Δεν συμβαίνει συχνά να πετυχαίνεις έναν ηθοποιό, έναν καλλιτέχνη, έναν συνεντευξιαζόμενο εν πάση περιπτώσει, σε φάση που πραγματικά έχει διάθεση να μιλήσει. Έχοντας προετοιμαστεί για μια εντελώς διαφορετική ροή συζήτησης, ομολογώ πως η τρίτη κατά σειρά κουβέντα μου με τη Στεφανία Γουλιώτη με παρέσυρε σε μονοπάτια που δεν είχα φανταστεί – με βασική στάση στο στοματικό, κατά Φρόιντ, ψυχοσεξουαλικό στάδιο της ανθρώπινης ανάπτυξης.
Είχαν προηγηθεί μια τηλεφωνική μας επικοινωνία πριν από τρία χρόνια, όταν ανέβαζε τον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου στο Πεκίνο, και η περσινή μας συνάντηση στην άδεια Πειραιώς 260.
Αυτήν τη φορά η αφορμή είναι, βέβαια, η «Φαίδρα», η πολυσυζητημένη θεατρική πρόταση του Δημήτρη Καραντζά που έχει προκαλέσει αίσθηση, διχογνωμίες και σίγουρα συγκαταλέγεται στις κορυφαίες προτάσεις της τρέχουσας σεζόν.
Μόλις φτάνει στο στούντιο του Πάρι Ταβιτιάν, η Στεφανία χύνεται σε μια πολυθρόνα, βγάζει τα παπούτσια της και αράζει. Χαίρομαι που τη βλέπω να νιώθει άνετα. Πιάνω το νήμα της συζήτησης ρωτώντας τη τι το ιδιαίτερο έχει η Φαίδρα ως ηρωίδα σε σχέση με τις άλλες του αρχαίου δράματος που έχει ερμηνεύσει, και η «Φαίδρα» της Μαρίνας Τσβετάγιεβα συγκεκριμένα, η ποιητική βερσιόν της κορυφαίας προσωπικότητας των ρωσικών γραμμάτων που επέλεξε να ανεβάσει ο Καραντζάς.
Μου ’ρθε να κάνω ένα ποστ και να παροτρύνω πολλά αγόρια –για κάποιον λόγο παρατηρώ στα αγόρια η πατριαρχία κάπως να τους στερεί πολλές εκφάνσεις της ψυχής τους– «συναντήστε λίγο τη λύπη σας. Ρε συ, στενoχωρήσου λίγο, δες πού είναι η θλίψη σου, δεν είσαι γαμάτος, δεν χρειάζεται να είσαι γαμάτος, ούτε να αναλάβεις τις ευθύνες όλου του κόσμου. Πάρε την πιπίλα». Γιατί ξεχνάμε, ρε γαμώτο, ότι θέλουμε πιπίλα;
«Κοίταξε, υπάρχει η σωστή κατεύθυνση, δηλαδή να σου πω ποιο σύμβολο είναι, ποιο κενό καλύπτει στη μυθολογία, αλλά νομίζω ότι περισσότερο νόημα έχει να σου πω την κατεύθυνση που ήθελε ο Δημήτρης να πάρουμε, τι φώτισε για εμάς – το τι πετυχαίνουμε είναι μια άλλη ιστορία», ξεκινά να μου περιγράφει. «Η “Φαίδρα” της Τσβετάγιεβα αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον όταν την αντιμετωπίζουμε ως δίπολο μαζί με την Τροφό. Νομίζω ότι είναι αυτό το κομμάτι που έλειπε από την προϋπάρχουσα μυθολογία και με έναν τρόπο η συγγραφέας το τονίζει. Μια φυσική παρουσία δεν μπορεί να καλύψει όλες τις διαστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης.
Στην περίπτωση Φαίδρας - Τροφού μιλάμε στην ουσία για μητέρα και κόρη –που δεν μπορείς όμως να την πεις μάνα, γιατί τότε θα έχεις άλλα θέματα, αιμομιξίας και λοιπά–, για το πώς δύο γυναικείες φύσεις γίνονται μία και το έλλειμμα της μίας χρειάζεται να γίνει πολύ στην άλλη. Το ενδιαφέρον που βρίσκω εγώ στη Φαίδρα ως μεμονωμένη περίπτωση είναι ότι πάει προς το πολύ: θα τα φάω όλα, ακόμα και για μισό βλέμμα σου μπορώ να πεθάνω. Αυτό τονίζεται από τη στέρηση της Τροφού.
