Στη σκηνή του θεάτρου Σταθμός ο Γιώργος Νινιός υποδύεται έναν πολύπειρο βετεράνο τερματοφύλακα της Εθνικής Ελλάδος που κάνει έναν ειλικρινή απολογισμό της ζωής και της καριέρας του, εξιστορώντας γεγονότα και εμπειρίες, ξετυλίγοντας σιγά-σιγά το κουβάρι της πορείας του από τη δόξα, τα πλούτη και τα φώτα της δημοσιότητας μέχρι το μηδέν και το περιθώριο.
Στο έργο του Βασίλη Κατσικονούρη «Τσιτάχ - Η ερημιά του τερματοφύλακα» που σκηνοθετεί μαζί με την Ερμίνα Κυριαζή αφηγείται με βαθύ αίσθημα αξιοπρέπειας ως πυξίδα και ύστατη νίκη, σε πείσμα της ήττας και της φθοράς, μια ιστορία γεμάτη χιούμορ και συγκίνηση.
«Καταλαβαίνω αν ένα έργο μού αρέσει πολύ, όταν το διαβάζω και δεν γυρίζω σελίδα πίσω. Αυτό το διάβασα με τη μία, το είχα δει κιόλας πώς είναι», μου λέει όταν ρωτώ πώς το αποφάσισε.
Ο ίδιος δεν είχε ποτέ καμία σχέση με το ποδόσφαιρο, αν και μεγάλωσε στο Μπραχάμι, δίπλα σε μία από τις πολλές αλάνες της περιοχής, σε μια γειτονιά με χωματόδρομους, όταν οι εποχές του χρόνου είχαν ακόμα μυρωδιά.
Μια χαρά ο τουρισμός, αλλά δεν είναι το μόνο που έχουμε. Αν ήμουν νέος, είκοσι πέντε-τριάντα χρονών, και μου έλεγαν “υπάρχει γη εκεί, πάμε να την ξυπνήσουμε”, θα τα παράταγα όλα και θα πήγαινα, ακόμα και το θέατρο που αγαπώ τόσο πολύ.
«Με την μπάλα δεν τα κατάφερα ποτέ», λέει, «δεν το κυνήγαγα, έπαιζα με βαριά καρδιά. Πέρασαν χρόνια για να καταλάβω αυτές τις συννεφιασμένες Κυριακές που λέει το τραγούδι, πώς γινόταν να φυσάει πάντα ένα ελαφρύ αεράκι, να σηκώνεται σκόνη, γύρω ερημιά, κανένα παιδί έξω να παίζει και να ακούγονται απ’ όλα τα σπίτια τρανζιστοράκια και ραδιόφωνα που μετέδιδαν τους αγώνες. Αυτό μου έφερνε μια θλίψη, η ερημιά της γειτονιάς, το σχολείο της Δευτέρας. Η Κυριακή ακόμα και σήμερα δεν μου αρέσει καθόλου».
Ο άλλος λόγος που δεν του άρεσε το ποδόσφαιρο ήταν ο φανατισμός: τσακωμοί ανάμεσα σε φίλους και αγριάδες, άνθρωποι που γυρνούσαν από τα γήπεδα ματωμένοι, χτυπημένοι. «Αυτό μου έκατσε αρνητικά. Υπάρχει πάντα φανατισμός, και τότε και τώρα, και σε άλλα πεδία. Ας πούμε, σήμερα δεν ξέρεις τι κουβαλάει ο άλλος, με τις αγριάδες που γίνονται μένεις άφωνος. Εγώ δεν μπήκα φανατικά σε καμιά ιστορία, δεν υπάρχει κάτι που να είναι η ζωή μου. Έχω τη ζωή μου και μέσα σε αυτήν είναι πράγματα που αγαπώ και έτσι θέλω να υπάρχουν, χαλαρά», λέει.
