Γεννήθηκα στο Παγκράτι, στο πατρικό μου, Αλκέτου και Ιλιάδος, γιατί η μάνα μου είχε κάνει τη μεγάλη μου αδερφή, με την οποία έχουμε διαφορά εννιά χρόνια, ένα άλλο παιδί ενδιάμεσα, που πέθανε, και επειδή φοβόταν, δεν ήθελε άλλο, έκανε τα πάντα να με ρίξει. Τελικά, δεν συνέβη, όπως βλέπεις, και γεννήθηκα στο σπίτι μας. Οι ψυχολόγοι λένε ότι αυτό μπορεί να μου έχει αφήσει τραύμα, αλλά πήρα τόση αγάπη από τη μάνα μου ‒ έχω επιταγές με πολύ μεγάλα ποσά στην τράπεζα της αγάπης, μεγάλη περιουσία.
Το πατρικό μου ήταν σε ένα ολόκληρο τετράγωνο oπου έμενε όλη η οικογένεια γύρω-γύρω, σε ωραία παλιά σπίτια. Επί χούντας δόθηκε αντιπαροχή. Πήγαμε από τα ψηλοτάβανα στα μοντέρνα διαμερίσματα, αλλά μας άρεσε στην αρχή, ήταν της μόδας. Ήταν η εποχή τέτοια, ήμασταν σε ηλικία που αρχίζαμε να βγαίνουμε, θέλαμε να ζούμε σε μοντέρνο σπίτι, με τα μπάνια του, παρόλο που τα έπιπλα τα σουηδικά τα σιχαινόμουν.
• Ο πατέρας μου ήταν γεννημένος στο Μετς, εκεί κοντά και η μάνα μου, Αθηναίοι βέροι. Είχαν καταγωγή από την Αρκαδία και την Άνδρο, αλλά με τα μέρη δεν είχαμε σχέση, ούτε συγγενείς. Είχα καημό φριχτό να είμαι από χωριό, άκουγα τις συμμαθήτριές μου να πηγαίνουν στα χωριά και ζήλευα. Είχα μια φίλη από την Ιτέα, όπου είχα πάει για Πάσχα, και έγραφα εκθέσεις στο σχολείο όπου με έναν τρόπο οικειοποιούμουν το χωριό και έφτιαχνα ένα φανταστικό δικό μου, που είχε και βουνό και θάλασσα. Με ρωτούσε η δασκάλα το όνομα του χωριού, επινοούσα ένα δικό μου όνομα και έδειχνα και ένα φανταστικό σημείο στον χάρτη. Έγινε αυτό μια-δυο φορές και κάλεσε τη μάνα μου στο σχολείο και της είπε: «Είναι πολύ ωραίο που το παιδί σας έχει φαντασία, αλλά το θέμα είναι να ξέρει ότι δεν είναι αλήθεια». Είχα καημό με το χωριό.
Κατάλαβα ότι στην Ελλάδα πεθαίνεις αν δεν έχεις ιδιωτική ασφάλεια και ότι έχεις πάντα αγκαλιά έναν πολυέξοδο εραστή, την εφορία, και ας έχεις δουλέψει σαν σκυλί σαράντα πέντε χρόνια και έχεις πληρώσει πολύ ακριβά τα ένσημά σου.
• Δεν ξέρω αν θα έμενα σε χωριό, είμαι άνθρωπος της πόλης. Παλιά, όταν ο Μουσούρης ζούσε πάνω από το θέατρό του ‒είχε ένα ωραίο διαμέρισμα εκεί‒, σκεφτόμουν «τι ωραία να μένεις πάνω και να κατεβαίνεις κάτω να παίζεις», ήθελα να είμαι κοντά στη δουλειά, δίπλα, να μην έχω να διανύσω απόσταση. Σήμερα μένω στον Βύρωνα, ανάμεσα σε δύο εκκλησίες. Έχει ένα παρκάκι μπροστά, βγαίνω στο μπαλκόνι και νομίζω ότι είμαι σε χωριό. Αλλά, μη γελιόμαστε, είμαι της Αθήνας, μου αρέσει να απομονώνομαι μέσα τον κόσμο, ανάμεσα σε ανθρώπους, όποτε το θελήσω. Δεν είμαι της φύσης, αλλά είμαι του νερού.
