CHECK ΣΑΒΒΑΤΟ Αντίνοος Αλμπάνης: «Στα social media κάποτε απαντώ, γιατί σκέφτομαι ένα παιδί που ίσως πηδήξει απ’ το μπαλκόνι» Facebook Twitter
Φωτ.: Νίκος Κατσαρός/LIFO

Αντίνοος Αλμπάνης: «Στα social media απαντώ γιατί σκέφτομαι ένα παιδί που ίσως πηδήξει απ’ το μπαλκόνι»

0

Πριν από αρκετό καιρό, παρακολουθώντας τον «Νιζίνσκι» του, άθελά μου είχα σκεφτεί πόση έμπνευση θα μπορούσαν να δώσουν οι εικόνες που μετέδιδε στο κοινό από τη ζωή και το δράμα του κορυφαίου χορογράφου. Σχεδόν ευχόμουν να υπήρχε κάποιος ανάμεσά μας εκεί στις θέσεις του θεάτρου που να ήθελε να γίνει ηθοποιός και να έβλεπε αυτή την παράσταση.

Φέτος, ο Αντίνοος Αλμπάνης, μετά από πολύμηνο sold out στη Θεσσαλονίκη, έρχεται στην Αθήνα με το ακανθώδες «Κάποιος να με προσέχει», μια θεατρική συνθήκη που κατά κάποιον τρόπο μπλέκει όσα έχουμε ζήσει την τελευταία διετία: τον εγκλεισμό, τον εαυτό ως πείραμα μέσα στη μοναξιά, τη συνθήκη της αρρενωπότητας που δεν φοβάται τις συμβάσεις, τα ταξίδια που κάνουμε οι άνθρωποι ακόμα και όταν ακινητούμε.

Στην κουβέντα μας βρήκαν θέση όλα: από το τι πραγματικά προέκυψε όταν έπαψαν τα lockdowns και πώς βγήκαμε μέσα από αυτήν τη δοκιμασία μέχρι την τηλεόραση –πέρα από την επιτυχία του «Μaestro»– και τη διαχείριση της τοξικότητας στα social media. Ταυτόχρονα, όντες και οι δύο επιζήσαντες από καρκίνο, δεν μπορούσαμε να μη μιλήσουμε για τη γλώσσα που χρησιμοποιείται για (πρώην) ογκολογικούς ασθενείς και για εκείνο που πρέπει να κρατάμε ως πάγιο μήνυμα προς όλους.

Όλα αυτά και κάποια μυστικά που αφορούν τον κόσμο του θεάματος, αλλά εμείς μένουμε πάντα με την απορία –ας πούμε γιατί μια σειρά μπορεί να «καταπιεί» έναν καταξιωμένο ηθοποιό–, χώρεσαν στην κουβέντα που ακολουθεί.

Είναι πάρα πολύ το χρήμα που φέρνει η Ακρόπολη, είναι πολλά τα χρήματα που φέρνουν οι αρχαιότητες και τα μουσεία, σε αντίθεση με τα χρήματα που φέρνουν τα θέατρα, τα φεστιβάλ, οι συναυλίες. Οπότε, επειδή ζούμε και στον καπιταλισμό, όλα μετριούνται έτσι. Ούτε φιλοσοφικά, ούτε πνευματικά. Στ’ αλήθεια δεν πιστεύω ότι θ’ αλλάξει κάτι.

— Τελικά, και επειδή και το «Κάποιος να με προσέχει» πραγματεύεται τη συνθήκη του εγκλεισμού, δεν μπορώ να μη σε ρωτήσω αν θεωρείς ότι βγήκαμε καλύτεροι από την πανδημία και τα lockdowns;
Όχι, καλέ! Είμαστε τρελοί; Ποιος τα λέει αυτά; Άκου, είμαι γεννημένος το ’83, που σημαίνει ότι έζησα τεράστια ευημερία, έζησα υπέρλαμπρο ΠΑΣΟΚ, υπέροχα χρόνια, Ολυμπιακούς, κ.λπ, κ.λπ.

Όταν ήρθε το πρώτο μεγάλο στραπάτσο της ζωής μου και του κράτους, που ήταν η οικονομική κρίση, το πρώτο πράγμα που άκουγα να λένε όλοι με πολύ μεγάλη ευκολία και αισιοδοξία ήταν εκείνο το τρομερό «α, να μια ευκαιρία να καθαρίσουν οι χώροι», «εκκαθάριση παντού», «μια μεγάλη ευκαιρία να επαναξιολογήσουμε τι κάνουμε, πώς το κάνουμε» και πάει λέγοντας.

Ε, εγώ λοιπόν δεν είδα καμία ευκαιρία, δεν είδα να καθαρίζει κανένας χώρος. Ειδικά στον χώρο τον δικό μου εξακολουθούσαν να παραμένουν παραγωγοί που ούτε αγαπούσαν τη δουλειά ούτε τους ενδιέφερε, αλλά εξυπηρετούσαν άλλες σκοπιμότητες. Δεν είδα να αλλάζει τίποτα!

Και επειδή είχα αυτή την εμπειρία της οικονομικής κρίσης, δεν μπορούσα μετά να πιστέψω ότι η ανθρωπότητα θα αλλάξει προς το καλύτερο, ακόμα και λόγω πανδημίας, επειδή έκατσε δυο μήνες στο σπίτι και άκουγε podcasts! Μην τρελαθούμε! Και πρόσεξε, δεν είμαι απαισιόδοξος, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα και δεν μπορώ να είμαι μια Μπλανς Ντιμπουά που ελπίζει αποκλειστικά στην καλοσύνη των ξένων.

