Το να αποφασίσεις να πας μέχρι εκεί είναι ήδη μια εμπειρία από μόνη της. Βράδυ, πήρα μόνος το μετρό, κατέβηκα στον Ελαιώνα, περπάτησα την Αγίας Άννης μέσα στα σκοτάδια, η οποία από την τελευταία φορά που πήγα έχει ασφαλτοστρωθεί, και κάποτε έφτασα στο παλιό μηχανουργείο που στεγάζει τον τεχνοχώρο Cartel.
Εκεί, κάτω στον Βοτανικό, ανάμεσα σε εργοστάσια, αποθήκες και φορτηγά που αλωνίζουν, ο Βασίλης Μπισμπίκης έστησε το θέατρο μαζί με τη Φαίη Τζήμα και τον Παναγιώτη Σούλη.
Οι παρέες, φαντάζομαι, φτάνουν μέχρι εδώ με αυτοκίνητο, αλλά, προσωπικά, αυτήν τη διαδρομή ακολουθώ πάντα, από την πρώτη φορά που πήγα, πριν από έξι χρόνια, όταν ο Μπισμπίκης με φώναξε να δω τον χώρο που με ανακυκλώσιμα υλικά και προσωπική εργασία σουλούπωσαν όσο καλύτερα μπορούσα. Πήραν ένα ρημαδιό και το έκαναν στέγη καλλιτεχνικών αναζητήσεων. Τώρα μεγάλωσε, αφού έχουν προστεθεί δύο ακόμα παράπλευροι χώροι.
Όταν ξεκίνησαν το 2013 με τους «Εκτελεστές» του Σκούρτη, βοηθούσης και της κρίσης, το πολιτικό μήνυμα λειτούργησε απολύτως μέσα στο κλίμα της εποχής και το ύφος του χώρου. Ακολούθησαν έργα ρεπερτορίου, σοβαρές απόπειρες να αρθρώσουν μια καλλιτεχνική πρόταση, αλλά ουσιαστικά ακολουθούσαν την «πρωτοπορία» του κέντρου.
Η εμπειρία που έζησα όμως εκείνο το βράδυ, παρακολουθώντας το κλασικό έργο του Τζον Στάινμπεκ «Άνθρωποι και Ποντίκια», ήταν κάτι αναπάντεχο. Δηλαδή, πήγα να δω μια παράσταση στο πλαίσιο που είχα συνηθίσει και βρέθηκα σε μια κινηματογραφική συνθήκη γνώριμη μεν, αλλά τελείως απρόσμενη και συνταρακτική!
Ο Βασίλης, ο οποίος, εν τω μεταξύ, γινόταν όλο και γνωστότερος από την τηλεόραση, άρχισε να πειραματίζεται με τη σκηνοθεσία, και το Cartel, με το οποίο είχε ταυτιστεί και όπου ένιωθε απόλυτη ελευθερία, έγινε ο χώρος έκφρασής του. Παραστάσεις με πολύ ρεαλισμό, πολιτική καταγγελία, θέατρο σκληρότητας.
Η εμπειρία που έζησα όμως εκείνο το βράδυ, παρακολουθώντας το κλασικό έργο του Τζον Στάινμπεκ «Άνθρωποι και Ποντίκια», ήταν κάτι αναπάντεχο. Δηλαδή, πήγα να δω μια παράσταση στο πλαίσιο που είχα συνηθίσει (δηλαδή παραστάσεις με ενδιαφέρον που όμως ακουμπούσαν, έστω με μεγαλύτερη ωμότητα, στον ακαδημαϊσμό) και βρέθηκα σε μια κινηματογραφική συνθήκη γνώριμη μεν, αλλά τελείως απρόσμενη και συνταρακτική!
Οι θεατές οδηγηθήκαμε στον παλιότερο χώρο του Cartel, κουμπώσαμε τα πανωφόρια μας, γιατί, όσο να πεις, το κρύο στις αποθήκες δεν διαφέρει πολύ από έξω, και η παράσταση ξεκίνησε.
