«Η ΔΙΚΙΑ ΜΟΥ γενιά ζούσε μέσα στο πάθος... Βλέπω σήμερα τόση ψυχρότητα και μοναξιά γύρω μου που απογοητεύομαι», λέει ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. Γι’ αυτό του έκανε αμέσως «κλικ» το βραβευμένο βιβλίο της Μαρίας Πάουελ, Δεσμά Αίματος, η ατμόσφαιρά του και, κυρίως, η ηρωίδα του. «Αυτή η νέα γυναίκα της διπλανής πόρτας, όταν πας λίγο παραμέσα, νομίζεις ότι είναι από τον Βόρειο Πόλο. Η ψυχρότητά της είναι η πιο χαρακτηριστική εικόνα της εποχής. Γι’ αυτό θεωρώ την ταινία μου απόλυτα σημερινή. Ο βοηθός μου μού είπε “μας έδειξες πώς ζούμε τη ζωή μας σαν να πρόκειται για τη ζωή ενός άλλου”». Μας έχει συνηθίσει σε άλματα. Μετά τα ριψοκίνδυνα Οπωροφόρα της Αθήνας, βασισμένα σε ένα ξεκαρδιστικό, ιδιόρρυθμο δοκίμιο περί λογοτεχνίας του Σωτήρη Δημητρίου, επιστρέφει με ένα νουάρ. Μόνο που η ηρωίδα κάθε άλλο παρά μοιραία είναι. Πεπρωμένο της αποδεικνύεται η ολέθρια σχέση με έναν άνδρα μυστηριώδη και κλειστό, από τον οποίο θα ζητήσει τρυφερότητα κι επαφή, με τον πιο «άτσαλο», όμως, τρόπο, αποσκοπώντας στο να ξεφύγει από τη βαθιά ενοχική σχέση με τον καθηλωμένο μπροστά στην τηλεόραση πατέρα της που αγαπά, αλλά συγχρόνως εύχεται τον θάνατό του.
Ήταν, άραγε, τα Δεσμά Αίματος ο δικός του τρόπος να κάνει μια διαφορετική, έμμεση ταινία για την κρίση;
«Ναι, με την έννοια ότι ήρθε καιρός να καταλάβουν οι άνθρωποι πως μέσα από το χρήμα, μέσα από τα αντικείμενα που αγοράζεις, σε έκσταση δεν θα ‘ρθεις ποτέ. Αυτό θα το πετύχεις, αν το πετύχεις, μόνο μέσα από ένα πρόσωπο», απαντά. Για τον Νίκο Παναγιωτόπουλο τα αιτήματα που έχουν αξία δεν είναι οι φτηνότερες πατάτες, αλλά κάτι άλλα, περίεργα. «Ο ευγενικός πόνος, η εθελοθυσία, η γενναιότητα, η εσωτερική καλλιέργεια. Τέτοια. Η πολιτική, από τις μεγάλες, κάποτε, δυνάμεις της ανθρωπότητας μαζί με τη φιλοσοφία, τη θρησκεία και την ποίηση, σήμερα είναι ανήμπορη. Η ιστορία περπατάει πολύ αργά, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Δες τι έγινε στην Αίγυπτο. Τόσο αίμα χύθηκε στην πλατεία Ταχρίρ και ανέβηκαν στην εξουσία οι στρατιωτικοί».
Ποτέ δεν τον ενδιέφεραν, άλλωστε, τα κοινωνικά θέματα. Ακόμα και το Delivery, γυρισμένο στο γεμάτο μετανάστες και περιθωριακούς κέντρο της Αθήνας, επιμένει ότι ήταν ένα «μεταφυσικό ντοκιμαντέρ για την υπαρξιακή απελπισία. Αυτός που πεθαίνει στον Ευαγγελισμό αδιαφορεί για την κρίση. Την εποχή που γραφόταν η Κάρμεν του Μεριμέ επικρατούσε κοινωνικό χάος, αλλά έμεινε μια ιστορία για τη ζήλια. Ο Ευριπίδης, εν μέσω Πελοποννησιακού Πολέμου, έγραψε τη Μήδεια, μια γυναίκα που σκοτώνει τα παιδιά της από ερωτικό πάθος».