Αντίνοος Αλμπάνης: «Στα social media κάποτε απαντώ, γιατί σκέφτομαι ένα παιδί που ίσως πηδήξει απ’ το μπαλκόνι» Facebook Twitter
Όταν περιορίζεις το μπάτζετ ενός δημιουργού, όσο ταλαντούχος και να είναι, όσο και να έχει διάθεση να προσφέρει μια άρτια δουλειά, υπάρχει ένα ταβάνι που του λέει «φίλε μου, μέχρι εκεί θα πας». Φωτ.: Νίκος Κατσαρός/LIFO

— Πώς βλέπεις να καταλήγει όλο αυτό με το περίφημο Προεδρικό Διάταγμα και την υποβάθμιση του κλάδου σας;
Η δική μου αίσθηση απ’ όλο αυτό είναι ότι δεν μιλάμε για το αν θα κάνει μπρος ή πίσω η κυβέρνηση αλλά για το αν θα αποφασίσει να αποδεχτεί ότι αυτή η χώρα παράγει και σύγχρονο πολιτισμό. Το λέω αυτό γιατί εμείς, ο δικός μου ο κλάδος, ήρθε σε επαφή με αυτή την απαξίωση, με αυτό το mentality της κυβέρνησης ήδη από την πανδημία, που καθόμασταν και ψάχναμε αν θα πάρουμε επίδομα, πώς θα το πάρουμε, είμαστε δηλωμένοι στις πλατφόρμες - δεν είμαστε, πού ανήκουμε, τι δικαιούμαστε, αν το δικαιούμαστε, ένα χάος.

Αυτό ήταν το πρώτο σοκ για εμάς και τότε ήταν που συνειδητοποίησα το εξής θλιβερό: ότι είναι μεγάλο δράμα για έναν καλλιτέχνη να ζει σε μια χώρα που έχει τεράστιο κληροδότημα από την αρχαία Ελλάδα, μεγέθη που μέχρι σήμερα πουλιούνται τόσο πολύ, που συμβάλλουν στο ΑΕΠ της χώρας, ενώ στον σύγχρονο πολιτισμό δεν έχει επενδύσει φυσικά γιατί δεν είναι κάτι που φέρνει χρήματα στα ταμεία του κράτους.

Συνεπώς, το κράτος δεν έχει και πολύ μεγάλη ανάγκη να στρέψει το βλέμμα του προς τα εμάς. Όχι, παιδιά, τα λεφτά είναι πάρα πολλά. Είναι πάρα πολύ το χρήμα που φέρνει η Ακρόπολη, είναι πολλά τα χρήματα που φέρνουν οι αρχαιότητες και τα μουσεία, σε αντίθεση με τα χρήματα που φέρνουν τα θέατρα, τα φεστιβάλ, οι συναυλίες. Οπότε, επειδή ζούμε και στον καπιταλισμό, όλα μετριούνται έτσι. Ούτε φιλοσοφικά, ούτε πνευματικά.

Στ’ αλήθεια δεν πιστεύω ότι θ’ αλλάξει κάτι. Όχι με τη συγκεκριμένη, αλλά με όποια κυβέρνηση, γιατί όλοι επαναπαύονται ότι έρχονται χρήματα από τις αρχαιότητες. Δες όμως τι γίνεται στην Αγγλία που δεν έχει αρχαίο πολιτισμό, δεν έχει να προτείνει κάτι, όταν έκανε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, οι τελετές έναρξης και λήξης είχαν τις Spice Girls, τον Ρόμπι Ουίλιαμς, γιατί αυτός είναι ο σύγχρονος πολιτισμός τους.

Δες το θεατρικό Λονδίνο! Είναι προορισμός για θεατές απ’ όλον τον πλανήτη. Για μια παράσταση εκεί μπορεί να χρειαστεί να κλείσεις εισιτήριο και έξι μήνες πριν. Στη Νέα Υόρκη υπάρχει η μορφή του θεατρικού τουρισμού, ο άλλος πηγαίνει στη Νέα Υόρκη αποκλειστικά για τις παραστάσεις του Μπρόντγουεϊ. Στην Ελλάδα αυτό δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει ποτέ για όλους τους παραπάνω λόγους.

Αν υπήρχε πραγματική ανάγκη για έσοδα, κάτι θα είχε κάνει η κυβέρνηση, όχι μόνο αυτή, γενικώς. Αλλά για την ώρα δεν είμαι αισιόδοξος και γι’ αυτό βλέπεις και σπουδαίους καλλιτέχνες, όπως ο Λάνθιμος, όπως ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, να στρέφονται στο εξωτερικό. Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου δεν φτιάχνει μια παραγωγή για την Ελλάδα – θα παίξει και στην Ελλάδα, αλλά φτιάχνει ένα παγκόσμιο προϊόν. Κι αυτό γιατί έχουν αναγκαστεί, όχι γιατί ήθελαν να ξενιτευτούν. Γιατί δεν υπάρχει χώρος εδώ για να μπορέσουν να εργαστούν όπως πρέπει και όπως το επιθυμούν, και ο χώρος δεν υπάρχει, γιατί δεν τους τον δίνει ο πολιτισμός.

Αυτή είναι η δική μου η αίσθηση και κανονικά δεν θα 'πρεπε να το λέω, αλλά μόνο από την ιδιωτική πρωτοβουλία και από τη δική μας πίστη στη δουλειά, μόνο «επί προσωπικού» μπορεί να πάει παρακάτω η ιστορία.

— Ωστόσο, παρά τη γενικότερη μαυρίλα, προκύπτουν και δουλειές που ξεχωρίζουν. Ας πούμε, το «Maestro», όσες διαφωνίες και να έχει κανείς σε επιμέρους ζητήματα, ήταν μια τέτοια περίπτωση...
Κοίτα, έχω απομακρυνθεί πάρα πολύ από το «Maestro», υπό την έννοια ότι όταν εσείς είδατε τα πρώτα επεισόδια, εμείς είχαμε ήδη έναν χρόνο που τα είχαμε γυρίσει. Οπότε το έχω κάπως σαν παλιά ανάμνηση.

