Το «Dusk» της Κριστιάν Ζαταΐ, ελεύθερη σκηνική διασκευή της ταινίας «Dogville» του Λαρς φον Τρίερ που είδαμε στην Πειραιώς 260, δεν είναι από αυτές τις παραστάσεις που το κοινό «ή θα λατρέψει ή θα μισήσει». Kάθε στοιχείο της θυμίζει κάποια άλλη, άλλου σκηνοθέτη και, το κυριότερο, η προσέγγιση της Βραζιλιάνας σκηνοθέτιδος δεν έχει το βάθος που απαιτούν τα ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται.
Στην αρχή, όταν ο Τομ (κεντρικό πρόσωπο στην ιστορία) ενημερώνει το κοινό ότι ο θίασος θα δοκιμάσει ν’ αλλάξει την κατάληξη της ταινίας, σκέφτεσαι ότι πρόκειται το δίχως άλλο για ενδιαφέρουσα ιδέα. Μόνο που τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει, η φιλοδοξία σβήνει όσο προχωρεί η παράσταση και το τέλος της προκύπτει βεβιασμένα, με διατύπωση συμπερασμάτων που οι ηθοποιοί απευθύνουν προς το κοινό.
Δύο είναι τα βασικά στοιχεία στο θέατρο της 54χρονης σήμερα σκηνοθέτιδας: η θεματική για τον Ξένο και όλα τα μεγάλα ζητήματα με τα οποία συνδέεται (πατρίδα, κοινότητα, σπίτι, πρόσφυγας, νοσταλγία, υπο(από-)δοχή, ρατσισμός, εκμετάλλευση, θυματοποίηση κ.ά.) και τα οποία, λόγω των έντονων ανθρωπίνων ροών προς την Ευρώπη τα τελευταία χρόνια, βρίσκονται στο επίκεντρο ενός ανοιχτού διαλόγου.
Η τέχνη της σκηνής, η πιο πολιτική όλων, δεν θα μπορούσε να μείνει αδιάφορη. Η Ζαταΐ ανταποκρίθηκε και της βγήκε σε καλό.
Δεν πηγαίνουμε στο θέατρο για να μας κάνουν μάθημα – σύνηθες σύμπτωμα πια αρκετών ξένων και ελληνικών παραστάσεων. Ούτε μάθημα, ούτε κήρυγμα.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό των παραστάσεών της αφορά την αξιοποίηση στη σκηνική αφήγηση του live video, που καταγράφει επιμέρους σημεία της δράσης, εστιάζοντας συχνά σε κοντινά των προσώπων, σε συνδυασμό με προκινηματογραφημένα υλικά. Οικείος τρόπος πια στη σκηνική γλώσσα, εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως κάτι πολύ προωθημένο.
Δείτε τι γράφει το σκεπτικό της πρόσφατης βράβευσης της Κριστιάν Ζαταΐ με τον Χρυσό Λέοντα Biennale Teatro 2022 και θα καταλάβετε τι εννοώ: «[…] Αφού τα λόγια δεν είναι αρκετά για να εξαγάγει κανείς μία μορφή ζωής, η Ζαταΐ στέλνει ισχυρές ακολουθίες εικόνων σε τροχιά και, με ζωντανό μοντάρισμα, χρησιμοποιεί την κάμερα ως αναπόσπαστο μέρος του έργου –στο στυλ των ταινιών του Κασσαβέτη– αποσυναρμολογώντας τα μέσα της νατουραλιστικής ψευδαίσθησης για να δομήσει το δικό της θέατρο και δημιουργώντας απρόσμενα και τρομακτικά όμορφες αφηγηματικές παγίδες, στις οποίες το κοινό παραμένει τόσο ενεργά αιχμάλωτο και γοητευμένο από αυτό που λαμβάνει χώρα μπροστά στα μάτια του, που δεν αισθάνεται καμία επιθυμία να ξεφύγει».
Υπερβολές. Όμως αυτά τα «περί αποσυναρμολόγησης των μέσων της νατουραλιστικής ψευδαίσθησης» μάς οδηγούν πίσω στο «Dusk» και σ’ ένα κρίσιμο ερώτημα. Μήπως την παλιού τύπου «νατουραλιστική» ψευδαίσθηση αντικατέστησε η ψευδαίσθηση ενός «ζωντανού» θεάτρου, που επιτρέπει να απευθύνονται οι ηθοποιοί στους θεατές εν είδει real time διαλόγου; Επιδιώκεται πράγματι η διάδραση σκηνής και πλατείας ή η απεύθυνση αποτελεί ένα ακόμη (συνηθισμένο πια) εύρημα που επαναλαμβάνεται από μέρος/θέατρο σε μέρος/θέατρο;
Η απάντηση είναι μία και τη δίνουν οι υπότιτλοι που μεταφράζουν όσα λένε στα γαλλικά οι ηθοποιοί. Το κείμενο είναι γραμμένο και ερμηνεύεται το ίδιο ξανά και ξανά. Η διάδραση με το κοινό είναι τόσο αληθινή όσο αληθοφανής ήταν η σκηνική πραγματικότητα στα θέατρα που άλλοτε αποκαλούνταν «αστικά».
Στο σκεπτικό της βράβευσής της στη (θεατρική) Μπιενάλε της Βενετίας εντοπίζουμε ένα ακόμη ενδιαφέρον προς συζήτηση σημείο που λέει ότι «καταργώντας τους δογματικούς κανόνες της αναπαράστασης και αμφισβητώντας τα αγωνιώδη θεωρήματά της, η Κριστιάν Ζαταΐ συγχωνεύει τους ορίζοντες του κινηματογράφου και του θεάτρου, μέσω μίας μπρεχτικού/βαγκνερικού τύπου προσωπικής μυθοπλασίας, για να εξευρενήσει τις ακανθώδεις εκείνες περιοχές που αποκαλύπτουν καλύτερα την αστάθεια της πραγματικότητας».
Για τον Βάγκνερ ούτε εικασία δεν μπορώ να κάνω, αλλά θα μπορούσε το «μπρεχτικών» επιρροών θέατρο της Ζαταΐ να αρέσει στον Μπρεχτ;
Στον Μπρεχτ νομίζω θα άρεσε πολύ το «Dogville» του Λαρς φον Τριέρ: καμία διάθεση «νατουραλιστικής ψευδαίσθησης», θέατρο που κινηματογραφείται, ο χώρος ένα μεγάλο πλατό με σχεδιασμένα στο πάτωμα τα σπίτια, τον σκύλο, τα οδόσημα στο πάτωμα, με ελάχιστα σκηνικά αντικείμενα, καμένο λευκό το φόντο τη μέρα, όλα μαύρα τη νύχτα, απότομες κινήσεις της κάμερας, συχνά μη ρεαλιστικές, και αυτοσχεδιαστικού τύπου οι κινήσεις των ηθοποιών, αλλά ρεαλιστικά τα διαλογικά μέρη.
Η πρωτοποριακή για σύγχρονη ταινία φόρμα του Dogville ανακαλεί μπρεχτικές πρακτικές και κυρίως την αγωνία του Μπρεχτ να θέσει μέσω της σκηνικής τέχνης καίρια ηθικά ζητήματα στο κοινό.
Πράγματι ο Τρίερ θέτει και σ’ αυτή την ταινία του μείζονα φιλοσοφικά ερωτήματα: για τη φύση του ανθρώπου, τη φύση του Κακού, για την αποτυχία του ανθρωπισμού και τα ψεύδη των ιδεαλιστών, για την ανάγκη να ξαναδούμε τι σημαίνει «καλή βούληση» και «ηθικώς πράττειν». Επιπλέον μέσα από τις περιπέτειες της Γκρέις στο Ντογκβιλ (της Χάρης στην Πόλη των Σκυλιών) καταγγέλλει τη χριστιανική «ιδεολογία» της συμπόνιας, της κατανόησης και της συγχώρεσης.