Μάλλον θα νιώθει μοναξιά, προερχόμενος από μια κινηματογραφική γενιά, όπως η δική του, που δήλωνε κατά κόρον αριστερή, μαρξιστική. Δεν το αρνείται. Γενικά, πάντως, νιώθει απόμακρος. «Αισθάνομαι σαν τουρίστας σε μια ξένη χώρα που δεν με αφορά. Κοιτάζω, είμαι για λίγο, κάποτε θα φύγω, τραβάω καμιά φωτογραφία για να υποκριθώ ότι συμμετέχω. Δεν έχω σχέση μ’ αυτά πού αγαπούν και σκέφτονται οι άνθρωποι. Πάνε σινεμά για να διαπιστώσουν αν μοιάζει η Στριπ στη Θάτσερ. Χέστηκα, αν μοιάζει. Οι μισοί Έλληνες σκηνοθέτες κοιτάνε το ταμείο και οι άλλοι μισοί τους διευθυντές των Φεστιβάλ στα μάτια. Εγώ, πάλι, κάνω ταινίες για μένα και τους φίλους μου και κατανοώ απολύτως αυτούς που δεν τις αγαπούν».
Όσο περνάει ο καιρός, νιώθει ακόμα πιο ελεύθερος. «Να κι ένα καλό της ηλικίας, γιατί έχει και πολλά κακά». Τα Δεσμά Αίματος είναι η πρώτη του ψηφιακή ταινία. «Ένιωσα ότι κάνω πείραμα. Το φιλμ είναι χημεία, ζωντανό πράγμα, τραβάς κάτι και στην προβολή βλέπεις κάτι άλλο. Η ψηφιακή τεχνολογία είναι μαθηματικά, δεν κρύβει εκπλήξεις, ό,τι βλέπεις θα βγει. Προσπάθησα να εκμηδενίσω τη διαφορά. Ενώ είχαμε μια μηχανούλα τόση δα -πολύ εύκολο να την πάρεις στο χέρι και να κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά και να τραβήξεις εκατομμύρια χιλιόμετρα ταινία-, την κάρφωσα σ’ ένα τρίποδο και τη μεταχειρίστηκα σαν μια Μίτσελ των στούντιο, που δεν μπορείς να τη μετακινήσεις. Και τράβηξα λιγότερο απ’ ό,τι αν είχα φιλμ, γιατί και η πληθώρα επιλογών δεν είναι πάντα καλό πράγμα. Ξέρεις τι κατάλαβα; Ότι τις ταινίες τις κάνουν οι άνθρωποι, όχι τα μηχανήματα - κι ας μην είναι, βέβαια, αθώα».
Λέει και κάτι που δεν το είχα ξανακούσει για την ψηφιακή τεχνολογία. «Πώς κάνουν οι ζωγράφοι σχέδια για έναν πίνακα; Έτσι κι εγώ αποφάσισα να κάνω ένα σχέδιο για μια ταινία που θα γυριζόταν μελλοντικά μόνο με τα στοιχειώδη, τον πυρήνα της ιστορίας, το περίγραμμά της, χωρίς χρώματα. Οι ζωγράφοι εκθέτουν πολλές φορές σχέδια - μπορεί να ‘ναι και καλύτερα από τους πίνακες. Το φιλμ ήταν πολύ ακριβή υπόθεση, αλλά με τη νέα τεχνολογία μπορούμε πια να δείχνουμε και τα σχέδιά μας. Μεγάλο πράγμα».
Επιμένω στα πολιτικά, ξέροντας ότι έχω απέναντί μου έναν κοσμοπολίτη που έχει ζήσει 12 χρόνια στη Γαλλία. Οι λέξεις-φετίχ της εποχής, «Ευρώπη», «ευρώ», τι να του λένε, άραγε; Με αιφνιδιάζει. «Μόνο οι επαρχιώτες θέλουν την Ευρώπη! Εγώ έφυγα από εκεί γιατί είπα, “αυτό το πράγμα δεν το θέλω”, όλα γύρω από το χρήμα κι από ανθρώπινες σχέσεις, μηδέν. Ξέρεις τι έχει πει ο Καμύ; Τη φτώχια τη γνώρισα στο Αλγέρι, τη μιζέρια στο Παρίσι».
Δεν έχει ποτέ ψηφίσει, μου λέει. Ούτε τώρα θα πάει. Τους συμπατριώτες του, όμως, σε ένα τουλάχιστον τους συμμερίζεται: «Οι Ευρωπαίοι μάς κάνουν να νιώθουμε ενοχικοί, τεμπέληδες. Ποιοι, όμως, σφυρηλάτησαν το πνεύμα της Ευρώπης; Οι μεγάλοι τεμπέληδες της ανθρωπότητας: Σωκράτης, Πλάτωνας, Ρουσσώ, Τολστόι».
σχόλια