Ένα βαθύ άγχος κυρίευσε τους άντρες στα τέλη του 19ου αιώνα: Τι θα συνέβαινε αν τελικά οι γυναίκες κατάφερναν να χειραφετηθούν; «Ένα βίαιο στράτευμα επελαύνει εναντίον μας –εκατοντάδες χιλιάδες "θύελλες με μεσοφόρια"– και θα πρέπει να τους αντισταθούμε σθεναρά, αλλιώς η θύελλα θα μας ισοπεδώσει» διακήρυττε ο Στίβεν Άρτσερ στην αγγλική Βουλή το 1872, καταδικάζοντας σθεναρά το δικαίωμα ψήφου των γυναικών. Στις εφημερίδες της εποχής «οι ανδροπρεπείς γυναίκες» (έτσι αντιλαμβάνονταν τις εκπροσώπους του φεμινιστικού κινήματος, γνωστές και με τον υποτιμητικό όρο «σουφραζέτες») οικτίρονταν ως «κότες που θέλουν να λαλήσουν», ενώ οι άντρες που τις στήριζαν αποκαλούνταν κοροϊδευτικά «ήρωες της παντόφλας», που θα ήταν καλύτερα «να φορούσαν ποδιές».
Όνειρα ευνουχισμού στοίχειωναν τους άντρες, όπως βεβαιώνεται, ενώ στις εικαστικές τέχνες απεικονιζόταν η Δαλιδά να κόβει τα μαλλιά του Σαμψών, η Ιουδήθ να σκοτώνει τον Ολοφέρνη, η Σαλώμη να χορεύει με την κεφαλή του Ιωάννη, ο Μαρά δολοφονημένος από τη Σαρλότ Κορντέ.
Η ζωή χωρίς ψευδαισθήσεις αποτελεί το πιο δύσκολο, το πιο επώδυνο, το πιο αβάσταχτο έργο του ανθρώπου. Αλλά και η βασική υποχρέωση απέναντι στον εαυτό του είναι το γκρέμισμα των ψευδαισθήσεων αυτών.
Μία από τις πιο ακραίες ίσως εκφράσεις του παράλογου αυτού άγχους συνιστά ο Πατέρας του Αύγουστου Στρίντμπεργκ. Ο Σουηδός συγγραφέας ουδόλως έκρυβε την αγωνία και τον τρόμο του απέναντι στις δαιμονικές, όπως του φαίνονταν, δυνάμεις του αντίθετου φύλου. Ο ήρωας του έργου νιώθει σαν να ζει «σ' ένα κλουβί γεμάτο τίγρεις» (τη γυναίκα, την κόρη, την παραμάνα και την πεθερά του), απέναντι στις οποίες στέκεται «με το μαστίγιο έτοιμο να τις χτυπήσει». Η σύγκρουση με τη σύζυγό του, Λάουρα, τον φέρνει αντιμέτωπο με τον φόβο του Άλλου, με τον πανικό του κενού, της ματαιότητας, των ψευδαισθήσεων που συντήρησαν και έθρεψαν το ψέμα μιας ολόκληρης ζωής. «Δεν βλέπεις πως είμαι ανήμπορος σαν μωρό; Δεν μ' ακούς που σε παρακαλάω όπως το παιδί τη μάνα του; [...] Είμαι ένας άρρωστος άνθρωπος, το μόνο που ζητώ είναι οίκτος· παραδίδω τα σύμβολα της εξουσίας μου και προσεύχομαι για έλεος» θα πει ο ήρωας στην αδίστακτη Λάουρα, που θα κάνει το παν για να τον οδηγήσει στην τρέλα και να εξασφαλίσει την κυριαρχία της. Δεν διακυβεύεται εδώ μόνο η νομιμότητα του παιδιού του αλλά η νομιμότητα της ίδιας της ταυτότητάς του.
Ίσως γι' αυτό ο Στρίντμπεργκ αντιπαθούσε τόσο σφοδρά τον Ίψεν: επειδή θεωρούσε πως ο τελευταίος υπερασπιζόταν το δικαίωμα της γυναίκας στην ανεξαρτησία και, συνεπώς, στην περιφρόνηση και εκμηδένιση του άντρα. Το έργο φυσικά που έπεισε τον Στρίντμπεργκ για τις «δόλιες» προθέσεις του Ίψεν επί του θέματος ήταν το Κουκλόσπιτο (1879), γραμμένο εκείνη την ταραχώδη περίοδο που το γυναικείο ζήτημα βρισκόταν στο αποκορύφωμά του. Στο έργο αυτό ο Στρίντμπεργκ «εντόπισε το φεμινιστικό φυτώριο για τη "λατρεία της Νόρας", την οποία έβλεπε να μολύνει τη Σκανδιναβία σαν πανούκλα, αγνοώντας την πολυπλοκότητα, την αμφισημία και τον ουσιωδώς μη σεξουαλικό χαρακτήρα της Νόρας» γράφει ο Robert Brustein στο άρθρο του «Male and Female in August Strindberg» (1962).
