Γεννήθηκα στην Πάφο και μεγάλωσα σε μητριαρχική οικογένεια. Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν έντεκα χρονών και αυτό με καθόρισε. Εκείνη την εποχή δεν χώριζαν εύκολα τα ζευγάρια, δεν ήταν τόσο σύνηθες όσο σήμερα. Λάτρευα και λατρεύω τις τρεις αδελφές μου και τη μάνα μου. Οι αδελφές μου ήταν μεγαλύτερες και με φρόντιζαν πολύ – αυτό είχε τα καλά του, είχε και τα κακά του.
• Την καταγωγή μου δεν ήξερα να τη διαχειριστώ, ήμουν ευτυχής όμως που γεννήθηκα σε αυτή την πόλη. Δεν ήταν ένα μεγάλο κέντρο, περισσότερο επαρχία, όπου αυτά που μπορούσες να κάνεις ήταν περιορισμένα, έτσι είχα εξαντλήσει ό,τι ήταν να δω, να μάθω, από τα υπέροχα ψηφιδωτά, με τα οποία περνούσα ώρες, μέχρι τα μοναστήρια. Όταν έφυγα για την Αθήνα, την πόλη μου την είχα βιώσει με ουσιαστικό τρόπο.
• Ήμασταν, και είμαστε, δεμένη οικογένεια με ουσιαστικό τρόπο, πάντα υπήρχε και υπάρχει αγάπη μεταξύ μας. Και με τον πατέρα μου έχω άριστες σχέσεις, κολακευόταν πάρα πολύ που ζωγράφιζα από μικρός. Το πρώτο μου έργο, μια νεκρή φύση, το αγόρασαν οικογενειακοί μας φίλοι και το κρέμασαν στον τοίχο του ξενοδοχείου τους. Δεν είχα ακόμα φοβερές αναζητήσεις, τα πρώτα έργα που ζωγράφισα ήταν το σπίτι μου, η γιαγιά μου και η οικογένεια της γιαγιάς μου – ζωγράφισα όλους τους προπαππούδες μου. Το έκανα πολύ φυσιολογικά, χωρίς να μου το πει κάποιος, και, βεβαίως, κίνητρο ήταν η μάνα μου, η οποία ζωγράφιζε συγκλονιστικά. Θυμάμαι όλα τα σχέδια που έκανε όταν με βοηθούσε στη ζωγραφική, όλες τις γραμμές που μου ζωγράφιζε.
Μπορεί να κάνω τις χίλιες βλακείες, όμως η βάση είναι η σοβαρότητα, η αγωνία μην αναλωθώ με αυτό που κάνω, το μόνο πράγμα που πρόσεχα ήταν ότι είμαι καλλιτέχνης.
• Με τη μάνα μου έκανα δύο από τα σημαντικά έργα μου, δηλαδή με την πρακτική στήριξή της. Το ένα ήταν τα γαρίφαλα σε θημωνιές, η πρώτη ατομική μου έκθεση στην Κύπρο. Χρειαζόμουν ένα μηχάνημα που έκοβε σανό κι εκείνη πήγε και το βρήκε σε ένα χωριό· έβαλα ένα βουνό γαρίφαλα σε ένα αυτοκίνητο και όταν ήρθε η ώρα να γίνει η περφόρμανς, δηλαδή να ρίχνω τα φρέσκα γαρίφαλα στο μηχάνημα να τα αλέθει και να τα κάνει θημωνιές, εγώ δίστασα κάπως, έτσι η μάνα μου ήταν εκείνη που άρχισε να τα ρίχνει στο μηχάνημα και κατάλαβα ότι ήταν πιο αποφασισμένη από μένα. Ήταν ένα από τα δύσκολα έργα μου, που το θεωρώ από τα πιο σημαντικά μου.
• Το 2003, που άνοιξαν τα σύνορα στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου –το οποίο παραμένει κατεχόμενο μέχρι σήμερα– και πήγα εκεί, άλλαξε όλη μου η κοσμοθεωρία και ο τρόπος που έβλεπα τα πράγματα. Έτσι έγινε το πάτωμα από κάρβουνο, που θεωρώ επίσης σημαντικό έργο μου, όταν πέρασα στα κατεχόμενα και είδα ότι αυτό συμβαίνει σε μια ευρωπαϊκή χώρα. Τότε ανοίχτηκε ένας κόσμος που δεν μπορούσα να αγνοήσω, ήταν σαν θρίλερ στο μυαλό μου κι ας μην είμαι πρόσφυγας, κι ας μην κατάγομαι από κατεχόμενο μέρος.
• Δεν έλεγα ποτέ τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου, ακόμα δεν απαντάω τίποτα σε αυτό το ερώτημα. Ήμουν ένα παιδί ελεύθερο να επιλέγω τι ήθελα, αλλά δεν έκανα όνειρα. Επιθυμώ κάτι και πάω κατευθείαν σε αυτό και θα κάνω πολλά βήματα πίσω για να καταφέρω αυτό που θέλω. Αυτή είναι η κινητήριος δύναμη που είχα από παιδί μέχρι και σήμερα, η επιθυμία. Παραμένω το ίδιο παιδί, μόνο που είναι πλέον πιο στραπατσαρισμένο από δυσκολίες και απογοητεύσεις.
