Γεννήθηκα στη Βοστώνη, την παράκτια πόλη των ΗΠΑ. Οι γονείς μου, Κώστας και Αθηνά, ως μετανάστες, ζούσαν και εργάζονταν εκεί για πολλά χρόνια. Είχαν δικό τους εστιατόριο και ήταν μια δουλειά που απαιτούσε πολλές ώρες και αφοσίωση. Διατηρώ στο μυαλό μου αρκετές αναμνήσεις απ’ αυτά τα πρώτα χρόνια της ζωής μου. Μνήμες ευχάριστες, ανέμελα παιδικά χρόνια, ατελείωτο παιχνίδι και πάντα τριγυρισμένοι από πολλά αγαπημένα συγγενικά πρόσωπα. Στην Ελλάδα, συγκεκριμένα στα Τρίκαλα, ήρθα όταν ήμουν έξι, μαζί με τον αδερφό μου και τη γιαγιά, με σκοπό να ξεκινήσουμε από την αρχή το σχολείο. Έξι χρόνια μετά πήραν τον δρόμο της επιστροφής και οι γονείς μας. Ο πατέρας μου είναι από το Ανθηρό της Αργιθέας, ενώ η μητέρα μου από το Καστράκι της Καλαμπάκας. Ουσιαστικά, είναι σαν να μοίρασαν την απόσταση, επιλέγοντας ως τόπο κατοικίας την πόλη των Τρικάλων.
• Οι γονείς μου ήταν άνθρωποι που έτυχε να μεγαλώσουν μέσα σε μεγάλη ανέχεια, οπότε, ό,τι κατάφεραν με πολύ κόπο στην καινούργια τους ζωή στο εξωτερικό τούς έκανε να νιώθουν περήφανοι αλλά και ευγνώμονες γι’ αυτήν τη νέα ευκαιρία που τους δόθηκε σε μια ξένη χώρα. Τώρα πια ζουν στην Ελλάδα, στα Τρίκαλα, και ανήκουν στις περιπτώσεις των ανθρώπων που πάντοτε προσδοκούσαν την επιστροφή τους στην πατρίδα και ευτύχησαν να το πραγματοποιήσουν. Ωστόσο, θα ήθελα να ζούσαμε πιο κοντά, ώστε να έχουν πιο ενεργό ρόλο στην καθημερινότητά μας. Την ίδια αγάπη και το ίδιο νοιάξιμο που έχω λάβει από εκείνους προσπαθώ να προσφέρω κι εγώ στα δικά μου παιδιά.
• Δεν θυμάμαι να ονειρεύομαι να γίνω κάτι συγκεκριμένο. Σίγουρα ευχόμουν να κάνω μια δουλειά που να μην έχει πολλά διαβάσματα, όπως και να εργάζομαι λίγο, αλλά να πληρώνομαι καλά. Ουσιαστικά, πρόκειται για σκέψεις που απέχουν πολύ από την πραγματικότητα της δουλειάς μου. Όταν ήμουν στο λύκειο, βρέθηκα σε μια θεατρική ομάδα, κυρίως για να είμαι όσο περισσότερη ώρα γίνεται κοντά σε αγαπημένα πρόσωπα. Εκεί άρχισε να γεννιέται μέσα μου η ιδέα ότι το θέατρο είναι ένας χώρος που με ενδιαφέρει. Και καταλαβαίνοντας ότι μπορούσα να συνδυάσω την αγάπη μου για τη μουσική με τον κόσμο της υποκριτικής, αποφάσισα να δώσω εξετάσεις σε σχολή. Στην Αθήνα, λοιπόν, ήρθα το ’94-’95, αρχικά για να εργαστώ ως βοηθός του γνωστού εικαστικού, Νίκου Αλεξίου. Τελικά, δεν έφυγα ποτέ. Έτσι, έναν χρόνο μετά μπήκα στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
• Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει μεγάλος ή μικρός ηθοποιός. Ούτε ταλαντούχος και μη ταλαντούχος. Δεν πρέπει να μας ενδιαφέρουν τέτοιες ταμπέλες. Αυτό που πρέπει να μας απασχολεί είναι να ανακαλύψουμε τον λόγο που βρισκόμαστε σ’ αυτήν τη δουλειά. Και αν αποφασίσουμε ότι θέλουμε η παρουσία μας στον χώρο να έχει διάρκεια, είναι απαραίτητο να φροντίσουμε την ανοδική μας εξέλιξη. Να επιτρέπουμε στον εαυτό μας να σπάει τα όριά του, τον εγωισμό του, την ανάγκη αυτοπροβολής και να εμπιστευόμαστε τους συνεργάτες μας, τους ανθρώπους που μπορούν να μας εμπνεύσουν. Προφανώς, είναι και θέμα τύχης, αλλά είναι στο χέρι μας να βοηθάμε την προσπάθεια δημιουργίας ενός κλίματος που στο κέντρο της έχει το τρίπτυχο: αναζήτηση, συνεργασία και συνεννόηση.