• Τρελαίνομαι για το νερό, πηγαίνω στη λίμνη Βουλιαγμένης, που είναι καταφύγιο για μένα, μπαίνω και τα ξεχνώ όλα. Είμαι σε μια κολυμπήθρα και χαλαρώνω, ούτε χάπια με πιάνουν εμένα, τίποτα. Το νερό με ηρεμεί μόνο και αυτό που θέλω είναι μια καλύβα στη θάλασσα, να μπορώ να συντηρούμαι και να έχω επαφή με το νερό ‒ γίνεται ανάγκη όσο περνάνε τα χρόνια. Και να έχω και ένα βιβλίο, να ταξιδεύω. Όταν έχω βιβλίο που μου αρέσει και το έχω αφήσει στη μέση, εκεί στριφογυρίζει το μυαλό μου, σε αυτά που μαθαίνεις, που διαπιστώνεις, ότι δίπλα στον δικό σου είναι άπειροι κόσμοι, κουλτούρες που δε φαντάζεσαι.
• Το διάβασμα το λατρεύω, αλλά στο σχολείο ήμουν χάλια. Οι γονείς μου ήταν ψύχραιμοι άνθρωποι και με κατανόηση. Ο πατέρας μου ήταν στο Πολεμικό Ναυτικό, διώχθηκε σαν αριστερός, με φυλακές, είχε πολύ χιούμορ, διακωμωδούσε και τα της φυλακής και το έχω κι εγώ αυτό το κληρονομικό «ταλέντο», τα πολύ σοβαρά να τα διακωμωδώ. Ήμουν βαθιά κομπλεξικό παιδί, ζήλευα την αδερφή μου, που έλεγε ποιήματα, τραγουδούσε, εγώ τίποτα. Κανένας δεν πίστευε ότι μπορεί να έβγαινα στο θέατρο. Στο σχολείο έλεγα ποιήματα και στα μισά με έπιαναν τα κλάματα κι έφευγα.
Στους γονείς μου ανακοίνωσα ότι θα γίνω ηθοποιός, ενώ έπαιζαν χαρτιά. Εκείνοι ήταν ατάραχοι, αφοσιωμένοι στο παιχνίδι και στην πόκα τους, εγώ είπα δυο-τρεις φορές «θα πάω σε δραματική σχολή» και τότε γύρισε, επιτέλους, ο πατέρας μου και μου είπε: «Τι θα λες, λόγια;». Δεν με εμπόδισαν ούτε το βρήκαν ακραίο, με αντιμετώπισαν φυσιολογικά. Δεν μου έδωσαν χρήματα, έπρεπε να τα καταφέρω μόνη μου με αυτό που ήθελα, δούλευα και σπούδαζα, αλλά ήταν χρόνια πολύ δημιουργικά και πολύ ωραία.
• Η αγάπη με το θέατρο ξεκίνησε όταν άρχισα να διαβάζω εξωσχολικά βιβλία, αλλά και με το θέατρο στο ραδιόφωνο. Έτρεχα σαν τρελή να ακούσω στο τρανζίστορ το θέατρο της Δευτέρας και της Τέταρτης και λάτρευα τις φωνές της Χατζηαργύρη, του Τζόγια, του Φυσσούν, της Συνοδινού, άνοιγε ένας κόσμος ολόκληρος. Αργότερα, στη σχολή Θεοδοσιάδη, που ήταν μια αυστηρή και καλή σχολή, όλη αυτή η εσωστρέφεια που είχα ακούμπαγε πάνω στους ρόλους. Ο Θεοδοσιάδης μάς γείωνε πολύ, έβαζε κανόνες κι αυτός είναι ίσως και ο λόγος –γιατί έτσι μάθαμε‒ που διαφωνώ με την κατάργηση της άδειας. Η άδεια βάζει κανόνες, όρους, δεν έχει να κάνει με το ταλέντο μόνο.