• Όταν ήμουν μικρός, ήθελα να γίνω σκουπιδιάρης, να κάθομαι πάνω στο όχημα, πιασμένος απ’ το χερούλι και με το ένα πόδι μου στο σκαλοπάτι. Όμως, όταν αισθανόμουν ένταση, έπαιρνα τις μπογιές μου και πήγαινα να ζωγραφίσω στην εξοχή. Αυτό ήταν στάνταρ, έπρεπε να είμαι όλη την άνοιξη εκτός σπιτιού, μέσα στη φύση, μόνος μου, ώρες ατελείωτες. Περνούσα πολλές ώρες μόνος μου, από παιδί, και δεν ζωγράφιζα αυτά που έβλεπα, δεν είμαι καθόλου αυτό καλλιτεχνικά. Ενώ το έχω μες στη ζωή μου, το να φτάνω σε ένα αποτέλεσμα, να παραδίδω τη δουλειά μου, να την κάνω όσο πιο ειλικρινά μπορώ, δεν ήμουν ποτέ του να κάνω αυτό που μου λένε. Έφευγα απ’ την εξοχή για το σπίτι με φλούο χρώμα, έβαζα και έναν τόνο παραπάνω και γίνονταν όλα φλούο πράσινα. Ήξερα ότι δεν ήταν αυτό το χρώμα, τα μάτια μου όμως αυτό έβλεπαν. Ποτέ δεν ήμουν αντιδραστικός, αυτός που θα έδειχνε την αντίδρασή του ή θα διεκδικούσε αυτό που πίστευε. Είμαι απόλυτα δημοκρατικός, πάντα ήμουν, μπορώ να δεχτώ οτιδήποτε, οποιονδήποτε, ακόμα και αν έχει αρνητικά στοιχεία δεν θα τον απορρίψω, θα δω το τέρας και θα συνομιλήσω μαζί του. Έτσι ήμουν πάντα, δεν κολλούσα σε κάτι, έκανα αυτό που ήθελα να κάνω και με τα έργα μου ξεπερνούσα τους φόβους μου.
• Τη θάλασσα τη λατρεύω, αλλά φοβάμαι το κολύμπι γιατί η γιαγιά μου, η μάνα της μάνας μου, πνίγηκε –αυτοκτόνησε– πολλά χρόνια πριν γεννηθώ. Είμαι από παραλιακή πόλη, αλλά μέχρι σήμερα δεν ξέρω κολύμπι. Τη θάλασσα τη συνδέω με τη γιαγιά μου, ήταν αυτή που μου έλειπε. Ήξερα πώς ήταν η γιαγιά μου μέσα απ’ τη μάνα μου. Κι ενώ ήταν μια συνθήκη πολύ παράξενη και για την οικογένεια και για τη μάνα μου την ίδια, πυροδοτούσε ένα πράγμα απίστευτο μέσα στο μυαλό μου. Μέχρι και σήμερα αυτή η γιαγιά υπάρχει σαν αγαπημένο πρόσωπο για μένα, χωρίς να την έχω γνωρίσει ποτέ. Το «Εγχειρίδιο Διάσωσης», που είναι ένα από τα έργα που κάνω τελευταία, είναι αυτό ακριβώς, απλώς το εγχειρίδιο. Δεν είμαι διασώστης, ούτε αυτό είναι το έργο μου. Απ’ ό,τι φαίνεται, ήταν και θα είναι μέσα στη ζωή μας, μπορεί και για πάντα, αυτό το εγχειρίδιο, γιατί η μετανάστευση και ο πόλεμος συμβαίνουν από πολύ παλιά και θα συμβαίνουν για πάντα.
• O στρατός ήταν μια υπέροχη εμπειρία για μένα, ήταν κάτι σημαντικό για μένα, παρότι ήμουν παιδί όταν πήγα. Θυμάμαι να τρώω μακαρόνια μόνος μου, στο δωμάτιό μου, να κοιτάω στον καθρέφτη τα μαλλιά μου που τα είχα κόψει γιατί τα μπροστινά ήταν βαμμένα (πάντα με ενδιέφερε πώς είμαι εξωτερικά ως ένα σημείο, ήμουν πολύ στυλιζαρισμένος μέχρι να πάω στον στρατό) κι ενώ περίμενα να με πάρουν με το αυτοκίνητο για να πάμε στο στρατόπεδο, άρχισα να κλαίω τόσο δυνατά που τρέχαν τα δάκρυά μου στα μακαρόνια. Ήμουν 17 χρονών όταν πήγα φαντάρος, έδιναν προστάγματα κι εγώ γελούσα, πέρασε πολύς καιρός για να σταματήσει να μου φαίνεται αστείο αυτό που συνέβαινε. Ήμουν, όμως, σε ένα περιβάλλον όπου ανακάλυπτα καινούργιους ανθρώπους, γιατί εκεί που θέλω είμαι πάρα πολύ κοινωνικός.