Αντίνοος Αλμπάνης: «Στα social media κάποτε απαντώ, γιατί σκέφτομαι ένα παιδί που ίσως πηδήξει απ’ το μπαλκόνι» Facebook Twitter
Εμένα οι τέσσερις τοίχοι δεν μου λένε κάτι. Έχουν γυριστεί συγκλονιστικά σενάρια, με συγκλονιστικούς ηθοποιούς, σειρές που έμειναν στην ιστορία. Φωτ.: Νίκος Κατσαρός/LIFO

— Πίστευες, όμως, ότι θα κάνει τέτοιο buzz;
Το πίστευα γιατί όταν μια δουλειά γίνεται επίμοχθα, με μελέτη, με σκέψη, με οργάνωση και με επένδυση, θα πετύχει. Και θα ήταν άδικο να μη συμβεί αυτό με το «Maestro». Και εδώ το πρόβλημα δεν είναι με τους δημιουργούς, τους ηθοποιούς ή τους σκηνοθέτες αλλά με τα διαθέσιμα μπάτζετ. Όταν περιορίζεις το μπάτζετ ενός δημιουργού, όσο ταλαντούχος και να είναι, όσο και να έχει διάθεση να προσφέρει μια άρτια δουλειά, υπάρχει ένα ταβάνι που του λέει «φίλε μου, μέχρι εκεί θα πας». Κι όσο κι αν εμείς έχουμε εξοικειωθεί μ’ αυτό το ταβάνι, ε, μαντέψτε, στην παγκόσμια αγορά δεν έχουν εξοικειωθεί και δεν τους ενδιαφέρει να το κάνουν κιόλας.

Ειδικά γι’ αυτήν τη δουλειά είχες κάποια εχέγγυα. Πέρα από τον δημιουργό και το σενάριο, ήξερες ότι θα σου δοθεί χρόνος και χώρος. Ότι θα δουλεύεις σε συνθήκες πολύ παρόμοιες με αυτές που συνηθίζονται στο εξωτερικό. Οπότε εκεί πας και λες «Χριστέ μου, μακάρι και του χρόνου». Μη γελιόμαστε, είναι τόσο ακριβή αυτή η παραγωγή, που δεν ξέρω αν θα υπάρξει στο άμεσο μέλλον κάτι αντίστοιχο.

— Δεν νιώθεις όμως περίεργα όταν γνωρίζεις ότι χρήματα που επενδύονται σε ριάλιτι θα μπορούσαν να επενδυθούν σε καλή ή έστω μέτρια μυθοπλασία;
Κοίτα, ιδανικά θα ήθελα να μην υπάρχει τόσο μεγάλη ψαλίδα, δηλαδή να μην υπάρχουν σειρές των 20.000 ευρώ και η αμέσως επόμενη να είναι στα 350.000. Ας υπήρχε μια μέση λύση. Αυτό θα γίνει μόνο όταν οι παραγωγοί και τα κανάλια αποφασίσουν να αντιμετωπίσουν τα προϊόντα της μυθοπλασίας τους σαν να έχουν μεταπωλητική αξία. Μόνο τότε. Γιατί αν δεν το δουν ως μια επένδυση, το όραμα και η όποια δουλειά θα περιορίζεται σε κάτι μικρό. Και το μικρό είναι πάντα μικρό. Και οι χρόνοι είναι πάντα συγκεκριμένοι.

Όσο καλή κι αν είναι μια μαγείρισσα, δεν μπορείς να της δώσεις κιμά, μακαρόνια, μπεσαμέλ και να της πεις «φτιάξε μου πατσίτσιο σε οκτώ λεπτά». Θα σου φτιάξει κάτι που θα θυμίζει παστίτσιο, αλλά παστίτσιο σε οκτώ λεπτά δεν θα βγει.

Τα κανάλια είναι σαν ένα mall. Πρέπει να έχουν κάτι για τον καθένα. Εγώ δεν μπορώ να κρίνω τους ανθρώπους που βλέπουν ριάλιτι. Και μετά μιλάμε για τα κανάλια, λες και έχουν πάντα επαφή με τον παλμό και τον κόσμο εκεί έξω.

Κοίτα το εξής απλό: στην πανδημία, που είχαμε εμείς τον απόλυτο έλεγχο της διασκέδασής μας και της ψυχαγωγίας μας, πού στραφήκαμε; Στο Netflix. Και έτσι ξέρεις ότι ο κόσμος έχει ανάγκη να του αφηγηθούν πραγματικά καλές ιστορίες. Στον δικό μου κύκλο τουλάχιστον δεν άκουγα κανέναν να σχολιάζει το «Survivor» ή κάποιο άλλο ριάλιτι.

— Ε, νομίζω στην Ελλάδα έχουν γίνει και καθεστώς οι σειρές «δωματίου», τα σενάρια που διεξάγονται μέσα σε τέσσερις τοίχους...
Εμένα οι τέσσερις τοίχοι δεν μου λένε κάτι. Έχουν γυριστεί συγκλονιστικά σενάρια, με συγκλονιστικούς ηθοποιούς, σειρές που έμειναν στην ιστορία.

