Δεκαετίες πριν το Dogme 95 της ριζοσπαστικής παρέας των Δανών δημιουργών, η πρώτη ίσως σχολή επανατοποθέτησης του σινεμά σε ένα περιβάλλον υγείας και ιδανικών ήταν ο ιταλικός νεορεαλισμός, με την επιταγή οι ταινίες που τον συναποτελούσαν να κινούνται στην καθημερινή ζωή και οι πρωταγωνιστές των ιστοριών αυτών να είναι ερασιτέχνες, για να αποφευχθεί όσο είναι δυνατόν το ψεύτισμα και η αναληθοφάνεια. Ο Βιτόριο ντε Σίκα τήρησε τις αρχές ευλαβικά, επινοώντας, μαζί με τον Ρομπέρτο Ροσελίνι, ένα μεταπολεμικό είδος που έφερε επανάσταση και επηρέασε πολλαπλώς την ώσμωση της τεκμηρίωσης με τη μυθοπλασία, ως είδος και ύφος.
Μετά τον «Λούστρο Παπουτσιών» και τον «Κλέφτη Ποδηλάτων», στράφηκε στο πορτρέτο ενός γηραιού κυρίου, του Ουμπέρτο Ντομένικο Φεράρι, πρώην υπαλλήλου στο υπουργείο Δημοσίων Έργων και πλέον ατιμασμένου, αφού όλοι τον φωνάζουν με το μικρό του όνομα, ακόμη και ο πρώην διευθυντής του, όταν τον συναντά τυχαία στον δρόμο − λες και είναι ακόμη νέος. Τον πρωτοβλέπουμε να διαδηλώνει σε μια συγκέντρωση συνταξιούχων που ζητούν αύξηση, γιατί με τα ψίχουλα δεν τα βγάζουν πέρα. Ο Ουμπέρτο απειλείται με έξωση από τη φαντασμένη σπιτονοικοκυρά του, μια άπονη νέα γυναίκα που τραγουδά άριες, έχει βάλει στο μάτι έναν ιδιοκτήτη κινηματογραφικής αίθουσας και θέλει τα ενοίκια στο ακέραιο.
Η πρωτοτυπία, που έχει φέρει την ταινία στην κορυφή σε πολλές λίστες κριτικών και ειδικών, είναι το σημείο εκκίνησης των κρίσιμων σκηνών. Η κινηματογραφική διαδρομή του Ουμπέρτο φαίνεται να προκύπτει από τις συνθήκες που αντιμετωπίζει και όχι από τον συνήθη τρόπο που ένας σκηνοθέτης υλοποιεί οπτικά το σεναριακό storyboard και καλεί τον ηθοποιό να παίξει όσο καλύτερα μπορεί.
Η μοναδική παρηγοριά του είναι η καθαρίστρια, μια νέα κοπέλα που δεν γνωρίζει από ποιο από τα δυο αγόρια με τα οποία έχει περιστασιακές σχέσεις έχει μείνει έγκυος, και ο πιστός του σκύλος, ο Φλάικ − σε μια από τις πιο συγκινητικές σεκάνς της ταινίας τον αναζητά εναγωνίως σε ένα κέντρο με αδέσποτα, όπου βλέπει πού και πώς οδηγούν τα απολεσθέντα σε έναν φριχτό φούρνο. Ο λόγος που τον αποχωρίστηκε είναι ότι μπήκε στο νοσοκομείο, όχι τόσο για να αντιμετωπίσει μια ελαφριά ασθένεια όσο για να ξεκουραστεί, να βρει φαγητό και καθαριότητα, κάνοντας ένα διάλειμμα από την απαίσια διαβίωσή του σε ένα μικρό δωμάτιο με έντομα, που υπενοικιάζεται σε πρωινά ζευγάρια όσο εκείνος τριγυρίζει εις μάτην μήπως πουλήσει το ρολόι του ή για να βρει κάτι για να ταΐσει τον Φλάικ. Η στιγμή της επανασύνδεσής τους είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα της ηθελημένης απόστασης του Ντε Σίκα από το μελό: με το λατρεμένο του κατοικίδιο φαίνεται να χαιρετιούνται, και η κάμερα ξεκολλάει έγκαιρα από τα πρόσωπά τους, για να μην κρεμάσει το συναίσθημα παραπάνω από την κατάσταση.
