Στη Δημοτική Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων, από τις 26 Σεπτεμβρίου 2023, η έκθεση «Στη σκιά» εξετάζει τη συμβολή των γυναικών καλλιτεχνών στην τέχνη του 20ού αιώνα. Το πρώτο μέρος της έκθεσης αφορά πρωτοπόρους καλλιτέχνιδες που έδρασαν στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα και είχαν σημαντική παρουσία στον Μεσοπόλεμο και από αυτή την κατηγορία δεν θα μπορούσε φυσικά να λείπει μια ζωγράφος που η τέχνη αλλά και η περιπετειώδης ζωή της άφησαν ανεξίτηλα το αποτύπωμά τους στην ελληνική ζωγραφική. Η Θάλεια Φλωρά-Καραβία υπήρξε, εκτός από σημαντική, και μία από τις παραγωγικότερες ζωγράφους, καθώς το σύνολο τoυ έργου της δεν έχει καταλογογραφηθεί πλήρως μέχρι σήμερα και ξεπερνά τα 5.000 έργα.
Γεννημένη το 1871, δεν έπαψε να ζωγραφίζει μέχρι το τέλος της ζωής της, το 1960. Είναι μια δημιουργός που δεν τη χαρακτηρίζει μόνο η πλούσια καλλιτεχνική παραγωγή αλλά και το απαράμιλλο θάρρος, η τόλμη, η αποφασιστικότητα, το ταξιδιωτικό και περιπετειώδες πνεύμα της. Περισσότερο από κάθε άλλη γυναίκα της εποχής της αψήφησε κανόνες και στερεότυπα και με πρωτόφαντη τόλμη έφτασε στο μέτωπο των πολεμικών συρράξεων, έκανε περπετειώδη ταξίδια σε τέσσερις ηπείρους, συναναστράφηκε τον πνευματικό και καλλιτεχνικό ανθό του καιρού της.
Περισσότερο από κάθε άλλη γυναίκα της εποχής της αψήφησε κανόνες και στερεότυπα και με πρωτόφαντη τόλμη έφτασε στο μέτωπο των πολεμικών συρράξεων, έκανε περιπετειώδη ταξίδια σε τέσσερις ηπείρους, συναναστράφηκε τον πνευματικό και καλλιτεχνικό ανθό του καιρού της.
Η Θάλεια Φλωρά-Καραβία με τα έργα της μπόρεσε να υποστηρίξει όχι μόνο το επίπεδο ζωής που ήθελε αλλά και την επαγγελματική δραστηριότητα του συζύγου της Νίκου Καραβία, εκδότη της εφημερίδας «Η Εφημερίς» στην Αίγυπτο. Από τη Σιάτιστα μέχρι την Κωνσταντινούπολη, τη Βιέννη και το Μόναχο, και από το Παρίσι μέχρι το Κάιρο, την Αλεξάνδρεια και την Αθήνα, όπου έζησε τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής της, υπήρξε στην ουσία η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος της διασποράς που έτυχε μεγάλης αναγνώρισης και σεβασμού από τους ομότεχνούς της.
«H περίπτωση της Φλωρά-Καραβία παρουσιάζει χωρίς αμφιβολία ένα πολύ ευρύτερο ενδιαφέρον από αυτό της καθαρά καλλιτεχνικής παραγωγής της, η οποία, αξίζει να σημειωθεί, υπολογίζεται ότι ξεπερνά τα 5.500 έργα. Πρόκειται κυριολεκτικά για μια γυναίκα-φαινόμενο, καθώς σε μια χρονική περίοδο εξαιρετικά πρώιμη, το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όταν η θέση της γυναίκας ήταν άμεσα συνυφασμένη με την ιδιωτική σφαίρα, δεν δίστασε να υπερβεί τα κοινωνικά και φυλετικά στεγανά της εποχής και να μεταβεί στο Μόναχο για να σπουδάσει ζωγραφική, καθώς στην Ελλάδα οι γυναίκες δεν γίνονταν δεκτές στη Σχολή Καλών Τεχνών.
Εκεί κατόρθωσε να εισέλθει στον κύκλο του σπουδαίου Νικολάου Γύζη, καθηγητή στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου, και να μελετήσει τα μυστικά της τέχνης δίπλα του. Στη συνέχεια, όμως, ο βίος που διέγραψε ήταν πραγματικά ιλιγγιώδης, με αδιάλειπτα ταξίδια σε τέσσερις ηπείρους, συνεχή εκθεσιακή δραστηριότητα και συμμετοχή σε τρεις πολεμικές συρράξεις (Α' Βαλκανικός Πόλεμος, Μικρασιατική Εκστρατεία, Β' Παγκόσμιος Πόλεμος)», σχολιάζει η δρ. Δέσποινα Τσούργιαννη, ιστορικός τέχνης, επιστημονική υπεύθυνη της Συλλογής Έργων Τέχνης της Alpha Bank τέχνης, συγγραφέας της μελέτης «Θάλεια Φλωρά-Καραβία» και μελετήτρια του έργου της.