Όμως είναι πολύ και αυτό που ζητάει η Τροφός, οπότε είναι σαν να το ζει περισσότερο και από τη Φαίδρα, σε βαθμό που στη σκηνοθεσία του Δημήτρη να φτάνουν να γίνονται και σωματικά ένα. Μέχρι ένα σημείο σε ενδιαφέρει τι λέει πραγματικά το έργο και κάπου έρχεται αυτός ο υπέροχος ενδιάμεσος, ο σκηνοθέτης, και σε πάει εκεί όπου θέλει εκείνος, γιατί το πού θέλει να πάει αυτή η γυναίκα δεν θα το μάθουμε ποτέ».
Έχοντας στο μυαλό μου τη μαυροφορεμένη, ασφυκτικά τοποθετημένη μέσα στο κοστούμι και τη σφιχτή κοτσίδα της, αποδοσμένη μέσα από αναπάντεχη κινησιολογία ηρωίδα, με το που κάνω νύξη περί φόρμας για μια παράσταση εικαστικά πανέμορφη, όπου το σινεμασκόπ κατασκεύασμα του σκηνικού θεωρώ πως υπερτονίζει ακόμα περισσότερο αυτό της το χαρακτηριστικό, η λέξη κάπως ηλεκτρίζει τη Στεφανία, η οποία με διακόπτει για να εξηγηθεί.
«Αυτή η λέξη κάνει “τζιζ”. Η φόρμα έπρεπε να εξυπηρετήσει την ποίηση. Είναι ένα έργο πιο ποιητικό και από τις τραγωδίες, στην τραγωδία υπάρχει ένα επείγον της στιγμής που σε φέρνει στο εδώ και τώρα. Η τραγωδία είναι πιο “εύκολη” από αυτό που κάνουμε τώρα, που στα ψυχικά θέματα είναι πιο απαιτητικό. Αυτό, λοιπόν, που εσύ ονομάζεις φόρμα εμείς, που είμαστε από μέσα, το βιώνουμε διαφορετικά. Για εμάς η φόρμα και η ποίηση θα έπρεπε να συναντιούνται.
Αν κάτι δεν έχουμε πετύχει ως τώρα είναι αυτό, δεν μας είναι αρκετό ότι η ποίηση και η φόρμα συναντιούνται. Συνεχίζουμε να ασχολούμαστε με την ποίηση, τονίζουμε τον ποιητικό λόγο, θα έπρεπε να έχουμε απεγκλωβιστεί από αυτό. Το πρόβλημα είναι ότι εμείς το υπερτονίζουμε, οπότε, αν κάτι δεν καταφέρνει η παράσταση, φταίμε εμείς. Το υπόλοιπο είναι απλώς το να είσαι στο εδώ και τώρα, να συνομιλεί το βαθύτερο εγώ σου με ό,τι συμβαίνει εκείνη τη στιγμή.
Ας πούμε, εγώ καλούμαι να είμαι ανοιχτή σε όλα τα ενδεχόμενα για το τι θα μου αφήσει το γεγονός ότι θήλασα τα στήθη μιας συνομήλικής μου γυναίκας πάνω στη σκηνή, μπροστά σε άλλους ανθρώπους, να μπορώ να είμαι ελεύθερη, ακόμα κι αν είναι επώδυνο, γιατί δεν είναι απλό να θηλάζεις όταν έχεις, ως ηθοποιός, αποκόψει το ερωτικό κομμάτι. Όλο το υπόλοιπο τι είναι, αν δεν είναι ερωτικό, τη στιγμή που ακούς στ’ αυτιά σου να σου λέει “εγώ σε έχω βυζάξει, δεσμός γερός ως τον τάφο”; Σε τι κόσμο μπορώ να είμαι ελεύθερη να παρασυρθώ; Τι εμποδίζω να συμβεί εκείνη τη στιγμή; Αυτό εννοώ ότι δεν είμαι ελεύθερη στη στιγμή, με απασχολεί το πόσο καλά θα ακολουθήσω τις οδηγίες του Δημήτρη και της φόρμας, ενώ η φόρμα έχει γίνει».
