Ήμουν κουρνιασμένος στην αυτοσχέδια φωλιά μου στον καναπέ, όταν το απόγευμα της Δευτέρας, λίγες ώρες αφότου κέρδισε τον πολυπόθητο Χρυσό Διόνυσο στο 46ο Φεστιβάλ Δράμας, είδα την Αρκουδότρυπα από την οθόνη του λάπτοπ μου. Η αίσθηση της ζεστασιάς και της τρυφερότητας που ένιωσα δεν είχε καμία σχέση με τις αχρείαστες κουβέρτες με τις οποίες είχα τυλιχτεί. Στα 37 της λεπτά, η ταινία μικρού μήκους με μετέφερε στην καρδιά της ελληνικής επαρχίας, με προσγείωσε σε έναν αφοπλιστικά ειλικρινή προβληματισμό πάνω στην ενηλικίωση και τον έρωτα, ένα αριστοτεχνικό κινηματογραφικό ταγκό μεταξύ του παραδοσιακού και του μοντέρνου και μια τρομερά πηγαία και φρέσκια ματιά σε μια queer σχέση μεταξύ δύο νέων γυναικών στην επαρχία.
Μια ημέρα αργότερα, βυθισμένος ακόμη σε σκέψεις και βουκολικά πλάνα, συναντώ τη Χρυσιάννα Παπαδάκη και τον συν-σκηνοθέτη, και πλέον συγκάτοικό της, Στέργιο Ντινόπουλο στη γειτονιάς τους στην Κυψέλη, βρίσκοντάς τους εξαντλημένους από το ταξίδι της επιστροφής, αλλά ενθουσιασμένους. Ακόμα δυσκολεύονται να πιστέψουν τον πρόσφατο θρίαμβό της ταινίας τους στη Δράμα.
«Ήταν σαν να μας κατηύθυνε η ταινία, σαν να μας έκανε να ριζώσουμε. Πλέον νιώθω πολύ πιο οικεία στην Ελλάδα, κι αν δεν ήταν η ταινία, παίζει να ήμασταν εγώ ακόμα στο Λονδίνο, ο Στέργιος στην Αμερική – ποιος ξέρει!
«Δεν το περιμέναμε», λέει η 28χρονη σκηνοθέτις, «κι ας πιστεύαμε φουλ στην ταινία μας. Βλέπεις, δουλέψαμε με πολύ DIY, γρήγορο και αυθόρμητο τρόπο, δεν είχαμε την πολυτέλεια να γυρίσουμε μια σκηνή δέκα φορές ούτε να ελέγξουμε τα πάντα, όποτε δώσαμε προτεραιότητα στην ιστορία. Θυμάμαι, κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της τελετής, αφού είχαν ανακοινωθεί τα περισσότερα βραβεία, αλλά όχι αυτό της καλύτερης ταινίας, σκέφτηκα: “τελικά κάναμε λάθος υπολογισμό, ώρα να αναθεωρήσουμε τη φιλοσοφία μας”», συμπληρώνει και ξεκαρδίζεται. «Τελικά, μπορεί ο αέρας να φυσά μονίμως στους βράχους, μπορεί να περάσουν πέντε συνεχόμενα αγροτικά οχήματα και ένα κοπάδι πρόβατα και ο θόρυβος να πέφτει πάνω στις μισές σου ατάκες, αλλά κάποια στιγμή συμβιβάζεσαι και ελπίζεις πως η ιστορία και το συναίσθημα αρκούν».
Κεντρικό θέμα της ταινίας που γυρίστηκε πέρσι το καλοκαίρι στην πανέμορφη ορεινή Τύρνα ή Ελάτη Τρικάλων είναι η σύγκρουση αλλά και η εξισορρόπηση μεταξύ της παράδοσης και του μοντερνισμού, «ένας συνδυασμός εικόνων του χωριού με τα προσωπικά βιώματα των δημιουργών αλλά και ιστορίες και αφηγήσεις νέων ανθρώπων από την περιοχή», όπως μου εξηγούν. Πράγματι, η ιστορία της σύλληψης και της υλοποίησης του πρότζεκτ είναι εξίσου ενδιαφέρουσα με το τελικό αποτέλεσμα: η Χρυσιάννα και ο Στέργιος μεγάλωσαν σε γειτονικές περιοχές της Αθήνας, το 2013 πήγαν και οι δυο τους στο Κέμπριτζ της Μασαχουσέτης για να σπουδάσουν στο Χάρβαρντ, ωστόσο την αφορμή για να συνεργαστούν καλλιτεχνικά και να πάρουν την απόφαση να «ριζώσουν» τελικά στην Ελλάδα, σχεδόν μία δεκαετία αργότερα, την έδωσε η Αρκουδότρυπα και ένα ταξίδι στην καρδιά της Στερεάς Ελλάδας.
