ΤΟΣΟ Ο ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΚΟΥΛΟΣ (1934-2007), όσο και ο Τζων Κασσαβέτης (John Cassavetes) (1929-1989) αποτελούν ισχυρούς κινηματογραφικούς ήρωες για όσα παιδιά μεγάλωσαν στις δεκαετίες του '60 και του '70 πρώτα-πρώτα, και φυσικά για αρκετούς νεότερους.
Μπορεί οι ταινίες που σκηνοθετούσε ο ιδιοφυής Κασσαβέτης να μην έχαιραν σχεδόν ποτέ της μεγάλης εμπορικής ανταπόκρισης, όμως ο Κασσαβέτης, ως ηθοποιός, ήταν γνωστός τοις πάσι, και όλοι τον αναγνώριζαν ως πρωταγωνιστή σε ταινίες θρυλικές πλέον, όπως ήταν η Και οι 12 Ήταν Καθάρματα (1967) του Ρόμπερτ Ώλντριτς ή Το Μωρό της Ρόζμαρυ (1968) του Ρόμαν Πολάνσκι.
Φυσικά και μέσα από την TV έκανε πολύ μεγάλο όνομα ο Κασσαβέτης, με εμφανίσεις σε δημοφιλέστατα αμερικάνικα σίριαλ, που προβάλλονταν περίπου την ίδιαν εποχή και στην Ελλάδα, όπως ήταν τo Dr. Kildare και το Κολόμπο (ως «Σειραί Μυστηρίου», «Ταινίες Μυστηρίου» κ.λπ. το βλέπαμε στην ΥΕΝΕΔ στα σέβεντις) ή ακόμη και η Μάχη!
Η ωραία φιγούρα του Τζων Κασσαβέτη ήταν αναγνωρίσιμη θέλω να πω σ' ένα ευρύτερο λαϊκό κοινό, που δεν είχε καμία σχέση με το κοινό των δικών του ταινιών.
Τα ίδια, αλλά στον υπερθετικό βαθμό, ισχύουν και για τον Νίκο Κούρκουλο (συζητάμε πάντα για την εικόνα και την αποδοχή των ηθοποιών στη χώρα μας).
Παρότι δεν ενέδωσε στις τηλεοπτικές σειρήνες (έπαιξε μία και μόνη φορά σε σίριαλ, στη δεκαετία του '90), ο Νίκος Κούρκουλος απέκτησε τεράστια φήμη βασικά μέσω των ταινιών του, και όχι, ας πούμε, μέσω του θεάτρου. Γιατί στο θέατρο ο Κούρκουλος έκανε άλλες, πολύ πιο προσωπικές επιλογές, θυμίζοντας, και σ' αυτό, τον τρόπο που δούλευε ο Κασσαβέτης.
Παρότι δεν ενέδωσε στις τηλεοπτικές σειρήνες (έπαιξε μία και μόνη φορά σε σίριαλ, στη δεκαετία του '90), ο Νίκος Κούρκουλος απέκτησε τεράστια φήμη βασικά μέσω των ταινιών του, και όχι, ας πούμε, μέσω του θεάτρου. Γιατί στο θέατρο ο Κούρκουλος έκανε άλλες, πολύ πιο προσωπικές επιλογές, θυμίζοντας, και σ' αυτό, τον τρόπο που δούλευε ο Κασσαβέτης. Ήταν δηλαδή ο ηθοποιός, που μάζευε λεφτά από το εμπορικό σινεμά, για να τα ρίξει στο θέατρο, όπως τα μάζευε και ο Κασσαβέτης από τις ταινίες των άλλων, για να κάνει τις δικές του προσωπικές ταινίες. Αυτή η πρακτική τούς ένωνε. Όπως τους ένωνε και κάτι άλλο.
Το δυναμικό στοιχείο, που διέθεταν σαν πρωταγωνιστές, ενσαρκώνοντας και ήρωες του υποκόσμου – όχι μόνον «θετικές» περσόνες.