Η πρωτοτυπία, που έχει φέρει την ταινία στην κορυφή σε πολλές λίστες κριτικών και ειδικών, είναι το σημείο εκκίνησης των κρίσιμων σκηνών. Η κινηματογραφική διαδρομή του Ουμπέρτο φαίνεται να προκύπτει από τις συνθήκες που αντιμετωπίζει και όχι από τον συνήθη τρόπο που ένας σκηνοθέτης υλοποιεί οπτικά το σεναριακό storyboard και καλεί τον ηθοποιό να παίξει όσο καλύτερα μπορεί.
Βέβαια, ο Ντε Σίκα δεν ξεχνά το δράμα: αξιοποιώντας τη ρεαλιστική δύναμη του συνεργάτη του στο σενάριο, του Τσέζαρε Τσαβατίνι, που και εδώ βρέθηκε στην πεντάδα των Όσκαρ της κατηγορίας, κατευθύνει το ταξίδι της αξιοπρεπούς επιβίωσης του ήρωα με έξυπνο συναίσθημα, έναν σχεδόν αόρατο χειρισμό του ψυχισμού του, αυτό που αποκαλούσε «ηθική αποκάλυψη».
Η τύχη του χαμογέλασε όταν μετά από έρευνα μηνών στη Ρώμη και στο Μιλάνο ανακάλυψε τυχαία τον πρωταγωνιστή του στο σβησμένο, ντροπιασμένο πρόσωπο ενός λέκτορα γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας, και μάλιστα μέλους του φασιστικού κόμματος, που δεν είχε καμία πείρα μπροστά στην κάμερα, του Κάρλο Μπατίστι. Όταν λέει με παρρησία πως δεν χρωστούσε ποτέ στη ζωή του, ή πως θα χρειαστεί στρατός για να τον ξεκουνήσει από το σπίτι του, ο θεατής τον πιστεύει εξίσου με τη μελαγχολική απελπισία του, στις στιγμές που σκέφτεται να ζητιανέψει, να αυτοκτονήσει ή απλώς όταν ακούει τους γιατρούς να του λένε ξερά πως αν ήταν νεότερος, θα του αφαιρούσαν τις αμυγδαλές, για να αποχωρήσουν βιαστικά αμέσως μετά.
Αντίθετα με τον Τσάπλιν (και τον σκύλο του), δεν αποζητά τη συμπάθεια, πόσο μάλλον να την εκβιάζει. Βρίσκεται κοντύτερα στο ύφος του ζευγαριού του αριστουργήματος του Λίο Μακάρεϊ, «Make Way for Tomorrow», γυρισμένου το 1937, ενός μνημειωδώς σκοτεινού χρονικού του γήρατος που, αν και γυρισμένο στο Κραχ, κόντραρε βίαια (και με καταστροφικές εμπορικές συνέπειες) στη λευκή οδοντοστοιχία του χολιγουντιανού happy ending.
Ο Ουμπέρτο Ντ. δεν είναι πάντα δύσθυμος και σκοτεινός. Ο Ντε Σίκα τον περιβάλλει με μια νεανική ελαφράδα, μια αισιοδοξία που θολώνει ευπρόσδεκτα τις γραμμές ανάμεσα στον περιγραφικό ρεαλισμό μιας ρημαγμένης Ιταλίας της θεσμικής ασέβειας και της ευγενικής αδιαφορίας των ξένων και τη διάθεση για ζωή, σε πείσμα της αντιξοότητας και των αντικειμενικών εμποδίων της φτώχειας και της ηλικίας.
Η ταινία ήταν το απόγειο και ο επίλογος του νεορεαλισμού, σηματοδοτώντας το πέρασμα του survivor Ντε Σίκα −πάλαι ποτέ πρωταγωνιστή στις περίφημες ιταλιάνικες κομεντί με το λευκό τηλέφωνο, όπως τις κατηγοριοποιούσαν, και στα μπουλβάρ σενάρια παρεξηγήσεων− σε ένα τρίτο, εξίσου μακρύ κεφάλαιο της πολύπλευρης καριέρας του και τη μετάβασή του, αντίθετα με τον Φελίνι και τον Ροσελίνι, στην Αμερική, τη Λόρεν, τις κομεντί και πάλι, ως το έτερο αριστούργημά του, 20 χρόνια αργότερα, τον «Κήπο των Φίντσι Κοντίνι».