Με τρομάζει η ταχύτατη ψηφιοποίηση των πάντων, άλλωστε είμαι παιδί μιας αναλογικής γενιάς. Ίσως ο ρόλος μας ως καλλιτεχνών τα επόμενα χρόνια να είναι ακριβώς αυτός: να θυμίζουμε την αξία της ζωντανής και αδιαμεσολάβητης εμπειρίας, αυτό το παλιό καλό live των συναυλιών και των παραστάσεων που τρέχαμε να δούμε. Στριμωξίδι, ιδρώτας. Όλα όσα τώρα μας προκαλούν τρόμο.
• Η τέχνη είναι σαν ένα πολύπλοκο ξόρκι που εκτελούμε για να κατευνάσουμε τους φόβους και τις αγωνίες που μας γεννά αυτός ο θαυμαστός, περίπλοκος κόσμος. Το αντίστοιχο του παιχνιδιού των μικρών παιδιών, μια ανακατασκευή του κόσμου για να μπορέσουμε να αντέξουμε και να ζήσουμε καλύτερα. Είναι ο τρόπος να οξύνουμε και να βαθύνουμε τις αισθήσεις μας. Μας μαθαίνει να βλέπουμε, να ακούμε, να αφουγκραζόμαστε τα φανερά και τα απόκρυφα της ζωής. Πιστεύω ότι το θέατρο αφυπνίζει τις συνειδήσεις τόσο αυτών που συμμετέχουν στον μηχανισμό του όσο και αυτών που το παρακολουθούν. Άλλες φορές πιο εμφανώς και άλλες ως προβληματισμό ή μια αίσθηση που τρυπώνει στον οργανισμό σου χωρίς να το γνωρίζεις.
• Ανήκω σε εκείνους που θεωρούν ότι κάνουμε αυτήν τη δουλειά και για την ψυχή μας. Γιατί έχουμε την ανάγκη να μοιραστούμε κοινές αγωνίες με συνεργάτες που θα μας σέβονται και τους σεβόμαστε. Και για να συμβεί αυτό πρέπει να βρισκόμαστε σε «υγιές» περιβάλλον. Είναι δικαίωμά και υποχρέωσή μας να δημιουργούνται συνθήκες τέτοιες που να επιτρέπουν στον εαυτό μας να ανοίγει, να επικοινωνεί, να χαρίζει και να δέχεται. Οποιοδήποτε κλίμα εκφοβισμού ή πράξη βίας, είτε ψυχολογικής είτε σωματικής, είναι καταδικαστέα. Εκτός απ’ το ότι μπορεί να καταστρέψει αυτόν που την υφίσταται, καταργεί ουσιαστικά την ίδια τη λειτουργία και αποστολή της τέχνης μας.
• Δύσκολο να χαρακτηρίσεις την εποχή μας. Κάποια πράγματα μάλλον είναι πιο εύκολο να τα κατανοήσεις όταν πάρεις μια απόσταση. Θα τολμούσα ωστόσο να πω πως μου φαίνεται μια περίοδος τρομαγμένη, ανήσυχη. Ιδιαίτερα τώρα, με την πανδημία, είναι λίγο σα να κρατάμε όλοι την αναπνοή μας για το τι θα ακολουθήσει. Ιδιαίτερα για τη γενιά μου, που δεν έχει γνωρίσει, ευτυχώς, κανέναν πόλεμο, νιώθω πως είναι ό,τι πλησιέστερο σε αυτόν. Τα πάντα επαναπροσδιορίζονται, οι αντοχές δοκιμάζονται και οι καλλιτέχνες πρέπει να αναρωτηθούν ποια είναι η θέση τους και η στάση τους σε όλο αυτό. Είναι σαν τα πάντα να επιβραδύνονται και να επιταχύνονται ταυτόχρονα, μια περίεργη ιστορική σκουληκότρυπα, που κανείς δεν ξέρει πού ακριβώς θα μας βγάλει.