Ποιες είναι οι ταινίες που έχτισαν το προφίλ του Νίκου Κούρκουλου; Δεν ήταν φυσικά Η Κυρία Δήμαρχος, ούτε το 2000 Ναύτες κι ένα Κορίτσι, αλλά ο Κατήφορος, οι Αδίστακτοι, η Κατάχρησις Εξουσίας κ.λπ.
Σε τέτοιες ταινίες (θεματικά), που για τα διεθνή δεδομένα συχνά θεωρούνται χαμηλού κόστους ή και b-movies, έπαιζε και ο Κασσαβέτης. Ας θυμηθούμε το The Night Holds Terror (1955), το έξοχο Crime in the Streets (1956) του Ντον Σήγκελ, το Edge of the City (1957) και άλλα διάφορα, στα οποία ο ελληνοαμερικανός ηθοποιός ενσάρκωνε ρόλους «παραβατών» ή εν πάση περιπτώσει αντι-ηρώων (κάπως σαν τον Μάρλον Μπράντο στο Λιμάνι της Αγωνίας).
Κάποια μοίρα, λοιπόν, φαίνεται πως έφερε κοντά αυτούς τους δύο πρωταγωνιστές, έναν Έλληνα κι έναν ελληνικής καταγωγής Αμερικανό, που βρέθηκαν για μία και μοναδική φορά στο σινεμά κάτω από την ίδια στέγη. Πότε συνέβη αυτό; Στην καλύτερη εποχή τους, το 1968.
Λέμε λοιπόν για την ιταλο-αμερικανική παραγωγή τού Dino De Laurentiis Rome comme Chicago, που είχε σκηνοθετήσει ο Alberto De Martino (1929-2015), ένας από τους δεκάδες μάστορες της Τσινετσιτά, με ειδίκευση σε ταινίες ψευδοϊστορικές, θρίλερ, γουέστερν και αστυνομικές, που θα έδινε αργότερα κι εκείνο το λατρευτικό Holocaust 2000 (Το Σπέρμα του Σατανά) (1977) με τον Kirk Douglas και τον Σπύρο Φωκά.
Πώς βρέθηκαν Κούρκουλος και Κασσαβέτης, ή Κασσαβέτης και Κούρκουλος αν προτιμάτε, να παίζουν μαζί σε μια ιταλική ταινία δεν μπόρεσα να το διακριβώσω. Πιθανώς οι δυο τους να γνωρίζονταν από την Αμερική, αλλά μπορεί και από πιο πριν από την Ελλάδα. Γιατί ο Κασσαβέτης ερχόταν στην Ελλάδα. Ας μην ξεχνάμε πως ο Νίκος Κούρκουλος πρωταγωνιστούσε στο μιούζικαλ τού Broadway Illya Darling το 1967, μια θεατρική μεταφορά της ταινίας Never on Sunday του Ζυλ Ντασέν με τους Μελίνα Μερκούρη, Τίτο Βανδή, Δέσπω Διαμαντίδου και άλλους (αμερικανούς) ηθοποιούς.
Επίσης ένας άλλος Έλληνας μπορεί να ένωνε Κούρκουλο και Κασσαβέτη. Λέμε για τον Φαίδωνα Παπαμιχαήλ (πατέρα), που ήταν ξάδελφος του Κασσαβέτη και συνεργάτης του στην ταινία Πρόσωπα (είχε την καλλιτεχνική διεύθυνση), όπως και συνεργάτης του Ζυλ Ντασέν (στο Ποτέ την Κυριακή και την Φαίδρα).
Τέλος πάντων... κάπως γίνεται και οι Τζων Κασσαβέτης και Νίκος Κούρκουλος βρίσκονται συμπρωταγωνιστές σ' αυτή την παραγωγή (πρώτη προβολή στην Ιταλία: 20 Νοεμβρίου 1968), που τιτλοφορήθηκε Rome comme Chicago στα ιταλικά, Roma come Chicago στα αγγλικά, Mord auf der via Veneto στα γερμανικά, Bandidos en Roma στα ισπανικά και Το Σικάγο στη Ρώμη στα ελληνικά. Περιττό να πω πως το εκάστοτε ντουμπλάρισμα έχει καταστρέψει κάτι (πολύ) από την ατμόσφαιρά της..
