Ο Λουκάς, ένας συγγραφέας, επιστρέφει έπειτα από πολλά χρόνια στο πατρικό του, σ’ ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας. Θέλει να κερδίσει τον χαμένο χρόνο, τις χαμένες ευκαιρίες, να βρει το θάρρος ν’ αντιμετωπίσει την οικογένειά του ως αυτός που πραγματικά είναι, να υπερασπιστεί τις επιλογές, τα «θέλω», την ταυτότητά του.
Το OUTRO, η παράσταση που βασίζεται στο θεατρικό έργο του Ζαν-Λικ Λαγκάρς και έγινε ταινία σε σκηνοθεσία και σενάριο του Ξαβιέ Ντολάν με τίτλο «Ακριβώς το τέλος του κόσμου», ανεβαίνει από τις 5 Οκτωβρίου στο ΠΛΥΦΑ σε διασκευή και σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Βασιλακόπουλου, απόφοιτου της πρωτοποριακής Ακαδημίας Θεάτρου και Χορού του Άμστερνταμ, που μαθήτευσε πλάι στον Ivo van Hove. Ένα έργο για τις οικογενειακές σχέσεις, τη διαφορετικότητα, τις σκληρές και οικείες αλήθειες που λυγίζουν υπό το βάρος της κοινωνικής αποδοχής και ομοιογένειας. Ο Γιώργος Καραμίχος και η Γιώτα Φέστα κρατούν τους βασικούς ρόλους.
Ο Γιώργος καταφθάνει στο ραντεβού μας με τον Λουξ, ένα όμορφο σέτερ που γλίτωσε από την κακοποίηση των πρώην ιδιοκτητών του∙ κουνώντας την ουρά, λίγο δειλά, λίγο παιχνιδιάρικα, βολεύεται στη σκιά για να παραδοθεί λίγο μετά στα δικά του όνειρα.
Μου εξηγεί την υπόθεση και την ιστορία του έργου. Υποδύεται τον γιο της οικογένειας, έναν επιτυχημένο συγγραφέα που επιστρέφει για να ανακοινώσει ότι πεθαίνει από AIDS.
«Το έτος 2024, που όλοι φανταζόμασταν ότι θα πετούσαμε με διαστημόπλοια και θα ήμασταν ολογράμματα, συζητάμε ακόμα τα αυτονόητα: αν ένας άνθρωπος μπορεί να βάψει το μαλλί του μοβ, αν μπορεί να ερωτευτεί ό,τι γουστάρει και να κάνει ό,τι θέλει, αρκεί να σέβεται τον διπλανό. Δυστυχώς, τίποτα δεν έχει λυθεί. Ακόμα χειρότερα, ακούγονται απόψεις που προσβάλλουν πολύ βαθιά την ταυτότητα και τη φύση»
«Επειδή ευτυχώς ο κόσμος δεν πεθαίνει πια από AIDS ‒είναι μια ασθένεια που προλαμβάνεται, μπορείς να ζήσεις και να είσαι πλήρως λειτουργικός‒ και στην Ελλάδα έχουμε άλλα ζητήματα να λύσουμε, ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Βασιλακόπουλος έρχεται και κάνει μια διασκευή, με τον γιο να επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια στο χωριό του, στην ελληνική επαρχία, αποφασισμένος να κάνει το come out του, δηλαδή να πει στους δικούς του ότι είναι γκέι».
Ο σκηνοθέτης αποφάσισε να αλλάξει τον λόγο της επίσκεψης του συγγραφέα στο πατρικό του, θεωρώντας ότι τα ζητούμενα της εποχής είναι η ανεκτικότητα, η αποδοχή και το ζήτημα της ταυτότητας.
