Ήταν η νευρωτική φιλενάδα και απελπιστικά άνεργη συνάδελφος του Ντάστιν Χόφμαν στο «Τούτσι». Η δικαίως συγχυσμένη, πάντα στοργική σύζυγος του τρελαμένου Ρίτσαρντ Ντρέιφους στις «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου». Η πιστή συμπαραστάτρια του Μάικλ Κίτον στο «Mister Mom» αλλά και του διάσημου κάντρι τραγουδιστή Τζον Ντένβερ στο «Oh God».
Ο Μελ Μπρουκς δεν μπορούσε να κρατηθεί από τα γέλια με τη σπαρταριστή γερμανική προφορά της στο «Φρανκενστάιν Τζούνιορ», στον πρώτο ρόλο που την έκανε ευρέως γνωστή. Είχε προηγηθεί ένα αξιομνημόνευτο «πλασάρισμα» στην αριστουργηματική «Συνομιλία» του Φράνσις Φορντ Κόπολα, για το κορίτσι που συναγωνιζόταν σε σαμπανιζέ αφέλεια την περίπου εφάμιλλη στο στυλ, συνομήλική της Γκόλντι Χον, αν και, τολμώ να πω, υπερτερούσε σε ταλέντο, υποκριτική ευφυΐα, εκφραστικά αντανακλαστικά, μια εγγενή αίσθηση του παραλογισμού και της ματαιότητας, όχι όμως και στην αδιευκρίνιστη πάστα της πρωταγωνίστριας, που εκτιμάται κυρίως από το αποτέλεσμα και την εμπορική αποδοχή, έναντι της πρωταγωνίστριας του «Private Benjamin».
Ενώ οι κομπάρσοι στις πρώτες ταινίες που έπαιξε αισθάνονταν την «ατμόσφαιρα», εκείνη διατηρούσε τη νοοτροπία της μπαλαρίνας, μια αυθεντικά καλλιτεχνική πεποίθηση που μεταφραζόταν σε ερμηνεία και συχνά παραγνωριζόταν λόγω της κωμικής φύσης των ρόλων.
Πρώην χορεύτρια, κόρη σταθερού μέλους του θιάσου των θρυλικών Roquettes του νεοϋορκέζικου Radio City, η Γκαρ ακολούθησε το παράδειγμα της μητέρας που θεωρούσε πρότυπο και υπεραγαπούσε, και ξεκίνησε τις εμφανίσεις της από τα έξι της χρόνια, καταφέρνοντας να μπει στον χορό ενός από τα πρώτα ανεβάσματα του «West Side Story», μια απαιτητική εμπειρία που ανέκαθεν μνημόνευε ως το αρχικό highlight της καριέρας της. Το χαριτωμένο της λίκνισμα στο φόντο μερικών από τις ταινίες του Έλβις Πρίσλεϊ τράβηξε την προσοχή του βασιλιά της ροκ: έκαναν παρέα και την καλούσε στο σπίτι του, σε αυτό που εκείνος ονόμαζε πάρτι, αλλά η Γκαρ αρνιόταν: «Πάρτι χωρίς τσιπς και dip δεν νοείται, απλώς ο Έλβις και οι κολλητοί του παρακολουθούσαν ασταμάτητα τηλεόραση, με εμένα γλάστρα στο δωμάτιο. Χόλιγουντ, σου λέει ο άλλος…», εξηγούσε αργότερα τη συνθήκη.
Σπούδασε στο Actor’s Studio, ήταν συμμαθήτρια με τον Τζακ Νίκολσον και κατέληξε να πάρει ένα από τα ρολάκια που μοίραζε για το σενάριό του, το ψυχεδελικό «Head», έχοντας ήδη «τρυπώσει» σε τηλεοπτικές σειρές από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 («Dr Kildare», «Batman», «Star Trek»), συνήθεια που δεν εγκατέλειψε ποτέ, μιας και η νεότερη γενιά τη θυμάται ως Φίμπι Άμποτ σε τρία επεισόδια από τα «Φιλαράκια».
Το σθένος της Τέρι Γκαρ οφειλόταν στην αυστηρή εκπαίδευσή της. Ενώ οι κομπάρσοι στις πρώτες ταινίες που έπαιξε αισθάνονταν την «ατμόσφαιρα», εκείνη διατηρούσε τη νοοτροπία της μπαλαρίνας, μια αυθεντικά καλλιτεχνική πεποίθηση που μεταφραζόταν σε ερμηνεία και συχνά παραγνωριζόταν λόγω της κωμικής φύσης των ρόλων. Παρά τη μικρή διάρκεια των χαρακτήρων που ενσάρκωνε σε κάθε ταινία, η Γκαρ έδινε αμέσως το σήμα και ξεχώριζε, χωρίς παράπονα και μνησικακία, μέχρι την επόμενη δουλειά – «όχι μόνο με είδαν στην Ακαδημία, αλλά με θεώρησαν και καλή ηθοποιό, κοίτα να δεις», δήλωσε παιχνιδιάρικα, όταν απέσπασε τη μοναδική υποψηφιότητά της για Όσκαρ δεύτερου ρόλου το 1983 για το «Τούτσι».