«Πιστεύω ακράδαντα ότι οι γυναίκες ζωγράφοι, και κυρίως αυτές του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, είναι σε μεγάλο ποσοστό, ακόμα και σήμερα, υπομελετημένες και στη σκιά των αρρένων συναδέλφων τους. Καθώς βυθιζόμουν όλο και περισσότερο στη μελέτη του πολύ οργανωμένου από την ίδια αρχείου της (ογκώδης αλληλογραφία, ανέκδοτη αυτοβιογραφία της, αποκόμματα Τύπου, κριτικές κ.λπ.), το οποίο μου παραχώρησε με εξαιρετική προθυμία η οικογένειά της, έβλεπα να ξεδιπλώνεται μπροστά μου όχι μόνο το σπουδαίο έργο και η ρηξικέλευθη ζωή μιας γυναίκας που πήγε ενάντια σε κάθε στερεοτυπική αντίληψη για το φύλο της αλλά, παράλληλα, και η ιστορία του κομβικού πρώτου μισού του 20ού αιώνα με τις πολλαπλές πολεμικές συρράξεις και τις αβυσσαλέες ιδεολογικές αντιθέσεις. Αυτά τα στοιχεία αποτέλεσαν κάτι παραπάνω από ιδανική ερευνητική πρόκληση για μένα. Φυσικά, όπως σας προανέφερα, πρόκειται για ένα έργο κολοσσιαίο σε όγκο, οπότε η κατάρτιση ενός πλήρους καταλόγου, ενός catalogue raisonné, παραμένει ζητούμενο για μένα».
Η Θάλεια Φλωρά-Καραβία γεννήθηκε στη Σιάτιστα το 1871. Ήταν το έκτο παιδί της οικογένειας. Ο ιερέας πατέρας της αποφάσισε να εγκατασταθούν στην Κωνσταντινούπολη όταν η ίδια ήταν τριών ετών, για να μπορέσει να εξασφαλίσει στα παιδιά του καλύτερη πρόσβαση στην εκπαίδευση. Έχοντας καταλάβει από νωρίς την κλίση της κόρης του στη ζωγραφική, την ονόμασε Θάλεια, που του φαινόταν πιο ταιριαστό από το βαπτιστικό της όνομα Θεολογία. Ήταν άριστη μαθήτρια και το γεγονός αυτό της εξασφάλισε όταν ήταν 12 ετών μια υποτροφία για το Ζάππειον Παρθεναγωγείον. Παράλληλα, εξέθετε τα πρώιμα έργα της.
Ο αδελφός της Λάζαρος αποφασίζει να τη στηρίξει για να μεταβεί στο Μόναχο, ένα από τα σημαντικότερα καλλιτεχνικά κέντρα της εποχής, όπου θα παρακολουθήσει μαθήματα ζωγραφικής. Την απόφαση αυτή ενισχύει η επίσκεψη στην Πόλη του ζωγράφου Γιώργου Σαββίδη, με τον οποίο συναντήθηκε η οικογένειά της για να μάθει τα σχετικά με τη ζωή και τις σπουδές εκεί, αλλά και η παρουσία στο Μόναχο του Γύζη και του Ιακωβίδη.
Αναμφίβολα, η απόφασή της να σπουδάσει στο εξωτερικό διαμόρφωσε τον χαρακτήρα της. Ας σκεφτούμε στα 1895 μια γυναίκα από την Κωνσταντινούπολη να φτάνει στο ασφυκτικό, αυστηρό, ακαδημαϊκό περιβάλλον του Μονάχου με φιλοδοξία να γίνει επαγγελματίας ζωγράφος. Στην υπόλοιπη Ευρώπη, όταν οι σπουδές στην Beaux Arts ήταν δωρεάν για καλλιτέχνες γένους αρσενικού, οι γυναίκες έπρεπε να πληρώσουν για την εκπαίδευσή τους, να παρακολουθήσουν ιδιωτικά μαθήματα ή σε σχολές όπως η Académie Julian, η πρώτη σχολή τέχνης για γυναίκες, και η Ακαδημία Colarossi, που αποτελούν μια εναλλακτική λύση για τις καλές τέχνες στο Παρίσι. Έπρεπε να περιμένουν μέχρι το 1898 για να αναγνωρίσει τη γυναικεία παρουσία η École des Beaux Arts και να φτάσουμε στα τέλη της δεκαετίας του 1910 στην Bauhaus Academy που ήταν η πρώτη σχολή η οποία υποστήριξε την ισότητα μεταξύ των φύλων και δέχτηκε τόσο άνδρες όσο και γυναίκες φοιτητές στα προγράμματά της.
