Η φωνή της θεάς Αθηνάς: Τι ηχόχρωμα έχει; Είναι μεταλλική σαν τη γεύση του αίματος που πιτσιλίζει το πρόσωπό της, ενώ παρακολουθεί τον Αίαντα να μετατρέπεται σε χασάπη; Ή μήπως αντηχεί μια κελαρυστή ειρωνεία, γεμάτη ικανοποίηση για την κατάντια του εχθρού της, του μόνου θνητού που την περιφρόνησε κατάφωρα;
Ο Αίας εντοιχισμένος σ’ ένα μωσαϊκό από σπλήνες, γλώσσες, κέρατα: Πώς μυρίζει η σκηνή του, με τα σφαγμένα ζωντανά να στοιβάζονται ακέφαλα ολόγυρά του; Πόσα εντόσθια χρειάζεται να εξορυχθούν για να καταλαγιάσει η λύσσα του;
Το ηχηρό σώμα του Αίαντα: Πώς εκφράζεται; Τι κραυγές, ουρλιαχτά, τριξίματα παράγει; Ποια η συμφωνία ενός κορμιού που το δουλεύει ο πυρετός για να το επαναφέρει στην υγεία; Πώς δονείται το δέρμα από το αγκομαχητό του άρρωστου μυαλού;
Το σπαθί, το σπαθί που κάποτε ήτανε του Έκτορα: Πώς σφίγγεται η παλάμη γύρω από το δώρο του εχθρού; Γιατί αστράφτει τόσο η κόψη του; Ποια ηδονή το διαπερνά στην προοπτική μιας αυτοκτονίας;
Δεν καταφέραμε να τον αγαπήσουμε αυτόν τον Αίαντα, ούτε, κατά συνέπεια, να θλιβούμε για τον χαμό του, παρά μονάχα φευγαλέα λίγο πριν από το τέλος, δευτερόλεπτα πριν από την ύστατη βουτιά του.
Ο ορίζοντας, που απλώνεται μαγευτικός, το φως που λάμπει περισσότερο από ποτέ: Μπορούμε να ζούμε για το άπειρο, να ικανοποιούμαστε μόνο με το άπειρο; Υπάρχει αρκετό άπειρο στη γη και στις ουράνιες σφαίρες;
Το άλμα, το άλμα που σκίζει τα πλευρά: Πώς αναστενάζει η θάλασσα, την ώρα που ο Αίας ορμάει πάνω στον σφαγέα του;
Το αιμόφυρτο κόκκινο πρόσωπο, τα ρουθούνια που ξεχειλίζουν αίμα: Πώς επηρεάζεται η πυκνότητα της ατμόσφαιρας, όταν η ψυχή σβήνει;
Τα θαλασσοπούλια και τα όρνεα που κυκλώνουν το πτώμα: Τι σκέφτονται γι' αυτόν τον ατιθάσευτο ανθρώπινο όγκο που κείτεται απροστάτευτος στην αμμουδιά; Επιβραδύνεται ή επιταχύνεται ο παλμός της πτητικής πορείας τους;
Η τελευταία σκέψη του αυτόχειρα: Πού φωλιάζει το Πνεύμα, όταν αργοσβήνει το Σώμα; «Δέστε με, αν θέλετε, αλλά δεν υπάρχει τίποτε πιο άχρηστο από ένα όργανο» (θα έλεγε).
Το οριζοντιωμένο σώμα, παραδομένο στους μηχανισμούς της αποσύνθεσης: Θα του αποδοθεί μια γη να το στεγάσει ολόκληρο; Ή θα καταλήξει κομμάτι-κομμάτι στα στομάχια των πουλιών;
Ο βέβηλος χορός των αντιπάλων: Πόσο κενός ακούγεται ο θόρυβος της γελοιότητας και των πολιτικών αντεκδικήσεων μπροστά στο μέγεθος μιας απροσμέτρητης απώλειας;
Τα δάκρυα των οικείων: Πώς αλλάζει, πώς ρευστοποιείται, η σύσταση του κόσμου, όταν πεθαίνει ο τελευταίος μεγάλος Ήρωας;
Ο σκηνικός χώρος είναι ένα Σύμπαν. Που καλείται κάθε φορά να γεννηθεί από το μηδέν. Να σφυρηλατηθεί από μία σκέψη κατασκευαστική. Να κατοικηθεί από «σαρκικές ουσίες και βουβές σημασίες» (Μερλώ-Ποντύ). Από ταυτότητες και διαφορές, από αυξομειούμενους ρυθμούς, από χιλιάδες υφές κι εντάσεις που συγκροτούν κι ενώνουν τις κρίσιμες στιγμές, έτσι ώστε να υποδεχθούν το Συμβάν. Μεταξύ δύο ρευμάτων, μεταξύ δύο ωρών, στο λυκόφως.
Πρέπει το κάθε στοιχείο, υλικό και άυλο –όχι μόνον οι ερμηνείες των ηθοποιών αλλά η παραμικρή χειρονομία, ο κάθε ψίθυρος, η πιο αφανής λεπτομέρεια, το τούλι ενός ενδύματος, οι χάντρες ενός περιδέραιου– να επενδυθούν με σημασία.
Πώς, όμως, αποδίδονται οι σημασίες; Πώς εμψυχώνονται τα σώματα και πώς ενσαρκώνονται τα πράγματα;
ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ήταν ένα από τα πολλά που έμειναν δίχως απάντηση στην παράσταση του «Αίαντα», που είδαμε στην Επίδαυρο.
Μου πήρε ώρα να κατανοήσω γιατί φοράει γούνινη κουκούλα η Τέκμησσα (και λευκά αδιάβροχα ο Χορός): η όψη της παράστασης ήθελε να παραπέμψει, φαίνεται, σε κάποιο αρκτικό τοπίο, σε κάποιο σύνορο της Γης, εκεί όπου ο Χρόνος παγώνει μπροστά στον θάνατο μιας γενναίας μορφής, μιας γενναίας εποχής.
Όμως ακόμη κι αν το «είδαμε» αυτό, ακόμη κι αν ένα λευκό υλικό κάλυπτε την ορχήστρα, ακόμη κι αν φορούσαν οι ηθοποιοί εντυπωσιακά μάξι πανωφόρια, ουδέποτε το αισθανθήκαμε. Το ψύχος (είτε κυριολεκτικό είτε ψυχικό) αλλοιώνει τα σώματα και τις ανάσες, κανένας από τους ηθοποιούς, όμως, δεν έδειξε να καταλαμβάνεται από μια τέτοια σκέψη.
Αντιθέτως, οι τέσσερις μουσικοί που συμμετείχαν στην παράσταση έδειχναν ιδιαιτέρως αμήχανοι μπαινοβγαίνοντας σαν κλέφτες στη σκηνή του «Αίαντα». Ίσως επειδή αντιλαμβάνονταν ότι τα χάλκινα πνευστά τους (κόρνο, τρομπόνι, τρομπέτα, τούμπα) ηχούσαν εντελώς παράταιρα μέσα σε αυτό το αφαιρετικό, «παγωμένο» τοπίο.
Όσο περνούσε η ώρα, όλο και πιο βροντερά ξεδιπλωνόταν γύρω μας η αλυσίδα των παραφωνιών...
Άμα τη εμφανίσει της, η θεά Αθηνά (Δέσποινα Κούρτη) άρχισε να χοροπηδάει και να σκαρφαλώνει στους ώμους των θνητών, σαν πειραχτήρι, σαν ξωτικό από σαιξπηρική κωμωδία – τον Πακ ή την Άριελ. Οι σκηνές όπου συμμετείχε έφεραν όλη την ελαφρότητα μιας ανώδυνης κωμωδίας, απαλλαγμένης, δυστυχώς, από κάθε γκροτέσκα διάσταση. Ως εκ τούτου, πώς να εισπράξουμε την καγχαστική σκληρότητα των θεών απέναντι στον Αίαντα;
Μα ούτε τα «κοράκια», που λογομαχούσαν γύρω από το πτώμα, προκάλεσαν την παραμικρή (ηθική) αναστάτωση. Ο Γιάννης Νταλιάνης και ο Νίκος Χατζόπουλος ερμήνευσαν τους ρόλους του Μενελάου και του Αγαμέμνονα αντιστοίχως, με το γνωστό, στέρεο και δοκιμασμένο, στυλ τους, την ίδια στιγμή που τα πληθωρικά έθνικ κολιέ τους ανταγωνίζονταν με χάρη τα ατίθασα αντιανεμικά τους – αφήνοντας τη σκηνή της έριδας μετέωρη και στερημένη από κάθε βάθος.
Όσο για τα Στάσιμα, αυτά εξοντώθηκαν από την απειρία των νεαρών μελών του Χορού. Πώς θα εδύναντο να εκφράσουν την αγωνία μας για τη μοίρα του ήρωα ετούτα τα –υποκριτικά, φωνητικά και κινησιολογικά– άγουρα αγόρια και κορίτσια, τα οποία, στις πιο χαρακτηριστικές στιγμές τους, σχηματίζουν ντουετάκια, φιλιώνουν και τσακώνονται, σα ζευγαράκια που χορεύουν στις ταράτσες του «West Side Story»; Από πού έχουν έρθει και γιατί φορούν see-through φουστίτσες, φορεματάκια και βερμούδες;
Η ανεπιτήδευτη φυσικότητα του Δημήτρη Ήμελλου καθόλου δεν συνεισέφερε στην κατανόηση του Οδυσσέα: τι προσφέρει η παρουσία ετούτου του ήρωα στο ηθικό, πολιτικό και κοινωνικό διακύβευμα της τραγωδίας; Ποτέ δεν το μάθαμε. Αν μας δημιούργησε μια εντύπωση η συμπεριφορά του, αυτή ήταν περισσότερο ενός «περίεργου» που ήρθε να χώσει τη μύτη του στην παράξενη υπόθεση του Αίαντα...