— Πες μία.
Τα «Εγκλήματα». Ήταν ένα πρωτότυπο σενάριο, με θεατρικούς ηθοποιούς, που έσκισε, κι ας ήταν σε τέσσερις τοίχους. Πού θέλω να καταλήξω: εμείς δεν πρέπει να συγκρίνουμε τη δική μας τη δουλειά με τα ριάλιτι. Αν οι τηλεθεατές επιλέγουν τα ριάλιτι, αντί για τις σειρές μας, αυτό κάτι λέει. Και το ότι οι σειρές μπορεί να μην είναι τόσο καλές, ώστε να μας ψήσουν να τις δούμε, αλλά και το ότι μπορεί να μην τις επιλέγουμε γιατί το ριάλιτι μάς είναι πιο εύπεπτο.

Δεν κρίνω τίποτε από τα δύο. Εμείς πρέπει να δούμε τι συμβαίνει με τον κόσμο. Κι αν οι σειρές που κάνουμε δεν τον ελκύουν, να δούμε τι φταίει με αυτές. Κι αν κάποιος επιμένει με τα ριάλιτι, να βρούμε εμείς τον τρόπο να τον συμπαρασύρουμε να δει τις σειρές που φτιάχνουμε.

Αντίνοος Αλμπάνης: «Στα social media κάποτε απαντώ, γιατί σκέφτομαι ένα παιδί που ίσως πηδήξει απ’ το μπαλκόνι» Facebook Twitter
Εκείνο που θα 'θελα να καταλάβει ο κόσμος είναι ότι δεν έχουν συμπτώματα όλοι οι καρκίνοι. Και ότι αν περιμένει κάποιος ένα σύμπτωμα για να κινητοποιηθεί, μπορεί να είναι πάρα πολύ αργά. Φωτ.: Νίκος Κατσαρός/LIFO

— Έχεις βρεθεί ποτέ στη θέση να αρνηθείς δουλειά σε σειρά που, όπως και να το κάνεις, είναι μια εξασφάλιση: στάνταρ μήνες δουλειάς, σχετικά σταθερός μισθός και πάει λέγοντας...
Εννοείται!

— Τι λες! Τι μπορεί να σε απομακρύνει από μια τέτοια πρόταση;
Το πρώτο πράγμα είναι το σενάριο, γιατί είναι τα λόγια με τα οποία μιλάω. Η ιστορία που θα πω. Είναι το Νο1 εργαλείο που έχω για να μπορέσω να εργαστώ. Αν, λοιπόν, αυτό το εργαλείο που μου δίνουν δεν χρησιμοποιείται ή χρησιμοποιείται πολύ δύσκολα, έρχομαι σε αδιέξοδο.

Και καλά να σου δοθεί ένα δύσκολο εργαλείο, που όμως θα σου δοθεί ο χρόνος να το μάθεις για να το εκλάβει ο άλλος ως κάτι φυσιολογικό. Αν δεν έχεις και τον χρόνο αυτό το εργαλείο να το αξιοποιήσεις –έχεις μιάμιση μέρα για το επεισόδιο, που σημαίνει ότι γυρνάς μιάμιση λήψη κάθε σκηνή, στην καλύτερη–, εκεί αρχίζει το πρόβλημα.

Και εκεί είναι που θα δεις πολλές φορές εξαιρετικούς και καταξιωμένους ηθοποιούς να εκτίθενται. Και εκτίθενται όχι επειδή ξαφνικά έχασαν το ταλέντο τους, όχι γιατί ξαφνικά έγιναν ανεπαρκείς, αλλά γιατί δεν υπάρχει ο χρόνος ούτε για πρόβες. Υπάρχουν φορές που μας δίνεται το κείμενο την ώρα της λήψης! Μιλάμε για τέτοιες συνθήκες.

— Συγγνώμη, πώς μαθαίνεις τα λόγια υπό τέτοια πίεση χρόνου;
Την ώρα που σε βάφουν! Κατάλαβες; Αν κληθείς να δουλέψεις έτσι, το αποτέλεσμα είναι πολύ υποδεέστερο αυτού που μπορείς να προσφέρεις. Οπότε έχουμε μερίδιο ευθύνης. Αλλά πώς να κατηγορήσεις έναν κλάδο που έχει τεράστιο ποσοστό ανεργίας και έχει ανάγκη να δουλέψει; Σε ποιον να πεις τι;

— Πώς διαχειρίζεσαι τη χολή στα social media; Σε ρωτάω γιατί είδα ότι απάντησες –υποδειγματικά, η αλήθεια είναι– σε κάποιες κακεντρέχειες κάτω από φωτογραφίες σου που έβγαζαν μάτι ότι είναι επαγγελματικές λήψεις.
Να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Εγώ είμαι ένας άνθρωπος που τις φωτογραφίσεις μου έχω φτάσει σε ένα σημείο, μετά από είκοσι χρόνια δουλειάς, να τις κάνω γιατί πρέπει να τις κάνω. Δεν τις κάνω, ας πούμε, για να στήσω μια φωτογράφιση. Δεν θα πάρω έναν φωτογράφο να του πω «αχ, έχω το Σάββατό μου κενό, πάμε να κάνουμε καμιά λήψη». Καλύτερα να πιω άκουα φόρτε!

Οπότε κάνω φωτογραφίσεις μόνο σε τρεις περιπτώσεις: η μία είναι να έχω να κάνω κάποιο εμπορικό post, δηλαδή διαφήμιση, μια συνεργασία για ένα προϊόν. Η δεύτερη είναι να έχω δώσει μια συνέντευξη, να έχει γίνει παραγωγή για τη φωτογράφιση και να μου έχουν δώσει το υλικό ώστε να μπορέσω να το ποστάρω. Η τρίτη περίπτωση είναι φωτογράφοι που κάτι έχουν δει σ' εμένα και θέλουν να συμμετάσχουν σε κάποιον διεθνή διαγωνισμό και με καλούν να κάνω συγκεκριμένα concepts, συγκεκριμένες λήψεις, οι οποίες εξυπηρετούν τον δικό τους σκοπό. Αν κάτι μ’ αρέσει, αν το όραμα κάποιου φωτογράφου που εκτιμώ το βρίσκω ενδιαφέρον, θα το κάνω. Αυτό, για να κλείσουμε το θέμα με τις φωτογραφήσεις.