Η Γερμανίδα Πάουλα Μόντερσον-Μπέκερ, που σήμερα θεωρείται πρωτοπόρος του μοντερνισμού, στις αρχές του 20ού αιώνα τόλμησε να ζωγραφίσει ένα γυναικείο γυμνό σώμα, το δικό της, τριακόσια χρόνια μετά την Αρτεμισία Τζεντιλέσκι, και εξελίχθηκε σε μία από τις σπουδαιότερες εκπρόσωπους του πρώιμου εξπρεσιονισμού και μία από τις ελάχιστες γυναίκες ζωγράφους που συμπορεύθηκαν και επηρεάστηκαν από κορυφαίους καλλιτέχνες όπως ο Πικάσο, ο Ματίς και ο Γκογκέν. Τα πράγματα για τις καλλιτέχνιδες προχώρησαν πολύ αργά, αν σκεφτούμε ότι έπρεπε να φτάσουμε στο 1964 για να κάνει το Λούβρο την πρώτη αναδρομική έκθεση σε γυναίκα, τη Σόνια Ντελονέ. Η διαπίστωση ισχύει για όλες τις γυναίκες που τόλμησαν και ζωγράφισαν, εκπαιδεύτηκαν και εξέθεσαν σε μια εποχή που η τέχνη ήταν γένους αρσενικού.
Όταν η Θάλεια Φλωρά φτάνει στο Μόναχο συναντά ένα εικαστικό περιβάλλον, μια μεγάλη δεξαμενή ιδεών και αλληλεπίδρασης πολλών εκφραστικών ιδιωμάτων. Είναι ένα χωνευτήρι του ιστορισμού και του ρεαλισμού και σε αυτό το σκηνικό οι Έλληνες που είναι εγκατεστημένοι εκεί, ο Γεώργιος Ιακωβίδης, ο Συμεών Σαββίδης, ο Νικόλαος Βώκος και ο πιο καταξιωμένος Νικόλαος Γύζης, που είναι ήδη τακτικός καθηγητής της Βασιλικής Σχολής του Μονάχου, διαδραματίζουν τον δικό τους ρόλο. Καθώς γυναίκες ζωγράφοι δεν γίνονται δεκτές στη Σχολή Καλών Τεχνών του Μονάχου, η Θάλεια Φλωρά ξεκινά τις σπουδές της στη σχολή του Νικολάου Βώκου το 1895 και χάρη στην εργατικότητά της σημειώνει εντυπωσιακή πρόοδο. Παράλληλα, παρακολουθεί μαθήματα στη Σχολή Κυριών του Paul Nauen, που την εγκαταλείπει λίγο αργότερα. Στη συνέχεια εγγράφεται στη σχολή του Anton Ažbé, αλλά η μέθοδος διδασκαλίας του δεν την ικανοποιεί. Ξεκινά μαθήματα πλαστικής που χαρακτηρίζει «ζωγραφική χωρίς χρώμα» και τελικά μπαίνει στη σχολή του Ιακωβίδη στις αρχές του 1897. Ο Ιακωβίδης της έτρεφε μεγάλη εκτίμηση και ήταν αντίθετος στην πρόωρη αναχώρησή της από το Μόναχο το 1897 εξαιτίας των πενιχρών οικονομικών του αδελφού της που την υποστήριζε στη διάρκεια των σπουδών της, κάτι που την ανάγκασε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη.
«Το διάστημα της παραμονής της στη βαυαρική πρωτεύουσα φοίτησε σε ορισμένες ιδιωτικές σχολές ζωγραφικής, όπου γίνονταν δεκτές και γυναίκες, όπως αυτή του Σλοβένου Anton Azbe ή του Γερμανού Paul Nauen. Από το 1897, επίσης, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής στην ιδιωτική σχολή θηλέων του Γεωργίου Ιακωβίδη, ενός από τους διαπρεπέστερους Έλληνες καλλιτέχνες στο Μόναχο, και αργότερα καθηγητή στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και πρώτου διευθυντή της Εθνικής μας Πινακοθήκης. Αναντίρρητα, όμως, ο κύριος δάσκαλός της στην τέχνη αλλά και γενικότερα ο πνευματικός καθοδηγητής, ο μέντοράς της σε όλη τη διάρκεια των σπουδών της στο Μόναχο υπήρξε ο περιώνυμος Νικόλαος Γύζης. Διαβλέπει αμέσως το ταλέντο της νεαρής Θάλειας και γράφει χαρακτηριστικά σε επιστολή του προς τον αδελφό της Λάζαρο, τον οποίο ενημερώνει για την πρόοδό της: "Eις την δεσποινίδα αδελφή σας επρότεινα και την επρότρεψα να επιδοθή εις απεικόνισιν προσώπων, πιστεύων ότι σε ετούτο θα επιτύχη, θα είναι δε το τέρμα συντομότερον και θα εξασφαλίση δια αυτής της οδού ευχαριστότερον και βεβαιότερον μέλλον.
