#quote#
Έχω απέναντί μου ένα εικοσιεξάχρονο αγόρι με μακό και βερμούδα που πίνει φραπέ και καπνίζει ασταμάτητα. Τόπος συνάντησής μας ένα από τα καφέ των Εξαρχείων, αγαπημένο στέκι καλλιτεχνών. Ο Δημήτρης Καραντζάς, συνιδρυτής, μαζί με τον Έκτορα Λυγίζο και τη Σοφία Βγενοπούλου, της ομάδας θεάτρου Grasshopper, ως σκηνοθέτης, θεωρείται από τις σημαντικότερες νέες παρουσίες στο ελληνικό θέατρο. Ήδη, στην ηλικία που είναι, μετράει αρκετές αξιόλογες παραστάσεις, ενώ τόσο το Φεστιβάλ και η Λυρική όσο και το Εθνικό Θέατρο του έχουν εμπιστευτεί διάφορα έργα.
Αυτήν τη στιγμή βρίσκεται στην τελική ευθεία της προετοιμασίας του άπαιχτου έργου του Δημήτρη Δημητριάδη Ο κυκλισμός του τετραγώνου με αφορμή το αφιέρωμα της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών στον Θεσσαλονικιό συγγραφέα. Είναι τέτοια η χρονική πίεση από τις πρόβες, που μετά βίας έχει μια ώρα –κι ούτε καν– να μου παραχωρήσει γι' αυτήν τη συνάντηση. Μπαίνω κατευθείαν στο θέμα, που είναι το ίδιο το έργο. «Ο τίτλος από μόνος του παραπέμπει στο ανέφικτο» σχολιάζω. Προσυπογράφει: «Πρόκειται για την απόλυτη επιβεβαίωση του ανέφικτου. Ή, καλύτερα, όπως το λέει ο ίδιος ο Δημητριάδης, του "ασύμπτωτου". Το ασύμπτωτο της συνάντησης ενός ανθρώπου με τον άλλο άνθρωπο. Στο έργο, έντεκα άνθρωποι που εμπλέκονται σε τέσσερις ερωτικές ιστορίες παλεύουν να υπάρξουν. Και ενώ γνωρίζουν την αποτυχία, έχουν τέτοιο τρόμο για το κενό και την αποδοχή της μονάδας, που ακόμα κι αν ξέρουν πού θα καταλήξει αυτό που ζουν, που μπορεί να είναι ο απόλυτος εξευτελισμός ή σαδισμός, ακόμα κι αν αυτό περιέχει τη δολοφονία, προτιμούν να το ζήσουν και να το ξαναζήσουν, παρά να αποδεχτούν το κενό. Φτιάχνουν και ξαναφτιάχνουν τις ίδιες ιστορίες προκειμένου να αντέξουν την "αφόρητη ερημιά", όπως λέει το έργο». «Λες ότι οι χαρακτήρες ζουν και ξαναζούν τις σχέσεις τους. Δηλαδή, υπάρχει διαρκής επανάληψη; Μια επαναληπτικότητα, ενδεχομένως με ποιητική προσέγγιση;» ρωτάω και ο Καραντζάς απαντά: «Το έργο είναι πράγματι γεμάτο επαναλήψεις. Ξεκινάει σχεδόν με τα ίδια λόγια, πολύ πυκνά στην αρχή, και τα ίδια λόγια καταλήγουν σταδιακά να αποκαλύπτουν την κατασκευή μιας σχέσης ή μιας προσωπικότητας που φτιάχνουν οι άνθρωποι. Σχέσεις που θα μπορούσαν να περιγραφούν και με δύο λέξεις, αλλά εδώ σιγά-σιγά απογυμνώνονται τελείως. Δεν πρόκειται ωστόσο για λέξεις ποιητικές, το έργο δεν το χαρακτηρίζει μια γλώσσα εξεζητημένη, όπως άλλα έργα του Δημητριάδη, αντιθέτως ο λόγος είναι πολύ απλός. Δεν είναι οι λέξεις που κάνουν το έργο ποιητικό, αλλά η δομή του. Οι ίδιες νότες που στην αρχή παίζονται πολύ πυκνά και στο τέλος αφήνονται μετέωρες». Η τελευταία φράση του Καραντζά είναι αποκαλυπτική. Έτσι κι αλλιώς, ο τρόπος που περιγράφει το έργο θυμίζει μουσική σύνθεση, οπότε, ακούγοντας τον χαρακτηρισμό ότι οι λέξεις είναι γι' αυτόν «νότες», αναρωτιέμαι αν θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι σαν μια παρτιτούρα. «Ναι, είναι όντως γραμμένο σαν μουσική, αφού τα ίδια λόγια επαναλαμβάνονται με άλλο ύφος, μια νέα ενορχήστρωση σε επανάληψη» απαντάει.
