Η «Βασίλισσα των ξωτικών» («The Fairy-Queen») του Χένρυ Πέρσελ (1659-1695) αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα δείγματα της ημι-όπερας (semi-opera) που αναπτύχθηκε στην Αγγλία από τα τέλη του 17ου έως τις αρχές του 18ου αιώνα, την εποχή της Παλινόρθωσης.
Είναι ιδιαίτερο είδος, το οποίο, σε αντίθεση με την κλασική ιταλική όπερα, συνδυάζει πρόζα, μουσική, τραγούδια και εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια.
Το λιμπρέτο του έργου είναι ανώνυμη διασκευή (αν και μέρος του είναι βέβαιο ότι ανήκει στον διευθυντή του Dorset Garden Theatre, Τόμας Μπάτερτον, με τον οποίο ο συνθέτης συνεργαζόταν συχνά), μια χαλαρά εμπνευσμένη εκδοχή της ρομαντικής κωμωδίας «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ.
Πρωτοανέβηκε στο Λονδίνο στις 2 Μαΐου 1692 και αποτελεί την τρίτη από τις πέντε ημι-όπερες που έγραψε ο Πέρσελ τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του σε ηλικία μόλις 35 ετών.
Καθώς το είδος της ημι- όπερας ανήκει σε μια ιδιαίτερα μακρινή εποχή, ο σκηνοθέτης Γιάννης Σκουρλέτης που ανέλαβε να το ανεβάσει στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής Σκηνής πήρε κάποιες ελευθερίες, αναζητώντας αντιστοιχίες με το σήμερα, ελπίζοντας ότι οι επιλογές του θα φέρουν το ελληνικό κοινό πιο κοντά στον ουσιαστικό στόχο της όπερας του 1692.
Στο έργο, το οποίο διαδραματίζεται στην αρχαία Αθήνα, όπως και στη σαιξπηρική κωμωδία, η Δάφνη και ο Απόλλωνας, δύο ερωτευμένοι και γεμάτοι πάθος νέοι, τολμούν να περιηγηθούν μια νύχτα στο δάσος, αψηφώντας τους κινδύνους που παραμονεύουν.
Προχωρούν μέχρι που το πυκνό σκοτάδι τούς χωρίζει και χάνουν ο ένας τον άλλον. Το αγόρι παγιδεύεται στα σκοτεινά νερά μιας λίμνης, ενώ παλεύει να ελευθερωθεί για να ξαναβρεί την αγαπημένη του, και το κορίτσι κλαίει, πιστεύοντας ότι τον έχασε για πάντα.
Το κλάμα της ξυπνά τα πλάσματα του δάσους. Η φύση και οι εποχές του χρόνου, το φθινόπωρο, ο χειμώνας, η άνοιξη και το καλοκαίρι, συγκινούνται την ίδια ώρα που ένας χορός νυμφών παρασύρει τους δύο νέους σε μυστηριακές τελετουργίες, προετοιμάζοντάς τους για μια θεαματική επανένωση.
Καθώς το είδος της ημι- όπερας ανήκει σε μια ιδιαίτερα μακρινή εποχή, ο σκηνοθέτης Γιάννης Σκουρλέτης που ανέλαβε να το ανεβάσει στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής Σκηνής πήρε κάποιες ελευθερίες, αναζητώντας αντιστοιχίες με το σήμερα, ελπίζοντας ότι οι επιλογές του θα φέρουν το ελληνικό κοινό πιο κοντά στον ουσιαστικό στόχο της όπερας του 1692.
Γραμμένη με αφορμή το έργο του Σαίξπηρ, χωρίς κανέναν στίχο του μεγάλου βάρδου, διατηρεί την αφηγηματική του πλοκή, αναδεικνύοντας κάτι εντελώς νέο.
Ο Πέρσελ δημιούργησε πολλά μουσικά μέρη- διαλείμματα, καθώς τα έργα του αγγλικού μπαρόκ ήταν υπερπαραγωγές με τεράστια και ευρηματικά σκηνικά που στηρίζονταν σε μηχανισμούς, ενώ συχνά παρουσιάζονταν σε παλάτια, ενσωματώνοντας και επιθεωρησιακά στοιχεία της εποχής.
