Ανθρώπινες αμαρτίες και ατελείωτες μεταφυσικές ερμηνείες. Αποφάσεις υπό πλήρη σύγχυση. Ανεξέλεγκτα συναισθήματα και ερωτικό βάσανο. Σκοτεινές, αγριεμένες μορφές, παραλογισμός, εκδικητική μανία και για φινάλε η διασημότερη πράξη εκδίκησης για την απιστία: η δολοφονία των παιδιών της. Το όνομα της Μήδειας είναι από εκείνα που ξυπνούν σφοδρά συναισθήματα για μια σειρά από λόγους, καθένας από τους οποίους αρκεί για να δημιουργηθεί ένα ολοκαίνουριο, αυτοτελές έργο τέχνης.
Η τραγωδία του Ευριπίδη, αυτή στην οποία ο τραγικός ποιητής αναφέρεται με πρωτόγνωρο τρόπο στις εσωτερικές συγκρούσεις της ψυχής για τα δεδομένα της ελληνικής τραγωδίας, είναι η συχνότερη εκδοχή της «Μήδειας» στο αρχαίο θέατρο. Κόρη του βασιλιά της Κολχίδας Αιήτη, η ηρωίδα όχι μόνο ερωτεύτηκε τον Ιάσονα, αρχηγό της αργοναυτικής εκστρατείας όταν εκείνος έφτασε στην Κολχίδα, αλλά έθεσε τη μαγική της μαεστρία στη διάθεσή του, ώσπου εκείνος να αποκτήσει το χρυσόμαλλο δέρας. Έπεσε στη φωτιά για χάρη του, πρόδωσε την οικογένειά της και πήρε μαζί του έναν δρόμο –αρχικά για την Ιωλκό κι έπειτα για την Κόρινθο– χωρίς επιστροφή. Είναι, λοιπόν, πολλά αυτά που θυσίασε, για να τον ακούσει ψύχραιμη, λίγο καιρό μετά, να της ανακοινώνει περιχαρής ότι παντρεύεται τη Γλαύκη, κόρη του βασιλιά της Κορίνθου Κρέοντα. Με δηλητηριώδη δώρα φονεύει νύφη και πεθερό, με τα ίδια της τα χέρια σφάζει τα αγόρια της Φέρητα και Μέρμερο.
Η Μήδεια είναι μια βάρβαρη για τους Έλληνες που πίστευαν ότι όσοι κατάγονταν από ξένες φυλές που δεν μιλούσαν ελληνικά είχαν ροπή στα πάθη. Είναι τόσο χαρακτηριστική η φράση «καμιά Ελληνίδα δεν θα τολμούσε να σκοτώσει τα παιδιά της» που ουρλιάζει ο Ιάσονας στη θέα των δολοφονημένων παιδιών τους.
Η ηρωίδα που προκαλεί από συμπόνια μέχρι αδυσώπητο μίσος, που έχει γρατζουνίσει τις φεμινιστικές μας ευαισθησίες, που έχει προκαλέσει τους μεγαλύτερους δημιουργούς να την ερμηνεύσουν, να την εξηγήσουν, να τη ζωγραφίσουν, να την μελοποιήσουν και να την χορογραφήσουν είναι μια γυναίκα μοναδικής ιδιοσυγκρασίας, η οποία αναζητά άλλοθι στην καταγωγή, στην υπεράσπιση της τιμής, στην οδύνη της. Η βίαιη φύση αυτής της serial killer της αρχαιότητας αφυπνίζεται από την ατίμωση, η ηρωική της οργή πολλαπλασιάζεται από το ερωτικό πάθος. Και τότε η δολοφονική της μηχανή ξεκινά.