Συνειδητοποιώ ότι πέρα από την αρχιτεκτονική του έργου, με το «ασύμπτωτο» στις σχέσεις δεν μπορεί παρά να επανέρχεται το αδιέξοδο του έρωτα, θεματική που χαρακτηρίζει όλα τα μεγάλα έργα και είναι ιδιαίτερα έντονη στην εργογραφία του Δημητριάδη. Ο νεαρός σκηνοθέτης γίνεται ακόμα πιο αποκαλυπτικός: «Με την επανάληψη, από ένα σημείο και μετά, δεν ασχολείσαι με την πρόφαση των σχέσεων, ότι δηλαδή μιλάμε για ζευγάρια σε κάθε δυνατό συνδυασμό, αλλά με το ότι βλέπουμε ανθρώπους να επαναλαμβάνονται και μόνο για να υπάρχουν. Άλλωστε, και στη ζωή τι κάνουμε; Δημιουργούμε διάφορα μοντέλα σχέσεων για να αποδράσουμε από τη μοναξιά αλλά και για να βρούμε λόγους να δικαιολογήσουμε την ύπαρξή μας. Το έργο ξεφεύγει από τα στενά όρια της άποψης ότι οι ερωτικές σχέσεις είναι δύσκολες. Αυτό είναι μόνο η αφορμή για να μιλήσει για τη γενικότερη δυσκολία της ερωτικής ένωσης. Το ασύμπτωτο της συνάντησης των ανθρώπων είναι το ασύμπτωτο της ζωής με τον θάνατο. Όπως και στο έργο βλέπουμε το ασύμπτωτο των ανθρωπίνων σχέσεων, με τον ίδιο τρόπο η ζωή δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με τον θάνατο».
Στη συνέχεια διερωτώμαι πού συναντιέται ένα τόσο νέο παιδί με τον σκοτεινό και απαισιόδοξο λόγο του Δημητριάδη. Μου διευκρινίζει: «Αντιλαμβάνομαι κι εγώ την ίδια απελπισία σε κάποια κομμάτια της ζωής, αλλά προσπαθώ να μην την παίρνω στα σοβαρά. Γι' αυτό και συγκινήθηκα όταν διάβασα τον Κυκλισμό του τετραγώνου, όπου είδα για μια ακόμα φορά την απόγνωση των έργων του Δημητριάδη, που όμως έχουν συγχρόνως συμπόνια για τα πρόσωπα που ο συγγραφέας περιγράφει. Καταλαβαίνω πάρα πολύ καλά το ασύμπτωτο, το ανέφικτο κι αδύνατο της συνάντησης των ανθρώπων κι ας μην έχω τα ίδια βιώματα με τον Δημητριάδη. Υπάρχει όμως και η τεράστια αγάπη του για τις λέξεις, κάτι που δεν είναι απλώς εγκεφαλικό. Όντας πολυγραφότατος, γεννάει συνεχώς λέξεις, μέσα από τις οποίες επιβιώνει». Υποπτεύομαι ότι ένα έργο που μιλάει για αδύνατες και ανέφικτες καταστάσεις θα εμπεριέχει και ακρότητες. Επιστρατεύει το χιούμορ του και μου εξηγεί: «Πέρα από τις δολοφονίες, τους τεμαχισμούς και τις πτώσεις από το παράθυρο, όχι».