Όσο για τον ίδιο τον Αίαντα, οι προσδοκίες μας από τον, συνήθως εξαιρετικό, Στάθη Σταμουλακάτο διαψεύστηκαν οικτρά. Ο σωματώδης ηθοποιός δεν μπόρεσε να αναλάβει το τραγικό βάρος του ρόλου, τις ωδίνες της τρέλας του, το αδιέξοδο της μοναξιάς του, την απόγνωση του πληγωμένου ηρωισμού του. Άσαρκη η φωνή του, χαμένο το εκτόπισμά του, μικρές οι αντηχήσεις του.
Δεν καταφέραμε να τον αγαπήσουμε αυτόν τον Αίαντα, ούτε, κατά συνέπεια, να θλιβούμε για τον χαμό του, παρά μονάχα φευγαλέα λίγο πριν από το τέλος, δευτερόλεπτα πριν από την ύστατη βουτιά του.
Καμία συγκίνηση, πουθενά. Μονάχα κάποιες στιγμές-ρωγμές στην ερμηνεία της πάντοτε αισθαντικής Εύης Σαουλίδου-Τέκμησσας («που θα πεθάνεις, όπως λες, και θα σε χάσω»), ή την ώρα που ο μικρός Ευρυσάκης πάσχιζε να διασχίσει την ορχήστρα σέρνοντας στις μικρές του πλάτες τη γιγάντια πατρική ασπίδα – και πώς να σηκώσει τέτοιο βάρος;
Γλαφυρές, επίσης, από πλευράς φωτισμού (Αλέκος Αναστασίου) στάθηκαν δύο-τρεις σκηνές, όπως εκείνη που έθεσε τον Αίαντα στη διατομή ενός υπερμέγεθους, υπαρξιακού «Χ», σηματοδοτώντας το σημείο συνάντησης του ήρωα με τις αδυσώπητες παραμέτρους του βίου του.
Το σκηνοθετικό εύρημα του φλας μπακ (που πρώτα μας δείχνει τον Αίαντα νεκρό και μετά παρουσιάζει την αυτοκτονία του και όσα προηγήθηκαν αυτής) επιχειρεί, φαντάζομαι, ένα παιχνίδι με τις διαστάσεις του χρόνου. Δεν έκανε, όμως, καμία διαφορά, τελικά: είτε έτσι είτε αλλιώς, ουδέποτε φανερώθηκαν οι σημασίες των πραγμάτων και ουδέποτε αποδόθηκε σκηνικό Νόημα στην τραγωδία του Σοφοκλή.
«Αίας» του Σοφοκλή
Μετάφραση: Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος
Σκηνοθεσία: Αργύρης Ξάφης
Δραματουργική επεξεργασία: Ασπασία-Μαρία Αλεξίου, Αργύρης Ξάφης
Σκηνικά: Μαρία Πανουργιά
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Μουσική: Κορνήλιος Σελαμσής
Χορογραφία: Χαρά Κότσαλη
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός σκηνοθέτις: Μαρία Σαββίδου
Φωνητική προετοιμασία: Απόστολος Κίτσος
Δραματολόγος παράστασης: Ασπασία-Μαρία Αλεξίου
Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Δημήτρης Ήμελλος, Δέσποινα Κούρτη, Γιάννης Νταλιάνης, Εύη Σαουλίδου, Στάθης Σταμουλακάτος, Χρίστος Στυλιανού, Νίκος Χατζόπουλος
Στον ρόλο του μικρού Ευρυσάκη εμφανίζονται σε διπλή διανομή ο Τάσος Μικέλης και ο Κωνσταντίνος Σπανός.
Χορός (αλφαβητικά): Ασημίνα Αναστασοπούλου, Δημήτρης Γεωργιάδης, Αφροδίτη Κατσαρού, Ερατώ Καραθανάση, Φάνης Κοσμάς, Λάμπρος Κωνσταντέας, Ευσταθία Λαγιόκαπα, Αλκιβιάδης Μαγγόνας, Ειρήνη Μπούνταλη, Φώτης Στρατηγός.
Μουσικοί επί σκηνής (αλφαβητικά): Μάνος Βεντούρας (κόρνο), Σπύρος Βέργης (τρομπόνι, ευφώνιο_, Στέφανος-Σπυρίδων Δαφνής (τρομπέτα, φλικόρνο), Μενέλαος Μωραΐτης (τούμπα).
Επόμενες παραστάσεις:
5-6 Αυγούστου, Κύπρος Λευκωσία Θέατρο Κούρειο
26 Αυγούστου, Δημοτικό Θέατρο «Δημήτρης Κιντής»
1 Σεπτεμβρίου, Θέατρο Βράχων
4 Σεπτεμβρίου, Ελευσίνα Παλαιό Ελαιουργείο
12 Σεπτεμβρίου, Θεσσαλονίκη, Θέατρο Δάσους
20 Σεπτεμβρίου, Κηποθέατρο Παπάγου
23-25 και 27-28 Σεπτεμβρίου, Σχολείον της Αθήνας Ειρήνη Παπά