«Το έτος 2024, που όλοι φανταζόμασταν ότι θα πετούσαμε με διαστημόπλοια και θα ήμασταν ολογράμματα, συζητάμε ακόμα τα αυτονόητα: αν ένας άνθρωπος μπορεί να βάψει το μαλλί του μοβ, αν μπορεί να ερωτευτεί ό,τι γουστάρει και να κάνει ό,τι θέλει, αρκεί να σέβεται τον διπλανό. Δυστυχώς, τίποτα δεν έχει λυθεί. Ακόμα χειρότερα, ακούγονται απόψεις που προσβάλλουν πολύ βαθιά την ταυτότητα και τη φύση», λέει ο Γιώργος.
Η συζήτησή μας ξεκινάει από το τι σημαίνει στην Ελλάδα «διεκδικώ την ταυτότητα», πόσο εύκολο είσαι να είσαι ανοιχτός στα θέματα της ταυτότητας εντός και εκτός ενός ασφαλούς περιβάλλοντος, και με ποιον τρόπο μπορείς να την εκφράσεις.
«Δυστυχώς, δεν μπορείς να το κάνεις αυτό», λέει, «να εκφράσεις την ταυτότητά σου ακόμα και σε έναν επαγγελματικό χώρο. Υπάρχουν άνθρωποι που απολύονται για πολύ απλά πράγματα∙ δεν προσλαμβάνονται παντρεμένες γυναίκες επειδή μπορεί να κάνουν παιδί, απολύουν εγκύους, γυναίκες με καρκίνο, αρρώστους, βρίσκουν τρόπο να σε διώξουν. Μπαίνεις στη λίστα και θα είσαι ο επόμενος που θα φύγει.
Δεν μιλάμε, φυσικά, για τη σεξουαλική ταυτότητα, που ακόμα και στον χώρο της τέχνης, των ηθοποιών είναι “τζιζ”. Γιατί “πώς θα παίξεις τους άλλους ρόλους;”. Ένας στρέιτ ανέκαθεν μπορούσε να παίξει ρόλους γκέι, ένας ανοιχτά γκέι να παίξει τους στρέιτ δεν θα είναι πολύ εύκολο. Οπότε, αφού αυτό συμβαίνει στο θέατρο, που είναι πιο ανοιχτό το περιβάλλον, φανταζόμαστε τι συμβαίνει γενικότερα. Σήμερα διάβαζα ότι κάποιοι γονείς ‒το λέω γελώντας, αλλά μέσα μου κλαίω‒ έκαναν μήνυση σε δημοτικό επειδή στο πλαίσιο του μαθήματος της σεξουαλική αγωγής ένας δάσκαλος ονόμασε το πέος «πέος» και το αιδοίο «αιδοίο». Ζήτησαν να καταργηθεί το μάθημα και το επιχείρημα ήταν, αφού τα θρησκευτικά είναι μάθημα προαιρετικό, γιατί η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση να είναι υποχρεωτική; Μας πάει πολλούς αιώνες πίσω αυτό, γιατί το παιδί θα έπρεπε να τα ξέρει αυτά ήδη από τους γονείς, το πώς γεννιούνται τα παιδιά, ότι δεν έρχονται με τον πελαργό ή μυρίζοντας τον κρίνο. Είναι όλα τόσο μπλεγμένα στο μυαλό κάποιων ανθρώπων».