Για τον Γιώργο Νινιό δεν είναι η «μοναξιά» η λέξη που χαρακτηρίζει έναν τερματοφύλακα. «Όλες οι κεραίες είναι τεντωμένες, οι τρίχες σου σηκωμένες και είσαι έτοιμος, σε εγρήγορση, να αντιμετωπίσεις την επίθεση, δεν είσαι μόνος σου», εξηγεί.
Συμφωνεί απόλυτα με την αλληγορική προσέγγιση του συγγραφέα που βάζει τη λέξη «ερημιά» για να χαρακτηρίσει μια κατάστασή του, κάτι που αφορά τον καθένα, «μου αρέσει ότι ξεκινάει με έναν ενθουσιασμό να αναφέρει πράγματα σχετικά με το ποδόσφαιρο και τι έχει ζήσει και τουμπάρει όλο αυτό με τη δεύτερη σημαντική λέξη, την “αξιοπρέπεια”, και εκεί ξεπηδά αυτός ο άνθρωπος, ο γήινος και αυθόρμητος, που ήταν πολύ εύκολο να χαθεί». Αυτή η αλληγορική διάσταση δίνει μια ποιότητα στην παράσταση που, αν δεν υπήρχε, θα ήταν «σαν να βλέπω μια συνέντευξη», λέει. «Αυτό είναι κάτι που νιώθουν όλοι οι άνθρωποι, πώς σε μια στιγμή, από το να βρίσκεσαι στο επίκεντρο, βρίσκεσαι μόνος σου».
Τα δύο χρόνια της πανδημίας πέρασαν με γυρίσματα στην Κύπρο και του έλειψε η επαφή με τη φύση, να παίρνει το μηχανάκι ή το ποδήλατό του και να πηγαίνει «στα βουνά και στα λαγκάδια. Πολλοί νομίζουν ότι έχω μανία με τις μηχανές, δεν είναι μανία, είναι κάτι που με ευχαριστεί, ένα σπορ, το ήθελα από μικρός, με μια φλορέτα έμαθα, και σκέψου αυτήν τη μάρκα τη συνάντησα σε κάτι γυρίσματα και έπαθα πλάκα, “μύρισα” εκείνη την εποχή που ήμουνα δεκατριών ετών».
Ο Γιώργος Νινιός μεγάλωσε σε μια οικογένεια που δεν είχε σχέση με τα καλλιτεχνικά. Μπήκε στη δραματική σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου.
«Όταν είπα στους γονείς μου ότι ήθελα να γίνω ηθοποιός κούνησαν το κεφάλι τους. Ήμουν ένα παιδί που η συμπεριφορά και ο τρόπος του τους έκανε να πιστεύουν ότι “από αυτόν όλα να τα περιμένεις”. Ήμουν πολύ αυθόρμητος, υπερκινητικός, άτακτος, άλλαζα γνώμη, στην αρχή σκέφτηκαν “ας πάει και θα του περάσει”. Στο σχολείο δεν έβρισκα ενδιαφέρον, δεν με κράταγε, δεν είχα κίνητρο να πάω την άλλη μέρα να καταφέρω κάτι ακόμα, όπως στο θέατρο, όπου πας κάθε μέρα και παίζεις και ψάχνεις να πας ένα βήμα μπροστά», λέει.
Έχοντας αρχίσει σπουδές στη δραματική σχολή, ένιωσε ότι χρειάζεται να μάθει κίνηση, έτσι πήγε στην Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης (ΚΣΟΤ), από την οποία αποφοίτησε και μέχρι σήμερα μιλά με συγκίνηση για τους δασκάλους του. Πιστεύει ότι ο δάσκαλος είναι ο δεύτερος μετά την οικογένεια που κρατάει ένα παιδί όρθιο.
«Με ξύπνησε πολύ η ΚΣΟΤ, μιλάμε για καταπληκτικούς ανθρώπους. Πρόλαβα την Κούλα Πράτσικα, την Ντόρα Τσάτσου που μας έκανε σύστημα Γκράχαμ και ήταν καταπληκτική δασκάλα, ένας γλυκός άνθρωπος που ήξερε τις προσωπικές ιστορίες όλων μας, για να μπορεί να βοηθάει ώστε να συμμετέχουμε όλοι στο μάθημα χωρίς να σκεφτόμαστε τίποτα πάρα μόνο τη σχολή, να μένουν τα προβλήματα απέξω ‒ βοήθησε πολύ κόσμο.