Τώρα, για να έρθουμε στο κομμάτι των social media. Αν υποθέσουμε ότι μια φωτογραφία θα πάρει 500 αρνητικά σχόλια...

— Ε, όχι δα.
Υποθετικά, λέμε. Αν συμβεί αυτό, θα απαντήσω σε δυο-τρία, γιατί είναι μια δική μου, προσωπική ανάγκη ως προς το εξής: επειδή έχω κλείσει μια 20ετία σ’ αυτήν τη δουλειά, ξέρω τι σημαίνει και γιατί την κάνω, τι απήχηση έχει, πατάω πολύ καλά στα πόδια μου. Επίσης, έχω κάνει πολλή δουλειά με τον εαυτό μου για να αφήνω ένα κακό σχόλιο, μια κακεντρέχεια, κάτι πικρόχολο να με επηρεάζει.

Ωστόσο, επειδή τα social media είναι πλατείες, είναι γειτονιές, είναι ανοιχτοί χώροι, δεν είναι ιδιωτικά μέρη στα οποία ανταλλάσσουμε κουβέντες, αυτό το οποίο με τρομάζει, και γι’ αυτό μπαίνω στη διαδικασία να απαντήσω σε ορισμένους ανθρώπους, είναι ότι εάν εσύ με τόσο μεγάλη ευκολία τοποθετείσαι έτσι απέναντί μου (που έχω το θάρρος της γνώμης μου και μπορώ να σε εκθέσω σε ένα πολύ μεγάλο κοινό), μπορείς να κάνεις ακριβώς το ίδιο σε ένα παιδάκι παραδίπλα, το οποίο τρέμει, δεν έχει κανέναν μηχανισμό αντίστασης και μπορεί να πηδήξει και από κάποιο μπαλκόνι.

Οπότε κάπως θέλω να γίνεται σαφές ότι ναι μεν είμαστε στην πλατεία, ναι μεν μπορεί να διαφωνούμε με τον άλλο, αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην είμαστε ευγενείς. Αν θεωρήσουμε ότι το μέτρο μας είναι το μέτρο της ανθρωπότητας, θα καταντήσουμε σαν έναν κύριο με περίεργο μουστάκι που πίστευε στην Άρια Φυλή, με την οποία δεν έμοιαζε σε τίποτα.

— Συζητάγαμε προηγουμένως ότι κλείνεις πέντε χρόνια από την περιπέτειά σου με τον καρκίνο και έχοντας περάσει κάτι αντίστοιχο, θέλω να σε ρωτήσω πώς αντιδράς με όλη αυτή την αγχωτική φρασεολογία τύπου «μαχητής / μαχήτρια», όταν μιλάμε για ογκολογικούς ασθενείς. Νομίζω ότι κάνει ζημιά και προξενεί άγχος όλο αυτό. Η δική σου γνώμη ποια είναι;
Νομίζω ότι αυτή η πολιτική φρασεολογία εκφράζεται κυρίως από ανθρώπους που είναι έξω από τον χορό. Και ναι, υπάρχουν περιπτώσεις ογκολογικών ασθενών που δεν τα κατάφεραν και όλο αυτό επηρεάζει και τις οικογένειές τους, που μένουν πίσω.

Όταν έχουμε αυτή την τάση να χαρακτηρίζουμε ως «μαχητές», ως «πολεμιστές», ως «γενναίους» όσους ογκολογικούς ασθενείς τα κατάφεραν, είναι σαν να υπονοούμε ότι οι άλλοι δεν πάλεψαν για να κρατηθούν στη ζωή. Σαν να τους λέμε ριψάσπιδες... Πώς το λες αυτό για τους ανθρώπους; Αν –λέω «αν»– μιλάμε για πόλεμο, ξέρουμε ότι δεν είναι ένας ίσος πόλεμος και όλο αυτό, κάθε μα κάθε φορά, με κάνει να νιώθω τρομερά άβολα, το να ακούω για μάχες, πολεμιστές και μαχητές.

Πρέπει λίγο να το ξεπεράσουμε αυτό, κυρίως για τους λόγους που λες και εσύ: γιατί υποσυνείδητα καλλιεργούμε στον άλλον μια υποχρέωση την οποία εξ ορισμού δεν μπορεί να τη διαχειριστεί.

Πάντως, νομίζω ότι όλο αυτό ξεκινάει από την αμηχανία και τη φοβία μας απέναντι στο άγνωστο. Προσωπικά, θέλω να σταθώ σε κάτι το οποίο μου κάνει τεράστια εντύπωση και με προβληματίζει πολύ, στο ότι πάρα πολλοί άνθρωποι με προσεγγίζουν ιδιωτικά για να μάθουν λεπτομέρειες για την περιπέτειά μου και κάθε φορά η συζήτηση καταλήγει στο ίδιο: «Τι συμπτώματα είχες και το κατάλαβες;».

Εκεί καταλαβαίνω ότι ναι μεν οι άνθρωποι φοβούνται πάρα πολύ, αλλά εκείνο που τους νοιάζει είναι το σύμπτωμα και το τι αυτό μπορεί να σημαίνει, ενώ αυτό που πρέπει να μας απασχολεί είναι το να μπούμε σε μια ρουτίνα εξετάσεων.