Ο Γιώργος έχει έναν γιο δέκα ετών και μια κόρη είκοσι έξι που ζει στη Δανία. Μου λέει ότι σε μια συζήτηση που έκαναν για έναν γκέι ρόλο στο θέατρο, κατάλαβε ότι εκεί αυτό δεν αφορά πια κανέναν, η συζήτηση αυτή είναι παρωχημένη, τα περισσότερα ζευγάρια στη χώρα είναι polyamorous. Θέλουν να είναι ανοιχτοί στο να ερωτεύονται και η συντροφικότητα, το ζευγάρωμα, είναι ένα άλλο θέμα. Σχεδόν είναι προσβλητική η ερώτηση αν είσαι γκέι ή στρέιτ. Δεν ρωτά κανείς, γιατί δεν αφορά κανέναν και κανένας δεν απολογείται για την επιλογή του, δεν τίθεται καν θέμα. Δηλαδή, οι άνθρωποι που ζουν στο εξωτερικό ‒και το βλέπω σε μαθητές που έχω στην Δανία‒ από τα δεκαοκτώ χειραφετούνται σε όλα τα επίπεδα, όχι μόνο στο προσωπικό. Μπορούν να δοκιμάσουν να αλλάξουν σπουδές, προσανατολισμό, και υπάρχει πίσω τους ένα κράτος που το ενθαρρύνει αυτό, το υποστηρίζει ‒ θέλει να έχει ενεργούς και θετικούς πολίτες. Όλοι οι νέοι που έχω γνωρίσει εκεί ζουν σε μια ελεύθερη συνθήκη. Και τους στηρίζει ένα βασικό σύστημα υγείας, παιδείας. Δεν βγαίνει, π.χ., ο υπουργός να βρίσει ως «γκρινιάρηδες τους γιατρούς που δεν αντέχουν τόσες εφημερίες, που από την κόπωσή τους κινδυνεύουμε κι εμείς τελικά».
Ο Γιώργος έχει μόλις επιστρέψει από πρόβες που έκανε στη Νίσυρο με τους ηθοποιούς του έργου. Λατρεύει αυτό το νησί που δεν το έχει πειράξει ακόμα ο υπερτουρισμός και θεωρεί δεύτερο σπίτι του. Μου εξηγεί ότι με αυτές τις πρόβες ήθελαν όλοι να νιώσουν, συγκατοικώντας, τι σημαίνει να επιστρέφεις σε έναν μικρό τόπο, πόσο ασφυκτικό είναι ένα περιβάλλον, ο οικογενειακός ιστός, αλλά και να συνδεθούν μεταξύ τους. Τον ρωτάω τι έχει αλλάξει στους ανθρώπους που βρίσκει στη γενέτειρά του ο πρωταγωνιστής.
«Διαπιστώνει ότι υπάρχουν κάποια μοτίβα που δεν έχουν σπάσει καθόλου, δεν έχουν εξελιχθεί, και ότι δεν υπάρχει περιθώριο να καταλάβουν αυτό που θα τους πει γιατί ακόμα συζητούν κάποια άλλα αυτονόητα. Και αρχίζει να φτιάχνει με το μυαλό του κάποιες σκηνές, διάφορα ενδεχόμενα, αν κάτι ήταν διαφορετικό πώς θα διαμορφωνόταν στη συνέχεια. Βλέπεις ότι κάτω απ’ όλα αυτά υπάρχει τόση πικρία και πόνος, αλλά η διασκευή, που τη βρίσκω εξαιρετική, με συγκίνησε όταν τη διάβασα, γιατί δικαιώνει όλους τους ρόλους, και αυτούς που μένουν πίσω, που δεν μπορούν να εξελιχθούν. Προσπαθώ, λόγω δουλειάς, να καταλάβω όλους τους ανθρώπους. Όσοι δεν μιλούν ανοιχτά όταν είναι σε ένα περιβάλλον ασφαλές, που δεν μπορούν να είναι ο εαυτός τους, δεν μπορούν να είναι φίλοι μου, δεν υπάρχει κοινός τόπος. Ωστόσο, αναγνωρίζω την αδυναμία και τον πόνο που είναι πολύ βαθύς. Ο φόβος είναι που προκαλεί αυτόν τον πόνο, είναι σαν απόστημα που δεν αποφασίζεις να πάς στο γιατρό για να το σπάσει.
Πολλοί άνθρωποι έχουν δει την ταινία, συνεπώς δεν φοβόμαστε το spoiler: τελικά δεν αλλάζει τίποτα και ο καθένας τραβά τον δρόμο του. Όλοι μένουν στον δρόμο που έχουν χαράξει, εκφράζονται κάποια πράγματα που ήταν άρρητα και γίνονται πιο εμφανή, αλλά όχι τελείως. Πιστεύω πως αν δεν εκφράζουμε τα συναισθήματά μας, μας τρώει το σαράκι, αρρωσταίνουμε, χάνουμε την ευρωστία μας, τη δύναμή μας», λέει.
Ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του Γιώργου είναι αφιερωμένο στη διδασκαλία και η επαφή του με νεότερους ανθρώπους ξεκίνησε τυχαία, όταν ήταν είκοσι έξι και προετοίμασε για τις εξετάσεις σε μια δραματική σχολή μια φίλη του. Το κορίτσι πέρασε, έστειλε για προετοιμασία κάποιον άλλο και ο Γιώργος βρέθηκε να διδάσκει στο Θέατρο των Αλλαγών και σε κάποιες άλλες σχολές που δεν ήταν του γούστου του – «δεν πιστεύω καθόλου στις σχολές με τον τρόπο που είναι στημένες εδώ», λέει με λίγη απογοήτευση.
Το 2012 πήρε την υποτροφία Φουλμπράιτ για μετεκπαίδευση στη διάσημη σχολή της Στέλα Άντλερ στο Λος Άντζελες και έξι μήνες αργότερα, αφού είδαν σε ένα σεμινάριο την τεχνική του, του πρότειναν τη θέση τακτικού καθηγητή. Για δέκα χρόνια το Λος Άντζελες ήταν η μόνιμη βάση του. Έκανε θέατρο και άρχισε να δουλεύει στη βιομηχανία. Έκανε ένα πέρασμα στον «Μπεν Χουρ», στους «Ντάρελς», ο ένας ρόλος έφερνε τον άλλο.
«Από τη δεύτερη χρονιά ζούσα κάνοντας τη δουλειά μου», λέει. Όταν τον ρωτώ αν υπάρχουν Έλληνες που δουλεύουν εκεί, μου εξηγεί γελώντας ότι «είμαστε δύσκολη φάρα» και αφηγείται μια ιστορία που έχει ακούσει να λένε: «“αν ένας Έλληνας έρθει και ανοίξει δίπλα σου ένα μαγαζί, κλείσ’ το και φύγε, θα σου πάρει όλη τη δουλειά. Αν έρθουν δύο, θα φαγωθούν μεταξύ τους κι εσύ θα θησαυρίσεις”.
Και το βλέπεις, δυστυχώς, στον χώρο μας αυτό. Δύσκολα θα βρεις Έλληνες να προμοτάρουν Έλληνες, δεν έχουμε την αίσθηση της κοινότητας.
Στη σχολή όπου διδάσκω από την αρχή είχα ζητήσει οι Έλληνες που έρχονται στο δικό μου μάθημα να το παρακολουθούν δωρεάν και το δέχτηκαν. Δίδασκα τη δική μου τεχνική που βασίζεται στα ζώα και έκανα και ιστορία θεάτρου. Λοιπόν, αυτό που συνέβη ήταν ότι δεν έρχονταν στο μάθημα όχι γιατί δεν τους ενδιέφερε ‒ίσως και επειδή δεν το πλήρωναν‒ αλλά λόγω αυτού του attitude. Επειδή από τον τρίτο-τέταρτο χρόνο άρχισα να διδάσκω και στο Λονδίνο και στη Βουδαπέστη, έψαχνα κάποιον να με αντικαθιστά, να διδάσκει τα μαθήματα και δεν είχε έρθει ούτε ένας Έλληνας που να το πήρε στα σοβαρά. Ωστόσο, υπάρχουν και καταπληκτικά παιδιά που είχα μαθητές και κάνουν καριέρα πολύ καλή».