Ο Δημήτρης Δημητριάδης για πάρα πολλά χρόνια ήταν ένας ερημίτης της τέχνης, ένας αφοσιωμένος εργασιομανής του γραπτού λόγου, ταμπουρωμένος μέσα σε ένα δώμα, απομονωμένος σε μια γειτονιά της Θεσσαλονίκης που ελάχιστοι γνώριζαν την ύπαρξή του. Χωρίς τιμές και φανφάρες, χωρίς καμιά ιδιαίτερη στήριξη από το λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κατεστημένο. Πολλοί είχαν διαβάσει το εμβληματικό Πεθαίνω σαν χώρα του 1978 και λιγότεροι τις αριστουργηματικές του μεταφράσεις στη γαλλική λογοτεχνία. Θεατρικό του έργο είχε να ανέβει από το 1968 και τη θρυλική παράσταση της Τιμής της ανταρσίας στη μαύρη αγορά από τον Πατρίς Σερώ στο Παρίσι. Έκτοτε, σχεδόν τίποτα. Η επίσημη Ελλάδα αγνοούσε και την ύπαρξή του. Τα τελευταία χρόνια η αναγνώριση ήρθε για μια ακόμα φορά από τη Γαλλία. Χάρη σε μια αφιερωματική χρονιά κατά την οποία ανέβηκαν πολλά έργα του, ακολούθησε ένας καταιγισμός παραστάσεων και στην Ελλάδα.
Ρωτάω τον Δημήτρη Καραντζά τι σημαίνει για τον ίδιο και τη γενιά του ο Δημητριάδης. «Ανακάλυψα τα θεατρικά του έργα στα 17 μου. Τόσο εγώ όσο και η γενιά μου, νομίζω, νιώθουμε ότι ο λόγος του Δημητριάδη έχει τεράστια σημασία για τη χώρα μας και όχι μόνο. Είναι ο μόνος που έχει πολύ προσωπικό ύφος που δεν άπτεται μόνο του ελληνικού γίγνεσθαι, αλλά μιλάει μια οικουμενική γλώσσα. Επίσης, βλέπεις έναν συγγραφέα που από τα πρώτα του έργα μέχρι σήμερα παίζει συνεχώς με το ύφος και τη φόρμα. Δεν επαναπαύεται και δεν αναπαράγει τον εαυτό του. Το σύνολο του έργου του δείχνει έναν άνθρωπο που πειραματίζεται, είναι ανήσυχος, τον ενδιαφέρει η εξέλιξη της δραματουργίας του, μέσω της οποίας προτείνει φόρμες. Αυτό είναι πολύ συγκινητικό σε μια χώρα που δεν έχουμε φοβερή παραγωγή δραματουργίας». Ξέροντας ότι έχει παραστεί σε πρόβες που κρατάνε τρεις μήνες τώρα, ζητάω από τον σκηνοθέτη να μου περιγράψει τις αντιδράσεις του συγγραφέα. «Ήρθε με τη διάθεση να βοηθήσει. Περισσότερο, μάλιστα, να δει πώς λειτουργεί αυτό που έγραψε. Είχε την περιέργεια να δει αν στέκει, ακόμα και να εκπλαγεί με την πιθανότητα μιας ερμηνείας σε κάποια από αυτά που έγραψε και τα οποία δεν είχε σκεφτεί με αυτό τον τρόπο. Ήταν πάρα πολύ ανοιχτός σε κάθε ερέθισμα. Δεν ήρθε να κάνει τον συγγραφέα».
σχόλια