Το παρελθόν της τα είχε πει όλα
Η Μήδεια δεν είναι απλώς μια γυναίκα. Αυτός είναι ένας ρόλος που παίζει για τους ανόητους άνδρες με τους οποίους σχετίζεται, που είναι όλοι τους –Κρέοντας, Ιάσονας, Αιγέας– ανίκανοι να καταλάβουν κάτι άλλο πέρα από τα ανδρικά στερεότυπα που εκείνη χειρίζεται για την προώθηση των στόχων της. Μέσω αυτής ο Ευριπίδης λέει πως αν στον έρωτα προσθέσεις την επική βιαιότητα θα απελευθερωθεί μια δύναμη ικανή να εξαλείψει κάθε γάμο, οικογένεια, πόλη, ακόμα και την ίδια την ανθρώπινη ταυτότητα. Ο περίφημος καθηγητής Κλασικών Σπουδών Μπρους Θόρντον τα γράφει αυτά στο βιβλίο του «Έρως - Ο μύθος της σεξουαλικότητας στην Αρχαία Ελλάδα». Η Μήδεια είναι μια βάρβαρη για τους Έλληνες που πίστευαν ότι όσοι κατάγονταν από ξένες φυλές που δεν μιλούσαν ελληνικά είχαν ροπή στα πάθη. Είναι τόσο χαρακτηριστική η φράση «καμιά Ελληνίδα δεν θα τολμούσε να σκοτώσει τα παιδιά της» που ουρλιάζει ο Ιάσονας στη θέα των δολοφονημένων παιδιών τους.
Επιπλέον, έχει βαρύ «ποινικό μητρώο» και καθόλου έντιμο πρότερο βίο. Ο Απολλώνιος περιγράφει πως η νεαρή Μήδεια, επειδή πίστευε ότι κατά τη φυγή του ο Ιάσονας θα την έδινε πίσω στον πατέρα της με αντάλλαγμα το δέρας, «κόχλαζε από βαρύ/θλιβερό θυμό κι ήθελε να κάψει, να κομματιάσει τα πλοία, να πέσει και η ίδια στη φωτιά». Είναι επίσης εκείνη που τεμάχισε τον αδελφό της Άψυρτο και σκόρπισε τα μέλη του στη θάλασσα, εκείνη που ξεπαστρεύει τον Πελία (θείο του Ιάσονα), πείθοντας τις εύπιστες κόρες του να τον κατακρεουργήσουν και να τον βράσουν για να ξαναγίνει νέος.
Η οργή, λοιπόν, εναντίον του Ιάσονα δεν είναι πρωτόγνωρη αντίδραση ούτε καν παροδική κρίση. Η Μήδεια, σύμφωνα με τον Αμερικανό ακαδημαϊκό, είναι μια γυναίκα θανατηφόρας εξυπνάδας (χαρακτηριστικό που ενδυναμώνει το σφοδρό της πάθος), ανιψιά της μάγισσας Κίρκης και λάτρις της ζοφερής θεάς της νύχτας Εκάτης, γνωρίζει τη μαύρη μαγεία, επισκέπτεται νεκροταφεία για τα ανθρώπινα μέλη και βότανα με τα οποία κατασκευάζει φυλαχτά και φάρμακα. Έχει τη δύναμη να σβήνει φλόγες και να αλλάζει τη ροή των ποταμών, να ακινητοποιήσει τη σελήνη.
Οι δύο μεταφράσεις
Δύο ξεχωριστοί μεταφραστές μάς έχουν αποδώσει το κείμενο του Ευριπίδη τόσο διαφορετικά και τόσο υπέροχα. «Δύο φορές βάρβαρη η Μήδεια, από καταγωγή και από έρωτα» γράφει στον πρόλογο της μετάφρασής του ο Γιώργος Χειμωνάς, που στο δικό του κείμενο επιμένει να ερμηνεύει την ιστορία με ψυχαναλυτική προσέγγιση. Η μετάφρασή του είναι άμεση και ποιητική, εμπεριέχει την προσωπική του θεώρηση και επιχειρεί να πλησιάσει την ψυχή των ηρώων.
Από την άλλη, η μετάφραση του Μίνωα Βολανάκη, που πρωτοακούστηκε στην ιστορική παράσταση του ΚΘΒΕ την περίοδο 1976-1977 (σε σκηνοθεσία του ίδιου, με τη Μελίνα Μερκούρη στον ομώνυμο ρόλο), είναι επίσης ευφυής, γιατί μας φέρνει πιο κοντά στο μυστήριο που κρύβει το έργο. Όταν τη δεκαετία του '70 δούλευε το κείμενο, διάβασε 400-500 βιβλία επιστημονικής φαντασίας για να ανακαλύψει τον τρόπο που το έργο έχει επηρεάσει τους συγγραφείς του λογοτεχνικού είδους.