«Νιώθω πως μας γείωσε η Αρκουδότρυπα», εξηγεί χαρακτηριστικά η Χρυσιάννα, ανατρέχοντας στη στιγμή που οι δυο τους βρέθηκαν ξανά πέρσι τον χειμώνα για ένα «άκυρο catch-up στην Αθήνα», μετά από πολλά χρόνια ζωής στο εξωτερικό. «Και οι δυο ήμασταν πολύ στον αέρα, δημιουργικά και συναισθηματικά, και μετά τον εγκλεισμό της καραντίνας βρισκόμασταν σε μια αναζήτηση: γιατί να δημιουργήσουμε περιεχόμενο, προσθέτοντας ερεθίσματα, όταν υπάρχουν τόσο πολλά πράγματα που διεκδικούν ήδη την προσοχή των ανθρώπων; Όλα, λοιπόν, ξεκίνησαν από έναν καφέ επανασύνδεσης που ήπιαμε πέρσι, όταν εγώ ήθελα σαν τρελή να κάνω ένα roadtrip στη Βόρεια Ελλάδα, γιατί δεν την είχα εξερευνήσει, κι έριχνα συνεχώς hints. Ε, την επόμενη ημέρα, λοιπόν, ο Στέργιος, ο οποίος τότε δούλευε εξ αποστάσεως, με κάλεσε να πάμε στο χωριό του, στην Τύρνα», προσθέτει.
Και για τον Στέργιο το περσινό ταξίδι στη γνώριμη σε αυτόν Τύρνα ήταν μια καταλυτική εμπειρία. «Το ανακάλυψα ξανά το χωριό», λέει, «παρότι πήγαινα συχνά από παιδί, δεν το είχα δει με ματιά ενήλικα. Κάπως πάθαμε έναν έρωτα και οι δυο μας με το τοπίο και ξεκινήσαμε να γράφουμε μαζί την ιστορία της Αρκουδότρυπας, έπειτα από μια πολύ περιπετειώδη πεζοπορία μέσα στα χιόνια, όπου φρικάραμε λίγο. Τα σκυλιά που ήταν μαζί μας μάς εγκατέλειψαν, πιστέψαμε πως τα έφαγε η αρκούδα, βιώσαμε για τα καλά αυτό το πρωτογενές συναίσθημα της επαφής με τη φύση», συμπληρώνει, και το κελαρυστό γέλιο και των δυο τους συγχρονίζεται.
Η ιστορία των δυο κοριτσιών που πρωταγωνιστούν στην Αρκουδότρυπα γεννήθηκε σε έναν συγγραφικό οίστρο των δύο δημιουργών, εντός «μόλις μερικών ωρών», όπως μου εξηγούν, μέσα από την υπέροχη σύμπτωση ότι οι ίδιοι προβληματισμοί ‒για τους νέους και την επαρχία, των έρωτα, τη φιλία και τη σεξουαλικότητα‒ απασχολούσαν ταυτόχρονα και τους δύο δημιουργούς. «Μας είχε πιάσει η τσίτα να ολοκληρώσουμε κάτι άμεσα, μέσα σε τρεις μήνες. Τότε, μάλιστα, ο Στέργιος ήταν να φύγει τον Σεπτέμβριο για μεταπτυχιακό», εξηγεί η Χρυσιάννα. «Αν το καλοσκεφτείς, βρεθήκαμε για πρώτη φορά σαν φίλοι τον Φλεβάρη και γυρίσαμε την ταινία τον Ιούλιο, που είναι κάπως τρελό! Υπάρχει κάτι το αυθόρμητο στην ταινία, βγήκε πολύ οργανικά, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν υπήρχε σκέψη και προεργασία. Επειδή πρόκειται για ιστορίες βασισμένες σε αληθινά βιώματα στο χωριό και για θεματικές που επεξεργαστήκαμε πάρα πολύ, δεν ήμασταν δημιουργικά απροετοίμαστοι», προσθέτει.
Μαγειρέματα στην επαρχία, γυρίσματα με φυσικό φως, τρέξιμο για να προλάβουν το σούρουπο και την αυγή αλλά και αμέτρητες γλυκές στιγμές από την αλληλεπίδραση με γιαγιάδες, αγρότες και άλλους κατοίκους της περιοχής που έσπευσαν να βοηθήσουν με κάθε τρόπο είναι μόνο μερικές από τις εικόνες του homemade γυρίσματος της Αρκουδότρυπας, μιας προσπάθειας «κατεξοχήν συνεργατικής και κοινοτικής», όπως επαναλαμβάνουν και οι δυο δημιουργοί.