Πράγματι, ο μέγας δάσκαλος δεν έπεσε έξω και στη συνέχεια η ζωγράφος αναδείχθηκε σε εξαιρετική προσωπογράφο. Παράλληλα, εντύπωση προκαλεί στον σύγχρονο αναγνώστη της επιστολής η έμφαση του δασκάλου όχι μόνο στις καλλιτεχνικές αρετές της μαθήτριάς του αλλά και στο μελλοντικό οικονομικό όφελος που θα αποκόμιζε από αυτές. Η επιλογή ενός genre, στο οποίο επιδεικνύει ιδιαίτερη κλίση, θα της εξασφαλίσει όχι μόνο κύρος και φήμη αλλά και οικονομική ανεξαρτησία, έτσι ώστε να μπορέσει να ανταποδώσει τις οικονομικές θυσίες στην οικογένειά της και κυρίως στον αδελφό της Λάζαρο, ο οποίος τη στήριξε ολόψυχα, σε αντίθεση με την υπόλοιπη οικογένειά της, και κυρίως τη μητέρα της, στη μετάβασή της στο Μόναχο. Πρόκειται για μια πολύ προοδευτική για την εποχή της πρόσληψη της ζωγράφου-επαγγελματία, της καλλιτέχνιδας που βιοπορίζεται από την τέχνη της και όχι απλώς της ζωγράφου ερασιτέχνη, για την οποία η τέχνη είναι τρόπος αναψυχής, πάρεργο ή ένα ακόμη προσόν "λογιοσύνης" για την επίτευξη ενός "επιτυχημένου" γάμου», αναφέρει η Δέσποινα Τσούργιαννη.
Επιστρέφοντας στη Κωνσταντινούπολη, η Θάλεια Φλωρά-Καραβία δημιουργεί το δικό της ατελιέ. Τα νωπά βιώματα του Μονάχου δεν έχουν καμία σχέση με το περιβάλλον της Πόλης.
«Λίγο μετά την επιστροφή της από το Μόναχο στην Πόλη, η ζωγράφος δοκιμάζει τα όρια της ανεκτικότητας του καλλιτεχνικού κοινού και οργανώνει με δική της πρωτοβουλία την πρώτη ατομική της έκθεση στον εμβληματικό χώρο του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως, εγχείρημα που έκανε το όνομά της γνωστό στους φιλότεχνους κύκλους της Πόλης, χωρίς όμως ιδιαίτερη εμπορική επιτυχία. Αναφέρει, άλλωστε, και η ίδια στην αυτοβιογραφία της τα εξής χαρακτηριστικά: "Το πλείστον μέρος της κοινωνίας μας είχεν εκ των προτέρων την πεποίθησιν ότι αυτά τα πράγματα σ' εμάς δεν ευδοκιμούν, δεν εκτιμώνται, ότι πάλιν από τους ξένους έπρεπε να περιμένω, και αυτούς έπρεπε να προσελκύσω! και διά να αποδείξουν το αληθές των αρχών των, απέφυγαν και να πατήσουν εις την Έκθεσιν!.. Ολίγοι ήσαν σχετικώς οι ενδιαφερθέντες δι' αυτήν, και το μόνον καλόν που προήλθεν εξ αυτής είναι ότι έγινα γνωστή κάπως και εφάνησαν και ολίγαι παραγγελίαι, αλλά και αυταί γλίσχραι», συνεχίζει η κ. Τσούργιαννη.
Η επίμονη νεαρή ζωγράφος, ενώ βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη, παίρνει μέρος στη Γ' Καλλιτεχνική Έκθεση Αθηνών και κερδίζει ένα σημαντικό ποσό. Με 630 χρυσά φράγκα στη διάθεσή της αποφασίζει να επιστρέψει στο Μόναχο, μακριά από τη δυσφορία που της δημιουργεί η Κωνσταντινούπολη. Περνά από την Αθήνα και τη Βενετία, γνωρίζει τους κλασικούς της Αναγέννησης, θαυμάζει τον Τισιανό, τον Βερονέζε και τον Τιντορέντο και φτάνει τελικά στο Μόναχο το 1899. Έναν χρόνο αργότερα αναγκάζεται, λόγω προβλημάτων υγείας, να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Αν είχε μείνει στο Μόναχο, η ιστορία της ίσως να είχε γραφτεί πολύ διαφορετικά.
Τα επόμενα τρία χρόνια ταξιδεύει στην Αθήνα, έχοντας περισσότερα χρήματα, που προέρχονται από τη σουλτανική οικογένεια κυρίως, ωστόσο η ατμόσφαιρα στα χαρέμια και στα ανατολίτικα μέγαρα, όπου πήγαινε για να ζωγραφίσει, της φαίνεται αποπνικτική. Αποφασίζει να ταξιδέψει στο Παρίσι και μέσα στο έντονο καλλιτεχνικό κλίμα της πόλης, το οποίο την ενθουσιάζει, γνωρίζει τον Δημήτρη Γαλάνη και τον Νίκο Δραγούμη. Παρακολουθεί μαθήματα γυμνού και έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τον ιμπρεσιονισμό και τη ζωγραφική στην ύπαιθρο, που θα επηρεάσουν καθοριστικά την εξέλιξή της.