Έναν μήνα και πλέον μετά την πρεμιέρα, ο Δημήτρης Καραντζάς ακόμα ζητά πράγματα από τους ηθοποιούς του. Η Στεφανία βλέπει μια εξέλιξη στο έργο που συνηγορεί για όσα μου λέει για τις κατευθύνσεις που προσπαθούν να πάρουν οι ερμηνευτές. «Ζητάει πια να μην ακολουθούμε τις οδηγίες του. Είναι όμως τόσο βαθιά ριζωμένη η ανάγκη να υπακούς σε κάτι –κι αυτό έχει πολλά κοινωνικά επακόλουθα–, που εγώ νιώθω ότι αν υπακούω στις οδηγίες του Δημήτρη, είμαι σωστή. Έρχεται ο ίδιος και μου λέει πως αν υπακούω στις οδηγίες του, στερώ όλο το υπόλοιπο που περιμένει. Ζούμε σε μια τρομερή σύγχυση!».
Η συμπληρωματικότητα, πάντως, που έχουν πετύχει επί σκηνής με την Αλεξία Καλτσίκη, που υποδύεται την Τροφό, είναι εντυπωσιακή. «Είμαστε τόσο προσηλωμένες στον σκοπό. Τελειώνει η παράσταση, το χειροκρότημα, και αμέσως, ιδρωμένες, ξεμαλλιασμένες, βρόμικες, θα κάτσουμε και θα πούμε “σ’ εκείνο το σημείο, αυτό που έκανες…”. Είμαστε σε εντελώς κοινή διαδρομή και στόχο και αυτό που θέλουμε να συμβεί είναι να μας ξεχάσεις. Θέλουμε να φύγουμε απ’ τη μέση!
Σου είπα ότι τη στιγμή που θηλάζω ή που κρεμάω το ελάφι θέλω να μη στέκομαι στο πόσο σωστά γίνεται αλλά στο πού έχω πάει. Εκεί θέλω να σε πάω κι εσένα. Αν σε έχω κάνει να βλέπεις εμένα, υπάρχει πρόβλημα. Θέλουμε να εξαϋλωθούμε, να μη μας βλέπεις πια, να ταράζεσαι από το ότι θες κι εσύ να θηλάσεις. Βλέπω παιδιά με πιπίλες και λέω: “Ρε, θέλω μια πιπίλα, δώσ’ μου μια πιπίλα, τι ικανοποίηση βρίσκεις στην πιπίλα, παιδάκι;”. Ενδεχομένως να μου έχει ξεκλειδώσει αυτή την ανάγκη το γεγονός ότι κάθε βράδυ θηλάζω επί σκηνής. Μπορώ να σου “ανοίξω” την ανάγκη να βάλεις μια πιπίλα στο στόμα σου; Και όχι να βγεις και να πεις “τι καλή ήταν η Γουλιώτη, η Αλεξία, τι σώματα μαζί, τι κίνηση…”.
Εκτός από μένα, η Τσβετάγιεβα, ακόμα περισσότερο, μπορεί να σε κάνει να πας σπίτι και να πάρεις μια πιπίλα; Ok, ναι, το έργο είναι για τον τυφλό, απόλυτο έρωτα, μπορούμε να μιλάμε ώρες γι’ αυτά. Ρε, την πιπίλα μπορείς να πας να την πάρεις; Και να μην ντραπείς τον εαυτό σου; Γιατί θα ντραπείς ακόμα και στον καθρέφτη να πας. Μόνος σου μπορείς να το κάνεις και να νιώσεις καλά; Έχεις την ανάγκη να καπνίσεις, να φιλήσεις, γιατί δεν παραδέχεσαι ότι θες μια πιπίλα; Το φέρνω ως παράδειγμα, γιατί είναι τόσο πολλά αυτά που δεν παραδεχόμαστε ότι μας συμβαίνουν.
