Το δικαίως ξεχασμένο «Raven» του Τζέιμς ΜακΤιγκ κυκλοφόρησε το 2012 και ήταν μια μυθοπλασία που ήθελε τον Έντγκαρ Άλαν Πόε, λίγο πριν από το τέλος της ζωής του, να σπεύδει να βοηθήσει έναν αστυνομικό στην επίλυση μιας σειράς από δολοφονίες, εμπνευσμένες από τις ιστορίες του. Δέκα χρόνια μετά, το «Pale Blue Eye» βάζει έναν νεαρό Έντγκαρ Άλαν Πόε να συνδράμει τις προσπάθειες ενός ντετέκτιβ να εξιχνιάσει μια δολοφονία σε ένα στρατόπεδο.
Για τους φαν του συγγραφέα και οι δύο ταινίες έχουν αρκετά easter eggs, όπως τα ονομάζουμε σήμερα. Επίσης, αν εκείνη του ΜακΤιγκ παρουσίαζε τον Πόε ως βυρωνική φιγούρα, ο Πόε της ταινίας του Σκοτ Κούπερ είναι ένας χαρισματικός νεαρός που θέλει να ταιριάξει, να αγαπήσει και να αγαπηθεί, μα εμπόδιο στις επιθυμίες του βάζουν η ιδιορρυθμία του χαρακτήρα του και η όψη του.
Στο πρόσωπο του λακωνικού ντετέκτιβ Αουγκούστους Λάντορ, που επιστρατεύεται από τον διοικητή της Στρατιωτικής Ακαδημίας των ΗΠΑ για να λύσει τον φόνο ενός οπλίτη, ο Πόε φαίνεται να βρίσκει έναν φίλο, κάποιον διανοητικά ισάξιό του, αν και όχι ποιητή, όπως αυτός. Ο Λάντορ βασανίζεται εμφανώς από την απώλεια της κόρης του, με την αφοσίωσή του στην επίλυση του μυστηρίου να μοιάζει με αντιπερισπασμό.
Για όσους θέλουν να εντάξουν το «Pale Blue Eye» στην ευρύτερη φιλμογραφία του, ακόμα και όταν αλλάζει αιώνες, όπως στο «Hostiles» και εδώ, ο Κούπερ αφηγείται ιστορίες της αμερικανικής ενδοχώρας, την οποία παρουσιάζει ως ένα πεδίο αφιλόξενο, εγκαταλελειμμένο από γονικές φιγούρες ανθρώπινες και θεϊκές.
Ο Πόε, με τη σειρά του, έχει χάσει τη μητέρα του, με το πνεύμα της οποίας ισχυρίζεται ότι επικοινωνεί, και βρίσκει τον έρωτα στο πρόσωπο της πανέμορφης Λέα, κόρης του γιατρού της Ακαδημίας.
Οι σκηνές που μοιράζονται οι δύο άνδρες είναι αναμφίβολα οι δυνατότερες της ταινίας, με τον Κρίστιαν Μπέιλ να συνεχίζει να δίνει τον καλύτερό του εαυτό όποτε συνεργάζεται με τον Κούπερ και τον ανερχόμενο Χάρι Μέλινγκ να εντοπίζει τις ερμηνευτικές ισορροπίες ανάμεσα στην εκκεντρικότητα και στην τραγικότητα και να κλέβει και πάλι την παράσταση, όπως στην «Μπαλάντα του Μπάστερ Σκραγκς» των αδελφών Κοέν.
Η υπερφορτωμένη ίντριγκα, που βάζει ακόμα και μαύρη μαγεία και φαντασματικές παρουσίες στη συνταγή, θα κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή που θέλει να παρακολουθήσει ένα αστυνομικό μυστήριο. Βοηθά και η ατμόσφαιρα, στη δημιουργία της οποίας συντελούν η παγωμένη, oμιχλώδης φωτογραφία του Μασανόμπου Τακαγιανάκι και το μουσικό score του Χάουαρντ Σορ, ο οποίος όχι τυχαία, μα, εκ του αποτελέσματος, αναίτια επικαλείται τον εαυτό του και τη δουλειά του στη «Σιωπή των Αμνών».