• Με τρομάζει η ταχύτατη ψηφιοποίηση των πάντων, άλλωστε είμαι παιδί μιας αναλογικής γενιάς. Ίσως ο ρόλος μας ως καλλιτεχνών τα επόμενα χρόνια να είναι ακριβώς αυτός: να θυμίζουμε την αξία της ζωντανής και αδιαμεσολάβητης εμπειρίας, αυτό το παλιό καλό live των συναυλιών και των παραστάσεων που τρέχαμε να δούμε. Στριμωξίδι, ιδρώτας. Όλα όσα τώρα μας προκαλούν τρόμο.
• Πάντως, κάθε καραντίνα και χειρότερα. Πριν από έναν χρόνο, κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου εγκλεισμού, αισθάνθηκα ότι ήταν μια ευκαιρία για παύση, ανασυγκρότηση, τυχόν επαναπροσδιορισμό στόχων ή αναθεώρηση προγραμμάτων και άλλα τέτοια. Καθώς όμως περνούσε ο καιρός και ξανακλεινόμασταν, αυτές οι σκέψεις αντικαταστάθηκαν από άγχος, ανασφάλεια και αγωνία για την επόμενη μέρα. Όχι μόνο για μένα αλλά για το τι θα γίνει γενικά με τον χώρο των τεχνών, που νιώθω ότι δεν ανήκει στις προτεραιότητες των κυβερνώντων. Μεγαλύτερη ευαισθησία βλέπω στη φροντίδα για το άψυχο υλικό του πολιτισμού μας παρά για το έμψυχο, για τους ανθρώπους που τον υπηρετούν, τους καλλιτέχνες.
• Όσο κι αν κατάλαβα από τις πρώτες συζητήσεις ότι ο ρόλος του Μιλτιάδη στις «Άγριες Μέλισσες» θα είναι απαιτητικός και πολυσύνθετος, δεν είχα συνειδητοποιήσει απόλυτα ποιες προϋποθέσεις θα χρειάζονταν εκ μέρους μου. Προσπαθώ να διατηρώ την επίγνωση ότι πρόκειται για μια κατασκευή, μια τεχνική λειτουργία, αλλά είναι τρομερά δύσκολο να αποφύγεις την ψυχική εμπλοκή. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ένα τόσο δύσκολο ρόλο. Η έγνοια μας, τόσο του σκηνοθέτη μας όσο και των υπόλοιπων συναδέλφων, σε όλες αυτές τις πολύ δύσκολες σκηνές ήταν να φροντίσουμε ώστε όλες οι ακραίες εκδηλώσεις να βρίσκονται πάντα στην κόψη. Να διατηρούν την αληθοφάνειά τους, αλλά να εκδηλώνουν ταυτόχρονα και όλη τους την ένταση. Ο κίνδυνος εδώ είναι να ξεφύγεις απ’ το μέτρο που αντέχει μια λήψη που προορίζεται για την τηλεόραση. Πράξεις, όπως ο έντονος θρήνος για την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, οι αυτοτραυματισμοί, το σκίσιμο των ρούχων σε κατάσταση αλλοφροσύνης, η εν εξάλλω επίθεση σε ανθρώπους που θεωρείς θανάσιμους εχθρούς, η νοσηλεία σε ψυχιατρείο με όλες τις σκληρές πράξεις που αυτή συνοδεύει, είναι σκηνές που με τρόμαζαν κάθε φορά που διάβαζα τα νέα σενάρια που έφταναν στα χέρια μας.
• Απ’ το προηγούμενο καλοκαίρι, που άρχισα να βλέπω στα σενάρια την τόσο οριακή εξέλιξη του ρόλου, αναρωτήθηκα για το αν θα μπορέσει να φτάσει μέχρι το τέλος της σεζόν. Πολύ περισσότερο όταν ακούστηκε ότι η σειρά θα συνεχίσει και τρίτη χρονιά. Ο προβληματισμός μου είχε να κάνει καθαρά με τον ρόλο του Μιλτιάδη, κυρίως ως προς το στοιχείο της ψυχικής διαταραχής. Με μια τέτοια εξέλιξη ήταν αδύνατο να υπάρξει επιστροφή στην πρότερη κατάστασή του και, ταυτόχρονα, ο ρόλος θα οδηγούνταν σε μεγάλο κορεσμό, αν συνέχιζε να βρίσκεται σε τόσο μεγάλη παραφορά. Τους ίδιους προβληματισμούς είχαν, φυσικά, και οι σεναριογράφοι, οι οποίοι, έτσι κι αλλιώς, από την αρχή της σεζόν τοποθετούσαν το τέλος του ήρωα σε αυτήν ακριβώς τη φάση. Ήταν πράγματι ένας δύσκολος αποχαιρετισμός.