Ήταν η Βίκυ Μαραγκοπούλου και η Σπυράτου και η Ζουζού Νικολούδη, που συναντηθήκαμε και στην αναβίωση που έκανε ο Κουν στους “Όρνιθες” το 1986. Ήταν καταπληκτικοί άνθρωποι και εκεί καταλάβαινες πόση σημασία έχει ο δάσκαλος. Δάσκαλος δεν είναι αυτός που ξέρει να σου πει τι να κάνεις, ο δάσκαλος είναι μάνα, φίλος, αδελφός, ψυχολόγος. Και στη δραματική σχολή συνάντησα τέτοιους ανθρώπους. Ωραίοι άνθρωποι και ωραία χρόνια».
Ο Γιώργος Νινιός, όταν βγήκε στη δουλειά, δυσκολεύτηκε, είχε διαρκώς την αγωνία και τη στενοχώρια ότι δεν θα τα καταφέρει, αλλά ήταν ενδιαφέρον το κυνήγι μέχρι να φτάσει στον στόχο, κάτι που τον διακατέχει ακόμα και σήμερα.
«Άρχισα να ξυπνάω το 1985, όταν έκανα μια μικρού μήκους ταινία, την “Πλημμυρίδα” του Σπύρου Πετροπούλου. Πάλευα, και ακόμα παλεύω την αμεσότητα και την καθημερινότητα στον λόγο, δεν τελειώνει αυτό το πράγμα. Έχω δυσκολευτεί πολλές φορές και έχω φάει τα μούτρα μου, παλεύεις στην πρόβα και κάποιες φορές το βλέπεις να γίνεται στην παράσταση, σου δίνει ικανοποίηση, αλλά δεν λες ποτέ “εντάξει, το έμαθα”. Το θέατρο θέλει έναν συνδυασμό αμεσότητας και τεχνικής, να φτάνει αυτό που λες κάτω, στο κοινό».
Το 1993, όταν υποδύθηκε τον Λούη στα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» του Κώστα Μουρσελά, έκανε μια επιτυχία που κυριολεκτικά τον εκτόξευσε, κάνοντάς τον γνωστό από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά ο δρόμος προς την επιτυχία είχε ξεκινήσει, με κόπο, πολύ νωρίτερα. Όταν έκανε την πολύ δημοφιλή αυτή σειρά δεν βρισκόταν πρώτη φορά μπροστά στον φακό.
«Είχα κάνει πάνω από δέκα μικρού μήκους και πολλές μεγάλου μήκους ταινίες και είχα ψηθεί, δεν με τρόμαζε ο φακός. Ειδικά στις μικρού μήκους είχα περιέργεια, μου άρεσε να είμαι πίσω από τις κάμερες και να καταλαβαίνω τι γίνεται μέχρι το τελικό αποτέλεσμα, εξάλλου οι μικρομηκάδες πάντα θέλουν χέρια να τους βοηθάνε, ο ένας βοηθούσε τον άλλον, έτσι γίνεται στο σινεμά. Όταν έκανα επιτυχία, ήταν η στιγμή μου, χάρηκα που κατάφερα τον ρόλο όπως τον είχα στο μυαλό μου. Ο Λούης είχε κέρδη και ζημίες, το αντιμετώπισα ως μια δουλειά καλή, δεν με μάγκωσε, αλλά οι ρόλοι που ήρθαν μετά δεν με ενθουσίασαν».