Κι ενώ οι θιασώτες του αμερικανικού σινεμά γνώριζαν ποια είναι, ένα απείρως μεγαλύτερο κοινό την αποθέωσε στον σπουδαιότερο ρόλο της καριέρας της, ως τακτικής καλεσμένης του Ντέιβιντ Λέτερμαν στην πιο χαλαρή, αρχική φάση του βραδινού του show, κυρίως στα βαθιά ’80s. Την πρώτη φορά πήγε για να προωθήσει ταινία της, όπως γίνεται συνήθως, επέστρεψε διστακτικά γιατί πέρασε καλά, μετά ξαναπήγε επειδή ακύρωσε ένας άλλος καλεσμένος την τελευταία στιγμή και εκείνη έμενε κοντά, κάνοντάς τους τη χάρη λίγο βαρύθυμα. Ήταν τόσο ειλικρινώς, αφοπλιστικά και υπέροχα αστεία, που έγινε ο γελωτοποιός της εκπομπής, η «χαζή», όπως έλεγε η ίδια. Οι αντιδράσεις της στις πάσες του οικοδεσπότη ήταν μοναδικές: δεν ήσουν ποτέ σίγουρος αν έχει ενοχληθεί, αν αντιγυρίζει το φλερτ του Ντέιβ που κακάριζε από αμηχανία, πόσο τρελούτσικη είναι και πόσο παίζει την άσχετη. Ο Λέτερμαν την τσιγκλούσε συνεχώς, για το υποτιθέμενο φλερτ με τον Έλβις (το αρνήθηκε), τον δικό τους φανταστικό δεσμό, τον σύζυγό της, τις διακοπές και τις αγαπημένες της συνήθειες. Η Γκαρ προσποιούνταν την ελαφρώς θιγμένη, με νάζι, χάρη και αθωότητα, απορούσε με το θράσος των συντελεστών να την εξευτελίζουν κομψά, επέμενε πως δεν θα της πάρει κανείς κουβέντα, αλλά πάντα έβρισκε ένα ευρηματικό παράθυρο στην ψυχή της και εμπιστευόταν μερικά ψίχουλα από την προσωπική της ζωή.
Στις πάμπολλες, επαναλαμβανόμενες εμφανίσεις της στο show, που μπορείτε φυσικά να τις βρείτε όλες μαζί στο YouTube, αποκαλύφθηκε μια πηγαία, ιδιοσυγκρασιακή κωμικός (όπως και η Μπόνι Χαντ στην ίδια εκπομπή, ο Ντον Ρικλς στον Τζόνι Κάρσον και ο Μάρτιν Σορτ παντού)! Ρόλος και άνθρωπος βρίσκονταν σε αδιάλειπτη διάδραση, ήταν σαν recurring περσόνα που από ένα σημείο κι έπειτα ξεχνούσες πως δεν έχει θέμα συζήτησης, αλλά συζητά για την έλλειψη θεματολογίας πιο πειστικά από καλεσμένους με συγκεκριμένη αποστολή. Ήταν χάρμα ιδέσθαι: μια σέξι σουμπρέτα δεκτική στις πλάκες, άφταστη στο timing, και εν τέλει ευγνώμων στον «υπόχρεο» Ντέιβ, τον φίλο της, που με τον τρόπο του της έδωσε τον καλύτερο και πιο αναπάντεχο πρώτο ρόλο της καριέρας της και την ανέδειξε − και το ήξερε.
Το 2002 αποκάλυψε στον Λάρι Κινγκ πως πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας, έχοντας αγνοήσει τα πρώιμα σημάδια της ασθένειας. Και πάλι στον Λέτερμαν ήταν συγκινητικά αστεία όσο περιέγραφε πως τη γλίτωσε από ανεύρυσμα και πάνω που έμαθε να περπατάει και να μιλάει ξανά, την εκδικήθηκε η σκλήρυνση. «Ο κόσμος φέρεται άδικα στις γυναίκες. Στους ανάπηρους και τις γυναίκες. Για τις ανάπηρες γυναίκες, ούτε να το συζητάς». Ήταν ο τρόπος της να αντιμετωπίζει την κακοτυχία που έμαθε να θεωρεί ευλογία, επιβιώνοντας, παλεύοντας, βρίζοντας τις ενέσεις που την παραμόρφωναν από το πάχος, αλλά μακαρίζοντας την αίσθηση του χιούμορ, του πιο ανακουφιστικού φαρμάκου που είχε την τύχη να διαθέτει σε γενναίες δόσεις από μικρή.