Η μεγάλη συρόμενη πόρτα άνοιξε, αποκαλύπτοντας τον δρόμο και δύο σκοτεινές αντρικές φιγούρες που μιλούσαν με ένταση δίπλα σε ένα βαρέλι, όπου είχαν ανάψει φωτιά για να ζεσταίνονται.
Ο ψηλός άντρας, ο Βασίλης (έχουν κρατηθεί τα πραγματικά ονόματα των ηθοποιών, με εξαίρεση του Λένι, του κεντρικού ρόλου του αυθεντικού έργου), και ένας πιο μικροκαμωμένος, ο Λένος (Δημήτρης Δρόσος), διαπληκτίζονταν.
Ο Βασίλης κατσαδιάζει άγρια, με σκληρή γλώσσα, τον κάπως «αργό» προστατευόμενό του, επειδή εκείνος έχει πάρει στην τσέπη του και χαϊδεύει ένα ψόφιο ποντικάκι, γιατί του αρέσει η αίσθηση του μαλακού. Όταν ηρεμεί κάπως τον δασκαλεύει πώς να συμπεριφερθεί στη νέα δουλειά που τους περιμένει σε μια μάντρα ανακύκλωσης.
Ανοίγει κι ένα τρανζίστορ και πιάνει σταθμό με λαϊκά, ακούγεται μια γνωστή τραγουδίστρια, ίσως η Νατάσα Θεοδωρίδου. Η σκηνή δεν διήρκεσε πολύ, σε λίγο η πόρτα έκλεισε και μας ζήτησαν να μεταφερθούμε στον δίπλα χώρο.
Εκεί, η παράσταση που ακολούθησε δεν απείχε πολύ από μια εκρηκτική, σχεδόν «κινηματογραφική» εμπειρία, σε έναν χώρο καθόλα ρεαλιστικό, χωρίς θεατρικό φωτισμό αλλά με τα φώτα ενός κανονικού μηχανουργείου ‒ πρόκειται για ένα εργαστήριο ανακύκλωσης, ένα «άντρο», όπου οι γυναίκες έχουν θέση μόνο ως φετίχ, για παράδειγμα στη σκισμένη αφίσα μιας γυμνόστηθης στον τοίχο.
Κάτω από την αφίσα ένας άντρας με προστατευτική μάσκα κόβει έναν μεταλλικό σωλήνα, ενώ ακούγεται ο χαρακτηριστικός ήχος του τροχού και πετάγονται σπίθες. Αριστερά του, ένας θάλαμος διαφανής. Στην απέναντι άκρη ένα γραφείο, ένα χρηματοκιβώτιο, μια τηλεόραση συντονισμένη σε τρας κανάλι, μια φωτογραφία του Παντελή Παντελίδη, ανάκατα μικροαντικείμενα.
Μια κυκλική σκάλα οδηγεί σε ένα δεύτερο επίπεδο, όπου κοιμούνται όσοι δουλεύουν στο συνεργείο. Σε έναν τοίχο είναι στερεωμένη μια ελληνική σημαία.
Ο Βασίλης και ο Λένος έχουν αργήσει, γι' αυτό τους βάζουν τις φωνές. Στο συνεργείο δουλεύουν ήδη ο Μάνος, ο Γιώργος, που τον φωνάζουν «γέρο», ο Θάνος και ο Κούρδος Γιανμάζ. Ανάμεσά τους κυκλοφορεί η Νικολέτα, η μοναδική γυναίκα εκεί, που το «αφεντικό», δηλαδή ο επιστάτης, ο Στέλιος, βρήκε σε ένα κωλόμπαρο, την παντρεύτηκε και τώρα τη ζηλεύει παράφορα.
Δεν έχει κι άδικο, καθώς εκείνη κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της να ερεθίζει τους άντρες της μάντρας. Κυκλοφορεί με καυτά σορτσάκια, φοράει πατσουλί για να κάνει αισθητή την παρουσία της όσο μπορεί, τους περιποιείται.
