Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ είχε γνωρίσει την Μπάρμπρα στο Sun Valley, στο Άινταχο, χρόνια πριν. Είχαν πάει επίσκεψη στον Κλιντ Ίστγουντ, που είχε ένα σπίτι εκεί. Είχα δει μια φωτογραφία τους μαζί και θυμάμαι τη μητέρα μου να μου λέει ότι η Μπάρμπρα ήταν ζόρικη. Η πραγματικότητα είναι ότι αν είχαν γνωριστεί καλύτερα, θα μισούσε η μία την άλλη. Είμαι πεπεισμένος γι' αυτό. Οι ζόρικοι άνθρωποι σχεδόν πάντα μισιούνται μεταξύ τους.
Εμένα πάντως μου άρεσαν ανέκαθεν οι ζόρικες γυναίκες. Ο πατέρας μου, ο Τζέιμς Μπρόλιν, παντρεύτηκε την Μπάρμπρα το 1998, όταν ήμουν 30 ετών, και η ιδέα ήταν ότι θα ζούσαμε όλοι μας ευτυχισμένοι για πάντα. Αυτό ήταν όλο. Αυτή ήταν η συμφωνία.
Κι ενώ είχαμε ξεκινήσει την ευτυχισμένη ζωή μας, μπήκα μια μέρα στο σπίτι τους: «Θα ήθελα ένα ποτήρι κρασί», είπα. Με κοίταξε και κούνησε το κεφάλι της, υποχρεώνοντάς με να επαναλάβω το αίτημα. «Θα ήθελα ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, παρακαλώ». Πήρε μια αργή ανάσα πριν από το χτύπημα: «Δεν είσαι αλκοολικός;».
Όπως συμβαίνει συχνά με τα σόγια και τα πεθερικά, η σχέση ξεκίνησε καλά, μετά χάλασε και στη συνέχεια απέκτησε μια αξία.
Δεν περίμενα τέτοια ευθύτητα. Ναι, τη γνώριζα ήδη λίγο καιρό, ήταν τώρα η γυναίκα του πατέρα μου, εκείνος ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί της, και απ' ό,τι μπορούσα να καταλάβω, το ίδιο κι εκείνη μαζί του.
«Δεν υποτίθεται ότι δεν πρέπει να πίνεις καθόλου;», με ρώτησε. Άντε πάλι. Ένιωθα συχνά σαν να είχε πλύνει τη γλώσσα της με απολυμαντικό πριν μου μιλήσει. Κι η μαμά μου ήταν έτσι, οπότε δεν με παρέλυε ο τρόπος της, αλλά η μαμά μου είχε πεθάνει, οπότε θα έπρεπε να αρκεστώ στο υποκατάστατό της.
Είχα κόψει το ποτό στα 29 μου, όταν μια παρέα φίλων μπούκαρε στο διαμέρισμα που έμενα στη λεωφόρο Vineland στο Χόλιγουντ. Ζούσα εκεί λίγο καιρό ήδη, και κάποιες φορές είχα και τα παιδιά μου στο σπίτι, συνήθως ήταν με τη μαμά τους, βόρεια, στο ράντσο. Προσπαθούσα να κρατήσω το ποτό μακριά από αυτό που σήμαινε τα πιο πολλά για μένα: τα παιδιά μου.
Αναπόφευκτα όμως, αυτά τα σχέδια καταρρέουν γιατί βασίζονται σε παρορμήσεις της στιγμής. Δεν έχουν κανένα πραγματικό θεμέλιο. Έτσι, το όλο σχέδιο ανατρέπεται όταν η ανάγκη είναι ανάγκη και αναλαμβάνει την εξουσία ο μεγάλος μαριονετίστας που ήταν για μένα το αλκοόλ.
«Είναι απλώς ένα ποτήρι κρασί. Δεν χρειάζεται να πας να μου το φέρεις. Αφού θα το πιω αργότερα, γιατί να μην το πιω τώρα;» Είναι ένας γρίφος η ψυχολογία τού να γίνει το δικό σου, ανεξάρτητα από τις συνέπειες. Ήθελα αυτό που ήθελα, και αυτό ήταν το μόνο μου μέλημα.
Είχα βρεθεί στη φυλακή αρκετές φορές μέχρι τότε. Είχα θέσει τα παιδιά μου σε κίνδυνο. Είχα χάσει σχέσεις και φιλίες. Ήξερα ότι ένα ποτό δεν θα διόρθωνε τίποτα ενώ ήταν πιθανό να κάνει κάθε κατάσταση πολύ χειρότερη.
«Θα το βάλω μόνος μου».
«Όχι, δεν πρέπει να πίνεις».
Όπως συμβαίνει συχνά με τα σόγια και τα πεθερικά, η σχέση ξεκίνησε καλά, μετά χάλασε και στη συνέχεια απέκτησε μια αξία. Η μητέρα μου είχε πεθάνει και κανείς δεν επρόκειτο να την αντικαταστήσει, όσο δηλητηριώδης κι αν ήταν. Μια φορά είχε υπογράψει μια κάρτα που μου είχε στείλει γράφοντας, «Με αγάπη, η μαμά σου». Ορίστε, να το. Μαμά. Εσύ όμως δεν είσαι η μαμά μου. Είσαι η μητριά μου.
Ποια θέλει όμως να είναι μητριά; Καμιά. Ο όρος υποδηλώνει κακές προθέσεις: δραστικές αποζημιώσεις για αισθητικές ανασφάλειες. Η Μπάρμπρα όμως δεν ήταν έτσι. Ήθελε μια οικογένεια. Ήταν καλή και στοργική.
«Είμαι αλκοολικός, αλλά μου αρέσει το κόκκινο κρασί».
«Δεν πρέπει να πίνεις».
Το ξέρω.
«Το ξέρεις αυτό, έτσι;»
Ναι.
Η Μπάρμπρα δεν με είδε ποτέ όπως ήμουν πριν. Δεν ήξερε για τις καταστάσεις που με οδηγούσαν στη φυλακή ή σε καυγάδες. Δεν ήταν εκεί όταν ξυπνούσα στα πεζοδρόμια με το μπλουζάκι μου τυλιγμένο γύρω από τη γυμνή μου μέση. Ήθελε απλώς να μου προσφέρει μια απλή, παλιομοδίτικη μητρική φροντίδα. Έπρεπε να το συνηθίσω.
Με στοιχεία από Wall Street Journal.