• Είχα πολλά πρότυπα, αλλά τρελαινόμουν με δυο γυναίκες τελείως αντίθετες, την Άννα Συνοδινού και τη Νίκη Τριανταφυλλίδη. Έπεφτα κάτω. Τελειώνοντας τη σχολή, πήγαμε στο Κρατικό, στη Θεσσαλονίκη, για να παίξουμε και εκεί γνώρισα από κοντά τη Νίκη, μια ηθοποιό πέραν του κόσμου τούτου, που μπορεί να υπάρχει χθες, σήμερα και αύριο. Ήταν πολύ μπροστά ο τρόπος που έπαιζε. Θυμάμαι, μου είχε κάνει μια παρατήρηση για το πώς να κινώ τα χέρια μου, που δεν μπορώ να ξεχάσω μέχρι σήμερα. Μου είπε: «Τι λέει η φράση; Άνοιξε τα χέρια σου και πέτα», ένα τόσο μικρό, αυτό που κάνει τη διαφορά. Αυτή ήταν η Νίκη και είναι άδικο που έφυγε τόσο νέα. Με αυτή την αφορμή κατάλαβα και κάτι άλλο, ότι δεν υπάρχει «ξέρω» στο θέατρο, δεν υπάρχει τελεία, μόλις φτάσουμε, ανακαλύπτουμε συνεχώς ανεπάρκειες, πολλά γιατί και είναι αυτά που μας κρατάνε ζωντανούς. Μόλις βάλεις τέλεια, κάηκες. Χορταριάζεις, τέλος.
• Υπήρξα πολύ τυχερή με τους ανθρώπους του θεάτρου. Όταν ξεκίνησα, δούλεψα με τον Φέρτη και την Καλογεροπούλου, καταπληκτικοί άνθρωποι, με την Κατερίνα Βασιλάκου. Ήμουν προστατευμένη και δεν είδα σε κανέναν και από κανέναν να βγάζει εξουσία, εκεί φαίνεται ο άνθρωπος. Εγώ κάνω θιάσους από το 1990 και το ότι οι άνθρωποι έχουν περάσει ωραία, δημιουργικά, είναι παράσημο για μένα. Όλοι έλαμπαν στη σκηνή, ανεξάρτητα από τον ρόλο που έπαιζαν. Εγώ ένα πίστευα πάντα, ότι αφού σε έχω επιλέξει, πρέπει να σου δώσω έδαφος να ανθίσεις, εγώ θα το πιστωθώ αυτό, που έχω το θίασο και, φυσικά, η παράσταση. Αν τον άλλο τον μαυρίσεις, τον καταστρέψεις, τον κοιτάξεις απαξιωτικά, τελείωσε. Μην κοροϊδευόμαστε, όλοι θέλουμε να είμαστε οι καλύτεροι στη σκηνή, αλλά δεν είμαστε πάντα, μπορεί να είναι κάποιος άλλος. Μονάδες είμαστε και εγωπαθή άτομα, αλλά εντός ενός συνόλου. Ακόμα και μονόλογο να κάνεις, δεν είσαι μόνος.
Θα σου πω ένα παράδειγμα. Εγώ είχα την τύχη να είμαι δίπλα στην Άννα Παναγιωτοπούλου. Την Άννα δεν μπορείς να τη μιμηθείς, είναι αυτό και τέλος. Έλεγε τρεις φράσεις δικές της και έφευγε το θέατρο. Οπότε έπρεπε κι εγώ να ψάξω να κάνω ένα πράγμα δικό μου, να βρω έναν δρόμο θεατρικό. Έτσι είναι το θέατρο, δρόμος, δεν είναι αρένα.
• Εγώ δεν το έχω καταλάβει αυτό που μου λέτε, ότι είμαι μια κατηγορία μόνη μου, ο Σταμάτης μόνο μού το έχει πει. Κάναμε τη «Λιλιπούπολη» και εκεί γνωριστήκαμε με την Άννα, τη Μαριανίνα και με όλα αυτά τα φωτεινά μυαλά. Δεν ξέραμε, δεν περνούσε από το μυαλό μας ότι γράφαμε ιστορία. Κολλήσαμε με τον Φασουλή καλλιτεχνικά, δουλέψαμε μαζί κι έμαθα πολλά από τον Σταμάτη, που είναι ένας πανέξυπνος άνθρωπος ο οποίος αγαπάει το θέατρο, δεν τα ξεχνώ αυτά. Δεν είμαι ρομαντική, αντιθέτως, είμαι ρεαλίστρια, στα όρια του κυνισμού για κάποιους. Τα λέω αυτά για να μιλήσω για έναν τρόπο δουλειάς που είχαμε, όχι γιατί μου λείπουν οι εποχές. Δεν παρελθοντολογώ, μόνο η παρέα μού λείπει και η πλάκα της δουλειάς.