• Τελείωσα τον στρατό και ήρθα μόνιμα στην Αθήνα το 1993 – ερχόμουν από το ’92. Ακολούθησα έναν κολλητό μου εκείνο το διάστημα, ήρθα να τον δω ένα Σαββατοκύριακο λέγοντας ψέματα ότι πάω στη Λευκωσία, γιατί από τα 14 πήγαινα πολύ συχνά στη Λευκωσία στο σπίτι του, οι οικογένειές μας είχαν φιλικές σχέσεις. Συνέχισα να το κάνω, ερχόμουν και δεν ήξερε κανείς ότι ήμουν στην Αθήνα, γιατί είχα ερωτευτεί πολύ δυνατά. Ερχόμουν το Σάββατο και βγαίναμε στα κλαμπ.
• Η Αθήνα ήταν επιλογή μου, μου έδωσαν μια υποτροφία να πάω στην Ιταλία για να σπουδάσω συντήρηση έργων τέχνης και άλλη μία για Καλών Τεχνών και δεν αποδέχτηκα καμία, ούτε στο Λονδίνο ήθελα να πάω. Οι Κύπριοι πάνε ή στο Λονδίνο ή στην Αθήνα, είναι οι δύο βασικές επιλογές. Την Αθήνα όμως τη λάτρευα. Πάνω από το κρεβάτι μου ο πατέρας μου είχε βάλει ένα στρογγυλό κάδρο με έναν τσολιά με μια σάλπιγγα μπροστά στον Παρθενώνα, μια τουριστική φωτογραφία, που για μένα σήμαινε Αθήνα, όπως και πολλά άλλα πράγματα: οι καλλιτέχνες που έφταναν στην Πάφο, ο Τσαρούχης, η μουσική, η ποίηση. Δεν ήταν πολλά, γιατί η πληροφορία ήταν αλλιώς τότε. Ωστόσο είχα μια άποψη για την πόλη που με έκανε να θέλω να τη γνωρίσω.
• Το 1993 η Αθήνα τα είχε όλα, και κλαμπ και τέχνη, κι εγώ μπήκα σε αυτό το πράγμα, στα rave πάρτι, σε καταστάσεις που δεν ξαναζήσαμε μετά, γιατί δεν υπήρξε ένα τέτοιο κίνημα ξανά στην πόλη. Για πολλά χρόνια προσπαθούσα να τα βγάλω πέρα με τα λεφτά που μου έδινε η μητέρα μου. Σταμάτησε να με βοηθάει όταν εγώ συνειδητοποίησα ότι δεν γίνεται άλλο, έτσι με είχαν συνηθίσει όμως από μικρό παιδί, και ως μικρότερο της οικογένειας. Ως νέος στην Αθήνα ήθελα να ζω κάτω από την Ακρόπολη, έμενα στην Αποστόλου Παύλου, γιατί είχα κόλλημα με τον Σωκράτη, μου φαινόταν ένα γιγαντιαίο πράγμα. Είχα πάθος για πολλούς από αυτούς που θαύμαζα μικρός, είτε ήταν φιλόσοφοι, είτε ποιητές, είτε ζωγράφοι. Θυμάμαι ότι το πρώτο έργο του Τσαρούχη που είδα από κοντά στην Εθνική Πινακοθήκη ήταν ένα βάζο με ίριδες και κρίνα και με έκανε να βάλω τα κλάματα, με ξεπερνούσε. Δεν υπήρχε εξήγηση γι’ αυτό. Και με τον Λουκά Σαμαρά, όταν έγινε η έκθεση στην Πινακοθήκη, έπαθα την πρώτη κρίση πανικού, όταν δεν ήξερα ακόμα τι είναι κρίση πανικού. Με έβγαλε έξω ο σεκιούριτι από το υπόγειο και με κράτησε λίγο εκεί μέχρι να μπορώ να σταθώ στα πόδια μου και να περπατήσω για να φύγω. Είχε ξυπνήσει μέσα μου ένα πράγμα αδιανόητο και το είχε προκαλέσει ένας καλλιτέχνης, ένας μετανάστης που δεν είχε καμία σχέση με τον πατέρα του από τότε που έφυγε και που δεν διαφήμισε ποτέ ξανά την καταγωγή του, αλλά την έφερε όλο του το έργο. Αυτό που υπάρχει πίσω από τον άνθρωπο είναι μια μοναδική δύναμη και δυναμική, ο άνθρωπος είναι θεός. Πολλές φορές το βλέπω σε ανθρώπους αυτό το πράγμα, και δεν μιλάω για τις ικανότητες, ή το ταλέντο.