Η συζήτησή μας περιστρέφεται γύρω από την περίφημη διαρκή εκπαίδευση των ηθοποιών. Στο μάθημα του Γιώργου πηγαίνουν και ηθοποιοί πάνω από 50 και 60, με καριέρα ήδη, για να δοκιμάσουν μια νέα τεχνική. «Ας πούμε, στο Λονδίνο ήρθε και έκανε το σεμινάριό μου η πρωταγωνίστρια της Σαουμπίνε. Εδώ έχουμε άλλη νοοτροπία, δεν θέλουμε να μάθουμε, τα ξέρουμε όλα», λέει.
Σήμερα ο Γιώργος εξακολουθεί να πηγαινοέρχεται στο εξωτερικό και έδωσε μια υπόσχεση στον εαυτό του κλείνοντας τα πενήντα, ότι θα δουλεύει όσο και όπως θέλει αυτός. «Δεν ξέρω αν οικονομικά θα μπορέσω να στηρίξω την απόφασή μου, αλλά το προσπαθώ», προσθέτει. Τη διδασκαλία δεν θα την αποχωριστεί και το μότο του είναι αυτό που έλεγε η Άντλερ, ότι «η καλύτερη ποιότητα της υποκριτικής είναι η διδασκαλία». Το μεγάλο του κέρδος είναι ότι μαθαίνει καθημερινά από τους μαθητές του. «Αναγκάζομαι να εξηγήσω, να επιχειρηματολογήσω και αυτό με βοηθάει να αναγνωρίσω τη δυσκολία της κατανόησης, να επενδύσω κάπου περισσότερο ή να ακυρώσω μια βεβαιότητα. Αυτό κάνει η διδασκαλία. Προσπαθώ να είμαι ανοιχτός, όταν κάποιος εξελίσσει μια σκέψη μου, πάει πιο πέρα και η δική μου φαντασία».
Με τον Γιώργο Γκικαπέππα κάνει τη δεύτερη σεζόν της «Έρημης Χώρας» στο Ertflix, έχει συμμετάσχει στο «Herrhausen», παίζει σε δύο επεισόδια μιας ιταλικής σειράς «Costas» με ήρωα τον Κώστα Χαρίτο, τον πρωταγωνιστή των αστυνομικών του Πέτρου Μάρκαρη, και έχει κάνει γυρίσματα για το «Malice» του Amazon. Αυτές οι σειρές, όπως μου λέει, του δίνουν την ευκαιρία να δει πόσο απέραντος είναι ο κόσμος και το επάγγελμα που διάλεξε, και τη χαρά να δουλεύει με δημιουργούς που δεν έχουν «εγώ».
Προτού με αποχαιρετήσει, μαζέψει τον Λουξ που λαγοκοιμάται και τρέξει στην πρόβα του χαζεύουμε ένα γκρουπ τουρίστες που περνάνε μπροστά μας και φοράνε στεφάνια στα μαλλιά, ένα τουριστικό αξεσουάρ «κατευθείαν από την αρχαία Ελλάδα».
«Μα δεν είναι παράδοξο αυτό που μας συμβαίνει;» συνεχίζει. «Είμαστε πολύ περήφανοι με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, κανένας δεν πρέπει να θίξει τους μαιάνδρους μας και τα σύμβολά του, είμαστε πολύ περήφανοι για την ορθοδοξία μας, αλλά ταυτόχρονα επιλέγουμε ποια κομμάτια του αρχαιοελληνικού κόσμου θα προβάλουμε. Όταν στο Netflix παριστάνονται σατιρικά οι ολύμπιοι θεοί και αλλάζουν οι μύθους, όπως τους άλλαζε και ο Ευριπίδης, επαναστατούμε γιατί “βγάζουν πολύ ομοφυλόφιλο τον Διόνυσο”. Είναι μια κατάσταση και αστεία και καταθλιπτική, πιανόμαστε από το φρόνημά μας γιατί μας λείπουν όλα τα άλλα που θα μας κρατούσαν όρθιους, ένα σύστημα δικαίου για να κάνεις σχέσεις, παιδιά, όνειρα, να βρεις το δίκιο σου και να προχωρήσεις άφοβα, να μη ζήσεις αδικαίωτος».