Ήταν μια ευτυχής συγκυρία η Ελεύθερη Σκηνή, είμασταν νέοι, ερχόταν ο κόσμος να μας δει, βγάζαμε λεφτά και ασχολούμασταν με το αντικείμενο του πόθου μας, το θέατρο. Για μένα ήταν και μεγάλο μάθημα ο τρόπος που κοιτάζαμε τα κείμενα και είναι η κλωστή που ενώνει το τότε με το τώρα, γι’ αυτό βρίσκομαι και στην επιθεώρηση αυτή σήμερα, γιατί τα παιδιά είναι θεατρόπαιδα. Τα βλέπω με τις ώρες στις πρόβες και λέω «τι ταλέντα είναι αυτά, τι πλάσματα, τι παιδιά». Τα δίνουν όλα, σε βάζουν σε ρυθμό, είναι σημαντικοί και ο Φοίβος (Δεληβοριάς) και ο Δημήτρης (Καραντζάς), και είμαι πολύ ευτυχισμένη που σε αυτήν τη σκοτεινή περίοδο «έμπλεξα» μαζί τους. Θυμήθηκα αυτά που κάναμε στην Ελεύθερη Σκηνή, τα κείμενα, τη δουλειά που γινόταν πάνω στον λόγο, απίστευτες σημειώσεις. Και τα παιδιά αυτά κεντάνε με τον ίδιο τρόπο, ορμάνε και ανάβουν το σπίρτο και είναι διαθέσιμα για τα πάντα. Είναι μια απόδειξη ότι δεν υπάρχει χθες και σήμερα, το θέατρο είναι ένα.
• Με τον κινηματογράφο ξεκίνησα τυχαία σχεδόν. Ήταν να παίξει η Νίκη Τριανταφυλλίδη στον Άνθρωπο με το γαρύφαλλο, αλλά ο Τζίμας έψαχνε για άλλη ηθοποιό. Εγώ έπαιζα με τον Φέρτη και τη Μελίνα στο Γλυκό πουλί της νιότης, μικρό ρόλο, αλλά οι ουρές, λόγω Μελίνας, ήταν μέχρι την Πανεπιστημίου. Η Μελίνα έτρεμε από το τρακ, της λέγαμε «τι σε νοιάζει;» και απαντούσε «θέλω να μ’ αγαπάνε και οι καρέκλες». Το θυμάμαι μέχρι σήμερα.
Ήρθε, λοιπόν, είδε την παράσταση ο Τζίμας, πάω στο γραφείο του, μου λέει: «Εγώ ήθελα τη Νικούλα, εσένα δεν σε ξέρω». Με πήρε όμως και την επομένη κιόλας έκανα γύρισμα. Είχε κρύο φριχτό, ο Τζίμας δεν κοίταζε από τον φακό, έλεγε «να με κοιτάξεις, όπως κοιτάει ο Μάρλον Μπράντο» και τέτοια απίθανα και ευτυχώς με έσωζε ο Καβουκίδης, που έλεγε «άσ’ τη την κοπέλα ήσυχη». Έτσι έγινε η πρώτη ταινία, με απίθανες ιστορίες και έναν σκηνοθέτη που έβρισκε ότι τα έλεγα «σχεδόν ωραία, σαν τη Νικούλα». Εν τω μεταξύ, στο θέατρο είχα κόκκινα μαλλιά, ο Τζίμας ξαφνικά το βλέπει στο γύρισμα έξι η ώρα το πρωί και αναφωνεί: «Η Μπελογιάννη η Έλλη με μαλλί κόκκινο»; Του λέω, «αφού με έχεις στο βίντεο, δεν με είδες;», και απαντάει με το αμίμητο «το βίντεο είναι ασπρόμαυρο». Τα βάψαμε τσάτρα-πάτρα και έβαλα και τον μπερέ που φοράω στην ταινία.
Νομίζω ότι οι φοβίες μας που έχουν κατασταλεί στην εφηβεία βγαίνουν εκεί που νομίζουμε ότι είναι βαθιά κρυμμένες, εκεί που δεν τις περιμένουμε. Όταν με πιάνει η ανασφάλεια, θέλω να με αφήσεις ήσυχη, τραβάω την κουβέρτα και δεν θέλω να κάνω τίποτα.