Επιστρέφει ξανά στην Κωνσταντινούπολη, αλλά την αφήνει για να φτάσει στην Αθήνα και το 1906 εκθέτει με τη γνωστή Αθηναία ζωγράφο Σοφία Λασκαρίδου.
«Κομβικό σημείο στην εργοβιογραφία της ζωγράφου αποτελεί η κοινή έκθεση που οργάνωσε με την ομότεχνή της, ιδιαίτερα γνωστή και αγαπητή στο αθηναϊκό κοινό, Σοφία Λασκαρίδου, στην αίθουσα του Παρνασσού τον Απρίλιο του 1906. Η έκθεση, η οποία περιγράφεται γλαφυρά τόσο από τη Φλωρά στην ανέκδοτη Αυτοβιογραφία της όσο και από τη Λασκαρίδου στο δημοσιευμένο ημερολόγιό της οργανώθηκε στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τη Μεσολυμπιάδα στην Αθήνα το 1906. Παρουσιάστηκαν 97 έργα, 55 της Λασκαρίδου και 42 της Φλωρά, και, παρά τη στενότητα του χώρου και τον περιορισμένο χρόνο προετοιμασίας, το εγχείρημα στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Αυτό που εντυπωσίασε κοινό και κριτικούς ήταν πρωτίστως η τόλμη των δύο γυναικών ζωγράφων να επωμισθούν το βάρος μιας τέτοιας προσπάθειας, σπάνιας στα αθηναϊκά εκθεσιακά δεδομένα», γράφει η κ. Τσούργιαννη.
Η φιλοτάξιδη ζωγράφος, μετά την έκθεση της Αθήνας, αναζητώντας καλλιτεχνικές συγκινήσεις, ταξιδεύει στη Θεσσαλία, στα Μετέωρα και λίγο αργότερα στην Ιταλία. Φτάνει όχι μόνο μέχρι τη Ρώμη αλλά πάει και στη Νάπολη, στην Πίζα και στη Φλωρεντία. Αυτά συμβαίνουν στις αρχές του 20ού αιώνα, σε μια εποχή που οι γυναίκες δεν μπορούσαν να διανοηθούν να ταξιδέψουν ασυνόδευτες, οι δρόμοι ήταν δύσβατοι, πολλές φορές επικίνδυνοι και οι ταξιδιωτικές αποσκευές ασήκωτες. Η νεαρή γυναίκα μοιάζει να αψηφά κάθε κανόνα, ένα ενδεχόμενο σκάνδαλο – ούτε η οικογένεια ούτε οι κοινωνικές συνθήκες την εμποδίζουν να μελετήσει τα έργα της Αναγέννησης.
Η τόλμη, η ελευθερία και δυναμισμός της είναι αξιοσημείωτα, λίγες αντίστοιχες περιπτώσεις έχουμε, ακόμα και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Όταν επιστρέφει στην Αθήνα, αποφασίζει να μεταβεί και να εκθέσει στην Αίγυπτο και να έρθει σε επαφή με την ακμάζουσα ελληνική παροικία. Εκθέτει στο ξενοδοχείο Continental, στο Κάιρο, και εκεί γνωρίζεται με τον δημοσιογράφο Νίκο Καραβία. Η συνάντηση αυτή όχι μόνο θα αλλάξει τη ζωή της αλλά και θα την ενθαρρύνει ουσιαστικά να ξεκινήσει μια οδύσσεια που θα της χαρίσει περιπέτειες και εμπειρίες πρωτόγνωρες.
«Ο δημοσιογράφος Νικόλαος Καραβίας ήταν ένας από τους πιο σημαίνοντες εκπροσώπους του παροικιακού ελληνισμού, ο οποίος τότε διηύθυνε την καθημερινή εφημερίδα "Κάιρον". Ο Καραβίας γοητεύεται από την πληθωρική προσωπικότητα και το αδάμαστο σθένος της νεαρής ζωγράφου και το 1910 παντρεύονται στην Πόλη. Το ζεύγος Καραβία αρχικά διαμένει στην αιγυπτιακή πρωτεύουσα, αλλά το καλοκαίρι του 1910 μετακομίζει και εγκαθίσταται οριστικά στην Αλεξάνδρεια, όπου ο Καραβίας διευθύνει πλέον το έντυπο με τίτλο "Εφημερίς". Η σχέση μεταξύ του ζευγαριού, σχέση πνευματικής και ψυχικής συγγένειας, αλληλοσεβασμού και αμοιβαίας υποστήριξης, συνεχίστηκε αδιάλειπτη μέχρι τον πολύ κοντινό θάνατό τους, 1959 ο Καραβίας, 1960 η ζωγράφος», συνεχίζει η κ. Τσούργιαννη.