Γενικά η ταινία βλέπεται μάλλον ευχάριστα, χωρίς πάντως να εκπλήσσει σε κάποιον ειδικότερο τομέα και φυσικά γενικότερα. Πρόκειται για ένα απλό, καλό, ανεκτό (ιταλικό) poliziotteschi.
Φυσικά, το Rome comme Chicago παίχθηκε και στην Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 1969, με εκμετάλλευση από την Σάββας Φιλμ, του Σάββα Πυλαρινού (την εταιρεία που είχε κάνει την παραγωγή και στην ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη Αδίστακτοι, με τον Κούρκουλο στον ωραιότερο «παράνομο» ρόλο του) και μάλιστα μεταγλωττισμένη, χωρίς, πάντως, να κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. Κοινώς, πέρασε απαρατήρητη. Ή και θάφτηκε.
Γιατί; Μα γιατί η εικόνα του Κούρκουλου ήταν (κινηματογραφικά) σφόδρα αρνητική, και άρα θα δημιουργούσε θέμα για το αμαθές ελληνικό κοινό της εποχής, που δεν ήταν σε θέση να διαχωρίσει το ρόλο από την αληθινή ζωή. Ως γνωστόν, ο καημένος ο Αρτέμης Μάτσας δεινοπαθούσε στην καθημερινότητά του εξαιτίας των ρόλων του στο πανί...
Ο Νίκος Κούρκουλος, για το ελληνικό σινεμά, ήταν ο μάγκας της γειτονιάς, το λαϊκό παιδί, που ακόμη κι αν κυλιόταν στο «βούρκο», διατηρούσε πάντα ηθική και αισθήματα. Ο «βούρκος» μάλιστα τόνιζε ακόμη περισσότερο όλα αυτά, λόγω της αντίθεσης. Πώς λοιπόν θα έκανε εισιτήρια μια ταινία που έδειχνε τον Κούρκουλο ληστή, ψυχρό δολοφόνο, χωρίς καμία μπέσα, που χτυπάει τις φιλενάδες του και που αρπάζει με βίαιο τρόπο και εν τέλει σκοτώνει τη γυναίκα τού καλύτερου φίλου και συνεργάτη του; Αδιανόητα πράγματα... για έναν κινηματογραφικό ήρωα, πάνω στον οποίον στηριζόταν μια ολόκληρη «βιομηχανία», στην Ελλάδα του '69.
Σίγουρα το Rome comme Chicago ήταν μια ταινία από την οποία οι Κούρκουλος και Κασσαβέτης θα πήραν κάποια καλά λεφτά – λεφτά που θα τους βοήθησαν να βάλουν μπροστά τα δικά τους σχέδια.
Περιττό να πω πως στην ταινία και οι δύο παίζουν κάπως βαριεστημένα, ιδίως ο Κασσαβέτης, ενώ εκείνος που μάλλον κλέβει τις εντυπώσεις είναι ο Gabriele Ferzetti, στο ρόλο του επιθεωρητή, ένας πολύ καλός ιταλός ηθοποιός, που είχε παίξει στην Περιπέτεια του Μικελάντζελο Αντονιόνι, στο Κάποτε στη Δύση του Σέρτζιο Λεόνε, στην Ομολογία του Κώστα Γαβρά και σε άπειρα άλλα φιλμ. Πειστικός, κουλ και «σωστός» στις αντιδράσεις του.