Μετά κάναμε την ταινία με τη Φρίντα Λιάππα και πέρασα υπέροχα, ανακάλυπτα τον κινηματογράφο. Μετά, φυσικά, έκανα το Safe Sex και το Kλάμα βγήκε από τον παράδεισο των Ρέππα – Παπαθανασίου, που επίσης θεωρώ καταπληκτική ταινία και μου χάρισε έναν ρόλο, αυτόν της Τζέλας Δελαφράνγκα, που ακόμα και σήμερα ακούω ατάκες του. Δεν ξέραμε ότι θα γίνουν must αυτές οι ατάκες, μάλιστα με τα χρόνια έγιναν πιο πολύ. Μου άρεσε και η τηλεόραση και δούλεψα καλά, και με την τελευταία σειρά, το «Σόι», που ήταν μεγάλη βλακεία του Alpha που το σταμάτησε και δεν κατάλαβα ποτέ γιατί ένα σίριαλ που πάει σφαίρα, ακόμα και στις επαναλήψεις, το κόβουν. Τον ρόλο που έκανα τον λάτρεψα, εκατό χρόνια θα τον έπαιζα, όπως και το «Your face sounds familiar», που μπορεί να παραξένεψε πολλούς, αλλά δεν το είχα ξανακάνει, αισθανόμουν τέλεια και ψαχνόμουν. Γέλαγα πολύ, ήταν ένα χαρούμενο σόου, γεμάτο χρώματα, δεν εξετίθετο κανένας, δεν εξαρτιόταν η καριέρα κανενός από τη δική σου γνώμη, ήταν ανώδυνο με αυτή την έννοια. Ήμασταν άτυχοι και σταμάτησε στα έξι επεισόδια.
• Τους ρόλους τους αγαπώ όλους, τους ερωτεύομαι, στην αρχή βέβαια γκρινιάζω. Τώρα που το σκέφτομαι ίσως φταίνε η ανασφάλεια και η αναβλητικότητα μαζί. Κατά καιρούς, οι δεινόσαυροι της πλήρους ανασφάλειας βγαίνουν και μου έχει κοστίσει. Δεν έχει καμία σχέση με τη δημιουργική αγωνία του ηθοποιού, δεν υπάρχει λόγος να διαλύεσαι. Νομίζω ότι οι φοβίες μας που έχουν κατασταλεί στην εφηβεία βγαίνουν εκεί που νομίζουμε ότι είναι βαθιά κρυμμένες, εκεί που δεν τις περιμένουμε. Όταν με πιάνει η ανασφάλεια, θέλω να με αφήσεις ήσυχη, τραβάω την κουβέρτα και δεν θέλω να κάνω τίποτα.
Από την άλλη, όταν παίζω, θέλω να πηγαίνω στο θέατρο δυο ώρες νωρίτερα, δεν το έχω ξεπεράσει αυτό καθόλου. Όπως θέλω να φτάνω πολύ νωρίτερα στην παράσταση, να ηρεμώ, έτσι θέλω να φεύγω τρέχοντας μετά, δεν μένω λεπτό στο θέατρο. Το συνειδητοποίησα μετά από χρόνια αυτό που αισθάνομαι. Η άδεια αίθουσα που βλέπω όταν φτάνω πρόκειται να γεμίσει, η αίθουσα μετά έχει αδειάσει, δεν είναι ο ίδιος χώρος κι εγώ έχω επιτελέσει τον σκοπό μου.
• Συνήθως από το θέατρο πηγαίνω σπίτι μου, δεν είμαι πολύ του έξω. Έβγαινα, αλλά όχι τόσο συχνά όσο οι άλλοι, πάντα είχα τις σχέσεις μου που ήταν μακρόχρονες και ήμουν πολύ καλά. Με τον Δάνη (Κατρανίδη) παντρευτήκαμε πολύ νωρίς, χωρίσαμε, αλλά ποτέ δεν κόπηκε αυτό το ουσιαστικό νήμα της αγάπης. Μετά ήμουν για πολλά χρόνια με τον Ρήγα (Αξελό), πολύ ουσιαστικός άνθρωπος στη ζωή μου, άνθρωπος που ακουμπάς, τον εκτιμάς, τον αγαπάς. Πάντως, μιλώντας για σχέσεις, θεωρώ ότι το φλερτ είναι η ύψιστη τέχνη, η καλύτερη περίοδος των σχέσεων και, βέβαια, για να το διακωμωδήσουμε, η στιγμή που κοιτάζεις κάποιον και νομίζεις ότι υπάρχει βάθος ‒μπορεί να μην υπάρχει και τίποτα τελικά‒ είναι μια πολύ ωραία στιγμή φαντασίωσης.
