Το Hotel Éternité δεν έχει καμία σχέση με τα κοινά ξενοδοχεία. Εδώ είναι πάντοτε καλοκαίρι. Οι εποχές δεν αλλάζουν. Τίποτα δεν παλιώνει. Δεν φθείρονται οι βελούδινοι καναπέδες, δεν σκονίζονται οι κουρτίνες, δεν μαραίνονται τα λουλούδια στα βάζα.
Τα γηρατειά είναι ανύπαρκτη έννοια. Το ίδιο και ο θάνατος – λέξη ούτως ή άλλως απαγορευμένη. Στο Hotel Éternité ο χρόνος και ο χώρος έχουν παγώσει. «Το σήμερα δεν υπάρχει, το αύριο δεν ήρθε και το χθες δεν έφυγε» εξηγεί η δαιμόνια ιδιοκτήτρια Μαίρη, η οποία έχει αφιερώσει τη ζωή της στον εξορκισμό της φθοράς.
Οι ένοικοι του ιδιόρρυθμου ετούτου ξενοδοχείου βίωσαν κάποτε κάτι μοιραίο και απέκτησαν «ξεχωριστή αντίληψη του χρόνου». Μια μεγάλη απώλεια, συνήθως ερωτική, τους καθήλωσε στο τραυματικό γεγονός. Σε αυτούς το Hotel Éternité προσφέρει νέες αναμνήσεις, καθώς και διαρκή άσκηση – πεζοπορία, ορειβασία, χειροτεχνίες κ.ο.κ. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι ένοικοι που αρνούνται να μεγαλώσουν: φορούν τα ίδια ρούχα, διατηρούν το ίδιο μακιγιάζ, τις ίδιες συνήθειες με την εποχή της δόξας τους. Καθρέφτες ούτως ή άλλως δεν υπάρχουν πουθενά.
Μια τρίτη κατηγορία συνιστούν όσοι έχουν πολύ μικρό προσδόκιμο ζωής: γι' αυτούς το προσωπικό του ξενοδοχείου επιμηκύνει τον χρόνο με ποικιλία τεχνασμάτων, κάνει π.χ. τον «ήλιο» να ανατέλλει δύο φορές μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο. Τέλος, χωριστή κατηγορία αποτελούν οι νέοι και οι ανοϊκοί, οι οποίοι πάσχουν από καθολική έλλειψη αντίληψης του χρόνου. Στους νέους δείχνουν συνεχώς βίντεο από καταστροφές και ατυχήματα, μήπως τους συνετίσουν. Στους ανοϊκούς δεν μπορούν να προσφέρουν πολλά πράγματα.
Ο Γιάννης Καλαβριανός συνθέτει μια γοητευτική ελεγεία για την απώλεια και τη μνήμη. Για την αδυναμία συμφιλίωσης με όλα τα «εάν» της ζωής μας, με όσα είπαμε αλλά και όσα θέλαμε να πούμε ή να κάνουμε και δεν προλάβαμε ή δεν βρήκαμε το θάρρος.
«Αγαπητή μου, η ανάγκη να πιστέψεις σε κάτι είναι πιο ισχυρή από την αλήθεια» εξηγεί η ιδιοκτήτρια στη νεοαφιχθείσα υπάλληλο. Η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση του ανθρώπου, η αθανασία, γίνεται πραγματικότητα στο Hotel Éternité. Ή μήπως όχι; Οι ρωγμές του εύθραυστου αυτού παράλληλου σύμπαντος, οι μαύρες τρύπες του, αρχίζουν σιγά-σιγά να γίνονται αισθητές. Ένα φυτό που ξεράθηκε προκαλεί μέγιστη αναταραχή μεταξύ των εργαζομένων. Μια υπάλληλος πανικοβάλλεται όταν ανακαλύπτει μια άσπρη τρίχα στο φρύδι της: «Τι θα κάνω; Θα με διώξει, όπως εκείνη την κοπέλα που έκανε ρυτίδες στο μέτωπο!» αναφωνεί.
Ο Γιάννης Καλαβριανός συνθέτει μια γοητευτική ελεγεία για την απώλεια και τη μνήμη. Για την αδυναμία συμφιλίωσης με όλα τα «εάν» της ζωής μας, με όσα είπαμε αλλά και όσα θέλαμε να πούμε ή να κάνουμε και δεν προλάβαμε ή δεν βρήκαμε το θάρρος. «Να ζεις σημαίνει να χάνεις χρόνο» ακούγεται η φωνή από το μεγάφωνο. «Μόνο σε ένα πράγμα επιτρέπεται να είναι κανείς τσιγκούνης: στον χρόνο» επιμένει η Μαίρη. «Μην τον σπαταλάτε, δεν είναι άπειρος».
Αυτό είναι το τραγικό παράδοξο: η συνειδητοποίηση του πεπερασμένου χρόνου κάνει τη ζωή αληθινή. Τη γεμίζει λαχτάρα, αίσθηση επείγοντος και ανάγκη σύνδεσης με καθετί που αξίζει. «Ίσως είναι η τελευταία μου άνοιξη» λέει αγχωμένη η νεαρή υπάλληλος που ανακάλυψε την άσπρη τρίχα. «Πρέπει να κάνω μόνο σημαντικά πράγματα».