«Είναι βάρβαρη γυναίκα, καταπιεσμένη από τον άντρα. Μια μητροκτόνος που βγαίνει, χτυπημένη από μανία, και στέκει αντιμέτωπη με τον Ιάσονα. Μια γυναίκα από κατώτερη φυλή, ξένη σε ξένο πολιτισμό, που σέρνει μέσα της τον φόβο του εξευτελισμού. Η Μήδεια δεν είναι παρά μια επαναστάτρια, όπως όλες οι γυναίκες στις αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες» έλεγε ο Μ. Βολανάκης για την ηρωίδα του.
Ο δεκαπεντασύλλαβος του Μποστ
«Θαρρώ τα δέκα είν' πολλά» έλεγε η Μήδεια του Μποστ προς τον ήρωα της παράστασης Ευριπίδη (!). «Βάλτε την δυο να σφάξει κι ολόκληρον το έργον σας τότε θα είν' εντάξει. Ακούστε που σας λέω εγώ... Μια φίλη μου με δυο παιδιά που τα εξεφορτώθη δεν ξέρετε τι ήρεμη κι ευτυχισμένη νιώθει». Ο Μέντης Μποσταντζόγλου δεν ήταν παρών στην πρεμιέρα της «Μήδειας» το 1993, επειδή βρισκόταν στο νοσοκομείο. Η παράσταση, σε σκηνοθεσία Θανάση Παπαγεωργίου, με τη Λήδα Πρωτοψάλτη στον πρωταγωνιστικό ρόλο, σημείωσε τον πρώτο θρίαμβο στο θέατρο Στοά (60.000 θεατές) κι έκτοτε επαναλήφθηκε με διαφορετική διανομή (οι ίδιοι συντελεστές την ανέβασαν και στο Φεστιβάλ Αθηνών το 2015). Η Μήδεια σε δεκαπεντασύλλαβο ήταν, βέβαια, το όχημα του Μποστ για να σατιρίσει τα ήθη της εποχής, τη χρήση μιας επιτηδευμένης γλώσσας και την κακοδαιμονία του νεοέλληνα. Σύμφωνα με μια δική του συμβουλή προς την Πρωτοψάλτη, η ηρωίδα φορούσε μπιζού και σκουλαρίκια, επειδή ήταν ξενόφερτη αρχοντοχωριάτισσα, «μια Ρωσοπόντια» (αναφορά στην εποχή και στην καταγωγή της μάγισσας από την Κολχίδα).
Παιδοκτονία με κρεμάλα
Αν η «Μήδεια» του Παζολίνι έχει περάσει στη σφαίρα του κινηματογραφικού μύθου λόγω της Μαρίας Κάλλας, η ομότιτλη ταινία του Λαρς φον Τρίερ διεκδικεί το δικό της credit στον χώρο του πειραματικού σινεμά. Η εκδοχή του Δανού είναι γυρισμένη με αναλογική κάμερα για τηλεοπτική προβολή στη δανέζικη τηλεόραση το 1988, βασισμένη μάλιστα σε σενάριο που είχε επεξεργαστεί ο σπουδαίος Καρλ Ντράγιερ, χωρίς ποτέ να το ολοκληρώσει. Ο ίδιος ο Φον Τρίερ, μάλιστα, έχει δηλώσει σε συνέντευξή του ότι ο Ντράγιερ επιθυμούσε να γυρίσει το φιλμ στην Ελλάδα, με την πρώτη σκηνή τοποθετημένη σε ένα αμφιθέατρο (για την ιστορία, είχε ταξιδέψει στο Παρίσι για να προτείνει τον ρόλο στη Μαρία Κάλλας). Και ενώ ο «πρόγονός» του είχε επιλέξει το δηλητήριο για τη σκηνή της παιδοκτονίας, ο Φον Τρίερ κατέληξε σε μια δραματική σκηνή απαγχονισμού. Στον ρόλο της Μήδειας εμφανίζεται η Κίρστεν Όλεσεν και του Ιάσονα ο Γερμανός ηθοποιός Ούντο Κίερ. Τα εκφραστικά πρόσωπά τους κυριαρχούν στην ταινία –μέσω των κοντινών πλάνων– μαζί με τους ομιχλώδεις βαλτότοπους και τον ήχο του νερού.
Η Γιαπωνέζα Μήδεια
Απόδειξη ότι το αρχαίο δράμα και η συγκεκριμένη ηρωίδα έχουν με έναν μυστικιστικό τρόπο διαχυθεί στο παγκόσμιο καλλιτεχνικό σύμπαν αποτελεί η αξεπέραστη «Μήδεια» του Γιούκιο Νιναγκάουα, που παίχτηκε στην Ελλάδα το 1983 (στον Λυκαβηττό) και το 1984 (στο Ηρώδειο). Επιστρατεύοντας έναν αυστηρώς ανδρικό θίασο και με τον μεγάλο Ιάπωνα ηθοποιό Μικιζίρο Χίρα (που πέθανε πέρσι) να ερμηνεύει ανατριχιαστικά τον ομώνυμο ρόλο, ο Ιάπωνας σκηνοθέτης μάς κληροδότησε μια παράσταση-σταθμό στην υποκριτική του αρχαίου ελληνικού δράματος. Το αρχαίο δράμα έμπλεξε με τις παραδόσεις της Ανατολής, η ιαπωνική μουσική συνομίλησε με τον Μπαχ, η μοναδικής σύλληψης εικαστική προσέγγιση έγινε ένα με το σκηνικό του Ηρωδείου και η Μήδεια του Μικιζίρο Χίρα, σε μία από τις αξιομνημόνευτες σκηνές του παγκόσμιου θεάτρου, απαρνιέται τον έρωτά της, τραβώντας ασταμάτητα μια κατακόκκινη κορδέλα από το στόμα της.
Ευτυχώς που οι παραστάσεις του Ηρωδείου βιντεοσκοπήθηκαν κι έτσι μπορούν όλοι σήμερα να νιώσουν έστω κι αμυδρά λίγη από τη συγκίνηση των 14.000 θεατών που την παρακολούθησαν τότε. Στο θέατρο, μέχρι ψηλά πάνω στα βραχάκια, δεν έπεφτε καρφίτσα και δεν ακουγόταν κιχ. Αλλά στο φινάλε το χειροκρότημα ήταν τόσο δυνατό και παρατεταμένο, που ο παραγωγός Ταντάο Νακάνε δάκρυσε.
Οπερατική δολοφόνος
Ο Λουίτζι Κερουμπίνι είναι αυτός που ανέλαβε το βαρύ φορτίο να μεταφέρει την αποτρόπαια πράξη στο λυρικό θέατρο και να ντύσει με μουσικές μια ιστορία που είχε όλα τα στοιχεία που απαιτεί το είδος. Παραδόξως για τα δεδομένα της όπερας, όπου όλα μεγεθύνονται, ο δημιουργός της υπήρξε τελικά ένα ακόμα θύμα της γοητείας της «Μήδειας». Εξού και θέλησε να πάρει αποστάσεις από την επικρατούσα εκδοχή της εποχής και να αποδώσει τη Μήδεια όσο πιο ανθρώπινη γινόταν.
Η πρεμιέρα της τρίπρακτης όπερας δόθηκε τον Μάρτιο του 1797 στο θέατρο Φεντό στο Παρίσι και στο πέρασμα των δεκαετιών κατέκτησε τα ευρωπαϊκά θέατρα, χωρίς όμως ποτέ να γοητεύσει τρομερά τους θεατές. Μέχρι που οι δρόμοι της οπερατικής Μήδειας συναντήθηκαν με τη Μαρία Κάλλας. Στις 7 Μαΐου 1953 την τραγουδά πρώτη φορά στη Φλωρεντία και την επομένη θριαμβεύει στη Σκάλα με μαέστρο τον Λέοναρντ Μπερνστάιν. Μάλιστα, μετά την εκτέλεση της άριας «Dei tuoi figli» της πρώτης πράξης, ακολούθησε δεκάλεπτο χειροκρότημα. Αυτό ήταν! Για περίπου μία δεκαετία (έως τον Ιούνιο του 1962) το κοινό σε Μιλάνο, Βενετία, Ρώμη, Ντάλας και Λονδίνο απαιτεί να την βλέπει ντυμένη Μήδεια, ενώ το 1957 ηχογραφεί την όπερα με μαέστρο τον Τούλιο Σεραφίν και μας αφήνει σπουδαία παρακαταθήκη. Ο απολογισμός λέει πως τραγούδησε τη «Μήδεια» 31 φορές σε εννέα χρόνια, με αποκορύφωμα τον τελευταίο της ελληνικό θρίαμβο στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου το 1961, σε μια ανεπανάληπτη παραγωγή σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή και σκηνική επιμέλεια Γιάννη Τσαρούχη.
Ο ομώνυμος ρόλος είναι για τη σοπράνο που τον ερμηνεύει ένα δύσκολο στοίχημα, εξού και σπανίως ηχογραφείται ολόκληρη η όπερα. Υπάρχει, μάλιστα, ο αστικός μύθος που λέει πως ο πρόωρος θάνατος της τραγουδίστριας Ζιλί- Ανζελίκ Σιό που πρώτη ερμήνευσε τον ρόλο αυτό στην παρισινή του πρεμιέρα οφείλεται στη δυσκολία και στο άγχος για την απόδοση του ρόλου. Εδώ που τα λέμε, ακόμα και η Κάλλας, όταν δίδασκε στο Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης και την ρωτούσαν για τον ρόλο, έδινε τον χαρακτηρισμό που πραγματικά τού αρμόζει: δολοφονικός.
Η Μήδεια σε αμφορείς
Ο μύθος της Μήδειας ασφαλώς και αποθεώθηκε και από τους καλλιτέχνες διαφόρων εποχών. Αιώνες πριν φτάσουμε στον περίφημο πίνακα του Ευγένιου Ντελακρουά «Η Μήδεια πριν σκοτώσει τα παιδιά της» και στην αριστουργηματική «Μήδεια» του Σεζάν, η μορφή της είχε υπάρξει εξαιρετικά αγαπητό θέμα στην ελληνική αγγειογραφία, καθώς και σ' εκείνη της Κάτω Ιταλίας του 4ου αιώνα π.Χ.
Σε κάποια από τα αγγεία ή τις σαρκοφάγους που έχουν διασωθεί συγχωνεύονται αρκετά επεισόδια της ιστορίας, ακόμα και επιγραφές, που βοηθούν τον θεατή στην πιο άμεση κατανόηση του μύθου. Είναι αυτά στα οποία καταγράφεται η κλιμάκωση της υπόθεσης. Άλλα πάλι εστιάζουν σε μία μόνο σκηνή της τραγωδίας, προσπαθώντας έτσι να μελετήσουν πιο βαθιά τη στιγμιαία συναισθηματική κατάσταση. Σε κάθε περίπτωση, ο τρόπος που οι καλλιτέχνες απεικόνισαν όλη αυτή την παλέτα αδιανόητων καταστάσεων και σφοδρών συναισθημάτων έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Τρία έξοχα τέτοια δείγματα που απεικονίζουν τη «Μήδεια» θα δείτε στην έκθεση «Emotions - Ένας κόσμος συναισθημάτων» που εγκαινιάστηκε τον Μάρτιο στο Ωνάσειο Πολιτιστικό Κέντρο της Νέας Υόρκης και πλέον βρίσκεται στο Μουσείο της Ακρόπολης (έως τις 19 Νοεμβρίου). Τα δύο μάς ήρθαν από το Μουσείο του Λούβρου (ένας κωδωνόσχημος κρατήρας που παρουσιάζει τη σατανική ηρωίδα να δίνει τα γαμήλια δώρα στη Γλαύκη κι ένας αμφορέας με τη στιγμή που σκοτώνει το παιδί της) και το τρίτο, ένα αριστούργημα στο σύνολο της επιφάνειας του οποίου απεικονίζεται συνοπτικά ο μύθος, από τη Γλυπτοθήκη του Μονάχου. Εννοείται πως θα τα βρείτε και τα τρία στην ενότητα της έκθεσης με τίτλο: «Ανεξέλεγκτα συναισθήματα».
Το τρίο Κάλλας - Παζολίνι- Μήδεια
«Συνήθως γράφω τα σενάριά μου χωρίς να γνωρίζω ποιος ηθοποιός θα ερμηνεύσει τον κάθε ρόλο. Αλλά στην περίπτωση της "Μήδειας" γνώριζα ότι πρωταγωνίστρια θα ήταν η Μαρία Κάλλας. Είχε μεγάλη επίδραση στη συγκρότηση του χαρακτήρα της ηρωίδας. Προσάρμοσα το γράψιμο πάνω της». Κανείς, ακόμα κι αν άκουγε στο όνομα Λουκίνο Βισκόντι, δεν είχε πείσει ως το 1969 τη Μαρία Κάλλας να σταθεί μπροστά στην κάμερα. Το κατάφερε ο Πιερ-Πάολο Παζολίνι. Εκείνη δέχτηκε να πρωταγωνιστήσει στην κινηματογραφική εκδοχή του μύθου (με παραγωγό τον Ρομπέρτο Ροσελίνι) κι εκείνος ακούμπησε πάνω στη συγκλονιστική φωνή και στην πολυετή εμπειρία της στον ρόλο για να αναδείξει την ανθρώπινη φύση της εκδικητικής ηρωίδας. Με αφορμή τη «Μήδεια» του ωμού ρεαλισμού στήθηκε μεταξύ τους μια σχέση μοναδικής φιλίας και υφέρποντος ερωτισμού.
Ο φακός του Ιταλού σκηνοθέτη ζουμάρει συνεχώς στο πρόσωπο της Κάλλας, αφήνοντας όλους τους υπόλοιπους σε δεύτερη μοίρα, γιατί από τα μάτια της, όπως έλεγε, «ξεπηδά η βαρβαρότητα». Πράγματι, όταν η τροφός την ρωτά πού θα βρει το κουράγιο να κάνει πράξη τα φρικτά της σχέδια, εκείνη, με σαρδόνιο χαμόγελο, απαντά: «Θα βρω το κουράγιο όταν θα φαντάζομαι τα βάσανά του (Ιάσονα)». Οι δε σκηνές της δολοφονίας των παιδιών έρχονται μετά από ένα μπάνιο που μοιάζει τελετουργία. Στο τέλος, η Μήδεια θα βάλει φωτιά παντού και ο Παζολίνι θα γράψει το τέλος, ζητώντας από την Κάλλας να κλείσει με τη φράση «Τίποτα δεν είναι δυνατό πια».
Μίλερ και Ανούιγ
Όταν ένας Γερμανός κι ένας Γάλλος επιχειρούν να εκσυγχρονίσουν ένα αρχαίο θέμα, κερδισμένο βγαίνει το θέατρο. Χάινερ Μίλερ και Ζαν Ανούιγ ξανακοίταξαν τη «Μήδεια» με εντελώς διαφορετική ματιά. Ο πρώτος επιμένει πολύ στο θέμα της ταυτότητας, ρίχνει στο κείμενο θέματα σύγχρονου προβληματισμού σε γενναίες δόσεις, δεν κρύβει την εμμονή του με το απόλυτο αλλά και τον θάνατο, αναγνωρίζει στη σχέση Ιάσονα - Μήδειας στοιχεία που τα συνδέει με την αποικιοκρατία. Ο σημαντικότερος, μετά τον Μπρεχτ, θεατράνθρωπος της μεταπολεμικής Γερμανίας ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1950 να επανερμηνεύει τη «Μήδεια», πατώντας στον Ευριπίδη και στον Σενέκα. Το κείμενο, που τελικά κυκλοφόρησε το 1982, είχε τη μορφή τριλογίας: «Ερημωμένη Όχθη», «Υλικό Μήδειας», «Τοπίο με Αργοναύτες».
Οι φράσεις-μαχαιριές που μπορείς να κρατήσεις από το κείμενό του, πολλές: από το «μου χρωστάς έναν αδερφό, Ιάσον» μέχρι το «Αν ξέρατε από ζωή, θα γλείφατε το χέρι που σας χαρίζει θάνατο», που λέει η απολύτως ηττημένη για τον Μίλερ ηρωίδα την ώρα που σφάζει τα παιδιά της. Ο απόλυτος έρωτας είναι η μία όψη του νομίσματος. Το απόλυτο μίσος, η άλλη. Και ο θάνατος, μονόδρομος.
Στον αντίποδα του Μίλερ, ο Ζαν Ανούιγ στήνει ένα φλογερό, παθιασμένο αλλά και πιο ανθρώπινο περιβάλλον, μέσα στο οποίο η ηρωίδα του θα απολέσει τα χαρακτηριστικά της και στο τέλος, περισσότερο αθώα και αξιοπρεπής απ' όσο την είχαμε συνηθίσει, θα αυτοκτονήσει. Ο Γάλλος συγγραφέας αναλύει λεπτομερέστατα το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ των δύο φύλων, αλλά, δυστυχώς για εκείνον, η «Μήδειά» του δεν καταφέρνει να αγγίξει την επιτυχία της «Αντιγόνης» του.
Μήδεια -Πορεία
Με μια φράση του Χάινερ Μίλερ κλείνει ο Δημήτρης Καραντζάς τη δική του «Μήδεια», η οποία, μετά τη Μικρή Επίδαυρο, ανεβαίνει για 12 μόνο παραστάσεις στο Θέατρο Πορεία (5-17/9): «Θέλω τον κόσμο να κόψω στα δύο και να κατοικήσω στο κενό ανάμεσα εγώ, ούτε γυναίκα ούτε άνδρας». Τρεις άνδρες ηθοποιοί, με μαύρα, σχεδόν ίδια κοστούμια (Γιώργος Γάλλος - Μήδεια, Χρήστος Λούλης - Ιάσων, Κρέοντας, Παιδαγωγός, Αιγέας και Μιχάλης Σαράντης - Χορός, Άγγελος, Τροφός) παλεύουν ενώπιόν μας να συνθέσουν τα κομμάτια του μύθου της. Σε ανοιχτό διάλογο με το έργο του Ευριπίδη, το σενάριο του Πιερ-Πάολο Παζολίνι, το έργο του Ζαν Ανούιγ και το «Μήδειας Υλικό» του Χάινερ Μίλερ, η παράσταση εστιάζει στη μοιραία σύγκρουση του ιερού με το ανθρώπινο.
Οι τρεις ηθοποιοί, σε έναν νεκρό χώρο, ανασύρουν κι ανασυνθέτουν τα κομμάτια μιας εμβληματικής μορφής και υπογραμμίζουν τα επιχειρήματά της. Η παράσταση του Καραντζά αφήνει στην άκρη τις βεβαιότητες, βουτά σε κόσμους όπου η Μήδεια υπάρχει με διαφορετικά πρόσωπα και ζητά από τους τρεις ερμηνευτές να παραμερίσουν ακρότητες, να δώσουν ειδικό βάρος στις σιωπές τους και αναλόγως να κινούν τα σώματά τους στο συγκλονιστικό, απόκοσμο σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου. Με όχημα τη μετάφραση του Βολανάκη, οι τρεις τους αποδίδουν το κείμενο σαν προσευχή, μεταφέρουν τον προβληματισμό, χωρίς να παίρνουν θέση, διηγούνται μια σφοδρή ιστορία χωρίς να την ερμηνεύουν, με μια υποκριτική δύναμη που ενδεχομένως, στον κλειστό χώρο του Πορεία, να απογειώσει μια ήδη έξοχη παράσταση.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 3.9.2017