Όταν τον ρωτώ αν προτιμά το θέατρο από τον φακό, μου λέει ότι «είναι δυο διαφορετικά καράβια. Στον φακό ό,τι γράφει δεν ξεγράφει, δεν θα πας την επομένη να το παλέψεις ξανά, όπως κάνεις στο θέατρο, όπου σου δίνεται η ευκαιρία να το φτιάξεις, να το δοκιμάσεις κι αλλιώς, να το ζήσεις κι αλλιώς, να το παλέψεις. Στο σινεμά δεν μπορείς να κρυφτείς με την τεχνική», λέει.
Ο ίδιος διακατέχεται από αυτή την αίσθηση του ανικανοποίητου από την ώρα που βγήκε στη δουλειά, «το απόλυτο, το τέλειο, δεν υπάρχει, δεν μπορείς να το βρεις, τρώγομαι με τα ρούχα μου, αλλά θέλω να είμαι παρών, να γίνω ο άλλος, να με φωνάξουν με το όνομά μου και να μη γυρίσω ‒ γίνεται;» λέει.
Τι σημαίνει ο χρόνος, τι σημαίνει «μεγαλώνω» για έναν ηθοποιό, για έναν ζεν πρεμιέ; «Μεγαλώνω σημαίνει ότι δεν μπορεί να κάνεις τα πράγματα που έκανες, και δεν μιλάω για την εξωτερική εμφάνιση αλλά για πράγματα που έκανα πιο μικρός. Δηλαδή δεν μπορώ να κάνω σαράντα χιλιόμετρα ποδήλατο, σώμα είναι, προσπαθώ να το κρατάω σε μια φόρμα, αλλά είναι δύσκολο. Είναι άλλες οι αντοχές σήμερα, μου αρέσει η ζωή και δεν θα ’θελα να αλλάζουν τα πράγματα, αλλά κλείνει η βρύση».
Αυτό που τον ενοχλεί περισσότερο είναι να μη νιώθεις ασφαλής. «Δεν είναι μόνο μην μπει ο κλέφτης μέσα, είναι μη χάσεις την ασφάλεια ότι η οικογένειά σου θα είναι όρθια και τον άλλο μήνα, αυτό ζορίζει και εμένα πολύ, και τον υπόλοιπο κόσμο».
Μοιραία η συζήτηση περιστρέφεται γύρω απ’ όσα αποκαλύφθηκαν τα τελευταία χρόνια στο θέατρο, που τα αποκαλεί «αγριάδα». Ο ίδιος έχει βιώσει συμπεριφορές δύσκολες ή περίεργες και λέει ευτυχώς που δεν βρέθηκε σε χειρότερα. Ωστόσο είναι πολύ ευαισθητοποιημένος όσον αφορά όσα συμβαίνουν σήμερα στον χώρο του και δεν ανέχεται τις συμπεριφορές που αντιμετωπίζουν με θράσος τον ηθοποιό, σαν αποπαίδι, «είναι σαν να λένε: δεν φτάνει που θα δουλέψεις, θες και να πληρωθείς; Και τι είναι αυτό με τα πτυχία; Αντί να γίνει επανάσταση με τους ηθοποιούς, να πληρώνονται τα δικαιώματά τους, μιλάμε για πτυχία γυμνασίου; Ξέρεις τι σημαίνει να καταθέτεις και να εισπράττουν όλοι εκτός από σένα; Σε πονάει το οικονομικό, αλλά σε πονάει και το ηθικό κομμάτι, το ότι δεν υπάρχεις, αυτή κι αν είναι ανασφάλεια και για τους επόμενους.
Γύρω μας είναι κάποιοι δεκαεξάρηδες που θέλουν να ασχοληθούν σοβαρά με το θέατρο και σήμερα, αν δεν ασχοληθείς σοβαρά, δεν μπορεί να είσαι στη δουλειά. Οι νέοι δεν είναι όπως ήμασταν εμείς. Μην κοιτάς εμένα που ασχολήθηκα με τη μουσική και έκανα χορό, είμαι εξαίρεση στη γενιά μου. Τώρα όλοι χορεύουν, τραγουδάνε, είναι σε άλλο επίπεδο, είναι άλλες οι απαιτήσεις. Έχουμε “από χέρι” τη φωνή και το σώμα, αλλά δεν φτάνουν.