• Δεν μπορώ να πω ότι ήμουν φαν του θεάτρου όταν ήρθα στην Αθήνα. Έγινα μετά, όταν το ανακάλυψα, γιατί το θέατρο το ανακάλυψα εδώ, όπως και πολλά άλλα. Μπορεί να κάνω τις χίλιες βλακείες, όμως η βάση είναι η σοβαρότητα, η αγωνία μην αναλωθώ με αυτό που κάνω, το μόνο πράγμα που πρόσεχα ήταν ότι είμαι καλλιτέχνης. Είχα ένα αίσθημα αυτοσυντήρησης, κι αυτό με εμπόδισε να μπλέξω με ναρκωτικά, που έκαναν όλοι στα rave πάρτι. Μέσα από τους ανθρώπους που γνώρισα στα πάρτι ήρθε η πρόταση να κάνω τη διακόσμηση στο Factory· έκανα ένα υπέροχο σκηνικό με ψάρια και ένα τεράστιο ροζ χταπόδι που αιωρούνταν στην οροφή.
• Επειδή είχα γνωρίσει τον Δημήτρη Παπαϊωάννου και πήγαινα στην κατάληψη της Πατησίων, μου είχαν δώσει έναν χώρο να κάνω στούντιο, κι εκεί έφτιαξα τα ψάρια, μια τεράστια παραγωγή. Μετά έκανα το ντεκόρ και για ένα άλλο κλαμπ στην Ομόνοια, το Graffiti, που ήταν σε οροφοδιαμέρισμα. Γέμισα με μάτια το μαγαζί, που ήταν φλούο, ανάβανε παντού και ήταν κάτι μαγικό. Ήταν πιο δημιουργικό από το Factory και τα Οινόφυτα. Τα Οινόφυτα και τα λουλούδια που βλέπαμε το πρωί, όταν ξημέρωνε, έγιναν το γκαζόν με τα λουλούδια που ήταν το πρώτο μου έργο. Ήταν απίστευτες εποχές, γυρνάγαμε στις 11 και στις 12 στο σπίτι κι εγώ συνέχιζα να χορεύω.
• Τον Δημήτρη τον γνώρισα το ’93. Είχε ξεκινήσει να κάνει τη Μήδεια κι εγώ πήγαινα στο θέατρο και έβλεπα πρόβες. Έτσι ανακάλυψα το θέατρο, τον χορό και άλλα πολλά, χάρη στον Δημήτρη, που είναι ακόμα πολύ σημαντικό πρόσωπο για μένα. Σημαντικός ήταν και ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος, ένα υψηλότατο πρόσωπο που έτυχε να βρω στη ζωή μου.
• Τότε δεν έκανα φωτογραφία, φωτογράφιζα για μένα, δεν είχα ξεκινήσει να βγαίνω προς τα έξω. Η πρώτη φορά που βγήκα προς τα έξω ήταν το 1996, όταν η Έλενα Παπαδοπούλου, μια καταπληκτική ιστορικός και επιμελήτρια τέχνης με την οποία γνωριστήκαμε σε ένα πάρτι μέσω κοινής παρέας, ζήτησε να έρθει στο στούντιό μου. Δεν είχα ολοκληρωμένο στούντιο τότε, ό,τι έκανα το έκανα στο σπίτι μου. Τέλος πάντων, με συμπεριέλαβε στη «Spring Collection ’96» στο ΔΕΣΤΕ, μια σημαντική έκθεση για την εποχή, γιατί ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε κανείς σύγχρονη τέχνη εξ ολοκλήρου και σε τέτοιο επίπεδο.
• Κάποια στιγμή πήγα στη σχολή Σταυράκου και έπρεπε στο τέλος του πρώτου έτους να κάνω ένα ταινιάκι, ένα βίντεο λίγων λεπτών που είχε σχέση με το παραμύθι Η πριγκίπισσα και ο βάτραχος, έτσι δημιούργησα μια λίμνη με νούφαρα ως σκηνικό. Το βίντεο θα το γύριζε ο κολλητός μου φίλος, ο Σπύρος Χαραλάμπους, που ήταν στη σχολή μαζί με τον Λάνθιμο. Οπότε έφτιαξα τη λίμνη, βρήκα τους ηθοποιούς και το συνεργείο, αλλά η σχολή δεν είχε τις προδιαγραφές για σκηνικό με νερό. Δεν είχα καμία αίσθηση του φόβου, και αυτό είναι πολύ επικίνδυνο χαρακτηριστικό μου, δεν καταλαβαίνω Χριστό άμα είναι να κάνω κάτι, μέχρι σήμερα δεν έχω καταφέρει να το διαχειριστώ. Ο καθηγητής μου μού απαγόρευσε να βάλω νερό, τσακώθηκα μαζί του, γιατί είχα κάνει όλη την παραγωγή και ήμουν στο τέλος, έτσι ο Δημήτρης μου είπε «φέρε το σκηνικό να το στήσεις στην κατάληψη, στον χώρο μας». Ο Δημήτρης πάντα τους βοηθούσε όλους, θα κάνει απίστευτα πράγματα για να βοηθήσει τον άλλον, ακόμα και σήμερα. Έτσι έστησα εκεί το σκηνικό, έκανα τα γυρίσματα, και λίγο πριν το ξεστήσουμε μπήκαν στον χώρο ο Δημήτρης με τον Γιώργο τον Κουμεντάκη –άλλος ένας σημαντικός άνθρωπος στη ζωή μου ο Γιώργος, φίλος και αγαπημένος– και την Όλια Λαζαρίδου, γιατί έκαναν πρόβες στην κατάληψη. Το είδαν και έμειναν με ανοιχτό το στόμα. Μου είπαν «είναι αυτό ακριβώς που είχαμε στο μυαλό μας για σκηνικό στα παραμύθια των αδερφών Γκριμ που θα γίνουν στο Φεστιβάλ Άργους». Έτσι έγινε το πρώτο μου θεατρικό σκηνικό.
