαλού σου στην πράξη για το πως το φύλο, η εθνικότητα, το κοινωνικό στρώμα και άλλα τόσα κάνουν τους ανθρώπους να βλέπουν το ίδιο πράγμα τόσο διαφορετικά. Και τότε πραγματικά σπάει το δογματικό σου βλέμμα και το φυτεμένο set up ότι όλα έχουν να κάνουν με σένα. Το κάθε τι μπορεί να ειδωθεί με τόσους διαφορετικούς τρόπους από τόσο διαφορετικά άτομα. Και στο τέλος όλοι μας πρέπει να αποφασίσουμε για μια μόνο ταινία που εύχομαι να μην είναι ένας έντιμος συμβιβασμός αλλά μια τολμηρή επιλογή», μου σημειώνει με ενθουσιασμό στο mail που ανταλλάξαμε λίγες μέρες πριν.
Η ταινία με την οποία συμμετέχει φέτος στην Βενετία, η «8η Ήπειρος», είναι μια ταινία που μιλάει για το προσφυγικό χωρίς όμως να δείχνει ούτε μια εικόνα πρόσφυγα. Γυρίστηκε σε ένα διάστημα τριών ημερών, με ένα συνεργείο πέντε ατόμων το καλοκαίρι του 2016 σε μια εγκαταλειμμένη χωματερή που λειτουργεί ως νεκροταφείο σωσιβίων στον Μόλυβο της Λέσβου. «Νομίζω οι εικόνες αυτού του νεκροταφείου σωσιβίων απευθύνονται σε όλους μας με έναν πιο υπόγειο και βαθύ τρόπο και θεωρώ ότι αυτή η εικόνα λέει πολύ περισσότερα για το δράμα αυτών των ανθρώπων παρά να παίρνεις την κάμερα και να την βάζεις μπροστά στα πρόσωπα τους και να τους λες "πες μου τώρα το δράμα σου"», λέει ο σκηνοθέτης και συνεχίζει «Κινηματογραφούσαμε επί τρεις ημέρες με καύσωνα και κάποια στιγμή μέσα σε εκείνο το καμίνι φύσηξε ένα δυνατό αεράκι. Και τότε τα σωσίβια κουνήθηκαν βγάζοντας ένα ελαφρύ θόρυβο, σαν να ζωντάνεψε ξαφνικά το νεκρικό τοπίο. Σαν να ξύπνησαν περιπλανόμενες ψυχές μέσα στον Άδη. Ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία, λες και βρίσκεσαι σε ένα άλλο πλανήτη ή σε μια ξένη ήπειρο. Με μια έννοια αυτή η άμεση σύνδεση απόφασης και γυρίσματος, με λύτρωσε από τα καθιερωμένα γνωστά μοντέλα παραγωγής που απαιτούν τεράστια αναμονή και χρονοβόρες πολυδάπανες διαδικασίες. Αν ακολουθούσα ένα τέτοιο μοντέλο η ταινία δεν θα είχε γίνει και το ίδιο το θέμα θα είχε χαθεί. Οπότε είμαι τρομακτικά ευγνώμων σε όλη την ομάδα που εθελοντικά τα έδωσε όλα για να γίνει και στους ανθρώπους που συμμετείχαν για να τελειώσει η ταινία στο post production. Μερικές φορές νιώθαμε ότι πέρα από το πάθος της κινηματογράφησης μας ένωνε όλους ένα μικρό ιστορικό καθήκον, που προσωπικά δεν το είχα ξανανιώσει.
σχόλια