• Από τη συμμετοχή μου στις «Άγριες Μέλισσες» αυτό που μου έχει μείνει, τελικά, είναι ότι έζησα ένα ταξίδι σχεδόν δύο χρονών με εξαιρετικούς συνεργάτες, με μια παραγωγή που αγκάλιασε το εγχείρημα με φροντίδα, αλλά βασικά με ανθρώπους που ο καθένας, από το πόστο του, έδειξε ιδιαίτερη αγάπη και φροντίδα γι’ αυτό που κάνει. Αυτός είναι και ο λόγος που είμαι σίγουρος ότι η σειρά θα διατηρήσει όλα τα θετικά της στοιχεία και την επόμενη σεζόν.
Ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι μη μείνω μόνος. Μου είναι απολύτως απαραίτητο να νιώθω ότι υπάρχουν αγαπημένα πρόσωπα γύρω μου, που με θέλουν στη ζωή τους. Μια λιγότερο υπαρξιακή απάντηση, με σιγουριά, είναι ότι φοβάμαι τα μικροβιολογικά εργαστήρια.
• Στην Αθήνα μου αρέσει που είναι ταυτόχρονα μια πόλη τόσο παλιά και τόσο καινούρια. Με γοητεύει να στρίβω στην οδό Πατησίων και ανάμεσα στα τρόλεϊ και στη βαβούρα το βλέμμα μου να καρφώνεται στο βάθος, στον βράχο της Ακρόπολης. Ωστόσο, δεν θα την έλεγα μοντέρνα, πιο πολύ τη νιώθω βαλκανική, μου αρέσουν η πολυμορφία και το χάος της. Όλα τα στοιχεία που κάνουν την Αθήνα ελκυστική και ενδιαφέρουσα, όμως, μπορούν ταυτόχρονα να σε κουράσουν. Γι’ αυτό φροντίζω να υπάρχει στο πρόγραμμά μου κάποια απόδραση, έστω μίας ημέρας, κάπου ήσυχα, σε ένα μέρος όπου να μπορεί το μάτι να ατενίσει σε μακρινή απόσταση. Βέβαια, τον τελευταίο ενάμιση χρόνο οι μετακινήσεις όλων μας περιορίστηκαν αρκετά εξαιτίας της υγειονομικής κρίσης.
• Τα αγαπημένα μου σημεία στην πόλη ποικίλλουν, αναλόγως της φάσης στην οποία βρίσκομαι ανά περίοδο. Άλλες φορές έχω ανάγκη να πάω σε ένα καφέ ή σε ένα μπαρ με πολύ κόσμο στο κέντρο της Αθήνας και άλλες φορές κάπου που να μη βλέπω αυτοκίνητα, ούτε καν παρκαρισμένα.
• Ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι μη μείνω μόνος. Μου είναι απολύτως απαραίτητο να νιώθω ότι υπάρχουν αγαπημένα πρόσωπα γύρω μου, που με θέλουν στη ζωή τους. Μια λιγότερο υπαρξιακή απάντηση, με σιγουριά, είναι ότι φοβάμαι τα μικροβιολογικά εργαστήρια.
• Με τη σύζυγό μου, Σταυρούλα Σιάμου, είμαστε παντρεμένοι από το 2006 και έχουμε δύο παιδιά, δεκαπέντε και εννέα ετών. Προσωπικά, θεωρώ ότι καλοί γονείς είναι αυτοί που φροντίζουν να βρίσκονται δίπλα στα παιδιά τους, είτε με τα λάθη τους είτε με τις σωστές επιλογές τους, αλλά πάντα κοντά τους, έτοιμοι να είναι εκεί. Να μπορούν να σταθούν δίπλα τους, να τα βοηθήσουν να μάθουν να στηρίζονται στις δικές τους δυνάμεις. Γι’ αυτό θεωρώ ότι μέχρι να αποφασίσει κάποιος να δημιουργήσει οικογένεια, καλό θα είναι να έχει χορτάσει την εργένικη ζωή. Γιατί οι απαιτήσεις μεγαλώνουν και η κούραση αυξάνεται. Στην ταινία της ζωής σου δεν είσαι πια ο μοναδικός πρωταγωνιστής. Οι προτεραιότητές σου μετατοπίζονται. Τα παιδιά λειτουργούν κάποιες φορές ως μαύρη τρύπα που καταπίνει τα πάντα. Χρειάζεται προσοχή ώστε να μη χαθούν οι ισορροπίες, να μη χάσεις το κέντρο σου ή τον άνθρωπό σου. Κανένα βιβλίο και κανένα σύγγραμμα δεν μπορεί να σου διδάξει αυτήν τη ισορροπία. Το μαθαίνεις μόνο μέσα απ’ την προσωπική εμπειρία.