Όταν το 1912 κηρύσσεται ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος, η Φλωρά-Καραβία ταξιδεύει στο μέτωπο. Ακολουθεί την πορεία του ελληνικού στρατού πρώτα στη Μακεδονία και μετά στην Ήπειρο. Οι γραπτές ανταποκρίσεις της δημοσιεύονται στην εφημερίδα του συζύγου της. Κρατά εικαστικές σημειώσεις, σκιτσάρει από τον βασιλιά Κωνσταντίνο, του οποίου υπήρξε θαυμάστρια, μέχρι απλούς Έλληνες και Τούρκους στρατιώτες, ένα σύνολο σχεδόν τριακοσίων έργων. Όταν ξεσπά η συμπλοκή στη Μικρά Ασία βρίσκεται πάλι στο μέτωπο, ενώ μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, σε ταξιδιωτικό ίμερο, επισκέπτεται την Αμερική. Εκθέτει τρεις φορές στη Βαλτιμόρη, στη Νέα Υόρκη και στη Βοστώνη, ενώ σε μια ανταπόκρισή της γράφει: «Εδώ είναι ο τόπος των μηχανών…». Οι ομογενείς δέχονται το έργο της με ενθουσιασμό.
Με τα ταξίδια να αποτελούν ακαταμάχητο πόλο έλξης φτάνει μέχρι την Παλαιστίνη, πραγματοποιώντας ένα παιδικό της όνειρο, να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους. Μέχρι το 1940 εκθέτει διαρκώς, εκδίδει τις ταξιδιωτικές της εμπειρίες, ενώ εκείνη τη χρονιά αποφασίζει με τον σύζυγό της να εγκατασταθούν στην Αθήνα. Όταν μετά από 30 χρόνια αποχαιρετά την Αλεξάνδρεια, η εφημερίδα «Egyptienne» γράφει: «Η Θάλεια Φλωρά-Καραβία δεν έζησε χωρίς λόγο ανάμεσά μας. Η ζωή και το έργο της, που είναι ουσιαστικά το ίδιο πράγμα, θα αποτελούν πάντα ένα παράδειγμα και ένα φως για εμάς». Η Θάλεια Φλωρά-Καραβία αποχαιρέτησε την Αίγυπτο με τον τρόπο της, με μια τελευταία έκθεση τον Φεβρουάριο του 1940, μια αναδρομική στο Ελληνικό Κέντρο Καΐρου.
«Η Φλωρά-Καραβία συμμετείχε, ως ένα είδος εικαστικού χρονικογράφου, στους τρεις μεγάλους πολέμους που σημάδεψαν ανεξίτηλα την πορεία του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13, τη Μικρασιατική Εκστρατεία το 1921 και τον Β' Παγκόσμιο στην Αθήνα. Στις δύο πρώτες πολεμικές επιχειρήσεις βρέθηκε στη γραμμή του πυρός, κυριολεκτικά στην πρώτη γραμμή του μετώπου, ενώ στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, λόγω του προχωρημένου της ηλικίας της, καθώς ήταν πλέον 70 ετών, κατέγραψε, με ιδιαίτερη ευαισθησία, σκηνές από τα μετόπισθεν. Την πλέον γνωστή, εμβληματική θα λέγαμε, φωτογραφία της στην περιοχή του Εμίν Αγά, λίγο έξω από τα Γιάννενα, τις παραμονές της κατάληψης της πόλης από τον ελληνικό στρατό το 1913, περιγράφει αξεπέραστα ο συγγραφέας Κώστας Ουράνης που βρισκόταν ως δημοσιογραφικός ανταποκριτής στο μέτωπο: "Η πλήξις μ’έσερνε στα χειρουργεία, όπου ένοιωθε κανείς ένα αντικαθρέπτισμα του πολέμου, και ήταν σ' ένα από αυτά που πρωτοείδα την κ. Φλωρά-Καραβία όρθια και αδιάφορη προς όλους, να παίρνη σκίτσα των σκηνών του χειρουργείου μπρος στα έκπληκτα μάτια των κατακειμένων τραυματιών και όλων ημών που κάθε άλλο επεριμέναμε να ιδούμε στο Εμίν Αγά παρά μια γυναίκα…Η περιέργεια μ'έσυρε κοντά της και ο θαυμασμός μ'εκάρφωσε δίπλα της για πολλήν ώραν, στο τέλος της οποίας γενήκαμε καλοί φίλοι…
Βγήκαμε μαζί έξω από το χειρουργείο και βουτώντας έως στο γόνατο στις λάσπες που μας εμπόδιζαν να προχωρήσωμεν εκάμαμεν μαζή έναν περίπατο στον αμαξωτό δρόμο για να σταθούμε μπροστά σ'ένα πένθιμο πεδίο γεμάτο εγκατάλειψι και θάνατο, στο οποίο ο χιονισμένος επιβλητικός και γεμάτος σύννεφα Ολύτσικας έδιδεν ένα φόντο αιωνίας γαλήνης και σιωπής, το οποίο οι απλοϊκοί στρατιώται που κατευλίζοντο πιο πέρα μπρος στη φωτιά τους το εκύτταζαν περίεργοι και ακίνητοι νομίζοντες πως τους εφωτογραφούσε. Μέσα σε κείνη την εγκατάλειψι, και τη μονοτονία του ηπειρωτικού πεδίου, μέσα στο σκοτάδι που απλωνότανε επιβλητικό και βαρύ, η κ. Φλωρά-Καραβία, καρφωμένη στη λάσπη και την υγρασία, μου έκαμε την εντύπωση όχι γυναίκας πια αλλά μιας εξαιρετικής ιέρειας της Τέχνης που την έβλεπα στην ωραία στιγμή μιας ιεροτελεστίας".