Παρότι δεν είμαι του έξω, λοιπόν, ο επιβεβλημένος εγκλεισμός λόγω του κορωνοϊού με πείραξε πολύ, δεν πέρασα καλά. Δεν έψαξα τον εαυτό μου, δεν τον βρήκα, δεν ήθελα καν να τον βρω, γιατί, αν τον έβρισκα, δεν ξέρω τι σχέσεις θα είχαμε. Δεν ήθελα να ξεκουραστώ, πιέστηκα και επειδή έτυχαν διάφορα στην οικογένειά μου, κατάλαβα ότι, όταν μεγαλώνεις, δύσκολα μπορεί υπάρχει η αξιοπρεπής κατάσταση του ευ ζην, της αξιοπρεπούς καθημερινότητας. Κατάλαβα ότι στην Ελλάδα πεθαίνεις αν δεν έχεις ιδιωτική ασφάλεια και ότι έχεις πάντα αγκαλιά έναν πολυέξοδο εραστή, την εφορία, και ας έχεις δουλέψει σαν σκυλί σαράντα πέντε χρόνια και έχεις πληρώσει πολύ ακριβά τα ένσημά σου.
• Άκουγα τώρα, με όλη αυτήν τη συζήτηση που γίνεται για τις κακοποιήσεις, «α, θα λείψει αυτός». Το θέατρο έχει δικούς του νόμους και όρους, δεν παθαίνει τίποτα. Υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει, και πριν από εμάς και τώρα και μετά από εμάς. Κανένας δεν είναι αναντικατάστατος, κανένας δεν μπορεί να το πιστεύει πλέον αυτό. Ο καθένας υπάρχει στο στερέωμά του και κανείς δεν παίρνει τη θέση κανενός. Όλοι μας έχουμε μια ιστορία και η ιστορία μας δεν κινδυνεύει, αλλά, αν λείψουμε, το θέατρο δεν θα πάθει τίποτα.
Παρότι δεν είμαι του έξω, λοιπόν, ο επιβεβλημένος εγκλεισμός λόγω του κορωνοϊού με πείραξε πολύ, δεν πέρασα καλά. Δεν έψαξα τον εαυτό μου, δεν τον βρήκα, δεν ήθελα καν να τον βρω, γιατί, αν τον έβρισκα, δεν ξέρω τι σχέσεις θα είχαμε.
• Επίσης δεν είναι μόνο ο νόμος ‒μερικά από αυτά που έχουν συμβεί έχουν παραγραφεί‒, υπάρχει και η ηθική τιμωρία και αυτά έτσι θα τιμωρηθούν. Και υπάρχει και ο κόσμος, που πολλές φορές κλείνει τα μάτια, αλλά τώρα δεν τα κλείνει και καλά κάνει. Γιατί είναι αρκετές οι καταγγελίες που έχουν γίνει και από πολύ σοβαρούς ανθρώπους, δεν τρελάθηκαν αυτές οι γυναίκες ξαφνικά. Και όλο αυτό ακουμπάει σε αυτό το τρομακτικό πράγμα, που δεν ισχύει μόνο στη δική μας δουλειά και λέγεται εξουσία. Όταν ηγείσαι, έχεις δικαιώματα, αλλά οι υποχρεώσεις σου είναι μεγαλύτερες. Πρέπει να φροντίζεις τους άλλους, γιατί σε ένα μέρος όπως η σκηνή είμαστε σαν καλώδια χωρίς μονωτική ταινία, δεν μπορείς να τον πατάς τον άλλο, αυτό είναι ολέθριο. Φρικιώ στη σκέψη ότι κάποιος ξεκινάει να πάει στη δουλειά του και φοβάται, πάει με μαύρη καρδιά. Καλά κάνουμε και το συζητάμε, καλά κάνουμε και δεν το ξεχνάμε.
• Υπάρχουμε πολλοί άνθρωποι, θιασάρχες, σε αυτήν τη δουλειά, ένα σωρό κόσμος που έχει συνεργαστεί μαζί μας και μόνο καλά λέει. Γιατί δεν είμαστε απλώς καλοί, είμαστε έξυπνοι, θέλουμε το καλύτερο από τον άλλον, να τον σεβαστούμε και να πάρουμε αυτό το δώρο. Και το ξαναλέω, την ουσία, το δέρμα του θεάτρου, τίποτα δεν μπορεί να το πληγώσει. Κανένας δεν είναι πάνω από το θέατρο, κανένας.