• Αγάπη και έρωτας πιστεύω ότι μπορούν να συνυπάρξουν. Απλώς πρέπει να γνωρίζουμε ότι αμφότερα έχουν ανάγκη τη φροντίδα μας. Σαν ένα ευαίσθητο φυτό που χρειάζεται καθημερινό πότισμα, που ανανεώνουμε συχνά το χώμα του για να αναπνεύσει και του εκφράζουμε την αγάπη μας και το ενδιαφέρον μας.
• Όσον αφορά το αν το τέλος με τρομάζει, γνωρίζω απόλυτα ότι ο θάνατος είναι κάτι αναπόφευκτο. Όμως η έννοια του αμετάκλητου, της οριστικής απουσίας, της μετάβασης κάπου απ’ όπου δεν έχει επιστροφή είναι μια σκέψη με την οποία δεν μπορώ εύκολα να συμφιλιωθώ. Όσο τηρείται, πάντως, η σειρά προτεραιότητας στις «αναχωρήσεις», το άγχος που μου δημιουργεί η ιδέα του θανάτου μετριάζεται.
• Για μένα, ο Θεός και η πίστη είναι μια βαθιά προσωπική λειτουργία. Πολλές φορές έχω νιώσει την ανάγκη να αντλήσω κουράγιο, υπομονή ή έμπνευση από μια πηγή ανώτερης δύναμης. Έχω πιάσει τον εαυτό μου να ζητά βοήθεια ή να ευγνωμονεί τον Θεό γι’ αυτά που μου συμβαίνουν. Άλλες φορές, πάλι, έχω απογοητευτεί από την εμπορευματοποίηση των εκκλησιών, τις επικίνδυνα οπισθοδρομικές απόψεις ορισμένων κληρικών, τους θρησκευτικούς φανατισμούς, τα δογματικά συμπεράσματα τα οποία κλονίζουν την πίστη μου στον μηχανισμό που υπηρετεί τη θρησκεία. Συνεχίζω, όμως, να εμπιστεύομαι τους ανθρώπους που ασκούν αυτό το λειτούργημα με σύνεση, όπως συνεχίζω να διατηρώ την προσωπική μου σύνδεση και πίστη με αυτό που αισθάνομαι ως Θεό.
• Η ζωή με έχει διδάξει ότι τα αποτελέσματα των πράξεων μας, αργά ή γρήγορα, θα εμφανιστούν στον δρόμο μας και με αυτά θα πορευτούμε. Αυτή την περίοδο μού λείπει πολύ η απενοχοποιημένη αγκαλιά και τα φιλιά με τους ανθρώπους. Είμαι ευγνώμων γι’ αυτά που έχω στη ζωή μου. Μπορεί να έχουν έρθει ως αποτέλεσμα ορθών ή εσφαλμένων επιλογών, αλλά μπορεί και από τύχη. Όπως και να ’χει, νιώθω χαρούμενος που είμαι καλά στην προσωπική μου ζωή, που κάνω μια δουλειά που γεμίζει την ψυχή μου αλλά και που είμαστε εδώ και μιλάμε.
• Σημαντικό στη ζωή θεωρώ οτιδήποτε έχει ως βάση τον σεβασμό προς τους άλλους. Ξέρετε, πολύ συχνά το ξεχνάμε. Πολλές φορές, βέβαια, δεν γίνεται από κακή πρόθεση, αλλά εύκολα μπορεί κανείς να κλειστεί στον μικρόκοσμό του και να λησμονήσει ότι η χαρά, η ευτυχία, η θετική σκέψη, η υγεία, είτε ψυχική είτε σωματική, έρχονται στη ζωή μας ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης με τους γύρω μας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.