Τόσο στο φωτογραφικό instantané όσο και στο γλαφυρό απόσπασμα του Ουράνη, εντύπωση προκαλεί αυτή ακριβώς η αντιστροφή του στερεοτυπικού σχήματος άνδρας θεατής - γυναίκα θέαμα, σύμφωνα με τη γνωστή ανάλυση του John Berger. Αυτόν ακριβώς τον ακατάβλητο δυναμισμό αλλά και την αδιάλειπτη ενεργητικότητά της μας δίνει με τον καλύτερο τρόπο το εξής επεισόδιο που συνέβη τις πρώτες μέρες της εισόδου του ελληνικού στρατού στα Γιάννενα: όσο η ζωγράφος σκιτσάριζε τον Εσάτ Πασά, τον τελευταίο γενναίο Οθωμανό υπερασπιστή των Ιωαννίνων, ο απεικονιζόμενος, γυρίζοντας προς τον σύζυγό της, Νίκο Καραβία, ο οποίος βρισκόταν εκεί, είπε το εξής χαρακτηριστικό: “Ένα τσιγάρο συ, τρία σκίτσα η κυρά σου!”», γράφει η κ. Τσούργιαννη. Μεγάλο μέρος της εικονογραφικής αυτής παραγωγής αλλά και των κειμένων που η Φλωρά-Καραβία έστελνε ως γραπτές ανταποκρίσεις στην εφημερίδα του συζύγου της εκδόθηκαν, πολύ αργότερα, το 1936, σε πολυτελή έκδοση με τον τίτλο «Εντυπώσεις από το 1912-1913».
«Η Φλωρά-Καραβία ανήκει σε μια άλλη ράτσα. Ήταν Μακεδονίτισσα. Είχε ζήσει στην Πόλη και στην Αλεξάνδρεια. Τρία μαγικά ονόματα τόπων, όπoυ άνθησε η ζωγραφική. Κάτω από τη γυναικεία αισθηματική ζωγραφική της μπορούσες να ξεχωρίσεις τη στερεότητα της αρχαίας ζωγραφικής, τη θετικότητα των ελληνιστικών μωσαϊκών». Αυτά είναι λόγια του Γιάννη Τσαρούχη για τη ζωγράφο. Όταν φτάνει και εγκαθίσταται στην Αθήνα είναι 70 ετών. Αν ήταν νεότερη, θα είχε πάει ξανά στο μέτωπο, η ηλικία της ήταν το μόνο εμπόδιο, αλλά αποφασίζει να αποτυπώσει τα μετόπισθεν της σύρραξης. Εκθέτει μέσα στην Κατοχή, το 1943, και μεταπολεμικά ξανά στην Αλεξάνδρεια και στην Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση του Ζαππείου. Ακόμα και μετά από μισό αιώνα κατά τον οποίο δραστηριοποιείται, οι γυναίκες καλλιτέχνιδες που αναδύονται είναι ελάχιστες ή υποτιμημένες. Οι κριτικοί Μανόλης Χατζηδάκης και Άγγελος Προκοπίου εγκωμιάζουν το έργο της. Μέχρι το 1958 είναι δραστήρια και συμμετέχει στο εικαστικό σκηνικό της Αθήνας με ατομικές ή παίρνοντας μέρος σε ομαδικές εκθέσεις.