Μήπως είναι αναγκαίες οι δέκα εντελώς του Μωυσή (στην ταινία αυτό είναι το όνομα του αλυσοδεμένου σκύλου); Μήπως τελικά αυτή η κατανόηση και η συγχώρεση των πάντων διαφθείρει και οδηγεί κατευθείαν στην ηθική εξαθλίωση; Και μήπως η αναγκαιότητα της αμαρτίας ως προϋπόθεση για τη μετάνοια και τη συγχώρεση αποτελεί ιδιοτελές εφεύρημα της Εκκλησίας για να ελέγχει το «ποίμνιο», που ευνοεί τελικά την διάπραξη εγκλημάτων;
Η Γκρέις είναι κάτι σαν άγγελος, μεσάζων μεταξύ Θεού κι ανθρώπων, πρόσωπο-medium που εμφανίζεται για να «δείξει», να αποκαλύψει και να προσφέρει σωτηρία, ακόμα και μέσα από την καταστροφή. Είναι αυτή που στο τέλος της ταινίας θέτει το κρίσιμο ερώτημα: αν η ίδια βρισκόταν στη θέση των «απλών, καλών ανθρώπων» του Ντόγκβιλ κι ερχόταν ένας ξένος, θα τον εκμεταλλευόταν όπως αυτοί, θα τον βίαζε και θα τον αλυσόδενε σαν σκλάβο όπως αυτοί; Όχι, απαντά, δεν θα το έκανε. Οι άνθρωποι του Ντόγκβιλ επέλεξαν συνειδητά την απάνθρωπη στάση τους – και σαν κόρη Θεού αποφασίζει τη μόνη αποδεκτή λύση: τον αφανισμό τους.
Ο Τρίερ χαιρετά με σεβασμό την Ηθική του Καντ. Και τον Ίψεν και τον Μπρεχτ. Η εποχή μας έχει κατεπείγουσα ανάγκη την ηθική τους σκέψη. Όπως έχει ανάγκη ιδιοφυείς δημιουργούς όπως ο Δανός σκηνοθέτης.
Τίποτα απ’ όλα αυτά που απασχολούν την ταινία δεν περνάει στο «Dusk» – ήταν μάλλον αφελές εκ μέρους της Ζαταΐ να συνδέσει την παράστασή της με την ταινία του Τρίερ. Η άφιξη του Ξένου σε μία καλλιτεχνική κοινότητα και η διερεύνηση των αντανακλαστικών της στην υποδοχή και αποδοχή του θα μπορούσε να την απασχολήσει χωρίς την παραμικρή αναφορά στο «Dogville». Τότε ίσως να βρίσκαμε πιο ενδιαφέρουσα τη σκηνική αφήγηση, να βρίσκαμε καλύτερες τις συμπαθητικές ερμηνείες των ηθοποιών (παραγωγή της Comédie de Genève με συμπαραγωγούς τα Odéon-Théâtre de l’Europe, Piccolo Teatro di Milano, Théâtre national de Bretagne-Rennes κ.ά.), να μην ενοχλούσαν τα κενά χρόνου και δράσης κατά τις συχνές μετακινήσεις καναπέδων, τραπεζιών και άλλων σκηνικών αντικειμένων επί σκηνής, να μην ενοχλούσε το κήρυγμα του τέλους (παίρνω καρέκλα και ενώπιος ενωπίω σας κουνώ τον κώδωνα του κινδύνου – όλοι είμαστε εν δυνάμει κτήνη κ.λπ.).
Επιτέλους, δεν πηγαίνουμε στο θέατρο για να μας κάνουν μάθημα – σύνηθες σύμπτωμα πια αρκετών ξένων και ελληνικών παραστάσεων. Ούτε μάθημα, ούτε κήρυγμα.