Εκείνο που θα 'θελα να καταλάβει ο κόσμος είναι ότι δεν έχουν συμπτώματα όλοι οι καρκίνοι. Και ότι αν περιμένει κάποιος ένα σύμπτωμα για να κινητοποιηθεί, μπορεί να είναι πάρα πολύ αργά. Γι’ αυτό και δεν κουράζομαι να το λέω και να το ξαναλέω ότι η πρόληψη σώζει ζωές. Ένα τεράστιο ποσοστό καρκίνων αποδεδειγμένα θεραπεύεται. Ας σταματήσουμε να σκεφτόμαστε τα συμπτώματα.

Ευτυχώς, στην Ελλάδα έχουμε σύστημα υγείας, έχουμε καλούς γιατρούς, ας προγραμματίζουμε τις ετήσιες εξετάσεις μας. Και επειδή ο καρκίνος δεν κάνει ηλικιακούς διαχωρισμούς, σκέψου ότι, εντάξει, θα φας ένα πρωινό σου σε μια κλινική για εξετάσεις, αλλά κάνεις κάτι σπουδαίο για τον εαυτό σου. Τον εκτιμάς, τον φροντίζεις, τον αγαπάς.

— Πάμε πίσω στο θέατρο: Τι περίπτωση είναι το «Κάποιος να με προσέχει» που φέτος έφτασε –επιτέλους!– και στην Αθήνα; Είχαμε επιχειρήσει δύο φορές να κλείσουμε όταν βρεθήκαμε στη Θεσσαλονίκη και πέσαμε πάνω σε δύο sold out…
Είναι από τις περιπτώσεις που με κάνουν να νιώθω πάρα πολύ χαρούμενος, πάρα πολύ περήφανος και μου υπενθυμίζει τους λόγους για τους οποίους ξεκίνησα να κάνω αυτήν τη δουλειά, από την ανάγκη μου για συγκεκριμένη συνεργασία, όχι γενικά και αόριστα.

Τι εννοώ; Είχα κάνει μια δουλειά στο θέατρο Ιλίσια με τον Γρηγόρη Βαλτινό, τον «Αρχιμάστορα Σόλνες», σε σκηνοθεσία της Αθανασίας Καραγιαννοπούλου. Η Αθανασία ήταν καθηγήτριά μου στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Για την ακρίβεια, για μένα ήταν η πιο σπουδαία καθηγήτρια, γιατί ήταν από τους πιο νέους ανθρώπους που είχαν κληθεί να διδάξουν στη Σχολή του Κουν και έφεραν καινούργιο αέρα, νέο πνεύμα, καινούργιες ιδέες, καινούργια έργα και σε μεγάλο βαθμό διαμόρφωσε αυτό που είμαι σήμερα ως καλλιτέχνης. Την αισθητική μου, το τι μ’ αρέσει και κυρίως το τι δεν μ’ αρέσει να κάνω στο θεάτρο.

Χαθήκαμε για αρκετά χρόνια και ξαναβρεθήκαμε στον «Αρχιμάστορα Σόλνες» και θυμηθήκαμε πόσο πολύ αγαπιόμαστε, πόσο πολύ μας αρέσει να δουλεύουμε μαζί και λίγο πριν μας κλείσουν μέσα με το πρώτο τότε lockdown και κατέβει η παράσταση, της είχα πει ευθαρσώς «Αθανασία, θέλω να ξανακάνουμε κάτι μαζί. Και όχι γενικά και αόριστα στο μέλλον, αλλά άμεσα. Οπότε, αν έχεις κάποιο έργο το οποίο θεωρείς ότι έχει ενδιαφέρον, θα ήθελα πολύ να μου το προτείνεις».

Αυτό δεν το είπα τυχαία στην Αθανασία, γιατί είναι ένας άνθρωπος που δεν επαναπαύεται, με την έννοια ότι δεν περιμένει μια σεζόν για να βρει ένα έργο κλασικού ρεπερτορίου απαραίτητα και να δώσει τη δική της ματιά πάνω σε αυτό. Είναι από τις σκηνοθέτιδες που ταξιδεύουν πολύ στο εξωτερικό, βλέπει παραστάσεις εκεί, φέρνει καινούργια έργα, γιατί είναι και μεταφράστρια, οπότε έχει πρόσβαση σε πάρα πολύ υλικό.

Είχε δει αυτή την παράσταση στην Αγγλία –η οποία δεν έχει ανέβει ποτέ στην Ελλάδα–, μου έδωσε το έργο, το διάβασα, ενθουσιάστηκα –είναι από τα πιο σπουδαία έργα που έχω διαβάσει ποτέ– και της είπα «πάμε να το κάνουμε».

Ξεκίνησαμε να στήνουμε αυτήν τη δουλειά μαζί, να βρούμε τους παραγωγούς, να βρούμε το θέατρο, τους συντελεστές, τα πάντα. Κοινώς, μιλάμε για μια χειροποίητη δουλειά με την έννοια ότι από την αρχή μέχρι το τέλος την τρέξαμε μόνοι μας. Δεν ήταν ανάθεση από έναν ξένο παραγωγό, δεν μας προσέγγισε κάποιος, εμείς τη γεννήσαμε και την είδαμε να μεγαλώνει, να περπατάει και να αγκαλιάζεται από το κοινό, γιατί από την πρώτη μέρα στη Θεσσαλονίκη μέχρι και την τελευταία ήμασταν sold out κι αυτό σε μια τέτοια προσπάθεια είναι και δικαίωση και συγκίνηση και περηφάνια, γιατί είναι το μωρό μας, είναι το παιδί μας.