Μου ’ρθε να κάνω ένα ποστ και να παροτρύνω πολλά αγόρια –για κάποιον λόγο παρατηρώ στα αγόρια η πατριαρχία κάπως να τους στερεί πολλές εκφάνσεις της ψυχής τους– “ρε, συναντήστε λίγο τη λύπη σας. Ρε συ, στενoχωρήσου λίγο, δες πού είναι η θλίψη σου, δεν είσαι γαμάτος, δεν χρειάζεται να είσαι γαμάτος, ούτε να αναλάβεις τις ευθύνες όλου του κόσμου. Πάρε την πιπίλα”. Γιατί ξεχνάμε, ρε γαμώτο, ότι θέλουμε πιπίλα; Γιατί δεν μου επιτρέπεται να έρθω να σου πω: “Αλέξανδρε, μπορώ να σε μυρίσω;”. Δεν σου λέω κάτι καινούργιο, σου λέω κάτι ξεχασμένο. Ας υπάρχουμε κάποιοι καλλιτέχνες που ασχολούμαστε με αυτό. Κάτι που μπορεί να σε τρομάζει. Είναι πολύ και το τακούνι και το σακάκι. Και αυτό χειροτερεύει.
Δεν σου επιτρέπεται να είσαι θλιμμένος ούτε στο σπίτι, μόνος σου. Εγώ έχω ενάμιση χρόνο που κλαίω συνεχώς. Και με αφορμές συγκεκριμένες και επειδή συνήθισε το σύστημά μου, όταν έφυγαν οι αφορμές. Συνειδητοποίησα ότι είχα κι άλλη ανάγκη να κλάψω και σκεφτόμουν ότι δεν είναι σωστό, αφού δεν έχω λόγο. Ρε φίλε, το σώμα σου έχει ανάγκη να κλάψει!»
«Χωρίς να νιώθεις ότι περνάς μια περίοδο κατάθλιψης;» τη διακόπτω. «Όχι. Γιατί να πρέπει να το εξηγήσω; Ρε φίλε, θέλω να κλαίω. Και η τάση μου είναι να πάρω την ψυχολόγο, “μήπως έχω κάτι, μήπως πρέπει να πάρω κάποιο χάπι, μήπως δεν είναι φυσιολογικό να κλαίω;”. Κλάψε, ρε, αν το έχεις ανάγκη! Αν δεν μπορείς να διαχειριστείς τη θλίψη, πώς διαχειρίζεσαι την τόση χαρά;».
Ο φασισμός της χαράς, λοιπόν. Που επιβάλλεται καθημερινά σε όλους, ειδικά μέσω των social media. «Το βάζεις σε τίτλο. Είναι επιχείρηση η χαρά. Ακολουθώ επίτηδες μια Ρωσίδα με εκατομμύρια followers και βλέπω πόσο “απενοχοποιημένη” χαρά έχει – είκοσι ποστ τη μέρα! Εγώ ντρέπομαι να σου ποστάρω πόσο χαρούμενη είμαι σήμερα. Ο φασισμός της χαράς μάς έχει απονευρώσει.
Εγώ, για δικούς μου λόγους, έχω υιοθετήσει τον ρόλο της δυναμικής τύπισσας. Αν, τώρα, δεν αποδεχόμουν αυτό το δώρο που μου έτυχε, το κλάμα το καθημερινό, που με έκανε πιο αδύναμη, αν συνέχιζα να είμαι η δυναμική τύπισσα, κάπου θα έσκαγε όλο αυτό. Η ανάγκη μου, λοιπόν, είναι να επιτρέψω στον εαυτό μου να είμαι –γιατί είμαι– μια αδύναμη γυναίκα».
Τελικά, τι συμβαίνει όταν καταπιέζονται οι επιθυμίες; «Σε έναν κόσμο που έχει βασιστεί στο να υπάρχει επιθυμία, δεν ικανοποιούνται οι βασικές και δημιουργούνται επίκτητες. Βασική μου επιθυμία είναι να κλαίω κάθε μέρα. Μπορώ να αρχίσω να κλαίω τώρα μπροστά σας; Δεν μου επιτρέπεται, γιατί δεν ξέρω τι θα σκεφτείτε μετά – κι αυτή είναι μια επιθυμία που μου την έχει φορέσει ο κόσμος όπου ζω, ενώ είναι κανονικό να κλαίμε σε άκυρη στιγμή.
Έτσι προκύπτουν οι νευρώσεις, η ενδοοικογενειακή βία, η προσπάθεια να τα προλάβουμε όλα, είμαστε ένας κόσμος νευρώσεων. Δεν ζω καλά όταν ξέρω ότι ζω εις βάρος του άλλου μισού πλανήτη, που είναι σκλάβος μου και απλώς δεν τον βλέπω να μου σέρνει το αυτοκίνητο. Ναι, αλλά τα παιδάκια στην Αφρική φτιάχνουν τις μπαταρίες λιθίου του αυτοκινήτου μου. Δεν νιώθω καλά με το ότι πήρα αμάξι, αλλά πήρα. Αυτό είναι μια νεύρωση. Μετά όμως, αν δεν έχω αμάξι, δεν θα κάνω τη βόλτα στο βουνό».
Αναρωτιέμαι τι περιλαμβάνει πλέον η ρουτίνα της –πάντα σε συγκλονιστική φόρμα– Στεφανίας για να μπορείς να αντεπεξέρχεσαι σε αυτή την τόσο έντονη σωματικότητα που περιλαμβάνει αυτός ο ρόλος. «Κενά», μου απαντά.
«Φτιάχνω μικρά κενά αέρος και υπάρχω μέσα σε αυτά σαν να μην είμαι αυτή που είμαι. Έχω τη μεγάλη τύχη να ζω δίπλα στη θάλασσα, που βοηθάει. Πέρα από αυτό, η ρουτίνα μου δεν έχει καμία διαφορά από οποιουδήποτε πολίτη: θα φροντίσω το σπίτι, θα βγάλω το μεροκάματό μου, θα γυμναστώ, θα δώσω τον χρόνο μου στους ανθρώπους που αγαπάω».
Η «Φαίδρα», εν τω μεταξύ, είναι σίγουρα ένα πείραμα, που μέχρι στιγμής μοιάζει να αποδίδει καρπούς. Δύσκολο έργο, σε νέο χώρο, Τετάρτη με Κυριακή, με διπλή παράσταση το Σάββατο και πλάνο να το πάνε μέχρι τον Απρίλιο.
«Ήταν τόσο μεγάλη η επιθυμία μου να δουλέψω με τον Δημήτρη. Έβλεπα στις παραστάσεις του έναν βασανισμό, κάτι πολύ κοινό με τον δικό μου βασανισμό. Σημασία έχει σε ποια στιγμή είναι ο καθένας. Δεν σου κρύβω ότι η διπλή του Σαββάτου έρχεται και μου θυμίζει ότι κάνω μια δουλειά, ότι πρέπει να πατήσω ένα κουμπί για να ανασύρω ξανά από την αρχή το βράδυ όλα αυτά τα οποία διαπραγματεύτηκα το απόγευμα. Ναι, θα το κάνω, αλλά κι εσύ μην ξεχνάς ότι είμαι άνθρωπος, άρα όσα διαπραγματεύομαι δεν θα έχουν το ίδιο φορτίο.
Ευτυχώς, βρεθήκαμε μαζί αρκετά βασανισμένοι ηθοποιοί, είμαστε μια ομάδα βασανισμένων ανθρώπων που ψάχνουμε τους υπόλοιπους. Έχει βρει ήδη έναν πυρήνα το έργο και θα βρει κι άλλον. Δεν έχει αξιώσεις θεάματος – δεν θέλει να έχει κόσμο που δεν επιθυμεί να είναι εκεί. Αν κάποιος θέλει να ταραχτεί, ας δοκιμάσει».
Παράλληλα με την προετοιμασία της για τη «Φαίδρα», η Στεφανία Γουλιώτη δούλευε το προηγούμενο διάστημα στη μεγάλη της επιστροφή, δώδεκα χρόνια μετά το «Χαρά Αγνοείται», στην τηλεόραση, στην πολυαναμενόμενη νέα σειρά που σηματοδοτεί και τη μεγάλη επιστροφή του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, όπου πρωταγωνιστεί. Έχοντας ολοκληρώσει τα καλοκαιρινά του γυρίσματα σε Παξούς και Κέρκυρα, ο «Δάσκαλος» μεταφέρει τώρα το σετ στην Αθήνα, με προγραμματισμένη ημερομηνία πρεμιέρας στο Mega μέσα στον Μάρτιο.
«Με τον Χριστόφορο έχουμε πολύ κοινή ιδιοσυγκρασία. Όταν είμαστε μόνοι μας περνάμε πολύ ωραία, θα μπορούσαμε να τα ’χουμε, να ’μαστε ζευγάρι. Βρεθήκαμε σε κοινές παρέες, το καταλάβαμε και είπαμε “ωραία, επειδή δεν μπορούμε να είμαστε ζευγάρι, θες να γίνουμε ζευγάρι;”. Υποδύομαι μία από τις γυναίκες στη ζωή του Χριστόφορου. Εγώ θα ήθελα, όπως πάντα, περισσότερο χρόνο να το ανακαλύψουμε ‒οι ρυθμοί της τηλεόρασης βέβαια είναι συγκεκριμένοι‒, αλλά γι’ αυτό που είναι, οι συνθήκες είναι ιδανικές.