• Η πρώτη παράσταση που είδα ήταν ο Βιζυηνός της Άννας Κοκκίνου, με πήγε ο Δημήτρης. Την Άννα δεν την ήξερα, ωστόσο έμελλε να συνεργαστούμε. Πριν συνεργαστούμε γνώρισα την Άντζελα Μπρούσκου, με την οποία τα πηγαίναμε πολύ καλά. Ήξερε τι έκανα και με ρώτησε «θέλεις να κάνεις το σκηνικό για τον Μισάνθρωπο του Μολιέρου;». Έφτιαξα το αναγεννησιακό πάτωμα με τη βοήθεια του Δημήτρη σε υπερμεγέθυνση. Το ζωγράφισα όλο και το έκανα να μοιάζει με ένα μαρμάρινο πολύχρωμο πάτωμα της αναγέννησης.
• Μετά έκανα στην Άννα το σκηνικό για την Ιφιγένεια εν Ταύροις. Για δυο-τρία χρόνια η Άννα, η Σφενδόνη και η Ιφιγένεια εν Ταύροις ήταν μέρος της ζωής μου. Η Άννα είναι ένα πρόσωπο που λατρεύω, είναι η επιτομή του φύσει καλλιτέχνη. Η τελευταία θεατρική παράσταση που έκανα ήταν με τον Γιάνναρη στο θέατρο Χώρα, το Ελ Ντοράντο το 2009. Ήταν μετά την Μπιενάλε της Βενετίας, όπου συμμετείχα στο περίπτερο της Κύπρου. Το τελευταίο έργο που σκηνογράφησα ήταν του φίλου μου του Βίκου του Ναχμία ο Στροβιλισμός, λίγο πριν πεθάνει. Το τροχόσπιτο στο Φεστιβάλ Αθηνών ήταν επίσης μία πολύ σημαντική παράσταση στην οποία δούλεψα.
• Ο Στάθης έδινε τρομερές ευκαιρίες στους νέους και συνεχίζει να το κάνει, εγώ πιάστηκα από την ευκαιρία που μου έδωσε στο «Symbol». Είχε βγει τότε η ψηφιακή μηχανή και ξεκίνησα να φωτογραφίζω. Δεν έκανα ποτέ φωτογραφίες επί παραγγελία, δεν μπορούσα. Έπαθα σοκ με την ψηφιακή μηχανή, ήταν λατρεία. Είχα και την τύχη να με σπονσοράρουν η Sony και η Canon για τη στήλη μου, που δεν ζήταγαν και τίποτα, μόνο να βάζουμε credit τη μηχανή, η οποία κάθε τρεις μήνες άλλαζε και ερχόταν στο σπίτι μου πακέτο. Λεφτά από τις φωτογραφίες δεν έβγαλα ποτέ, δεν ήταν και ο σκοπός μου αυτός. Πάντα έψαχνα λεφτά για τις παραγωγές μου, ποτέ δεν φτάνουν αυτά που, αν είσαι τυχερός, σου δίνουν για να κάνεις κάτι.
• Για το έργο μου «Είναι βαριά, είναι βαριά, η φούστα του τσολιά» πήρα άδεια απ’ τους τσολιάδες να τους φωτογραφίσω από κοντά και να πάρω και λήψεις από κάτω. Είχε τόσο μεγάλη επιτυχία που θα μπορούσε να πουληθεί αρκετά ακριβά, αλλά την έδωσα δυο φορές για φιλανθρωπικό σκοπό και όλα τα λεφτά πήγαν εκεί. Κάποια έργα μου, που μέχρι σήμερα είναι αρκετά προσωπικά και είχα πιο μεγάλη εμπλοκή, περισσότερη από άλλες φορές, δεν τα πουλάω. Και στους Ολυμπιακούς που φωτογράφιζα δεν πληρώθηκα, ήμουν εθελοντής. Δέχτηκα να γίνω ο έμπιστος φωτογράφος στις τελετές Έναρξης και λήξης, αλλά φωτογράφισα από την πρώτη στιγμή και όλη τη διαδικασία της προετοιμασίας. Έβγαζα και τους φίλους μου –οι περισσότεροι ήταν φίλοι μου και αυτούς φωτογράφιζα– και μετά αυτά που ήθελα εγώ να δω, ό,τι δεν θα έβλεπε κανείς.
