Ο Ρικάρντο Μποφίλ, ένας από τους πιο διάσημους Ισπανούς αρχιτέκτονες παγκοσμίως, που έχει υπογράψει περισσότερα από 1.000 έργα σε όλο τον κόσμο, πέθανε πριν από λίγες ημέρες από κορωνοϊό σε ηλικία 82 ετών.
Ο Ισπανός αρχιτέκτονας με τη μεγάλη διεθνή καριέρα πέθανε στη Βαρκελώνη, στην πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε, με πατέρα επίσης αρχιτέκτονα και μητέρα Βενετσιάνα.
Αντιφασίστας από νεαρή ηλικία, αποβλήθηκε από το πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης και την εκεί σχολή Αρχιτεκτονικής εξαιτίας της δράσης του κατά του Φράνκο το 1959. Μετακόμισε στην Ελβετία και συνέχισε τις σπουδές του στη Γενεύη, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, το 1963, ίδρυσε το αρχιτεκτονικό γραφείο του «Ricardo Bofill Taller de Arquitectura» σε ένα παλιό εργοστάσιο τσιμέντου στην περιφέρεια της Βαρκελώνης.
Η πρώιμη δουλειά του είχε στόχο «να ανακαλύψει ξανά το παραδοσιακό καταλανικό στυλ και τη μινιμαλιστική αρχιτεκτονική της Βόρειας Αφρικής» και εμπνεύστηκε από χωριά στην άκρη της ερήμου Σαχάρα.
Πειραματίστηκε με τρισδιάστατες αρθρωτές γεωμετρίες μεγάλης κλίμακας, συμπεριλαμβανομένου του κατακόρυφου «κήπου-πόλη στο διάστημα» Xanadu (1971) και του γειτονικού κόκκινου και ροζ casbah La Muralla Roja (1968-1973) στο Calpe της Ισπανίας.
«Η αρχιτεκτονική είναι η νίκη του ανθρώπου επί του παραλόγου», του άρεσε να λέει, ορμώμενος από την επιμονή να δημιουργεί μια διαφορετική αρχιτεκτονική «γλώσσα» οργανώνοντας τον χώρο γύρω από τον άνθρωπο, αλλά πολλά από τα έργα του δέχτηκαν επικρίσεις, για τους μεγάλους όγκους τους.
Το αεροδρόμιο της Βαρκελώνης, το Εθνικό Θέατρο της Καταλονίας, το Συνεδριακό Κέντρο στη Μαδρίτη και ουρανοξύστες στο Σικάγο βρίσκονται ανάμεσα στα πιο γνωστά έργα του. Λόγω της τεταμένης πολιτικής κατάστασης στην Ισπανία τη δεκαετία του 1970, ο Μποφίλ άρχισε να ψάχνει για δουλειά στο εξωτερικό και δημιούργησε ένα δεύτερο στούντιο στο Παρίσι. Στη Γαλλία, σε μια χώρα στην οποία πήρε μέρος σε πολλούς διεθνείς διαγωνισμούς, υπέγραψε κυρίως συγκροτήματα κοινωνικών κατοικιών, όπως το Espaces d’Abraxas στα προάστια του Παρισιού, όπου γυρίστηκαν αρκετές σκηνές της ταινίας επιστημονικής φαντασίας «Μπραζίλ», του Τέρι Γκίλιαμ.
«Η αρχιτεκτονική είναι η νίκη του ανθρώπου επί του παραλόγου», του άρεσε να λέει, ορμώμενος από την επιμονή να δημιουργεί μια διαφορετική αρχιτεκτονική «γλώσσα» οργανώνοντας τον χώρο γύρω από τον άνθρωπο, αλλά πολλά από τα έργα του δέχτηκαν επικρίσεις, για τους μεγάλους όγκους τους.
Ο Μποφίλ ανήκε στο κλαμπ των σταρ αρχιτεκτόνων που έζησαν μεγάλη δόξα στη δεκαετία του '70 στη Γαλλία. «Εκείνη την εποχή, οι αρχιτέκτονες άρχιζαν να είναι σημαντικοί, να έχουν κυρίαρχο ρόλο στην κοινωνία και λόγω αυτού απέκτησα μεγάλη φήμη» έλεγε. Σύμφωνα με την πρακτική του, η «κλασική σύνθεση και η αναγεννησιακή έμπνευση έδωσαν ώθηση στις κοινωνικές κατοικίες των Γαλλικών Νέων Πόλεων τη δεκαετία του 1980».
Το στυλ της αρχιτεκτονικής του δεν είναι εύκολο να ταξινομηθεί, είχε τη φιλοδοξία να δημιουργεί αστικές ουτοπίες σε μια κλίμακα που κανένας άλλος πριν από αυτόν δεν είχε τολμήσει να κάνει. Ο ίδιος είπε πολλές φορές ότι οι αρχιτεκτονικές του παρεμβάσεις δεν κατάφεραν να μεταμορφώσουν τις πόλεις. Η υιοθέτηση των κλασικών μορφών και της γεωμετρίας στη σύγχρονη αρχιτεκτονική συνδυάστηκε με τις τελευταίες εξελίξεις στην κατασκευή. Προσαρμοσμένοι σε τέτοια έργα, οι χρυσοί κανόνες της γαλλικής αναγεννησιακής σύνθεσης διαμορφώνονται σε προκατασκευασμένο σκυρόδεμα για να σχεδιάσουν τα αστικά τοπία του Παρισιού, του Μονπελιέ, των Βερσαλλιών. Το μεταμοντέρνο στυλ του θεωρήθηκε «μια αντίδραση στη μαζική επίδραση του μπρουταλισμού».
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, αν και εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί κλασικό στυλ, πέρασε από τη χρήση σκυροδέματος σε γυαλί και χάλυβα, όπως στον πύργο γραφείων 77 West Wacker Drive στο Σικάγο και στο Εθνικό Θέατρο της Καταλονίας στη Βαρκελώνη.
Παθιασμένος με την οργάνωση του χώρου, ο Μποφίλ εμπνεύστηκε ιδιαίτερα από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Αντρέα Παλάντιο, από την Αναγέννηση ή ακόμα από τους Γάλλους αρχιτέκτονες του 17ου και 18ου αιώνα Φρανσουά Μανσάρ και Κλοντ-Νικολά Λεντού. Αλλά και από τα χωριά των Τουαρέγκ, όπου αυτός ο αυτοαποκαλούμενος «νομάς» πήγε να αναζητήσει ιδέες στην αρχή της καριέρας του. Πολλές φορές είπε ότι στην αρχή της καριέρας του επηρεάστηκε από τα έργα των Frank Lloyd Wright and Alvar Aalto.
Κατά τη διάρκεια μιας 60χρονης καριέρας, δημιούργησε «από τα πιο εντυπωσιακά κτίρια του 20ού αιώνα», σύμφωνα με τον ιστορικό της αρχιτεκτονικής Andrew Ayers, συμπεριλαμβανομένης της πολυκατοικίας Walden 7 κοντά στη Βαρκελώνη (1975) και μιας σειράς γιγαντιαίων κατοικιών.
Η κριτικός αρχιτεκτονικής Catherine Slessor τον περιέγραψε ως τον «αδιαμφισβήτητο αυτοκράτορα του μνημειώδους», του οποίου «τα συγκροτήματα κατοικιών έγιναν συνώνυμα με τη δυστοπία, πραγματική και κινηματογραφική».