Το Μουσείο Μπενάκη είναι ένα από τα πιο γνωστά μουσεία της Αθήνας. Είναι ο παλαιότερος μουσειακός οργανισμός που λειτουργεί στην Ελλάδα ως Ίδρυμα Ιδιωτικού Δικαίου. Ιδρύθηκε το 1929 από τον Αντώνη Μπενάκη στη μνήμη του πατέρα του Εμμανουήλ Μπενάκη προκειμένου να στεγάσει τις διάφορες συλλογές του ιδρυτή από την Αίγυπτο, τις οποίες δώρισε στο ελληνικό κράτος, όταν εγκαταστάθηκε μόνιμα πλέον στην Ελλάδα.
Το κεντρικό κτίριο του μουσείου στη συμβολή της οδού Κουμπάρη με τη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφιας, ένα εντυπωσιακό νεοκλασικό κτίριο, φιλοξενεί στους τρεις ορόφους του αντιπροσωπευτικά έργα όλων των εποχών της ελληνικής ιστορίας και τέχνης από την προϊστορική εποχή μέχρι τη σύγχρονη.
Ένα χειρόγραφο τετράδιο του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη (1863-1933), ανοιγμένο στη σελίδα του ποιήματος «Η πόλις», που γράφτηκε στην Αλεξάνδρεια το 1917, περιμένει τον επισκέπτη στην τελευταία προθήκη του δεύτερου ορόφου, όπου ολοκληρώνεται η έκθεση της μόνιμης συλλογής.
Επειδή ακριβώς πρόκειται για τη συλλογή ενός ιδιώτη, η οποία στη συνέχεια εμπλουτίστηκε με δωρεές αντικειμένων από διάφορες πηγές, περιλαμβάνει ένα ετερόκλητο πλήθος αντικειμένων: από παλαιολιθικά εργαλεία μέχρι τμήμα από τα τζάμια των παραθύρων του αυτοκινήτου τύπου «Πακάρ» του Ελευθερίου Βενιζέλου, που θρυμματίστηκαν κατά τη δεύτερη απόπειρα δολοφονίας του στις 6 Ιουνίου 1933.
Ένα χειρόγραφο τετράδιο του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη (1863-1933), ανοιγμένο στη σελίδα του ποιήματος «Η πόλις», που γράφτηκε στην Αλεξάνδρεια το 1917, περιμένει τον επισκέπτη στην τελευταία προθήκη του δεύτερου ορόφου, όπου ολοκληρώνεται η έκθεση της μόνιμης συλλογής.
Είπες· «Θα πάγω σ' άλλη γη, θα πάγω σ' άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ' είν' η καρδιά μου ‒ σαν νεκρός ‒ θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ' ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ' όλην την γη την χάλασες.
Σ' αυτό το ποίημα γινόμαστε μάρτυρες της μάταιης προσπάθειας του ποιητή να φύγει απ' τον τόπο του, στον οποίο έχει εγκλωβιστεί, γιατί όπου κι αν κοιτάξει βλέπει «ερείπια μαύρα» της ζωής του. Εκφράζει την επιθυμία που είχε για ένα ταξίδι, το οποίο θα τον έκανε να ξεφύγει απ' την τετριμμένη και δυσάρεστη πραγματικότητα. Νιώθει καταδικασμένος κατά κάποιον τρόπο, ξέρει πως δεν θα πάει «αλλού», δεν θα βρεθεί στη γη της ελπίδας του. Και συ που το διαβάζεις ξέρεις πως η Αθήνα, με τα καλά και τα κακά της, δεν θα σε εγκαταλείψει ποτέ. Αλλά ίσως κι εσύ, βαθιά μέσα σου, να μη θελήσεις να την εγκαταλείψεις ποτέ.
σχόλια