— Απ’ όσο ξέρω, πρόκειται για πραγματική ιστορία, σωστά;
Nαι! Το έργο μιλάει για τον εγκλεισμό τριών Δυτικών, που έχουν απαχθεί από μια τρομοκρατική οργάνωση, σε μια φυλακή στον Λίβανο. Πρόκειται για πραγματικό γεγονός. Αυτοί οι τρεις είναι υπαρκτά πρόσωπα, έχουν γραφτεί και βιογραφίες, έχουν γίνει ντοκιμαντέρ, το γεγονός ήταν για εβδομάδες πρώτη είδηση στην Αγγλία και το θεωρώ σπουδαίο που ανεβαίνει τώρα στην Ελλάδα, σε μια περίοδο που ταυτιζόμαστε πάρα πολύ με τη συνθήκη του εγκλεισμού και του πώς διαχειριζόμαστε τον εαυτό μας. Πού καταφεύγουμε για να αντιμετωπίσουμε τις φοβίες μας, τις αγωνίες μας, τα άγχη μας, τις ανάγκες μας, το τι είμαστε σε θέση να αφήσουμε πίσω και το προς ποια κατεύθυνση θέλουμε να πάμε.

Ο Frank McGuiness, ο συγγραφέας του έργου, Ιρλανδός, πολύ αγαπητός στη χώρα του, πολύ φιλέλληνας, με τεράστια διάθεση να ποτίζει τα κείμενά του με το ελληνικό στοιχείο, μιλάει για την αγάπη, την αποδοχή, τον σεβασμό, τη διαφορετικότητα... Το έργο δεν έχει να κάνει με το κοινωνικοπολιτικό της περιοχής – εμείς το χρησιμοποιούμε ως όχημα για πιο σπουδαία και διαφορετικά ζητήματα, με τα οποία θα ταυτιστεί ο κόσμος.

Έχει τρομερό ενδιαφέρον το πώς αυτή η αλληγορία της φυλακής λειτουργεί στον θεατή, γιατί συνειδητοποιεί ότι τα τείχη των φυλακών δεν είναι απαραίτητα ορατά. Πολλές φορές είναι και οι τοίχοι που εμείς οι ίδιοι υψώνουμε, γιατί νιώθουμε ασφαλείς ανάμεσά τους, νιώθουμε ότι μπορούμε να έχουμε τον έλεγχο, ξεχνώντας, βέβαια, πόσο αυτοί οι τοίχοι μάς απομονώνουν και μας κάνουν να μη θέλουμε να επικοινωνήσουμε με τον διπλανό μας επί της ουσίας.

Αντίνοος Αλμπάνης: «Στα social media κάποτε απαντώ, γιατί σκέφτομαι ένα παιδί που ίσως πηδήξει απ’ το μπαλκόνι» Facebook Twitter
Φωτογραφία από την παράσταση «Κάποιος να με προσέχει». Φωτ.: Αντώνης Μιμερίνης

— Πέρα από αυτά, το έργο αγγίζει και τις επώδυνες ανδρικές σχέσεις.
Ακριβώς. Αυτοί οι τρεις άνθρωποι μέσα σ’ αυτήν τη διαδρομή του εγκλεισμού θα καταφέρουν να συμφιλιωθούν, να αγαπηθούν, να αποδεχθούν ο ένας τον άλλον, να παραδεχθούν ως άνδρες ότι έχουν την ανάγκη κάποιος να τους προσέχει, ότι είναι ευάλωτοι, ότι δεν χρειάζεται να αποδείξουν ότι είναι τα A-male της αγέλης, δεν χρειάζεται να υπερτονίσουν το πόσο μάτσο είναι, πόσο σκληροί, πόσο γενναίοι, πόσο σπουδαίοι.

Νομίζω το πιο σημαντικό εδώ είναι η δήλωση της αδυναμίας. Θέλει πολύ μεγάλο θάρρος να ζητάς από τον άλλον βοήθεια. Είναι ένα έργο επαναπροσδιορισμού της ανδρικής ταυτότητας και εμένα με συγκινεί. Είναι μια ιστορία που «ακουμπάει» και στο #MeToo και στην πανδημία και, φυσικά, στο ότι αυτό που ζούμε είναι μια εποχή εξεγέρσεων, επαναστάσεων, αναβρασμού, οπότε καλύπτει πάρα πολλά ζητήματα· το πιο μαγικό απ’ όλα έχει να κάνει με τη δομή του έργου, που είναι χωρισμένο σε σκηνές αυτόνομες, αλλά θα δεις συνολικά ένα πέρασμα από το ακραίο δράμα στην ακραία κωμωδία.

Αυτό είναι τόσο μεγάλη πρόκληση για τον ηθοποιό που πραγματικά δεν θυμάμαι άλλο έργο που να πρέπει να είμαι τόσο έτοιμος για τέτοια περάσματα. Έχει μεγάλες προκλήσεις και δυσκολίες αυτό το κείμενο και η μεγαλύτερη από αυτές είναι να μη φανεί εύκολο.

Δείτε εδώ πληροφορίες για την παράσταση «Κάποιος να με προσέχει»

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Αντίνοος Αλμπάνης: Η φωτογραφία μέσα από νοσοκομείο με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Καρκίνου

It's Viral / Αντίνοος Αλμπάνης: Η φωτογραφία για την Παγκόσμια Ημέρα Καρκίνου - «Κάποια πράγματα δεν πρέπει να τα ξεχνάμε»

«Η σκέψη μου, η καρδιά μου, η ψυχή μου, είναι με κάθε μωρό, κάθε παιδί κάθε ενήλικα κάθε γιαγιά και παππού που βρίσκονται στο θάλαμο που νιώθουν τις φλέβες τους να παγώνουν», γράφει ο ηθοποιός
THE LIFO TEAM
Ο Αντίνοος Αλμπάνης ταξιδεύει μέσα στο μαγικό και εφιαλτικό, σκοτεινό κόσμο του Νιζίνσκι