«Το πολυτάραχο πολιτικό σκηνικό στην Αίγυπτο αναγκάζει το ζεύγος Καραβία να εγκαταλείψει την αγαπημένη του Αλεξάνδρεια και να μετοικήσει στην Αθήνα, στο σπίτι-εργαστήριο της 3ης Σεπτεμβρίου 139. Ο νεαρός Γιάννης Τσαρούχης, ο οποίος γνωρίζει την εποχή αυτήν τη ζωγράφο και εκτιμά απεριόριστα τη δουλειά της, γράφει σχετικά με το αθηναϊκό σπίτι-εργαστήριο της: «Την εποχή της Κατοχής έμενα στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου. Στο απέναντι πεζοδρόμιο, λίγο πιο πέρα –αρκετά πιο πέρα–, όταν πήγαινα προς την πλατεία Αγάμων, έβλεπα, αριστερά μου καθώς ανέβαινα, ένα ποιητικό εσωτερικό πίσω από τις μπαλκονόπορτες που απείχαν λίγα σκαλοπάτια απ’ τον δρόμο. Ποιητικό όχι μόνο γιατί οι τοίχοι του ήταν γεμάτοι το ’να δίπλα στ’ άλλο έργα ζωγραφικής αλλά και γιατί τα λίγα έπιπλα και αντικείμενα που υπήρχαν στις κάμαρές του είχαν εκείνη την ανεξήγητη γοητεία των παλιών και κοινών πραγμάτων που δημιουργούν μίαν ειδικήν ατμόσφαιρα που πολύ δύσκολα καταφέρνουν να φτάσουν οι πολυτελείς και ολοκληρωμένες επιπλώσεις».
Η Θάλεια Φλωρά-Καραβία ζωγραφίζει ακατάπαυστα ως τον θάνατό της στην Αθήνα στις 17 Ιανουαρίου 1960. Μόνο ο θάνατος μπόρεσε να σταματήσει την αδάμαστη αυτή γυναίκα που, όπως έγραψε ο Άγγελος Προκοπίου στο επικήδειο σημείωμά του: «Δεν ήταν η μεγαλύτερη ζωγράφος μέσα στις Ελληνίδες. Ήταν η μεγαλύτερη ζωγράφος στην Ελλάδα, όταν ακόμη ζούσε και ο Ιακωβίδης», λέει η κ. Τσούργιαννη και υπογραμμίζει ότι «στην εποχή της η ζωγράφος μας έτυχε ευρείας αποδοχής και αναγνώρισης, για να υποπέσει αργότερα, όπως και όλοι σχεδόν οι εκπρόσωποι της Σχολής του Μονάχου, σε μια μορφή απαξίωσης και αφάνειας, μέσα στη λαίλαπα του μοντερνισμού και των ρευμάτων της αφαίρεσης. Η διαχρονικότητα της ζωγραφικής της, τα βασικά προβλήματα της αναπαράστασης της πραγματικότητας που την κατέκλυζε, αντιμετωπίστηκαν πάντα με έντιμη, καθαρή όραση, τεχνική δεινότητα και ψυχογραφική ευαισθησία. Πέρα από τους ακροβατισμούς της μόδας, έμεινε πιστή στο προσωπικό όραμα της, δίδαγμα θεμελιώδες για τις νεότερες γενιές καλλιτεχνών, ανδρών και γυναικών».
Αν στην ελληνική ζωγραφική μπορούμε να αναφερθούμε σε μια ιδιάζουσα περίπτωση γυναίκας καλλιτέχνιδας, αυτή είναι αναμφίβολα η Θάλεια Φλωρά-Καραβία. Έχοντας αφήσει ένα τεράστιο έργο, μπορούμε όχι μόνο να διαβάσουμε τις επιρροές αλλά και να σημειώσουμε τις μετακινήσεις της. Βρίσκεται σε μια διαρκή αναζήτηση θεμάτων που ολοκληρώνει με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία, πειραματίζεται διαρκώς με προσωπογραφίες, τοπιογραφίες, νεκρές φύσεις, δοκιμάζει τις δυνάμεις της στο σκίτσο, ειδικά τις περιόδους που φτάνει στο μέτωπο, μας κληροδοτεί εικόνες από τις εξωφρενικές εκείνη την εποχή ταξιδιωτικές της περιπέτειες που καμία άλλη γυναίκα δεν θα μπορούσε να τολμήσει να σχεδιάσει, να οργανώσει και να πραγματοποιήσει.
Βγήκε από τα σαλόνια, την comfort zone μιας ζωγράφου της γενιάς και της εποχής της, και συνδέθηκε με διανοούμενους και στρατιώτες, αστούς και αγρότες, παρατήρησε συμπονετικά τα πρόσωπα της κοινωνίας και της εποχής της, τις αλλαγές από τόπο σε τόπο και μετέφερε όλα αυτά στα χαρτιά και τους καμβάδες της με τρυφερότητα και πάθος. Χωρίς να εγκαταλείψει την ακαδημαϊκή της ρίζα, τολμά και κάνει επεμβάσεις στις ρεαλιστικές της εικόνες με ειλικρίνεια και αμεσότητα. Αν κάποιος παρατηρήσει προσεκτικά το έργο της και την εξέλιξή του θα διαβάσει σε αυτό την επίδραση της συναρπαστικής ζωής της, το απόσταγμα της εμπειρίας της και θα θαυμάσει το θάρρος, την αυτοπεποίθηση και την αφοσίωση στην τέχνη μιας ζωγράφου που αξίζει να μελετήσουμε και να διαβάσουμε τη ζωή της ακόμα και ως μυθιστόρημα.