Κάπως έτσι δημιουργήθηκε στην πορεία και η καλλιτεχνική κολεκτίβα «Πάμε Λίγο» που προέκυψε «καθώς εμείς εστιάζαμε στην ταινία, και προχωρώντας βρήκαμε άτομα που μας πήγαν ακόμα παραπέρα», εξηγεί η Χρυσιάννα. Αναφέρεται στην Αρσινόη Πηλού, που ήταν η φωτογράφος της ταινίας «και ταυτόχρονα πολύ περισσότερα: έκανε εκατό τηλέφωνα για να βρει το crew, αμάξια, τους χώρους, ήρθε σε όλα στα ρεπεράζ και τελικά έφερε και το τέταρτο μέρος του πυρήνα της ομάδας, τον Θανάση Μιχαλόπουλο. Θυμάμαι, τον πήρε τηλέφωνο στις 4 το πρωί, λέγοντάς του “έχουμε εδώ μια τέλεια ταινία, έλα στο χωριό να βοηθήσεις”, κι εκείνος ξεκίνησε την ίδια στιγμή από την Αθήνα. Πάλι καλά που “ψήθηκαν” τόσο πολύ, το αγκάλιασαν κατευθείαν, χωρίς αυτούς θα ήταν τρομερά δύσκολο εγχείρημα», δηλώνει συγκινημένη.
«Ως μονάδα είναι πολύ δύσκολο να συντηρείς δημιουργικά την ενέργεια, με όλα τα εμπόδια που αντιμετωπίζεις όταν κάνεις τέχνη. Όταν είμαστε δύο μαζί τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα και ως ομάδα μπορούμε να κάνουμε θαύματα».
Μέσα από την κοινή επιθυμία για τη δημιουργία αυθόρμητου αλλά και ειλικρινούς ανεξάρτητου κινηματογράφου γεννήθηκε το «Πάμε Λίγο» ως μια «συνεχόμενη ώθηση προς μια αυτοσχέδια δημιουργία των πλαισίων που χρειάστηκε να τεθούν για να κάνουμε την ταινία», συμπληρώνει ο Στέργιος. Τελικά, η συνεργασία, που συνέβαλε στην επιτυχία της Αρκουδότρυπας, έμελλε να παίξει κομβικό ρόλο στην απόφαση των δύο δημιουργών να επιστρέψουν από το εξωτερικό.
«Είχαμε και οι δυο σκέψεις και πλάνα για μεταπτυχιακά ή δουλειές στο εξωτερικό. Εγώ ζούσα ακόμα στο Λονδίνο, ο Στέργιος ετοιμαζόταν να επιστρέψει στην Αμερική», αναφέρει η Χρυσιάννα. Τελικά, και οι δυο τους συμφωνούν πως αυτό που αναζητούσαν εδώ και πολλά χρόνια, δηλαδή μια καλλιτεχνική κοινότητα, συνεργάτες για να παράγουν έργο και ανεξάρτητα πρότζεκτ που να συμβαδίζουν με τις αξίες τους, βρέθηκαν ανέλπιστα κατά τη δημιουργία της Αρκουδότρυπας. «Ήταν σαν να μας κατηύθυνε η ταινία, σαν να μας έκανε να ριζώσουμε. Πλέον νιώθω πολύ πιο οικεία στην Ελλάδα, κι αν δεν ήταν η ταινία, παίζει να ήμασταν εγώ ακόμα στο Λονδίνο, ο Στέργιος στην Αμερική ‒ ποιος ξέρει!» συμπληρώνει.
«Γύρισα στην Ελλάδα, έχοντας δουλέψει πολύ λίγο εδώ. Είχα διδάξει μόνο σε κάποια σεμινάρια το καλοκαίρι, αλλά είχα μηδενική εμπειρία στον ελληνικό κινηματογράφο», εξηγεί η σκηνοθέτις που έχει σπουδάσει Πολιτική Επιστήμη και Φιλοσοφία και ξεκίνησε να ασχολείται εντατικά με τη συγγραφή και το σενάριο στην Οξφόρδη. «Δεν είχαμε ιδέα αν θα ήταν φιλόξενος ο χώρος, και ακόμα και σήμερα σοκάρομαι με το πόσο γενναιόδωροι είναι οι άνθρωποι όσον αφορά τον χρόνο, τους πόρους, τον εξοπλισμό και το ταλέντο τους. Δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο ψυχρού επαγγελματισμού που χαρακτηρίζει την αγγλική κουλτούρα όπως τη βίωσα. Η κολεκτίβα μας φιλοδοξεί να αλλάξει μερικά πράγματα που έχουμε αποδεχτεί για τους δημιουργούς που ασχολούνται με το τεχνικό κομμάτι, που συχνά δεν φαίνονται στα πρότζεκτ με τα οποία ασχολούνται. Εμείς θέλαμε όσοι έδωσαν ένα μεγάλο κομμάτι της ψυχής τους στην ταινία να διατηρήσουν ένα είδος πνευματικής ιδιοκτησίας πάνω στο πρότζεκτ, στο κομμάτι που τους αφορά».