Θέατρο / Ο Αντίνοος Αλμπάνης ταξιδεύει μέσα στον μαγικό και εφιαλτικό, σκοτεινό κόσμο του Νιζίνσκι

Μια παράσταση για τον μεγαλύτερο χορευτή όλων των εποχών, τον Βατσλάβ Νιζίνσκι, μέσα από τις εξομολογήσεις του στο ψυχιατρείο όπου νοσηλεύθηκε επί σειρά ετών.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Ματαρόα στον ορίζοντα»: Φέρνοντας ένα θρυλικό ταξίδι στη σημερινή του διάσταση

Θέατρο / «Ματαρόα στον ορίζοντα»: Ένα θρυλικό ταξίδι στη σημερινή του διάσταση

Στην πολυεπίπεδη νέα παραγωγή της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ, λόγος, μουσική και σκηνική δράση συνυπάρχουν ισάξια και συνεισφέρουν από κοινού στην αφήγηση των επίδοξων ταξιδιωτών ενός ουτοπικού πλοίου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το video art στο ελληνικό θέατρο

Θέατρο / Video art στο ελληνικό θέατρο: Έχει αντικαταστήσει τη σκηνογραφία;

Λειτουργεί το βίντεο ανταγωνιστικά με τη σκηνογραφία και τη σκηνική δράση ή αποτελεί προέκταση του εθισμού μας στην οθόνη των κινητών μας; Οι γιγαντοοθόνες είναι θεμιτές στην Επίδαυρο ή καταργούν τον λόγο και τον ηθοποιό; Πώς φτάσαμε από τη video art στα stage LED screens; Τρεις video artists, τρεις σκηνοθέτες και ένας σκηνογράφος καταθέτουν τις εμπειρίες τους.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Κωνσταντίνος Ρήγος

Οι Αθηναίοι / «Έχω αισθανθεί να απειλούμαι τη μέρα, όχι δουλεύοντας τη νύχτα»

Οκτάνα, Επίδαυρος, ΚΘΒΕ, Πέγκυ Ζήνα, Εθνικό, Λυρική, «Brokeback Mountain» και «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Ως χορογράφος και σκηνοθέτης, ο Κωνσταντίνος Ρήγος έχει κάνει τα πάντα. Και παρότι έχει αρκετούς haters, νιώθει ότι αυτοί που τον καταλαβαίνουν είναι πολύ περισσότεροι.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Οσιέλ Γκουνεό: «Είμαι πρώτα χορευτής και μετά μαύρος»

Χορός / «Δεν βλέπω τον εαυτό μου ως έναν μαύρο χορευτή μπαλέτου αλλά ως έναν χορευτή καταρχάς»

Λίγο πριν εμφανιστεί ως Μπαζίλιο στον «Δον Κιχώτη» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο κορυφαίος κουβανικής καταγωγής χορευτής Οσιέλ Γκουνεό –έχει λάβει πολλά βραβεία, έχει επίσης εμφανιστεί στο Θέατρο Μπολσόι της Μόσχας, στην Όπερα του Παρισιού, στο Λίνκολν Σέντερ της Νέας Υόρκης και στο Ελίζιουμ του Λονδίνου– μιλά για την προσωπική του πορεία στον χορό και τις εμπειρίες που αποκόμισε, ενώ δηλώνει λάτρης της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Οι Αθηναίοι / Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Ηθοποιός, σκηνοθέτις, ακατάτακτη και αγαπημένη του κοινού, η Σμαράγδα Καρύδη θυμάται πως ανέκαθεν ήθελε το σύμπαν, χωρίς να περιορίζεται. Στον απολογισμό της μέχρι τώρα πορείας της, ως η Αθηναία της εβδομάδας, καταλήγει πως, ούτως ή άλλως, «στο τέλος ανήκεις εκεί που μπορείς να φτάσεις», ενώ δηλώνει πως πάντα θα επιλέγει συνειδητά να συντάσσεται με τη χαρά.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται

Θέατρο / Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται

Πώς διαβάζουμε σήμερα τον «Γυάλινο Κόσμο» του Τενεσί Oυίλιαμς; Στην παράσταση του Θεάτρου Τέχνης ο Antonio Latella προσφέρει μια «άλλη» Λόρα που ορθώνει το ανάστημά της ενάντια στο κυρίαρχο αφήγημα περί επαγγελματικής ανέλιξης, πλουτισμού και γαμήλιας ευτυχίας.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Παραστάσεις για κάθε γούστο που θα συγκινήσουν, θα διασκεδάσουν και θα προβληματίσουν

Θέατρο / Πού οφείλεται τόση δίψα για το θέατρο;

Το θέατρο εξακολουθεί να προκαλεί debates και ζωηρές συζητήσεις, παρά τις κρίσεις και τις οικονομικές περικοπές που έχει υποστεί, και φέτος ανεβαίνουν στην Αθήνα παραστάσεις για κάθε γούστο που θα συγκινήσουν, θα διασκεδάσουν και θα προβληματίσουν.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ανδρέας Κωνσταντίνου

Θέατρο / Ανδρέας Κωνσταντίνου: «Δεν μ' ενδιαφέρει τι υποστηρίζεις στο facebook, αλλά το πώς μιλάς σε έναν σερβιτόρο»

Ο ηθοποιός που έχει υποδυθεί τους πιο ετερόκλητους ήρωες και θα πρωταγωνιστήσει στην τηλεοπτική μεταφορά της «Μεγάλης Χίμαιρας» αισθάνεται ότι επιλέγει την τηλεόραση για να ικανοποιήσει την επιθυμία του για κάτι πιο «χειροποίητο» στο θέατρο.
ΜΑΤΟΥΛΑ ΚΟΥΣΤΕΝΗ