• Ήταν τεράστια εμπειρία οι Ολυμπιακοί. Και λεφτά να έπαιρνα, δεν θα άξιζαν τόσο όσο αυτό το μεγάλο έργο που είδα να γίνεται μπροστά μου. Είδα μια παραγωγή τεράστια και δεν έχεις συχνά τη δυνατότητα να παρακολουθείς την υλοποίηση μιας τέτοιας παραγωγής – είμαι καλλιτέχνης και αυτό με ενδιαφέρει. Είδα ένα από τα πιο μεγάλα θεάματα του πλανήτη και το βλέμμα των εθελοντών της Ελλάδας που ήταν χιλιάδες και είχαν την υπομονή να πάρουν μέρος σε αυτό το πράγμα για μεγάλο διάστημα.
• Οι γονείς μου δεν με έμαθαν τι σημαίνει χρήμα. Ήταν κάτι που δεν ανέφεραν ποτέ, για διάφορους λόγους. Το σέβομαι αυτό και το εκτιμώ, αλλά δεν με έμαθαν ούτε να αποταμιεύω, ούτε να σκέφτομαι τα λεφτά. Δεν είχα ποτέ λεφτά μέχρι σήμερα, πάντοτε πρέπει να δουλεύω για να τα βγάλω πέρα. Με τα οικονομικά δεν μασάω πολύ, κι ας είναι πολύ πιο δύσκολα τα πράγματα σήμερα.
• Οι βιτρίνες ήρθαν ως καλλιτεχνική πρόταση, γιατί κάποιες φορές τον χρόνο ένας καλλιτέχνης κάνει τη βιτρίνα στο Hermès της Αθήνας. Έκανε ο Νίκος Αλεξίου την πρώτη βιτρίνα, που ήταν φανταστική, κι ενώ δεν είχα καμία σχέση με τη μόδα, έκανα κι εγώ μία το 2006, που είχε μεγάλη επιτυχία. Επειδή είμαι ο ατζέντης του εαυτού μου και δεν ήμουν ποτέ καλός, ούτε πρόκειται να μάθω να το κάνω ποτέ, οι συγκυρίες με έναν τρόπο με οδήγησαν εκεί, πάντα έτσι γινόταν με μένα. Μετά από κάποιους μήνες επανήλθα να κάνω άλλη μια βιτρίνα τους, χριστουγεννιάτικη, και το 2009 αποδέχτηκα την πρόταση που μου έκαναν για μόνιμη συνεργασία, τους είπα ότι θα το έκανα για έναν χρόνο, δεν ήξερα αν θα τα κατάφερνα για περισσότερο. Ήταν μια δουλειά από την οποία θα πληρωνόμουν, αλλά δεν σήμαινε και τίποτα αυτό για μένα, ως καλλιτέχνης θα μπορούσα να πουλήσω έργο μου και να βγάλω περισσότερα λεφτά. Έκατσα, λοιπόν, δεκαπέντε χρόνια. Δεν σταμάτησε ποτέ η δημιουργικότητά μου στις βιτρίνες και ήμουν πολύ ευχαριστημένος από την Hermès, από τα κεντρικά στο Παρίσι –εδώ δεν προσλαμβάνει κάποιος–, αλλά αποφάσισα να σταματήσω γιατί υποσχέθηκα στον εαυτό μου να δω λίγο περισσότερο τη δική μου, προσωπική δουλειά. Πάντα έβρισκα χρόνο να κάνω και παράλληλη δουλειά, είτε στο θέατρο είτε στα περιοδικά. Ήμουν εκπαιδευμένος, δεν έκανα μόνο τα δικά μου, έκανα πάντα και κάτι άλλο.
• Επελέγην να εκπροσωπήσω την Κύπρο στην Μπιενάλε της Βενετίας από την chief creator του Κέντρου Πομπιντού ανάμεσα σε άλλες προτάσεις. Ήταν μια σπουδαία εμπειρία και ένας μεγάλος σταθμός που επηρέασε τον τρόπο που δουλεύω, και ένα τεστ τεράστιο, γιατί είναι ένας μεγάλος θεσμός, πολύς ο κόσμος που βλέπει το έργο σου, μια εθνική εκπροσώπηση ανάμεσα σε έργα από άλλες χώρες, δεν εκθέτεις σε μια γκαλερί.
• Έχω πάρει μέρος σε πολλές μπιενάλε, ωστόσο δεν έχω συμμετάσχει ποτέ στην Μπιενάλε της Αθήνας. Μια πολύ σημαντική έκθεση στην οποία πήρα μέρος πρόσφατα ήταν στην Αυστρία, στο Μουσείο Μπελβεντέρε, για τα 300 χρόνια του – ανήκω πλέον στη μόνιμη συλλογή του. Είμαι και στου Πομπιντού τη μόνιμη συλλογή. Στο Μουσείο Μπελβεντέρε εκτέθηκε για εφτά μήνες το έργο μου για το μεταναστευτικό, που είναι πολύ σημαντικό για μένα.