Ο ίδιος ο Ίψεν αρνιόταν την αναγόρευσή του σε υπερασπιστή του φεμινιστικού ζητήματος, επιμένοντας ως το τέλος ότι το θέμα του ήταν ο άνθρωπος και η αυτοπραγμάτωσή του μέσα σε μια ασφυκτική κοινωνία που καθιστούσε την ελεύθερη σκέψη σχεδόν αδύνατη. Όχι ότι δεν συναντούμε στο έργο του άντρες κλονισμένους, που βιώνουν βαθιά υπαρξιακή κρίση. Ο αρχιμάστορας Σόλνες στο ομότιτλο έργο είναι χαρακτηριστική περίπτωση ώριμου και επιτυχημένου επαγγελματία που μαστίζεται από ενοχές και από τον φόβο του θανάτου. Όταν εισβάλλει στη ζωή του η 22χρονη Χίλντε, με τις παράλογες, εξωπραγματικές απαιτήσεις της, εκείνος, αποφασισμένος να αποδείξει τον ανδρισμό του, αναλαμβάνει «να κάνει το αδύνατο»: να αψηφήσει την υψοφοβία του και να κρεμάσει ένα στεφάνι στην κορυφή του ψηλού πύργου του νέου του σπιτιού. Τα καταφέρνει, αλλά μόλις φτάνει εκεί καταλαμβάνεται από ίλιγγο και πέφτει.
Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Θεός ανακηρύσσεται νεκρός, οι αστικοί μύθοι καταρρέουν, οι θεσμοί τίθενται υπό αμφισβήτηση, ακόμη και η οικογένεια γίνεται αντικείμενο σφοδρής επίθεσης ως μια αρρωστημένη μήτρα που γεννά βρικόλακες και σκοτώνει τα παιδιά της. Οι πρωτοπόροι συγγραφείς της εποχής προσπάθησαν με πάθος να τα εκθέσουν όλα αυτά επί σκηνής, ενώπιον του αστικού κοινού που παρακολουθούσε σοκαρισμένο την αποκάλυψη της παθογένειας και της υποκρισίας του.
Ο Τσέχοφ έθεσε κι εκείνος με τη σειρά του επώδυνα ερωτήματα σχετικά με το άχθος της ζωής μέσα σε ένα αβέβαιο σύμπαν, όπου ούτε ο έρωτας ούτε η εργασία μπορούν τελικά να προσφέρουν αληθινή ανακούφιση. «Ω, Θεέ μου! Είμαι σαράντα επτά χρονών· αν υποθέσουμε ότι θα ζήσω μέχρι τα εξήντα, μου μένουν άλλα δεκατρία χρόνια. Τόσος πολύς καιρός! Τι θα κάνω;» αναφωνεί ο θείος Βάνιας στο ομότιτλο έργο. Τα χρόνια τα γκρέμισαν όλα. Τα πράγματα δεν απέκτησαν ποτέ το νόημα που προσδοκούσε. Οι κόποι του δεν ανταμείφθηκαν. Τα όνειρά του δεν ευδοκίμησαν. Ακόμη και ο πόθος του σώματος δεν βρήκε πρόσφορο έδαφος να ξεδιψάσει. «Μέρα και νύχτα με πνίγει η σκέψη πως η ζωή μου έχει χαθεί αμετάκλητα. Παρελθόν δεν υπάρχει, ξοδεύτηκε ανόητα για τιποτένια πράγματα, και το παρόν είναι φριχτό στον παραλογισμό του» λέει ο ήρωας, ανίκανος να αντλήσει δύναμη απ' οπουδήποτε.
Το ευρωπαϊκό παράδειγμα ακολούθησαν τις επόμενες δεκαετίες οι Αμερικανοί θεατρικοί συγγραφείς. Τα πράγματα ήταν εξίσου δυσοίωνα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όπως αναντίρρητα αντιλήφθηκε ο Άρθουρ Μίλερ στον Θάνατο του εμποράκου. Το αμερικανικό όνειρο έθρεψε και κατέστρεψε τον Γουίλι Λόμαν, έναν μέσο άνθρωπο που οικοδόμησε την ταυτότητά του ως άντρα, συζύγου και πατέρα επάνω στην προοπτική της επιτυχίας, του πλουτισμού και της «καλής εντύπωσης». Αφού είναι αρεστός, εργατικός και συνεπής, τότε όλα θα πάνε καλά – έτσι δεν είναι; Η αδυναμία συντήρησης αυτού του ζωτικού ψεύδους αποδεικνύεται τόσο κραυγαλέα όσο μια απελπισμένη, μάταιη πράξη αυτοθυσίας. Ο Γουίλι αυτοκτονεί υπερασπιζόμενος ακριβώς εκείνα τα κούφια ιδανικά που τον κατέστρεψαν, ανίκανος ως το τέλος να προσδώσει νόημα στην ύπαρξή του.