«Ο θάνατος είναι η μητέρα της ομορφιάς» έχει πει σοφά ο ποιητής Γουάλας Στίβενς. Αν δεν υπήρχε η επίγνωση του τέλους, θα χανόμασταν μέσα σε μια απέραντη πλαδαρότητα. Θα ζούσαμε ανέμελοι σαν τους Λωτοφάγους. Δεν θα καταλαβαίναμε τίποτα. Χωρίς την αγωνία του χρόνου δεν μπορεί να αναδυθεί το αληθινό είναι.
Η κεντρική σύλληψη του έργου, μια ουτοπία όπου βασιλεύει η ψευδαίσθηση του αέναου παρόντος, αιχμαλωτίζει αβίαστα τη φαντασία του θεατή. Ποιος δεν θα ήθελε να πάει σε ένα μέρος όπου θα παρέμενε για πάντα νέος; Τα κωμικά στοιχεία μπλέκονται αρμονικά με τα λυρικά, όπως ακριβώς συναντιούνται καθημερινά η γελοιότητα και η θλίψη της ανθρώπινης προσπάθειας να ξεφύγει από τα δεσμά της.
Έχω όμως την αίσθηση ότι το έργο δεν εκπληρώνει επαρκώς τις προθέσεις του. Βιάζεται. Μας εισάγει γλυκά στη ζωή των υπαλλήλων του ξενοδοχείου, παρακολουθούμε με ενδιαφέρον τον αγώνα τους να νικήσουν τη φθορά –τόσο των ίδιων όσο και των ενοίκων–, όταν όμως φτάνει η ώρα να καταρρεύσει το οικοδόμημα, αυτό συμβαίνει απότομα. Το μέγεθος της συντριβής τους δεν εισπράττεται εις βάθος. Ο θεατής δεν προλαβαίνει να την αφομοιώσει. Ο χρόνος της ανθρωπότητας έχει ανάγκη από τον θεατρικό χρόνο για να ξεδιπλωθεί. Κι αυτός δεν μας δίνεται: νιώθουμε σαν να μας τραβάνε το χαλί κάτω από τα πόδια.
Η προσγείωση στην πραγματικότητα διαγράφεται βεβιασμένη και όλα όσα οδηγούν σε αυτήν ελλιπώς ανεπτυγμένα. Πάνω που έχουμε εισέλθει στον κόσμο των ηρώων, τον βλέπουμε να γκρεμίζεται. Στα τελευταία 25 λεπτά, οι υπάλληλοι ξαφνικά εξεγείρονται, διαμαρτύρονται, δηλώνουν κουρασμένοι και ηττημένοι από το τεράστιο ψέμα. Η συγκίνηση που θα μπορούσε να γεννηθεί απ' όλον αυτόν τον μάταιο αγώνα τήξης του χρόνου αναδύεται κυρίως μέσα από υπέροχα ποιητικά θραύσματα, ορισμένους μονολόγους, και όχι από τη «λύση» του δράματος.
Η σκηνοθεσία υπηρετεί το κείμενο, χωρίς όμως να το απογειώνει. Θα μπορούσε, νομίζω, να πειραματιστεί περισσότερο με την έννοια του (πειραγμένου, παγωμένου, αλλοιωμένου) χρόνου, πράγμα που δεν κάνει. Συναρπαστική, παρ' όλα αυτά, σε σκηνογραφικό επίπεδο αποδεικνύεται η αίθουσα με τα βαλσαμωμένα πουλιά-σύμβολα που περιφράσσουν ένα «τετράγωνο» από το οποίο δεν υπάρχει διαφυγή (Εύα Μανιδάκη).
Εξαιρετική, επίσης, η Μαρία Κατσιαδάκη ως Μαίρη: το σώμα της, η φωνή της, το ανέκφραστο πρόσωπό της ενσαρκώνουν, αυστηρά και ανάγλυφα όλο το πείσμα του ανθρώπου, την απόλυτη άρνησή του να δεχτεί το αναπόφευκτο. Ένα σκληρό περίβλημα που κρύβει επιμελώς τη λαχτάρα να γαντζωθεί κανείς στη ζωή και σε ό,τι την ομορφαίνει. Δυναμική κι επείγουσα, τέλος, η Χριστίνα Μαξούρη ως υπάλληλος και νέα γυναίκα που ορθώνει οργισμένη το ανάστημά της απέναντι στην αδικία της ανθρώπινης κατάστασης.
Εν κατακλείδι, θα λέγαμε πως, παρά τις όποιες αδυναμίες του, το Hotel Éternité συνιστά μια φρέσκια, δυνατή απόπειρα να καταπιαστεί κανείς με το θέμα του χρόνου, εμπλουτίζοντας τη σύγχρονη ελληνική δραματουργία με τη φαντασία, την ποιητικότητα και τη μελαγχολία των λογισμών του.
Γιάννης Καλαβριανός
Hotel Éternité
Σκηνοθεσία: Γιάννης Καλαβριανός
Παίζουν: Δέσποινα Γιαννοπούλου, Γιώργος Γλάστρας, Μαρία Κατσιαδάκη, Χρήστος Κραγιόπουλος, Νίκος Λεκάκης, Χριστίνα Μαξούρη, Αλεξία Μπεζίκη, Αργύρης Ξάφης
Εθνικό Θέατρο, Κτίριο Τσίλλερ, Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος»