Από χαρτογραφικής άποψης, και μετά από τις ποικίλες ανακατατάξεις της τελευταίας εικοσιπενταετίας, πού θα έπρεπε να τοποθετείται σήμερα το θεατρικό off-off-Broadway της Αθήνας για να είναι συνεπές με την ουσία του όρου; Μια απάντηση θα ήταν σε ακραία βορειοανατολική περιοχή του Γκύζη, σε δρομάκι ελαφρώς ανηφορικό κι αμέριμνο. «Εδώ, βρισκόμαστε πολύ κοντά στη γενικότερη κίνηση της πόλης, αλλά και σαν να έχουμε ξεφύγει λίγο απ’ αυτήν» λένε οι Ginger Creepers – τους οποίους αποτελούν ο Γρηγόρης Χατζάκης και ο Χρήστος Καπενής. Αναφέρονται στην «Παρένθεση», τον νέο χώρο τους που χονδρικά βρίσκεται «όπισθεν Αρείου Πάγου». Είναι ένα παλιό ξυλουργείο, «εντυπωσιακά φροντισμένο, με αγάπη και υψηλό φρόνημα» από τον μερακλή ξυλουργό ιδιοκτήτη του και που από εδώ και στο εξής θα λειτουργεί ως «χώρος πειραμάτων», όπως αρέσει στους Ginger Creepers να τον προσδιορίζουν, με στόχο να θέτουν το κέντρο βάρος της δουλειάς τους στην έρευνα για νέες φόρμες στη θεατρική πράξη και για ουσιώδεις απαντήσεις μέσω αυτής στα όσα πρωτόγνωρα φέρνουν οι καιροί.
Η «Παρένθεση» θα ανοίξει για το κοινό στις 2 Απριλίου, με την παραγωγή: «Καθόμαστε Σε Ένα Τραπέζι. Ο Ένας Κοιτάει Τις Γρίλιες. Από Κάπου Ακούγεται Ο Τελευταίος Λύκος» η οποία βασίζεται στο βιβλίο του Λάσλο Κρασναχορκάι «Ο Τελευταίος Λύκος». Ακριβώς έναν μήνα αργότερα θα ξεκινήσουν οι παραστάσεις της «Κυρίας Ντάλογουεϊ» που εμπνέεται από το ομώνυμο μυθιστόρημα της Βιρτζίνια Γουλφ, σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Χατζάκη, με τη σταθερή συνεργάτιδα της ομάδας Δώρα Παρδάλη και την Ελένη Σιδηροκαστρίτη.
Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε πώς θα μπορούσε ποτέ κάποιος να ξαναπιάσει τη δουλειά του σαν να μην παρεμβλήθηκε ποτέ αυτή η διετία. Σαν να μη διακόπηκαν τα πάντα επί δύο χρόνια και σαν να μην κλονίστηκε όλων μας η αντίληψη για πάρα πολλά θεμελιώδη πράγματα που μας αφορούν και που μας ορίζουν.
Οι Ginger Creepers στη διάρκεια των δύο ετών αναγκαστικής θεατρικής παύσης που επέβαλε η πανδημία επικεντρώθηκαν στη διαδικτυακή παρουσία τους, δημιουργώντας ένα νέο οπτικοακουστικό είδος, το «Ραδιοπτικό Θέατρο» (Radioptical Theater) για το οποίο μίλησαν τότε στη LiFO και παρουσίασαν πέντε διαφορετικές παραγωγές, σε συνεργασία με την πλατφόρμα aejaa.
Τώρα, με την επάνοδό τους σε σκηνή, προτείνουν μια νέα παραστατική φόρμα την οποία ονομάζουν «Exhibition Theatre», καθώς σ’ αυτήν το θέατρο συνδυάζεται με έκθεση εικαστικών έργων, τα οποία εκπληρώνουν μια δραματουργική λειτουργία της παράστασης.
«Με τον “Λύκο” ξεκινήσαμε να ασχολούμαστε πριν από την πανδημία. Είχαμε περάσει σε πολύ προχωρημένα στάδια επεξεργασίας της ιδέας και είχαμε αποφασίσει ότι η παράσταση θα παιζόταν σε τρεις διαφορετικούς χώρους –σε ένα θέατρο, σε ένα μπαρ και σε μία σκηνή στο Βερολίνο– και τα τρία αυτά μέρη με έναν τρόπο θα συνδέονταν. Είχαμε μάλιστα κλείσει γι’ αυτόν το σκοπό έναν μαγικό χώρο στο Βερολίνο, που είναι ένας προπολεμικός κινηματογράφος ο οποίος αξιοποιήθηκε και στα γυρίσματα της πολύ γνωστής τηλεοπτικής σειράς “Babylon Berlin”», λέει ο Γρηγόρης Χατζάκης. «Όμως όλη αυτή η περίοδος με τις καραντίνες μετέβαλε τόσο πολύ τα δεδομένα και κυρίως την οπτική μας για το έργο. Και είναι αυτονόητο να συμβαίνει αυτό, αν αναλογιστεί κάποιος ότι αντιμετωπίσαμε πολύ απροσδόκητα και παράξενα πράγματα, όπως ήταν, για παράδειγμα, η επιστροφή άγριων ζώων στις έρημες πλέον, λόγω απαγόρευσης της κυκλοφορίας, κατοικημένες περιοχές των πόλεων. Αυτό δεν είναι κάτι που θα μπορούσε να μας αφήνει αδιάφορους, δεδομένου ότι ολόκληρο το έργο του Λάσλο Κρασναχορκάι με το οποίο ασχολούμασταν βασίζεται στη σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Στο τέλος, καταλήξαμε ότι θέλαμε πια να αντιμετωπίσουμε εντελώς διαφορετικά ολόκληρο το πρότζεκτ. Εξάλλου, δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε πώς θα μπορούσε ποτέ κάποιος να ξαναπιάσει τη δουλειά του σαν να μην παρεμβλήθηκε ποτέ αυτή η διετία. Σαν να μη διακόπηκαν τα πάντα επί δύο χρόνια και σαν να μην κλονίστηκε όλων μας η αντίληψη για πάρα πολλά θεμελιώδη πράγματα που μας αφορούν και που μας ορίζουν.
Μετά από αρκετή σκέψη λοιπόν, καταλήξαμε να εντοπίζουμε τη διαφορά που αποζητούσαμε, μεταξύ του πριν και του τώρα, στη σχέση της παράστασης με τον θεατή. Έτσι, το να μοιραστεί η παράσταση σε τρία διαφορετικά μέρη δεν μας φαινόταν πλέον ενδιαφέρον διότι έδειχνε πολύ διασπαστικό, τη στιγμή που η επιδίωξη θα ήταν ακριβώς η αντίστροφη – δηλαδή να βρούμε έναν τρόπο για να έρθουμε πιο κοντά με τον κόσμο. Την ίδια στιγμή, βέβαια, εμείς δεν βρισκόμαστε καθόλου κοντά στην ιδέα των διαδραστικών παραστάσεων. Θεωρούμε ότι προκαλούν μια αμήχανη επαφή με τον κόσμο, η οποία δεν μας αφορά. Θέλαμε λοιπόν να βρούμε μια συνθήκη χάρη στην οποία θα φέρναμε τον κόσμο πιο κοντά, αλλά χωρίς να τον υποχρεώνουμε να συμμετέχει. Και κάπως έτσι οδηγηθήκαμε στην ιδέα του να δημιουργήσουμε έναν χώρο μέσα στον οποίο ο θεατής θα κινείται ελεύθερα και σε αυτόν θα συνδέει από μόνος του τα κομμάτια της θεατρικής αφήγησης, χωρίς εμείς να του τα δίνουμε ένα-ένα».
Ως προς αυτό, ο Χρήστος Καπενής υπερθεματίζει: «Ο θεατής θα δημιουργεί μόνος του το δικό του αφηγηματικό παζλ, το οποίο τον κάνει λίγο πιο δημιουργικό από ότι αν απλά παρακολουθούσε μία παράσταση κλασικού τύπου. Κάπως έτσι, λοιπόν, καταλήξαμε στην ιδέα να συμβαίνουν όλα μέσα σε έναν εκθεσιακό χώρο με εικαστικά έργα. Ας τονιστεί εδώ ότι ο θεατής, μπαίνοντας και περιηγούμενος σε αυτή την έκθεση, βρίσκεται ήδη στον ψευδαισθητικό χωροχρόνο του θεατρικού έργου, καθότι δεν ζητήσαμε από εικαστικούς καλλιτέχνες να συνεισφέρουν με έργα τους για να στηθεί μία ομαδική έκθεση, παρά δημιουργήσαμε εμείς εικαστικά έργα τα οποία εξυπηρετούν συγκεκριμένες σκοπιμότητες. Ο θεατής απλά θα μπαίνει σε ένα εικαστικό σύμπαν, το οποίο θα ξεκλειδώνεται καθώς ξετυλίγεται η αφήγηση του έργου, η οποία θα του προσφέρει τα απαραίτητα κλου για να αποκτήσουν σημασία τόσο το [θεατρικό] έργο όσο και τα έργα». Ως προς αυτό ο Γρηγόρης Χατζάκης διευκρινίζει: «Η μεγαλύτερη δυσκολία σε αυτό το πρότζεκτ είναι να επιτευχθεί η διατήρηση της αυτονομίας των εικαστικών έργων, τα οποία, μοιραία, συμμετέχουν και στη δημιουργία της αίσθησης που θα προκαλεί η παράσταση».
Τι είναι όμως ο «Τελευταίος Λύκος» – το αφήγημα στο οποίο βασίζεται η παράσταση και το οποίο έχει γράψει ο πιο δημοφιλής στις μέρες μας Ούγγρος λογοτέχνης Λάσλο Κρασναχορκάι;
«Είναι ένα κείμενο που δεν έχει κυκλοφορήσει ποτέ στα ελληνικά και το μεταφράσαμε εμείς για την παράσταση. Είναι ένα κείμενο φανταστικό – μια ολόκληρη νουβέλα από μία μόνο πρόταση. Ο συγγραφέας έβαλε μία τελεία όλη κι όλη στο τέλος των εβδομήντα επτά σελίδων του βιβλίου», λέει ο Γρηγόρης Χατζάκης. «Προφανώς και πρόκειται για μια δαιδαλώδη πρόταση. Αγγίζει πολλά θέματα και παίζει διαρκώς με το τώρα, φέρνοντάς το, με φοβερή μαεστρία, να συναντά και το πριν και το εδώ και το εκεί και το μετά. Αυτό είναι αλήθεια ότι αρχικά σοκάρει λίγο, αλλά πολύ γρήγορα μπαίνει κάποιος στον κώδικα της αφήγησης, ο οποίος τον παρασέρνει σε ένα απίστευτο ταξίδι. Είναι η ιστορία ενός καθηγητή φιλοσοφίας ο οποίος έχει παραιτηθεί από τα πάντα, επειδή τα θεωρεί μάταια.
Ζει σε μια τουρκική συνοικία στο Βερολίνο. Το μόνο που κάνει στη ζωή του είναι να ξυπνάει κάθε πρωί, να κάνει έναν κύκλο γύρω από το οικοδομικό τετράγωνο στο οποίο κατοικεί, για να καταλήξει σε μια κοντινή μπιραρία, της οποίας το περιβάλλον περιγράφει ως κάτι το απόλυτα σιχαμερό, σε πλήρη παρακμή και με τα ηχεία να παίζουν συνεχώς κάτι τραγικά ποπ τούρκικα τραγούδια. Εκεί πίνει την μπίρα του συνομιλώντας με τον Ούγγρο μπάρμαν, στον οποίο εξιστορεί –χωρίς ο μπάρμαν να του δίνει την παραμικρή σημασία– ότι τον προσκάλεσαν στην Εξτρεμαδούρα της Ισπανίας για να γράψει ένα άρθρο σχετικό με την ανάπλαση της περιοχής. Αρχικά δεν καταλαβαίνει καν γιατί φώναξαν εκείνον γι’ αυτήν τη δουλειά – το αποδίδει σε κάποιο λάθος.
Ωστόσο, καταλήγει ότι είναι μία μάλλον καλή πρόταση και άρα αξίζει να πάει ως εκεί, παρά τις αμφιβολίες του. Ψάχνοντας λοιπόν στο ίντερνετ πληροφορίες γι’ αυτή την άγνωστη σε κείνον περιοχή, ανακαλύπτει ότι πρόκειται για ένα εντελώς άγονο μέρος, το οποίο κάποιοι τοπικοί παράγοντες θέλουν να μετατρέψουν σε βιομηχανική ζώνη. Και κάπως έτσι βρίσκει επίσης ένα άρθρο που λέει ότι εκεί "απεβίωσε ο τελευταίος λύκος".
Αυτό του δημιουργεί μια τρομερή αίσθηση, γιατί αφενός αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν να ξέρει κάποιος ότι επρόκειτο για τον τελευταίο λύκο, και κατά δεύτερον επειδή του φαινόταν περίεργη η συγκεκριμένη φράση, καθότι κανείς δεν περιμένει μια τόσο ρομαντική διατύπωση σε μια δημοσίευση επιστημονικού περιοδικού. Έτσι, λοιπόν, αποφασίζει να ασχοληθεί με την ιστορία του τελευταίου λύκου και φτάνοντας στην Εξτρεμαδούρα συλλέγει σιγά-σιγά στοιχεία που του επιτρέπουν να συνθέσει προοδευτικά την ιστορία του τελευταίου λύκου. Όσο για τη συνέχεια, ο θεατής θα μπορέσει να την ανακαλύψει βλέποντας την παράσταση, βασικός άξονας στην εξέλιξη της οποίας είναι ότι ο φιλόσοφος αρχίζει να ταυτίζεται ολοένα και περισσότερο με τον τελευταίο λύκο. Η ατμόσφαιρα που συναντά ο θεατής μπαίνοντας στον χώρο διατηρείται αμετάβλητη από την αρχή ως το τέλος, όσον αφορά τον φωτισμό και το ηχητικό φόντο. Στην αρχή, του παρέχεται αρκετός χρόνος για να περιηγηθεί στην έκθεση των έργων.