Ο Χριστόφορος φτιάχνει ατμόσφαιρες που ντρέπεσαι να τις ονειρευτείς. Πήγα στους Παξούς και ακόμα και το σπιτάκι που νοίκιαζε η παραγωγή για να μείνω ήταν “Χριστόφορος”, ένιωθα σαν να είναι μέρος του σετ. Όχι, ήταν μέρος της ζωής που θέλει ο Χριστόφορος να σου πει να κάνεις. Αυτό κάνει με τις σειρές και τις ταινίες του, σου λέει τι ζωή αξίζει να ζεις, φίλε άνθρωπε. Εξερευνά τις ανεξερεύνητες επιθυμίες. Έχει φτιάξει μια δική του γλώσσα τόσο απενοχοποιημένη, σε βάζει σε ένα ονειρεμένο τοπίο για να ζήσεις τα σκοτάδια σου».
Το θέμα της σειράς, βέβαια, θα συζητηθεί σίγουρα, καθώς έχει να κάνει με τη σχέση ενός καθηγητή μουσικής με μια μαθήτρια. «Το θέμα του είναι οι σχέσεις, τα αδιέξοδα, όχι το πόσο σωστό ή λάθος είναι το καθετί» με διορθώνει η Στεφανία.
«Δεν είναι διδακτικός ο Χριστόφορος, σε πάει στη φλέβα του αναστεναγμού. Μέσα από κοινωνικές συνθήκες που υπάρχουν, ο σκοπός του δεν είναι να σου πει πώς λύνονται ή γιατί υπάρχουν, σου λέει “έλα να δούμε πώς ζούμε σε αυτές”. Κι εμένα δεν θέλω να με θυμούνται για κάποιου είδους ακτιβισμό. Κάνω ακτιβιστικές ενέργειες στη ζωή μου, με τον τρόπο που υπάρχω, δεν θέλω όμως να με θυμάσαι γι’ αυτό. Θέλω να είμαι η ηθοποιός που καταφέρνει μέχρι έναν βαθμό να σου μεταδίδει κάτι μέσω της “Φαίδρας”, και επειδή ξέρει ότι δεν τα καταφέρνει, θέλει να προσπαθήσει κι άλλο.
Μου έλειψε η κάμερα, γιατί τηλεόραση και κινηματογράφο τα διαχωρίζω μόνο ως συνθήκες εργασίας. Βλέπω τόσο καταπληκτικές ερμηνείες συναδέλφων μου και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και θέλω, με έχει πιάσει το αδηφάγο της “Φαίδρας”, θέλω».
• «Φαίδρα» της Μαρίνας Τσβετάγιεβα
Μετάφραση: Χρήστος Χρυσόπουλος
Διασκευή: Θεοδώρα Καπράλου
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Παίζουν: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Στεφανία Γουλιώτη, Αλεξία Καλτσίκη, Νίκος Μάνεσης, Μιχάλης Σαράντης
Θέατρο Προσκήνιο, Καπνοκοπτηρίου 8, Αθήνα, 210 8256838
Τετ. 20:00, Πέμ.-Παρ. 21:00, Σάβ. 18:00 & 21:00, Κυρ. 19:00
• «Ο Δάσκαλος»
Σενάριο - σκηνοθεσία: Χριστόφορος Παπακαλιάτης
Παίζουν: Χριστόφορος Παπακαλιάτης, Χάρις Αλεξίου, Μαρία Καβογιάννη, Φάνης Μουρατίδης, Στεφανία Γουλιώτη, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, Αντίνοος Αλμπάνης, Γιάννης Τσορτέκης, Κλέλια Ανδριολάτου
Από τον Μάρτιο στο Mega
• «Λούγκερ» του Κώστα Χαραλάμπους
Παίζουν: Τάσος Νούσιας, Στεφανία Γουλιώτη, Ερρίκος Λίτσης
Από 25/11 στους κινηματογράφους
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.