• Δεν αποσκοπώ ποτέ σε κάτι, δεν ξέρω τι με ωφελεί στη ζωή μου και τι όχι, τα βλέπω όλα μέσα από ένα δικό μου πρίσμα. Οι άνθρωποι που γνωρίζω είναι όλη μου η ζωή, γύρω από αυτούς περιστρέφονται όλα. Το όφελός μου από την τέχνη είναι ότι δεν πλήττω ποτέ, κι αν έρθει μια στιγμή που θα πέσω, θα σηκωθώ πολύ πιο εύκολα από κάποιον άλλον άνθρωπο, γιατί θα πρέπει να μπω στη διαδικασία να φτιάξω κάτι για μια τάδε έκθεση. Ένα από τα όνειρά μου είναι, αν αξιωθώ να ζήσω και γίνω παππούς, να έχω ένα στούντιο όπως το θέλω εγώ, όπου θα κάνω τα έργα μου, απ’ όπου θα περνάει όποιος θέλει για να βλέπει τυχαία τον γέρο που δουλεύει, έτσι σκέφτομαι τη ζωή μου. Κάποιοι σκέφτονται ότι θα είναι με τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους και θα παίζουν, εμένα αυτό είναι το όνειρό μου. Θα φυτεύω τα λουλούδια μου, τα φρούτα μου, τα λαχανικά μου, γιατί ο κήπος είναι άλλη μεγάλη μου αγάπη.
• Ποτέ δεν αισθανόμουν ξένος στην Αθήνα. Ίσως η έννοια του ξένου να ξεκινάει από τον ίδιο μας τον εαυτό. Δεν επέτρεψα σε κανέναν να μου το πει, ήμουν πάντα ενεργό μέλος της πόλης, όπως είμαι επιλεκτικά και στην Παλαιστίνη – ήταν σημαντικό αυτό για το έργο μου στη Βενετία. Ήμουν στο σημείο που είναι τώρα ο πόλεμος, όχι μέσα στη Γάζα αλλά στο σημείο μηδέν, ακριβώς από πάνω. Και όταν άκουσα ότι γίνεται πόλεμος, το μυαλό μου πήγε στα παιδιά που δούλευα μαζί τους το έργο και τα γνώρισα καλά. Οι μανάδες τους με τάιζαν, με φρόντιζαν, γιατί έμενα σε ένα χωριό μόνος μου, δεν ήμουν στην Ραμάλα μαζί με τους υπόλοιπους. Είναι πια άντρες, παντρεμένοι με παιδιά, και έχω στο μυαλό μου τα πρόσωπά τους, το χαμόγελό τους, τον τρόπο τους. Ήξερα τι τρώνε καθημερινά, πού περπατάνε, γιατί έζησα εκεί δύο μήνες. Συνολικά ήταν πολύς ο καιρός που πηγαινοερχόμουν, ήξερα ονόματα, πρόσωπα, και επικοινωνούσα μαζί τους μέσω του Facebook, αλλά μετά τους έχασα γιατί μάλλον δεν επιτρέπεται να έχουν λογαριασμούς. Είδα και μέλη του ISIS εκεί, πριν από το 2012· στον χωματόδρομο που περνούσε μέσα από το χωριό εμφανίστηκε ένα μεγάλο Toyota με δώδεκα άντρες καθισμένους στην καρότσα και τα παιδιά που δουλεύαμε για να γίνει το μουσείο μού έκαναν νόημα να μην πω τίποτα, γιατί ήταν επικίνδυνοι. Τότε δεν μιλάγαμε για τον ISIS, αλλά τους αναγνώρισα μετά από τις σημαίες που έβλεπα στις ειδήσεις με όσα συνέβαιναν εκεί.
• Πολιτικά ευαίσθητος δεν ξέρω τι σημαίνει, πώς μπορείς όμως να μείνεις αμέτοχος όταν όλα είναι γύρω μας πολιτικά; Οι ζωές μας επηρεάζονται από την πολιτική κατάσταση είτε της χώρας μας είτε του πλανήτη. Και στην Ελλάδα να μη συμβαίνει κάτι, συμβαίνει κάπου αλλού, ο πλανήτης είναι ένας, αυτό πρέπει να είναι δεδομένο. Το ότι είμαι πολιτικός καλλιτέχνης δεν έγινε εσκεμμένα, αλλά δεν γινόταν και αλλιώς. Το 2009, που πήγα στην Μπιενάλε, δεν ήταν τόσο πολιτικά τα έργα, αν και η ιστορία της είναι μεγάλη και σίγουρα υπήρχε και πριν το πολιτικό στοιχείο, γιατί πάντα γίνονταν πόλεμοι και υπήρχαν μαύρες σελίδες.