Ένα από τα εκτιθέμενα έργα που θα συναντά θα είμαστε εμείς οι ίδιοι, δηλαδή ο Χρήστος Καπενής κι εγώ. Η διαφορά μας από τα υπόλοιπα είναι ότι εμείς είμαστε το “μόνο ζωντανό” έργο. Η σύνθεση στην οποία συμμετέχουμε ολοκληρώνεται με μια προβολή που έχει άμεση σύνδεση με ό,τι θα κάνουμε, το οποίο θα είναι κάτι το μη θεατρικό. Ουσιαστικά, θα είναι δράσεις που σχετίζονται με το όλο θέμα, αλλά χωρίς λόγια. Μέχρι που, κάποια στιγμή, μέσα στην ατμόσφαιρα που θα έχει δημιουργηθεί, θα αρχίσει σιγά-σιγά να μπαίνει και η αφήγηση, η οποία θα ακούγεται δυνατά και ηχογραφημένη. Και κάπως έτσι θα αρχίσει να ξετυλίγεται η πλοκή και θα παρατίθενται πληροφορίες που θα αρχίσουν να κουμπώνουν με όσα ο θεατής θα έχει προσλάβει μέχρι τότε. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο κάθε ένας θα αρχίσει να εντάσσει τα έργα που έχει δει σε ένα πλαίσιο και θα ανακαλύπτει το πώς όλα θα συσχετίζονται με αυτά που ακούει. Από αυτό το στάδιο λοιπόν αρχίζει να επιβεβαιώνεται στον θεατή ότι όλα όσα βλέπει έχουν μία ανάγνωση το καθένα μόνο του και συγχρόνως έχουν και μία δεύτερη ανάγνωση, η οποία είναι πιο δική του –πιο προσωπική και συναισθηματική–, η οποία τα συνδέει με την ιστορία του έργου. Και τότε όλα μαζί συνιστούν ένα σύστημα».
Ο Χρήστος Καπενής λέει: «Το έργο είναι υπαρξιακό και τη θέση του –που είναι η ματαιότητα της ανθρώπινης αυτοκαταστροφής– τη διατυπώνει ο συγγραφέας καθαρά. Ωστόσο το πραγματικό θέμα του κειμένου και του έργου είναι η μετακίνηση που βιώνεις από μία θέση την οποία νιώθεις ότι σε ορίζει, σε μία καινούργια θέση». Και όπως επεξηγεί ο Γρηγόρης Χατζάκης: «Μετά από αυτή την εμπειρία του της αναζήτησης του τελευταίου λύκου, ο φιλόσοφος του έργου συνεχίζει να βρίσκει στη ζωή μια ματαιότητα, αλλά αυτή είναι πλέον άλλη από εκείνη από την οποία είχε ξεκινήσει και με την οποία είχε ζήσει όλη τη μέχρι τότε ζωή του. Φτάνει λοιπόν εκείνη η στιγμή που το παραδέχεται και λέει ότι πράγματι είχε βολευτεί με τη δική του αντίληψη ότι τα πάντα είναι μάταια. Ξαφνικά δηλαδή αρχίζει και νιώθει ένα συναίσθημα το οποίο τον ταρακουνάει και το οποίο είναι ένα συναίσθημα που δεν έχει γνωρίσει μέχρι τότε. Είναι περίεργο για τον ίδιο ότι υπάρχει μία μετακίνηση σε κάτι νέο, που όμως κι αυτό είναι μία συνθήκη όμοια με την αρχική του –δηλαδή, κάθεται και δεν κάνει τίποτα– όμως πλέον αυτό του συμβαίνει για κάποιον λόγο».
«Καθόμαστε Σε Ένα Τραπέζι. Ο Ένας Κοιτάει Τις Γρίλιες. Από Κάπου Ακούγεται Ο Τελευταίος Λύκος» από 2 Απριλίου 2022 στην «Παρένθεση» – Διονυσίου Εφέσου 3, 11475 Γκύζη, Αθήνα.
Σύλληψη - Απόδοση - Σκηνική Σύνθεση - Σκηνοθεσία: Ginger Creepers
Εικαστική Επιμέλεια - Σκηνογραφία / Διαμόρφωση Χώρου: Ζωή Αρβανίτη
Μουσική / Ηχητικός Σχεδιασμός: Βύρων Κατρίτσης
Κοστούμια: Λίλα Νόβα
Γραφιστική Επιμέλεια - Curating Consultant: Michelangelo Bevilacqua
Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη
Παίζουν: Χρήστος Καπενής & Γρηγόρης Χατζάκης
www.gingercreepers.com