Ο Μάνος είναι φίλος και σύμμαχός της, την προστατεύει. Ο Στέλιος πνίγει την καψούρα του με τραγούδια του Παντελίδη, τον οποίο έχει σαν εικόνισμα. Καίει μέχρι και καντηλάκι στη μνήμη του, ενώ παραληρεί για τον χαμό του. Οι υπόλοιποι έτσι κι αλλιώς τον κοροϊδεύουν, τον παίρνουν στα σοβαρά μόνο από ανάγκη.
Στο τραπέζι που στήνεται στο κέντρο της δράσης αποκαλύπτονται σταδιακά οι συμπεριφορές της μικρής αυτής ομήγυρης. Κυρίως του Θάνου, ενός οξύθυμου νέου άντρα που πετάει με τις κλοτσιές από το τραπέζι τον Γιανμάζ, οδηγώντας τον στο γυάλινο θάλαμο όπου ζει (το κοτέτσι στην αυθεντική εκδοχή του έργου, όπου ζει ο Αφροαμερικανός χαρακτήρας).
Αργότερα θα σκοτώσει και το γέρικο σκυλί του Γιώργου. Πρόκειται για τον κλασικό βάναυσο φασιστοειδή Ελληναρά, ο οποίος επιβάλλεται με τη σωματική του υπεροχή και τη ψυχοπαθολογική του ιδιοσυγκρασία, χωρίς να υπολογίζει συναισθηματισμούς.
Ο Μάνος λατρεύει το καλογυμνασμένο του κορμί, τα φωτορυθμικά, την ποπ μουσική και όσο μπόι του λείπει το έχει σε φωνή. Βάζει μια τάξη στους πολλούς καβγάδες που ξεσπούν και κάποια στιγμή στρέφεται σ' εμάς, το κοινό, προτρέποντάς μας να κάνουμε ένα διάλειμμα και να αποφορτιστούμε όλοι μαζί.
Για όσους γνωρίζουν το έργο από ταινίες ή παλιότερα ανεβάσματα, όλη αυτή η συνθήκη αποδεικνύεται μια ευχάριστη έκπληξη. Η μετατόπισή του σε μια υποβαθμισμένη περιοχή της ελληνικής επικράτειας, που μπορεί να είναι ο Βοτανικός, μπορεί και μια οποιαδήποτε επαρχία, όχι μόνο δεν μειώνει την αξία του αλλά το απογειώνει. Το ανανεώνει, του δίνει σύγχρονη διάσταση, ουσιαστική σημασία.
Υπογραμμίζει όλα όσα θίγει η αμερικανική του ταυτότητα, τη μηδαμινότητά μας και την ψυχική ερημιά, τη συντροφικότητα και την αφοσίωση, τη βία και τον ρατσισμό, την καταπιεσμένη σεξουαλικότητα και τον ψευδοπουριτανισμό, την ελπίδα και τα όνειρα μικρών ανθρώπων, χαμένων στην απεραντοσύνη της Αμερικής ‒ εδώ στη σύγχρονη ζωή.
Η παράσταση πατάει στη μετάφραση και στην απόδοση που έκανε η Σοφία Αδαμίδου στη γνωστή νουβέλα του Στάινμπεκ, που ο ίδιος μετέφερε στο θέατρο το 1937 εν μέσω του μεγάλου κραχ. Στην παράσταση του Cartel οι ηθοποιοί παίρνουν όλες τις ελευθερίες που χρειάζονται ώστε να αναπαραγάγουν μια ακραία ελληνική πραγματικότητα.
Η ένταση της φωνής τους, ο τρόπος που επαναλαμβάνουν λέξεις και φράσεις με τρόπο βάναυσο, παραπέμπουν στο αναγνωρίσιμο langage των ταινιών του Γιάννη Οικονομίδη. Καθόλου τυχαίο, αφού ο Βασίλης Μπισμπίκης πρωταγωνιστεί στην τελευταία του ταινία («Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς»), έχοντας περάσει αρκετούς μήνες με πρόβες και γυρίσματα μαζί με τον γνωστό σκηνοθέτη.
Ο τόνος και η ωμότητα, στοιχεία που έτσι κι αλλιώς διαθέτει και το αυθεντικό έργο του Στάινμπεκ, συνάντησαν και ξεκλείδωσαν την ανάγκη του για ακόμα περισσότερο ρεαλισμό σε σχέση με παλιότερες σκηνοθεσίες του.