• Προσπαθώ να τα βάζω στη θέση τους όλα και είμαι και τολμηρός, αν δω κάτι που με ενοχλεί θα το πω ευθέως, χωρίς να με ρωτήσει κανείς. Θεωρώ χρέος μου να το κάνω, και πολλές φορές είναι επικίνδυνο. Στην αγορά π.χ. ψώνιζε πατάτες ένας άνθρωπος από την Αφρική, δίπλα μου, και ήρθε ένας άλλος, άσχετος, που άρχισε να του κάνει τσαμπουκά, ε, δεν γινόταν να μην εμπλακώ. Ζούσα στο κέντρο τριάντα τρία χρόνια και έβλεπα τη Χρυσή Αυγή με τα μηχανάκια σε φάλαγγα.
• Είναι πολλά αυτά που έχουν βγει προς τα έξω στο έργο μου, αλλά είναι και πολλά που έχουν μείνει εκτός, κι ας συμπεριλαμβάνονται σε αυτό. Είναι τόσο περίπλοκο το έργο πάντα, κάθε έργο που φτιάχνω, που δεν είναι δυνατό να φτάσει στον θεατή όλη η πληροφορία, ούτε εγώ να κάνω διαλέξεις για να εξηγήσω τα πάντα. Αυτό είναι ένα θέμα της δουλειάς μου που προσπαθώ να λύσω κάθε φορά ώστε να φτάσει ένα αποτέλεσμα προς τα έξω που θα καθιστά κατανοητό και στον θεατή αυτό για το οποίο θέλω να μιλήσω τη συγκεκριμένη στιγμή. Αυτό ξέρω ότι συμβαίνει αρκετά χρόνια τώρα, ήδη από παιδί: δείχνω δύο πράγματα, αλλά είμαι και άλλα είκοσι που δεν βγαίνουν προς τα έξω ή δεν είναι η στιγμή να μιλήσω γι’ αυτά. Είμαι ένα αρκετά πολύπλοκο πράγμα, πληθωρικό, και διάφορα άλλα, το οποίο μπορεί να μη φαίνεται κιόλας εξωτερικά. Από παιδί δεν μιλούσα, μιλούσα μόνο στους φίλους μου ή σε κάποιους που επέλεγα να μιλήσω. Θέλω να διασκεδάζω, να είμαι κοινωνικός, αλλά την ίδια ώρα δεν είμαι κιόλας, λύνομαι όταν αισθάνομαι εγώ καλά. Στην Αθήνα τα πρώτα χρόνια δεν μιλούσα. Και συνήθισα έτσι, γιατί έτσι ήταν όλα μου τα χρόνια, σε όλες μου τις δουλειές, έτσι είναι ο χαρακτήρας μου. Έχει να κάνει πολύ με τον χαρακτήρα μου ο τρόπος που δουλεύω από πάντα, από πολύ μικρός που ζωγράφιζα.
• Στην Breeder θέλω να δείξω όλα αυτά που δεν έχουν φανεί στο έργο μου ως τώρα. Ο χώρος προϋπήρχε ως study room και είχα πρόταση από τους γκαλερίστες να δείξω το process της δουλειάς μου, τα πράγματα που με ενδιαφέρουν πολύ. Η πρακτική, η έρευνα, είναι πολύ σημαντικά στοιχεία της δουλειάς μου, έγιναν σημαντικά μέσα στα χρόνια. Αποδέχτηκα την πρόταση με μεγάλη χαρά, αν και δεν είχα και πολύ χρόνο να ασχοληθώ. Τα κατάφερα στο τέλος –ως εκεί που τα κατάφερα– γιατί κατάλαβα, ανοίγοντας τα αρχεία μου, ότι είναι πάρα πολλά τα πράγματα που θέλω να δείξω, πιο πολλά απ’ όσα νόμιζα.
• Η ζωή με έχει μάθει πολλά πράγματα, δεν ήξερα τίποτα. Βλέπω τη ζωή πολύ αισιόδοξα, γιατί όταν προσεγγίζεις τα πράγματα με έναν ανοιχτό τρόπο που δεν έχει και συνταγή, σου δίνονται πολλά, κι εγώ είμαι ευγνώμων σε πολλούς ανθρώπους, και σε καθημερινή βάση, γιατί κι αυτό είναι μέρος της δουλειάς μου, η καθημερινότητά μου στην πόλη. Πίσω από αυτή την αισιοδοξία υπάρχει το θαύμα της ζωής, που μπορεί να μην κοστίζει τίποτα αλλά μπορεί και να κοστίζει τα πάντα.
Σωκράτης Σωκράτους: Αναδρομική έκθεση στο The Breeder Studyroom, Γκαλερί The Breeder, Ιάσονος 45, μέχρι 13/4, Τρ.-Παρ. 11 π.μ.-7 μ.μ., Σάβ. 11 π.μ.-5 μ.μ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.