Το «Γκιακ», η συλλογή διηγημάτων του Δημοσθένη Παπαμάρκου, κυκλοφόρησε πριν από ενάμιση χρόνο περίπου από τις εκδόσεις Αντίποδες. Από στόμα σε στόμα γνώρισε απρόσμενη εκδοτική επιτυχία. Ήταν ζήτημα χρόνου οι συγκινητικές και σκληρές εξομολογήσεις στρατιωτών που πολέμησαν στη Mικρασιατική Εκστρατεία να γίνουν ιδανικό υλικό για μια θεατρική παράσταση.
«Συνεργάζομαι εδώ και πολύ καιρό και πολύ καλά με τον Βασίλη Μαυρογεωργίου που έχει το θέατρο και μου έλεγε να κάνω κάτι. Δεν είχα τέτοια πρόθεση. Θα έκανα κάτι μόνο αν υπήρχε πραγματικά εσωτερική ανάγκη, για να δω πώς είναι τα πράγματα και από την άλλη πλευρά. Μια μέρα, η κουμπάρα μου μού έκανε δώρο ένα βιβλίο. Καθίσαμε το βράδυ με τη γυναίκα μου, κι ενώ το διαβάζαμε, κλάψαμε και γελάσαμε και ένιωσα ότι ήταν κάτι πολύ δικό μας. Έτσι είπα “αυτό θα κάνω”. Βρήκα τον Δημοσθένη (Παπαμάρκο). Συζητήσαμε την ατμόσφαιρα και τον τρόπο που το σκέφτομαι, του άρεσε, το εμπιστεύτηκε και είπαμε να το κάνουμε» λέει ο Θανάσης Δόβρης που έχει αφήσει το πόστο του ηθοποιού αυτήν τη φορά κι έχει αναλάβει τη σκηνοθεσία. «Κατάγομαι από τη Λάρισα, οι συγγενείς μου είναι όλοι από εκεί. Ο πατέρας μου είναι από τη Θράκη. Υπάρχει μια σύνδεση και μόνο από τον ήχο του βιβλίου. Με το που το διάβασα, είδα όλους μου τους συγγενείς μέσα. Ξέρεις, οι άνθρωποι που είναι στην επαρχία έχουν μια σκληρή τρυφερότητα και το βιβλίο το έχει πάρα πολύ αυτό το στοιχείο» αναφέρει.
Επίσης, το "Γκιακ" αποτελείται από διηγήματα, είναι διάφορες ιστορίες σχετικά με τη βία και το αίμα που συνδέονται στο μυαλό του αναγνώστη, αλλά αυτό κάπως πρέπει να γίνει και σκηνικά, αυτή η ροή να συνεχίσει να υπάρχει, να μην είναι απλώς έξι μονόλογοι.
Μόλις έχει τελειώσει η πρόβα, οι ηθοποιοί φεύγουν βιαστικά. Καθόμαστε με τον Θανάση στον σιωπηλό χώρο του θεάτρου. Είναι η πρώτη παράσταση που σκηνοθετεί. Είναι ένα ρίσκο, όπως λέει. Το βιβλίο το είχε διαβάσει όταν πρωτοκυκλοφόρησε, πολύ πριν αποκτήσει τόση δημοσιότητα και πάρει το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών.
«Το βιβλίο ήταν μια έκπληξη, κάτι αναπάντεχο, κι έτσι ένιωσα ότι έπρεπε να είναι αναπάντεχη και η μεταφορά που ετοιμάζουμε, σε σχέση με την εποχή και την ηλικία του ανθρώπου που το έγραψε. Κάπως σοκάρεσαι με την ηλικία του Δημοσθένη, τη μυθοπλασία του και την έρευνα που έχει κάνει για να το γράψει. Αποφάσισα να το ανεβάσω πολύ πριν πάρει φωτιά. Είναι νωρίς, αλλά το “Γκιακ” έχει ήδη πάρει τον δρόμο του όσον αφορά την αθανασία. Είναι έτοιμο για πάρα πολλές άλλες αναγνώσεις σκηνικές. Θα μπορούσε να γίνει έπειτα από 2 ή 5 χρόνια, αλλά νομίζω ότι έχει επηρεάσει πολύ τους αναγνώστες, που σίγουρα οι άνθρωποι του θεάτρου θα ήθελαν να ασχοληθούν με αυτό για να επικοινωνήσουν με τον κόσμο. Σίγουρα φοβήθηκα τη γλώσσα, αν έπρεπε να της δώσουμε σημασία ή όχι. Επίσης, το “Γκιακ” αποτελείται από διηγήματα, είναι διάφορες ιστορίες σχετικά με τη βία και το αίμα που συνδέονται στο μυαλό του αναγνώστη, αλλά αυτό κάπως πρέπει να γίνει και σκηνικά, αυτή η ροή να συνεχίσει να υπάρχει, να μην είναι απλώς έξι μονόλογοι. Η δεδομένη απειρία ενός ανθρώπου που σκηνοθετεί είναι ένας φόβος, αλλά προσπαθώ να τον αντιπαραβάλω στην εμπειρία του ηθοποιού. Ο φόβος και το άγχος υπάρχουν έτσι κι αλλιώς, σε κάθε παράσταση».
Τον ρωτάω τι αλλαγές έχουν γίνει στο κείμενο. Τι έχουν κρατήσει και τι έχουν πετάξει. «Δεν χρησιμοποιούμε όλες τις ιστορίες. Κρατήσαμε 6 από τις 9 και τις προσαρμόσαμε στη θεατρική πράξη, επειδή αλλιώς διαβάζεις ένα βιβλίο και αλλιώς το μεταφέρεις στη σκηνή. Έχουν γίνει κοψίματα για τις ανάγκες της παράστασης. Ακόμα, δεν θέλαμε να μιμηθούμε την αργκό, τα βλάχικα που λέμε εμείς. Δεν θέλαμε να κάνουμε αυτό που βλέπουμε σε παλιές ταινίες ελληνικές ή σε επιθεωρήσεις. Προσπαθούμε να κρατήσουμε το πνεύμα του κειμένου και να πάρουμε μια απόσταση από τον τρόπο που είναι γραμμένο, επειδή ναι μεν είμαστε απόγονοι αυτών των ανθρώπων, αλλά είμαστε αρκετά μακριά τους. Το να μιμηθείς τη γλώσσα δεν νομίζω ότι έχει ενδιαφέρον. Όσο πιο καθαρά πούμε αυτόν το λόγο, τόσο ο θεατής θα κάνει τους συνειρμούς του και θα φανταστεί τον ήρωα να μιλάει όπως ξέρουμε. Γενικά, όμως, είναι ένα έργο βαθιά ανθρωπινό και πολύ δικό και νομίζω ότι και ως λαός το έχουμε αυτό, είμαστε ταυτόχρονα πολύ τρυφεροί και πολύ σκληροί με τον εαυτό μας».
Info:
Οι ιστορίες που έχουν δραματοποιηθεί είναι οι εξής: «Ντο τ΄α πρες κοτσίδετε», «Τα μπουκουμπάρδια», «Ταραρούρα», «Παραλογή», «Γύαλινο Μάτι» και «Νόκερ». Το «Γκιακ» θα ανέβει μετά το Πάσχα στο Skrow Theater, σε σκηνοθεσία του ηθοποιού Θανάση Δόβρη. Τους ήρωες θα ερμηνεύσουν οι: Στέλιος Ιακωβίδης, Γρηγόρης Ποιμενίδης, Εύη Σαουλίδου και Σωτήρης Τσακομίδης.