Την ίδια εκτίμηση νιώθουν και για τις δυο ηθοποιούς, τη Χαρά Κυριαζή, που κέρδισε και το βραβείο γυναικείας ερμηνείας, και την Πάμελα Οικονομάκη, οι οποίες τους συγκλόνισαν με την ερμηνευτική τους προσέγγιση. «Νιώθω πως συχνά οι ηθοποιοί δεν παίρνουν αρκετό credit για τη δουλειά που κάνουν», αναφέρει χαρακτηριστικά η Χρυσιάννα. «Νομίζουμε πως είναι αυτές οι μαγικές νεράιδες που απλώς δημιουργούν χημεία. Αυτές οι τύπισσες μπορεί να σκάνε χαλαρές και έτοιμες, αλλά έχουν κάνει τρομερή δουλειά και εμβάθυνση στον ρόλο, ενώ παράλληλα κάνουν πολλές δουλειές ταυτόχρονα για να βιοποριστούν και να επιβιώσουν. Ταυτίστηκαν και οι δυο τους πάρα πολύ με τους χαρακτήρες μας, και συνέχεια λέγαμε πως θέλαμε να πάει καλά η ταινία πάνω απ’ όλα γιατί το αξίζουν οι συντελεστές, ειδικά τα κορίτσια».
Πλέον, η Χρυσιάννα και ο Στέργιος έχουν στα σκαριά μια μεγάλου μήκους παραγωγή, στο ίδιο σύμπαν και με τους ίδιους χαρακτήρες της Αρκουδότρυπας ‒ άλλωστε και οι δυο τους παραδέχονται πως έχουν συνδεθεί τρομερά με τα δυο κορίτσια, σε βαθμό έρωτα. Ο ειλικρινής τρόπος με τον οποίο προσέγγισαν τις δυο νεαρές queer κοπέλες ήταν, όμως, και το χαρακτηριστικό που, σύμφωνα με την κριτική επιτροπή στη Δράμα, τους χάρισε και το πολυπόθητο βραβείο καλύτερης ταινίας. «Ως δημιουργοί θέλαμε να προσεγγίσουμε το queerness με ειλικρίνεια, γενναιοδωρία και αγάπη. Πρέπει να αγαπάς τους χαρακτήρες σου για να μπεις στην ψυχολογία τους, και ας περνάνε δύσκολες καταστάσεις. Θέλεις να τους δικαιώσεις και να τους απελευθερώσεις από την φυλακή τους», αναφέρει χαρακτηριστικά η Χρυσιάννα.
«Όσον αφορά το queerness», καταλήγει, «θεωρώ πως ο κινηματογράφος διαμορφώνει μια αντίληψη περί του τι είναι εφικτό στη ζωή, πολύ παραπάνω απ’ ό,τι πιστεύουμε. Εμείς θέλαμε να συνδυάσουμε το queerness με κάτι fun, μια πειραματική, περιπετειώδη και παιχνιδιάρικη εικόνα με το κλασικό αφηγηματικό υπόβαθρο και την εξέλιξη των χαρακτήρων, τα πιο κλασικά, αριστοτελικά σχεδόν δραματουργικά υλικά…» συμπληρώνει και, όπως συνέβαινε καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησής μας, ο Στέργιος ολοκληρώνει τη σκέψη της λες και πρόκειται για δυο ανθρώπους που μοιράζονται το ίδιο δημιουργικό μυαλό: «Μας αρέσει και η ποίηση, το μεταφυσικό και το δράμα, αλλά επειδή επρόκειτο για μια queer ταινία θέλαμε να εστιάσουμε στη ζωηράδα, στην ελαφρότητα και στη νεανική ενέργεια, και παράλληλα σε όλα αυτά να εντάξουμε τη φύση και το βουκολικό ‒ γιατί, ας μη γελιόμαστε, παραμένουμε μεγάλες βουκόλες!».
Αρκουδότρυπα / Bearcave
Αρκουδότρυπα
Σκηνοθεσία: Χρυσιάννα Παπαδάκη & Στέργιος Ντινόπουλος
Ηθοποιοί: Χαρά Κυριαζή, Πάμελα Οικονομάκη
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Αρσινόη Πηλού
Παραγωγή: Χρυσιάννα Παπαδάκη, Στέργιος Ντινόπουλος, Αρσινόη Πηλού, Θάνος Μιχαλόπουλος
Η ταινία απέσπασε το πρώτο βραβείο στο 46ο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας, καθώς και το Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας για την ερμηνεία της Χαράς Κυριαζή.
Θα προβληθεί ξανά στις φετινές «Νύχτες Πρεμιέρας» του Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.