Η δουλειά μας είναι πόλεμος, τρεχάλα, να είσαι διαρκώς έτοιμος, να έχεις συνεχώς προτάσεις, μια δημιουργική συζήτηση με τον σκηνοθέτη, δεν είναι περίπατος, “είμαι καλά και τα λέω”, πας βήμα - βήμα, ανάσα - ανάσα».
Αναπόφευκτα μιλάμε και για τις πολλές παραστάσεις που ανεβαίνουν ‒ το ακούει συχνά, αλλά, όπως υποστηρίζει, «δεν μπορείς να πεις σε κάποιον που έχει την αγωνία του, τη λαχτάρα του να παίξει, “είμαστε πολλοί”. Είναι πολύ σημαντικό να κάνεις αυτό που σου αρέσει, είναι σπουδαίο», λέει.
«Δεν βλέπεις γύρω μας ανθρώπους με ικανότητες, με πτυχία, που δεν κάνουν αυτό που τους αρέσει; Είναι δυνατόν κάποιος που έχει λαχτάρα να είναι μικροβιολόγος να είναι καλός αν κάνει μια άλλη δουλειά, αν είναι σε ένα άλλο επάγγελμα από ανάγκη ή υποχρέωση; Αυτό είναι πολύ βαρύ πράγμα.
Εγώ αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι ότι στην Ελλάδα έχουμε μια γη χρυσάφι και είναι όλα παρατημένα. Γιατί δεν γκρινιάζουμε γι’ αυτά, αλλά γκρινιάζουμε για τα θέατρα; Μόνο να γίνουμε ξενοδόχοι μάς ενδιαφέρει; Μια χαρά ο τουρισμός, αλλά δεν είναι το μόνο που έχουμε. Αν ήμουν νέος, είκοσι πέντε-τριάντα χρονών, και μου έλεγαν “υπάρχει γη εκεί, πάμε να την ξυπνήσουμε”, θα τα παράταγα όλα και θα πήγαινα, ακόμα και το θέατρο που αγαπώ τόσο πολύ.
Έχω τέτοιες αναμνήσεις αγροτικής ζωής από το χωριό μου στη Μεσσηνία, να κάνουμε λότζες με τις καλαμωτές. Ξύπναγα αχάραγα και πήγαινα πρώτος στα χωράφια και ακόμα θυμάμαι να τραγουδάνε και να μαζεύουν τις σοδειές και τις καλοκαιρινές βροχές στα τέλη του καλοκαιριού, με τις οποίες σε προετοίμαζε η φύση ότι έρχεται φθινόπωρο».
Ασχολείται με τη μουσική, στους δικούς του χρόνους, με άλλες ταχύτητες, δική του είναι κι αυτή που ακούγεται στην παράσταση. Αγαπάει τα δημοτικά, τα παραδοσιακά, τα λαϊκά του ’50, τους μουσικούς που δεν κάνουν φιγούρα, τον Χατζιδάκι, μεγάλωσε σε μια εποχή που «γεννάγανε» οι συνθέτες, «βγήκαν αυτοί και δεν ήρθε το επόμενο, καθόλου», λέει.
Όταν τον ρωτάω τι νοσταλγεί, δεν διστάζει να αναφερθεί στη νοσταλγία της χαμένης φύσης και στους ανθρώπους που είχαν «άλλα περπατήματα, άλλα πατήματα, άλλα σπίτια», στους τεχνίτες με το μεράκι τους. «Όταν πήγαινα στο Χαλάνδρι, στο σπίτι της γιαγιάς, είχε χώμα, αμπέλια, ελιές. Μετά μπήκε στο σχέδιο, ήρθε το μετρό, έπεσε άσφαλτος, τέλος. Όπου πέφτει άσφαλτος, νεκρώνουν όλα», λέει. «Αλλά έτσι είναι η εξέλιξη, κάπου χάνεις, κάπου κερδίζεις».