Πέραν του πρωταγωνιστικού διδύμου, αρκετά γνώριμα ονόματα και φάτσες, σε μικρότερους ή μεγαλύτερους ρόλους, δίνουν με την εμπειρία και το ταλέντο τους μια νοστιμιά παραπάνω, ακόμα και στις πιο διαδικαστικές σκηνές.
Πού είναι το πρόβλημα λοιπόν; Στο ότι ο Σκοτ Κούπερ, που, εκτός από τη σκηνοθεσία, ανέλαβε και τη σεναριακή διασκευή του βιβλίου του Λουίς Μπάγιαρντ, δεν μπόρεσε να τιθασεύσει το υλικό του, να εντοπίσει και να αναδείξει την κεντρική ιδέα που θα έκανε την ταινία του κάτι περισσότερο από μια απλή κινηματογραφική ανάγνωση λογοτεχνίας – «κλασικά εικονογραφημένα», όπως αποκαλούσαν αυτό το σινεμά οι παλιότεροι κριτικοί. Το μεταφυσικό και το ανθρώπινο στοιχείο, το πώς επηρεάζει τη συμπεριφορά μας η στάση μας απέναντι στο πρώτο και το κακό ως έργο ανθρώπων και όχι θεών είναι θεματικές που ασφυκτιούν κάτω από τα πολλαπλά ανοιχτά σεναριακά μέτωπα.
Ο τρόπος που ο Πόε αποκτά τις εμπειρίες που θα επηρεάσουν το έργο του και θα διαμορφώσουν τον χαρακτήρα του σχετίζεται με αυτές τις θεματικές και ο χρόνος που αφιερώνει ο ίδιος ο Κούπερ στον –ας τον πούμε έτσι– εκτεταμένο επίλογό του μαρτυρά ότι θα ήθελε να έχει κάνει αυτή την ταινία, μα εμφανώς του ξέφυγε.
Για όσους θέλουν να εντάξουν το «Pale Blue Eye» στην ευρύτερη φιλμογραφία του, ακόμα κι όταν αλλάζει αιώνες, όπως στο «Hostiles» και εδώ, ο Κούπερ αφηγείται ιστορίες της αμερικανικής ενδοχώρας, την οποία παρουσιάζει ως ένα πεδίο αφιλόξενο, εγκαταλελειμμένο από γονικές φιγούρες ανθρώπινες και θεϊκές.
Ακόμα δεν έχει καταφέρει να υπογράψει τη μεγάλη ταινία, ίσως να έφτασε λίγο πιο κοντά με τα «Out of the furnace» και «Hostiles», μα τελικά η μπάλα κατέληξε στο δοκάρι. Με τον καιρό αρχίζουμε να πιστεύουμε ότι αυτό δεν θα συμβεί ποτέ, κάτι λείπει εμφανώς, ίσως να είναι εκείνη η δυνατότητα ελέγχου πάνω στο υλικό και εμπλουτισμού του μέσω των αισθητικών επιλογών, που διακρίνει τους καλούς επαγγελματίες από τις σκηνοθετικές ιδιοφυΐες.
Αντιλαμβανόμαστε, όμως, ότι αυτά ελάχιστα αφορούν τον μέσο συνδρομητή του Netflix που θέλει απλώς να παρακολουθήσει ένα ψυχαγωγικό και δυνητικά ευρηματικό θρίλερ στο Netflix. To «Pale Blue Eye» είναι πιο καλοφτιαγμένο από τις περισσότερες original παραγωγές της πλατφόρμας και με το φινάλε του καταφέρνει να δώσει σε αυτόν τον θεατή εκείνο που έψαχνε, έστω και αν φτάνει εκεί μέσω Λαμίας.
The Pale Blue Eye - Επίσημο trailer Netflix