Η ζωή χωρίς ψευδαισθήσεις αποτελεί το πιο δύσκολο, το πιο επώδυνο, το πιο αβάσταχτο έργο του ανθρώπου. Αλλά και η βασική υποχρέωση απέναντι στον εαυτό του είναι το γκρέμισμα των ψευδαισθήσεων αυτών. Αυτά πραγματεύεται ο Έντουαρντ Άλμπι στο αριστουργηματικό Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ. Ο Τζορτζ, ο κεντρικός ήρωας του έργου, δέχεται τη λυσσαλέα επίθεση της Μάρθας, της συζύγου του, που επιδεικνύει την εξαλλοσύνη μαινάδας κι επιστρατεύει ένα ευνουχιστικό χιούμορ για να τον εξοντώσει. Αυτός ο αγώνας αλληλεξόντωσης αντλεί το πρότυπό του από τη μάχη των φύλων στον Στρίντμπεργκ. Εδώ, όμως, το αρσενικό Εγώ αποδεικνύεται άξιος αντίπαλος και η σύγκρουση, πνιγμένη στο αλκοόλ και στη χολή, διεξάγεται με ίσους όρους.
Κάπου πίσω από τα νύχια που γδέρνουν την ανδρική ψυχή και απειλούν θανάσιμα τα ανδρικά γεννητικά όργανα κρύβεται μια αγάπη που θέλει να γεννηθεί ξανά. Κι αυτό είναι το μάλλον αισιόδοξο τέλος της Βιρτζίνια Γουλφ, σε αντίθεση με τη Γίδα, του ίδιου συγγραφέα: σε αυτό το έργο η ανάκτηση της σχέσης φαντάζει μάλλον αδιανόητη μετά την προδοσία του συζύγου. Οι δυο σύντροφοι καταλήγουν κατεστραμμένοι και μόνοι, βυθισμένοι στην οδύνη ενός μη επουλώσιμου τραύματος.
Από τα τέλη του 19ου αιώνα έως σήμερα φαίνεται πως ακόμη παλεύουμε με τους ίδιους φόβους. Η κατάρρευση των ταυτοτήτων, η αναταραχή των φύλων (για να θυμηθούμε την Τζούντιθ Μπάτλερ), προκαλεί ακόμη κραδασμούς σε όλες τις εκφάνσεις του Εγώ και του Εμείς. Ίσως γι' αυτό οι Έλληνες σκηνοθέτες επιστρέφουν ξανά και ξανά στα κλασικά αυτά έργα, που ανεβαίνουν στις αθηναϊκές σκηνές με νέα πνοή, καλώντας μας να αντιμετωπίσουμε εκ νέου το αδιέξοδο της ανθρώπινης (συν)ύπαρξης. «Δεν μπορώ να συνεχίσω, θα συνεχίσω», όπως διακήρυτταν οι ήρωες του Μπέκετ. Η συνειδητοποίηση αυτής της αλήθειας είναι ίσως πέρα από τις αντοχές μας. Δεν έχουμε όμως άλλη επιλογή από το να συνεχίσουμε να την αναζητούμε. Κι αν σταθούμε δυνατοί, να την αποδεχτούμε και να προχωρήσουμε.
Info:
• «Πατέρας» του Αύγουστου Στρίντμπεργκ στο Θέατρο Αποθήκη, σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη και διασκευή του ίδιου και των ηθοποιών
• «Ο Πατέρας» του Αύγουστου Στρίντμπεργκ στο Θέατρο Άλφα, σε σκηνοθεσία Άκι Βλουτή
• «Νόρα» του Χένρικ Ίψεν στο Θέατρο Άττις, σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου
• «Ο αρχιμάστορας Σόλνες» του Χένρικ Ίψεν στο Θέατρο Ιλίσια, σε σκηνοθεσία Αθανασίας Καραγιαννοπούλου
• «Ο θείος Βάνιας» του Άντον Τσέχοφ στο Bios, σε σκηνοθεσία Μαρίας Μαγκανάρη
• «Ο Γλάρος» του Άντον Τσέχοφ στο Θέατρο Τέχνης (Φρυνίχου), σε σκηνοθεσία Γιάννη Παρασκευόπουλου
• «Ο θάνατος του εμποράκου» του Άρθουρ Μίλερ στο Θέατρο Εμπορικόν, σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα
• «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» του Έντουαρντ Άλμπι στο Θέατρο Αθηνών, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη
• «Η γίδα ή Ποια είναι η Σύλβια» του Έντουαρντ Άλμπι στο Θέατρο Θησείον, σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια