Η μνήμη, τα μυστικά και η αλήθεια πρωταγωνιστούν στην παράσταση Βασιλιάς Αλέξανδρος που παίζεται αυτές τις ημέρες στη σκηνή του θεάτρου Μπιπ. Το έργο υπογράφει ο Ανδρέας Κεντζός, ο οποίος, μετά από δύο ποιητικές συλλογές (Συγκεκριμένα ποιήματα από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη και Σαραντατέσσερα από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν), καταπιάνεται με μια σύγχρονη οικογένεια και την πορεία της τον προηγούμενο αιώνα.
Μέσα από τον καθημερινό διάλογο των προσώπων αναδεικνύονται όλες εκείνες οι λεπτομέρειες που κάνουν τον θεατή να αναλογιστεί το κράμα καλού και κακού, φαντασίας και πραγματικότητας, που βρίσκεται στη βάση της ανθρώπινης φύσης. Ο συγγραφέας μάς μιλά για την παράσταση, την ποίηση και την Ιστορία.
— Πόσο κοντά βρίσκεται η ποίηση με το θεατρικό αφήγημα; Τι είναι αυτό που σας συγκινεί σε καθένα από αυτά τα δύο είδη;
Όλα τα είδη είναι κοντά. Πολλά ποιήματα αφηγούνται ιστορίες, πολλά μυθιστορήματα εμπεριέχουν λυρισμό. Και, φυσικά, το θέατρο των παλιότερων εποχών είναι σε πολλές περιπτώσεις γραμμένο σε στίχο. Προσωπικά, πάντα μου άρεσε η οικονομία που υπάρχει στον λόγο τόσο του θεάτρου όσο και της ποίησης, δηλαδή η παραγωγή του υψηλότερου δυνατού νοήματος με τον πιο λιτό και άμεσο τρόπο, με καθεμία λέξη να είναι ένα βέλος προς τον στόχο, που δεν είναι άλλος από την εγρήγορση του θεατή ή του αναγνώστη. Επίσης, μην ξεχνάμε ότι και τα δύο μπορούν να ερμηνεύσουν την επικαιρότητα και το καθημερινό πολύ πιο άμεσα και διεξοδικά απ' οποιαδήποτε «αντικειμενική και έγκυρη» δημοσιογραφική ανάλυση.
Το έργο εκτυλίσσεται στο σήμερα και αναφέρεται και στο παρελθόν, ανασύροντας κάτι οδυνηρό που μπορεί να είναι μνήμη, μπορεί όμως να είναι και φαντασιακό παραλήρημα. Συγκρούονται έτσι διάφορες εκδοχές, χωρίς στο τέλος να νικάει καμία, αυτός ήταν ο στόχος μου τουλάχιστον, όταν το έγραφα.
— Το έργο σας διαδραματίζεται στη σύγχρονη εποχή, αλλά αναφέρεται στο παρελθόν, ανασύροντας μνήμες οδυνηρές. Μιλήστε μας για την ιστορία αυτή. Πιστεύετε πως η λήθη στο παρελθόν είναι καταστροφική για την πορεία της σύγχρονης κοινωνίας και της ανθρωπότητας εν γένει;
Το έργο εκτυλίσσεται στο σήμερα και αναφέρεται και στο παρελθόν, ανασύροντας κάτι οδυνηρό που μπορεί να είναι μνήμη, μπορεί όμως να είναι και φαντασιακό παραλήρημα. Συγκρούονται έτσι διάφορες εκδοχές, χωρίς στο τέλος να νικάει καμία, αυτός ήταν ο στόχος μου τουλάχιστον, όταν το έγραφα. Η λήθη δεν είναι απαραίτητα καταστροφική, ορισμένες φορές έχουμε δει να επιδρά ακόμα και απελευθερωτικά. Γενικά, ωστόσο, νομίζω ότι δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από το παρελθόν, ασυνείδητα κάτι κουβαλάμε μέσα μας. Όπως όταν βρίσκεσαι σε ένα μέρος πρώτη φορά ή πρωτοσυναντάς ένα πρόσωπο έχοντας έντονη την αίσθηση ότι το έχεις ξαναδεί. Δεν ελέγχουμε ούτε τη μνήμη ούτε τη λήθη μας.
— Τι είναι αυτό που σας ενθουσίασε περισσότερο στο ταξίδι από τη συγγραφή του έργου μέχρι την παρουσίασή του επί σκηνής;
Ξεκίνησα να γράφω δοκιμαστικά τον διάλογο του πατέρα με τη μητέρα μπροστά στον κατάκοιτο και ανοϊκό παππού. Είναι ωραίο να βλέπεις την ιστορία από ένα σημείο και μετά να εξελίσσεται αβίαστα, το ίδιο το κείμενο, σαν ζωντανός οργανισμός, να τροφοδοτεί τον εαυτό του. Με τον ίδιο ενθουσιασμό συναντάς ανθρώπους που σου μιλούν για τα πρόσωπα του έργου σου σαν να πρόκειται για αληθινούς χαρακτήρες. Η εντύπωσή μου είναι ότι ο κόσμος αποζητά το σύγχρονο ελληνικό έργο.
Η επιτυχία του Άγριου Σπόρου, του Στέλλα κοιμήσου ή των 170 τετραγωνικών (για να αναφέρω τα πιο πρόσφατα) κάτι δείχνει. Με ουσιαστική στήριξη από τις κρατικές σκηνές θα μπορούσαν να γίνουν πολλά ενδιαφέροντα πράγματα και να έρθουν στο προσκήνιο νέα ταλέντα. Καλά είναι τα σεμινάρια και τα εργαστήρια θεατρικής γραφής ή ακόμα και τα αναλόγια, ωστόσο μόνο σε συνθήκες παράστασης μπορείς να διαπιστώσεις αν και κατά πόσο λειτουργεί αυτό που έγραψες στην ησυχία του γραφείου σου, αν «οι σελίδες σου στέκονται όρθιες», όπως θα έλεγε και ο Μινωτής.
— Μέσα από το θέατρο απευθύνεστε σε ένα διαφορετικό κοινό απ' ό,τι μέσα από το ποιητικό σας έργο;
Νομίζω πως η ποίηση δεν έχει κοινό. Γράφεις αυτό που πρέπει να γράψεις χωρίς να έχεις στο μυαλό σου τον αναγνώστη. Μια ζεϊμπεκιά με μη προκαθορισμένα βήματα, θα μπορούσε να πει κανείς. Όποτε έχω σκεφτεί τον αναγνώστη, το ποίημα έχει χαλάσει. Το θέατρο, από την άλλη, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τον θεατή, είναι ένας χορός για δύο. Οπότε, ας πούμε ότι το θεατρικό έργο είναι για όλους, ενώ το ποίημα για κανέναν.
— Νιώθετε ότι σας έχει κερδίσει η θεατρική συγγραφή;
Ετοιμάζετε κάτι για το άμεσο μέλλον; Αισθάνομαι ότι στο θέατρο και στο μυθιστόρημα υπάρχει πολύ έδαφος να καλυφθεί στην Ελλάδα σήμερα, σε αντίθεση με την ποίηση και το διήγημα για παράδειγμα. Ιδιαίτερα στην ποίηση, ο προηγούμενος αιώνας μάς έχει δώσει σχεδόν τα πάντα. Αυτό που μας λείπει, νομίζω, είναι οι μεγάλες αφηγήσεις. Δεν μου βγαίνει να γράψω μυθιστόρημα, οπότε η θεατρική συγγραφή μάλλον λειτουργεί ως υποκατάστατο. Προς το παρόν, έχω γράψει άλλα δύο έργα, τα οποία ελπίζω κάποια στιγμή στο μέλλον να ανέβουν στη σκηνή.
Ο «Βασιλιάς Αλέξανδρος» του Ανδρέα Κεντζού παίζεται στο θέατρο Μπιπ
(Αγίου Μελετίου 25, 213 0344074)
Σκηνοθεσία: Αρκαδία Ψάλτη
Σκηνικά - Κοστούμια: Κατερίνα Μωροπούλου
Παίζουν: Γιάννης Κοκιασμένος, Ανδρομάχη Μαρκοπούλου, Στράτος Σωπύλης, Δανάη Ντέμου, Σταμάτης Μπάκνης
Ημέρες & ώρες παραστάσεων:
Δευ. & Τρ.: 21:00 έως τέλη Μαρτίου
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LifO.
σχόλια