Έτσι, κάθε βράδυ ακολουθείται μεν η πλοκή του αμερικανικού έργου, αλλά παράλληλα αναπτύσσεται μια απέραντη ελευθερία του λόγου. Οι ηθοποιοί, σχεδόν αυτοσχεδιάζοντας, χρησιμοποιούν την αγοραία γλώσσα των λαϊκών ανθρώπων, με τις χοντροκοπιές, τα σεξιστικά καλαμπούρια και τα σεξουαλικά υπονοούμενα, τις προσβολές του ισχυροτέρου στον πιο αδύναμο, τα πισώπλατα καρφώματα.
Αυτή είναι η κατάκτηση της παράστασης, που δεν αποτελεί αποκάλυψη, βέβαια, αλλά επιτυγχάνεται συντονισμένα και πειθαρχημένα πάνω στην πλοκή του διάσημου έργου. Πρέπει να πούμε πως ακούγεται πολλή ελληνική μουσική, τραγούδια των Δημάκη, Παντελίδη, Κορακάκη, Μαργαρίτη, Μπιθικώτση, Ζαγοραίου, Νταλάρα, και στο συγκλονιστικό φινάλε Μητροπάνος.
Για μένα, που πάντα εξοργίζομαι με το κοινό που με το που πέφτουν τα φώτα ξεσπάει σε χειροκροτήματα-κονσέρβα, η βραδιά ολοκληρώθηκε με τον πλέον απρόσμενο τρόπο.
Όχι μόνο δεν άρχισαν να χειροκροτούν με το τέλος του έργου αλλά περίμεναν να σβήσει και το τελευταίο φωτάκι, να σβήσει ο ήρωας του φινάλε το καντηλάκι, και μετά από κάποια δευτερόλεπτα να ξεσπάσουν σε χείμαρρο χειροκροτημάτων, απόδειξη του πόσο είχαν όλοι απορροφηθεί από το κλίμα της παράστασης. Αυτό ήταν για μένα το επιστέγασμα της πιο ενδιαφέρουσας μέχρι στιγμής θεατρικής παράστασης της τρέχουσας σεζόν.
Info:
Άνθρωποι και ποντίκια, Τζον Στάινμπεκ
Μετάφραση- Ελεύθερη απόδοση: Σοφία Αδαμίδου
Δραματουργική επεξεργασία - Σκηνοθεσία: Βασίλης Μπισμπίκης
Σκηνικά-Κοστούμια: Αλεξία Θεοδωράκη
Φωτισμοί: Λάμπρος Παπούλιας
Κινησιολογία: Αγγέλα Πατσέλη
Βοηθός Σκηνοθέτη: Στεφανία Βλάχου
Φωτογραφίες: Γιώργος Καπλανίδης
Αφίσα: Παναγιώτης Μητσομπόνος
Υπεύθυνη Παραγωγής: Φαίη Τζήμα
Τεχνική Υποστήριξη: Δημήτρης Κουτάς, Δημήτρης Σαρρής
Κατασκευή Σκηνικού: Ομάδα Cartel
Παίζουν: Βασίλης Μπισμπίκης, Δημήτρης Δρόσος, Νικολέτα Κοτσαηλίδου, Στέλιος Τυριακίδης, Μάνος Καζαμίας, Γιώργος Σιδέρης, Γιανμάζ Ερντάλ, Θάνος Περιστέρης, Αγγέλα Πατσέλη.
Παραστάσεις:
Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή στις 9:15 μμ
Διάρκεια: 120' με διάλειμμα
Τιμές εισιτηρίων: 12 ευρώ γενική είσοδος, 10 ευρώ μειωμένο, 5 ευρώ για ανέργους
Τεχνοχώρος Cartel (Μικέλη 4 & Αγ. Άννης Βοτανικός -Στάση μετρό Ελαιώνας- τηλ. 693989 8258)
Facebook, Website: http://www.carteltexnoxoros.com