Με την ομορφιά της εντυπωσιάζει στο φιλμ και η σουηδή καλλονή Anita Sanders, φωτομοντέλο της εποχής, που είχε περάσει και από το σινεμά, καθώς εμφανιζόταν στην Ιουλιέτα των Πνευμάτων του Φεντερίκο Φελίνι, στο Nerosubianco του Tinto Brass (με την ωραία ψυχεδελική μουσική του βρετανικού συγκροτήματος Freedom), και σε άλλα διάφορα.
Ποιος είχε γράψει μουσική στο Rome comme Chicago; Ποιος άλλος από τον Ennio Morricone, μαζί με τον συνεργάτη του Bruno Nicolai! Η μουσική είναι χαρακτηριστική, αλλά μάλλον δεν είναι πολλή, και γι' αυτό δεν δικαιολογεί ξεχωριστό σάουντρακ. Το βασικό θέμα πάντως, στους τίτλους τέλους, υπάρχει στο 2CD "Ennio Morricone / Solisti E Orchestre Del Cinema Italiano: Rare & Unreleased Soundtracks From The 60s & 70s" [Recording Arts SA, 2014].
Ennio Morricone - Rome Comme Chicago (Closing Titles)
Ας πούμε, όμως, και λίγα λόγια και για το στόρι της ταινίας (πλήρες spoiler).
Δύο κακοποιοί, ο Mario Corda (Τζων Κασσαβέτης) και ο Enrico (Νίκος Κούρκουλος), ληστεύουν την ταχυδρομική-μεταφορική υπηρεσία, σ' έναν σιδηροδρομικό σταθμό και το σκάνε με μηχανή, έχοντας για προκάλυμμα άλλους συνεργούς τους, που τους προστατεύουν μέσα από ένα βαν της Volkswagen.
Ψάχνοντας για το βαν η αστυνομία εντοπίζει τον Mario στο σπίτι του, αλλά εκείνος προλαβαίνει και φεύγει. Η αστυνομία προσάγει τη συμβία τού Mario στο τμήμα (Anita Sanders), η οποία ανακρίνεται από τον επιθεωρητή (Gabriele Ferzetti), αλλά φαίνεται να μην γνωρίζει τίποτα για τις παράνομες δραστηριότητες τού καλού της.
Οι Mario και Enrico βρίσκουν την ευκαιρία να οργανώσουν-εκτελέσουν κι άλλη ληστεία, αλλά το αμάξι με το οποίο φεύγουν ανατρέπεται, με αποτέλεσμα αμφότεροι να τραυματιστούν.
Ο Enrico το σκάει, ενώ τον Mario τον πιάνει η αστυνομία. Μπαίνει φυλακή και αφήνει πίσω μόνο του τον Enrico να αλωνίζει τόσο στις «δουλειές», όσο και στο σπίτι του, αφού στο στόχαστρο τού Enrico είναι πλέον και η γυναίκα τού Mario (της λέει πως την αγαπάει, πιέζοντάς της να τον ακολουθήσει).
Ο Mario βρίσκει τρόπο να αποδράσει από τη φυλακή, ξέρει πως ο Enrico έχει γίνει στενός κορσές στη γυναίκα του (του το είχε πει η ίδια, όταν τον επισκέφθηκε στη φυλακή) και οδεύει προς το σπίτι του για να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Ενώ ο κλοιός στενεύει γύρω από την συμμορία, o Mario, που παρακολουθείται πάντα από τις αρχές, θα φθάσει στο σπίτι, βρίσκοντας όμως τη γυναίκα του δολοφονημένη από τον Enrico.
Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει. Ο Mario ψάχνει να βρει τον Enrico, για να πάρει εκδίκηση, τον εντοπίζει, τον σκοτώνει, ενώ πυροβολείται κι εκείνος από τους αστυνομικούς, που τον έχουν πάρει στο κατόπι, και που τον συλλαμβάνουν τραυματισμένο.
Αυτά τα... ωραία συνέβαιναν στους δρόμους της Ρώμης, που είχε μετατραπεί σε Σικάγο εν τω μεταξύ, το 1968.
Σκηνή από το Rome Comme Chicago