Φτάνει πια με τα φαντάσματα, τα πνεύματα και τους θεούς. Φτάνει με τις εξωτικές τοποθεσίες, τις φανταστικές ιστορίες, τις αλλοτινές, μυθικές περιόδους. Φτάνει με τους κερατάδες συζύγους, τους περιπαθείς εραστές, τους δολοφονημένους βασιλιάδες, τις βιασμένες παρθένες, όλους αυτούς που τρέχουν νυχθημερόν αλαφιασμένοι για να εκδικηθούν έναν αντίπαλο ή να στραγγαλίσουν μια ερωμένη.
Ήρθε η ώρα να φέρουμε στη σκηνή όλα όσα η ευπρέπεια, η υποκρισία και η αναισθησία της καλής κοινωνίας προτιμά να περιφρονεί, να αγνοεί ή να εξιδανικεύει, ήρθε η ώρα να δείξουμε τη ζωή σε όλη της την ένδεια και την αγωνία, να την παραστήσουμε χωρίς καλλωπισμούς, ωμά, όπως πραγματικά είναι, εμποδισμένη και σακατεμένη από χίλιες μεριές.
Ήρθε η ώρα να ακούσουμε επιτέλους τους ανθρώπους, ακόμη και των άφαντων, παραγκωνισμένων θεατρικά κοινωνικών τάξεων, να μιλούν τη δική τους γλώσσα, αυτή που σμιλεύουν καθημερινά παραδομένοι στην αναγκαιότητα του αδιάκοπου μόχθου, αποκλεισμένοι από τα βασικά μορφωτικά, πολιτικά και πολιτισμικά προνόμια.
Δράμα ηχηρό χωρίς αντήχηση, ρεαλισμός κατ’ επίφαση, κεκαλυμμένη κωμωδία που καταλήγει αθέλητα στην αυτο-παρωδία και ένα μελοδραματικό φινάλε που αποδεικνύει περίτρανα όχι μόνο ότι οι απλοί άνθρωποι της Ελευσίνας είναι τελικά πιο ανοιχτόμυαλοι από τους δήθεν ψαγμένους Αθηναίους αλλά και ότι σαν την αγκαλιά της οικογένειας δεν υπάρχει άλλη.
«Το μέλλον ανήκει στον νατουραλισμό», έγραφε το 1880 ο Εμίλ Ζολά. «Θα βρούμε τη φόρμα, θα καταφέρουμε ν’ αποδείξουμε ότι υπάρχει περισσότερη ποίηση μέσα στο μικρό διαμέρισμα ενός μέσου ανθρώπου παρά μέσα σ’ όλα τα άδεια και σαρακοφαγωμένα παλάτια της ιστορίας. [...] Όταν το πεδίο αναστραφεί, αυτό που μοιάζει ανησυχητικό και μη πραγματοποιήσιμο σήμερα θα γίνει μια εύκολη δουλειά».
«Ανησυχητικό και μη πραγματοποιήσιμο», όντως, εφόσον η νέα τότε «πολεμική μηχανή» που είχαν αρχίσει να στήνουν οι νεαροί διανοούμενοι, συγγραφείς και ριζοσπάστες –εμπνεόμενοι από το παράδειγμα του Ίψεν, του Νίτσε και του Ζολά‒ συνάντησε συχνά σκληρή λογοκρισία και απαγόρευση εκ μέρους των Aρχών που κατακεραύνωναν τα έργα τους ως άσεμνα, υπονομευτικά και επικίνδυνα. Γιατί ήταν πράγματι επαναστατική η επιθυμία εκείνου του θρυλικού κινήματος που άνθησε ορμητικά στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα και τάραξε συθέμελα το θεατρικό κατεστημένο της εποχής, εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή στην τέχνη και σπέρνοντας αναρίθμητους απογόνους εντός και εκτός θεάτρου στη διάρκεια του εικοστού αιώνα.
Κι αν τα θυμόμαστε όλα αυτά τώρα είναι επειδή το σαρωτικό Σπιρτόκουτο του Γιάννη Οικονομίδη, ακολουθώντας, θα έλεγε κανείς, με άσβεστη πειθώ και δύναμη τις προδιαγραφές εκείνου του ξεχασμένου πλέον μανιφέστου, εμπνέει κι αυτό με τη σειρά του, είκοσι χρόνια μετά, πολλούς επίδοξους μιμητές που επιχειρούν με τη σειρά τους μια καταβύθιση στον ανταριασμένο ψυχισμό των λούμπεν αντι-ηρώων και της στραπατσαρισμένης ζωής τους.
«Προτιμώ τον ρεαλιστικό λόγο», δήλωνε πρόσφατα σε συνέντευξή του ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, συγγραφέας του Κωλόκαιρου, «γιατί έχει να κάνει με ανθρώπους υπαρκτούς και με τα αδιέξοδά τους. Τον γείτονα, τη μάνα μας, τον φίλο μας, τον υπάλληλο στην τράπεζα ή στο σούπερ-μάρκετ, τον ντελιβερά. Έχει να κάνει με ανθρώπους δίπλα μας και με τις δύσκολες σχέσεις που συνάπτουν. Οπότε δεν είναι αυτοσκοπός η βία, ή η σκληρότητα, ή το να κάνεις τον θεατή να αισθανθεί δυσάρεστα με ένα ρεαλιστικό κείμενο... Τι να κάνουμε, αυτοί είναι οι άνθρωποι και αυτές τις σχέσεις δημιουργούν».
Ελευσίνα, 2022. Βρέχει καταρρακτωδώς. Η άφιξη του Σοφοκλή σκάει σαν βόμβα στο «Διυλιστήριο». Πέντε χρόνια εξαφανισμένος και κανένας δεν ήξερε πού βρισκόταν «το αφεντικό» του νυχτερινού μαγαζιού, μονάχα φήμες κυκλοφορούσαν ότι τον είδαν εδώ κι εκεί, σ’ ένα γηροκομείο στη Χαλκιδική ή στη Γλυφάδα, να κάνει μπάνιο με γκόμενες. Άφαντος. Και τώρα, τώρα που μια μεσήλικη κυρία με στενή μίντι φούστα και γόβες κατεβαίνει τα σκαλιά της πλατείας, κανένας από τους δύο παλιούς υπαλλήλους του σκυλάδικου δεν μπορεί να την αναγνωρίσει, όσο εξονυχιστικά κι αν εξετάζουν το πρόσωπό της.
«Ρε συ Στέλιο, τι κοιτάς; Ο Σοφοκλής είμαι, ο αδελφός του Μίμη», λέει η μαυροφορεμένη κυρία. Άλαλα τα χείλη των ασεβών. «Πού ήσουνα τόσα χρόνια, ρε μαλάκα; Τι μασκαριλίκια είναι αυτά; Είσαι τέτοιος; Τραβέλι; Δεν μας κάνεις πλάκα...;» και κάπως έτσι συνεχίζεται ο διάλογος, μεταξύ αστείου και σοβαρού, ενόσω οι παρευρισκόμενοι πασχίζουν να βρουν τις λέξεις για να περιγράψουν τη νέα ταυτότητα του αφεντικού τους που περπατά αγέρωχα και απαντά ψύχραιμα στις απορίες των αλλοτινών επιστήθιων φίλων του.
Και πάνω που έχουμε πιστέψει πως ο Κωλόκαιρος θα εκτυλιχθεί γύρω από το ζήτημα της αποδοχής (το έργο αφορά «το δικαίωµα να είσαι διαφορετικός σε όποιο χώρο κι αν βρίσκεσαι» επεσήμαινε στην ίδια συνέντευξη ο συγγραφέας), ένα χαλάζι αποκαλύψεων θα θολώσει το οπτικό μας πεδίο, εκτροχιάζοντάς μας στην ομίχλη.
Η υπόλοιπη δράση θα αναλωθεί στη διαλεύκανση του εγκλήματος που συνέβη πριν από τριάντα χρόνια, στιγματίζοντας τις ζωές των εμπλεκομένων. Τα ερωτήματα ατελείωτα: ποιος έβαλε φωτιά στο υφασματάδικο της οικογένειας; Τι έκαναν εκείνο το μοιραίο βράδυ ο Σοφοκλής και ο Νίκος στην ταράτσα της χρεωκοπημένης βιοτεχνίας; Γιατί ο πρώτος άφησε τον δεύτερο να καεί ζωντανός; Γιατί επέτρεψε να διαδοθεί ψευδώς ότι ο Νίκος ήταν πρεζάκι και πυρπόλησε το μαγαζί μέσα στην ντάγκλα του;
Γιατί ο Σοφοκλής, λίγο καιρό μετά, παντρεύτηκε την αδελφή του καμένου φίλου του; Γιατί ο πατέρας της οικογένειας επέλεξε τον μικρό γιο, αδελφό του Σοφοκλή, να φέρει εις πέρας τον εμπρησμό; Γιατί ο μικρός δεν ειδοποίησε τον μεγάλο, παρόλο που γνώριζε ότι ο δεύτερος σύχναζε στην ταράτσα με τον κολλητό του καπνίζοντας χασίσια;
Γιατί ο έμπιστος Στέλιος κράτησε το στόμα του κλειστό; Γιατί άφησε τον επιζώντα να νομίζει τόσα χρόνια ότι μπορεί και να ήταν ο υπαίτιος της καταστροφής; Τι συνέβη, όταν τελικά, μετά τον θάνατο του πατέρα τους, ο Μίμης εξομολογήθηκε την αλήθεια στον Σοφοκλή κ.ο.κ.
Η ζωή των «λαϊκών ανθρώπων» ως λούνα παρκ του τρόμου με πολύχρωμα τρενάκια να τρέχουν αναβοσβήνοντας προς δεκάδες κατευθύνσεις: το πρώτο έχει μέσα φυλομετάβαση, το δεύτερο εμπρησμούς, το τρίτο κοριτσάκια με καρκίνο («Πάει η Αννούλα, Σοφοκλή! Πέθανε! Στα κόκαλα τη βρήκε!»), το τέταρτο «μάτσο» πατεράδες, και όλα μαζί προορισμό το φιλόξενο Παγκράτι, εκεί όπου ο Σοφοκλής θα πιστέψει προς στιγμήν ότι βρήκε την ελευθερία, μόνο και μόνο για να γνωρίσει τελικά το αληθινό πρόσωπο της αθηναϊκής τρανσφοβίας και να γυρίσει στην Ελευσίνα οπλισμένος μ’ ένα μπιτόνι βενζίνη στο χέρι.
Τα θέματα ξεπηδούν σαν κουνέλια από το καπέλο του ταχυδακτυλουργού και πριν προλάβουν καλά καλά να ανασάνουν, στοιβάζονται προχείρως, τσουρουφλίζονται στα κάρβουνα του εντυπωσιασμού και σερβίρονται προς άμεση κατανάλωση, γαρνιρισμένα με έξυπνες «ατάκες» και καυτερά «μπινελίκια».
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την επιπολαιότητα με την οποία προσεγγίζεται η υπόθεση της φυλομετάβασης. Δεν είναι απλώς ότι χρησιμοποιείται ως πιασάρικο εύρημα, ως ένα framing device που «ανοίγει» θεαματικά και «κλείνει» γλυκερά το έργο, χωρίς καθόλου να αναπτύσσεται στο κυρίως μέρος του. Είναι και το ότι ένας αρρενωπός ηθοποιός, ο Στάθης Σταμουλακάτος, παρουσιάζεται αλά Tόνι Κέρτις στο Μερικοί το προτιμούν καυτό ή ως φιγούρα αποκριάτικη με κραγιόν και μια χαζή περούκα, και υπονομεύει κι αυτό ακόμη περισσότερο οποιαδήποτε αξιόλογη σκηνική και ψυχική διερεύνηση του ζητήματος, κάνοντας τον θεατή να αναρωτηθεί κατά πόσο το συγγραφικό και σκηνοθετικό εγχείρημα επενδύει τελικά σε ένα παιχνίδι «μόδας» και όχι ουσίας.
Και τον Νίκο απ’ τη φωτιά ποιος θα τον βγάλει; Δράμα ηχηρό χωρίς αντήχηση, ρεαλισμός κατ’ επίφαση, κεκαλυμμένη κωμωδία που καταλήγει αθέλητα στην αυτο-παρωδία και ένα μελοδραματικό φινάλε που αποδεικνύει περίτρανα όχι μόνο ότι οι απλοί άνθρωποι της Ελευσίνας είναι τελικά πιο ανοιχτόμυαλοι από τους δήθεν ψαγμένους Αθηναίους αλλά και ότι σαν την αγκαλιά της οικογένειας δεν υπάρχει άλλη.
Έτσι, οι φωνές, τα σπρωξίματα και η φασαριόζικη εκτόνωση των απωθημένων δίνουν τελικά τη θέση τους σε μια αγαπησιάρικη, μελωμένη επανασύνδεση με την ηχογραφημένη, προθανάτια ερωτική εξομολόγηση του αδικοχαμένου Νίκου να μας συντροφεύει «ρομαντικά» στα μεγάφωνα.
Οι ηθoποιοί (Στάθης Σταμουλακάτος, Θάνος Αλεξίου, Βασιλική Διαλυνά, Στέλιος Δημόπουλος, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος) καταβάλλουν φιλότιμες προσπάθειες, αλλά δυστυχώς αδυνατούν να παραγάγουν κάτι περισσότερο από αβαθείς ερμηνείες. Οι καλοσυνάτοι αυτοί ήρωες χαρίζουν γέλιο και γεννούν συμπάθεια, στηρίζοντας αδιατάραχτα τον κλοιό της ψυχαγωγικής ασφάλειας και αφέλειας που νανουρίζει τον θεατή, στέλνοντάς τον σπίτι του εφησυχασμένο.
Τίποτα δεν γκρεμίζεται, τίποτα δεν φλέγεται, υπάρχει πάντα μια στοργική φωλιά για κάθε τρανς άτομο, κι εμείς δεν χρειάζεται ν’ ανησυχούμε άλλο για τον «κωλόκαιρο»: ορίστε, βγήκε ήδη το ουράνιο τόξο...
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.