ΤO ΦΙΛΜ ΞΕΚΙΝΑ με εικόνες μιας έπαυλης κτισμένης σε μεσογειακό περιβάλλον και εξοπλισμένης με πισίνα. Υπάρχει κι ένας πορτοκαλεώνας γύρω της που, για όποιον έχει δει τον «Νονό», μόνο καλά μαντάτα δεν μπορεί να σημαίνει.
Η ταινία που έρχεται στο μυαλό, βέβαια, δεν είναι η εμβληματική δημιουργία του Κόπολα, που έκλεισε πριν λίγες μέρες τα 50 της χρόνια, αλλά η «Πισίνα» του Ζακ Ντερέ.
Όταν όμως ο φακός εντοπίζει το ανθρώπινο στοιχείο, αυτό τίποτα κοσμοπολίτικο δεν έχει. Πρόκειται για έναν άνδρα αμερικανικής καταγωγής, με ατημέλητα γένια, λιγδιασμένο μαλλί και ρούχα από το πανέρι, ο οποίος λιάζεται μπροστά στην πισίνα. Στη συνέχεια εισέρχεται στο εσωτερικό της έπαυλης και, όταν έρχεται η ώρα να ουρήσει, το κάνει στην ντουζιέρα.
Καθώς ετοιμάζεται να αποχωρήσει, τον βλέπουμε να σκουπίζει το πόμολο της πόρτας κι εκεί διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για διαρρήκτη. Μόνο που, λίγο πριν αφήσει το σπίτι, ακούει τους πραγματικούς ιδιοκτήτες του να έρχονται. Για κακή τύχη όλων τους, γίνεται αντιληπτός και κάπως έτσι ξεκινά ένα ψυχολογικό θρίλερ οικιακής εισβολής.
Αν λείπει κάτι για να αναβαθμιστεί το θέαμα, είναι ένας σκηνοθέτης, ο οποίος θα μετέτρεπε τους ελάσσονες χιτσκοκισμούς του υλικού σε μείζονες με πλανοθεσία που να υπηρετεί το σασπένς και με χειραγώγηση των ρυθμών (αλλά και των θεατών).
Ο Γκοντάρ έλεγε ότι για να κάνεις μια ταινία, το μόνα υλικά που χρειάζεσαι είναι ένα κορίτσι κι ένα όπλο. Το «Windfall» έχει δύο αγόρια, ένα κορίτσι κι ένα όπλο, οπότε ξεκινά με συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι του γκονταρικού φιλμικού ιδεώδους. Το ένα αγόρι θέλει χρήματα, το άλλο αγόρι τα έχει και το κορίτσι βρίσκεται ανάμεσά τους, ως παρατηρητής και θύμα ταυτόχρονα.
Aν όπως λέγεται, κάθε ατυχία γεννά μια ευκαιρία, ο πάμπλουτος λευκός επιχειρηματίας που υποδύεται ο Τζέσε Πλέμονς την άδραξε και γι’ αυτό έγινε αυτό που είναι σήμερα, όπως επισημαίνει περιπαιχτικά στον ταξικά υποδεέστερο, ευαίσθητο (;) ληστή του Τζέισον Σέγκελ.
Το σενάριο που έγραψαν ο Τζάστιν Λάντερ και ο Άντριου Κέβιν Γουόκερ (της φήμης του «Seven») παίζει πολύ με αυτό το μοτίβο, καθώς παραθέτει αναποδιές, από τις οποίες μπορεί ανά πάσα στιγμή να προκύψει μια ευκαιρία. Για ποιον και με ποιο αντικείμενο; Έχουμε την απάντηση, αλλά δεν θέλουμε να σας χαλάσουμε την έκπληξη.
Το σασπένς της ταινίας προκύπτει κυρίως από το σενάριο της, από ένα εκλεπτυσμένο, παλιομοδίτικο μουσικό score και από την ένταση των ερμηνειών. Ο Τζέσε Πλέμονς παραδίδει μια πολύ πιο εξωστρεφή ερμηνεία από αυτές που τον έχουμε συνηθίσει, ο Σέγκελ πραγματοποιεί μια αποκαλυπτική εμφάνιση, ενσαρκώνοντας με ζήλο την αγωνία, την απόγνωση αλλά και την απειλή που προκύπτει από αυτές και όσο για τη Λίλι Κόλινς, μη βιαστείτε να τη λογαριάσετε για αδύναμο κρίκο. Η φαινομενική απάθειά της απέναντι στα γεγονότα βασίζεται σε συνειδητή χαρακτηρολογική και ερμηνευτική επιλογή.
Αν λείπει κάτι για να αναβαθμιστεί το θέαμα, είναι ένας σκηνοθέτης, ο οποίος θα μετέτρεπε τους ελάσσονες χιτσκοκισμούς του υλικού σε μείζονες με πλανοθεσία που να υπηρετεί το σασπένς και με χειραγώγηση των ρυθμών (αλλά και των θεατών).
Τη σκηνή της νυχτερινής συζήτησης ανάμεσα στον Σέγκελ και την Κόλινς π.χ., ο Χίτσκοκ θα την έστηνε με την απουσία του Πλέμονς «παρούσα» ή θα «τεμάχιζε» συχνότερα το κάδρο στα δύο, όπως κάνει ο Τσάρλι Μακντάουελ στην εισαγωγή –και μόνο–, έτσι ώστε το σασπένς να προκύπτει από την παράλληλη δράση εντός του κάδρου. Με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να υπερβεί και την εγγενή θεατρικότητα του υλικού.
Πάντως, η ευπρόσδεκτη ραθυμία του «Windfall» και η στήριξή του στον διάλογο το φέρνει εγγύτερα σε γαλλόφωνους εκπροσώπους του είδους, μόνο που το σχετικό κοινό που θα έβλεπε και θα ευχαριστιόταν το ίδιο έργο αν είχε γυριστεί στα γαλλικά, εδώ είτε θα το αποφύγει, είτε θα το δει και (μάλλον) θα είναι επικριτικό απέναντί του.
Υπάρχει μια διόλου ευκαταφρόνητη μερίδα θεατών που έχει την εξής προκατάληψη: ενώ το θέαμα είναι επί της ουσίας αμερικανοτραφές, μια ιδιότητα που, όπως επισημαίνουν σε κάθε ευκαιρία, απεχθάνονται, επειδή ομιλεί τη γαλλική δεν τους ενοχλεί καθόλου. Στα μάτια τους δίνει και μια επίφαση καλλιτεχνικότητας η γαλλική γλώσσα, άλλο που στην πραγματικότητα, όταν ακούς ανθρώπους να σου λένε πόσο αγαπούν το γαλλικό σινεμά, λιγότερες είναι οι πιθανότητες να αναφέρονται στον Σαμπρόλ και στον Σοτέ και περισσότερες στο «Θεέ μου τι σου κάναμε».
Κατά τα λοιπά, φοβάμαι ότι το έργο πηγαίνει λίγο σαν αρνί στη σφαγή, καθώς ο μέσος συνδρομητής του Netflix έχει συνηθίσει σε παραγωγές με ρυθμούς προσαρμοσμένους στο σοσιαλμιντιακά σμιλεμένο attention span του. Για όποιον, όμως, ψάχνει καλαίσθητη, αβαρή, ενήλικη διασκέδαση, το «Windfall» κάνει μια χαρά τη δουλειά, έστω κι αν θα το έχει ξεχάσει μια εβδομάδα μετά.