Κατασκευαζόταν ένα πεδίο το οποίο, καθώς χαλάρωνε στη δομή του με την πάροδο του χρόνου και επαναλαμβανόταν με αυξανόμενη συχνότητα, δεχόταν όλο και περισσότερες αλλοιώσεις.
Στη «Βασίλισσα των ξωτικών» φτιάχτηκαν «μάσκες» (μικρές σκηνές) που ελάχιστα θυμίζουν το «Όνειρο» και στην πραγματικότητα δεν ανήκουν σε κανέναν αφηγηματικό πυρήνα.
Ο Γιάννης Σκουρλέτης, στην προσπάθειά του να αναπτύξει μια καινούργια δραματουργία, αφαίρεσε εντελώς την πρόζα και άφησε μόνο το μουσικό κομμάτι, συνθέτοντας μια ιστορία που εμπεριέχει όλες τις μικρότερες του έργου. Πρόσθεσε τέσσερις καινούργιους υπαρκτούς χαρακτήρες, με τους οποίους έχτισε μια νέα υπόθεση που με ελλειπτικό τρόπο παρουσιάζει τα ζητήματα του θέτει και το έργο του Πέρσελ.
Το αποτέλεσμα είναι μια καινούργια «μάσκα» η οποία διατηρεί έναν αφηγηματικό ιστό που ένας σύγχρονος θεατής μπορεί να παρακολουθήσει.
Στην παράσταση της ομάδας bijoux de kant όλοι οι ρόλοι είναι «μπούλες», τόσο στο πρόσωπο όσο και στη φορεσιά. Πρόκειται για ένα πανάρχαιο ελληνικό έθιμο που έχει τις ρίζες του στη διονυσιακή λατρεία και αργότερα αφομοιώθηκε και εξελίχθηκε.
Ο σκηνοθέτης στόχο έχει να εικονοποιήσει τα δρώμενα στο δάσος, όπως και την αναζήτηση μιας προσωπικής Αρκαδίας μέσα από καλλιτεχνικές μετα-εγγραφές, εκμεταλλευόμενος ελληνικά στοιχεία που θυμίζουν το μπαρόκ όπως το γνωρίζουμε (εντυπωσιακά κοστούμια, έντονο μακιγιάζ). Εν ολίγοις, η πραγματοποίηση της μπαρόκ όπερας αποδεικνύεται για τον εικαστικό σκηνοθέτη η αναζήτηση μιας ψυχικής Αρκαδίας.
Τα μεγάλα ουσιαστικά ζητήματα που τίθενται τόσο στο «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» του Σαίξπηρ όσο και στη «Βασίλισσα των ξωτικών» του Πέρσελ είναι η απώλεια της ταυτότητας και η μεταμόρφωση. Αυτά ακριβώς τα θέματα θα αναπαρίστανται μέσα από την ελληνική παράδοση και το ψυχικό τοπίο της χαμένης Αρκαδίας σε ένα αλλόκοτο και ανοίκειο δάσος.
Ο στόχος, λοιπόν, δεν είναι μια αναπαράσταση-αναβίωση της μπαρόκ όπερας − τα τραγούδια παραμένουν στα αγγλικά και συναντιούνται με την ελληνική ταυτότητα του «οπλοστασίου» της αναγνωρίσιμης αισθητικής της bijoux de kant.
Ένα ποιητικό σύμπαν όπου χωράει πλήθος εγγραφών και ερεθισμάτων, είτε αντλούνται από το ευρωπαϊκό μπαρόκ, είτε από τις διονυσιακές τελετουργίες, είτε από τον ελληνικό Μεσαίωνα, ακόμα και από την ιταλική Αναγέννηση.
Γιατί, όπως λέει ο ίδιος ο σκηνοθέτης: «Και στην ευρωπαϊκή παράδοση μια Αρκαδία έψαχναν, αναζητούσαν μια προέλευση. Το δάσος αποτελεί στην παράσταση ένα ποιητικό τοπίο το οποίο καλείσαι να συναντήσεις μέσα σου».
Η μουσική της «Βασίλισσας των ξωτικών» περιέχει μερικές από τις ωραιότερες μελωδίες του πρόωρα χαμένου συνθέτη, εξαιρετικό δείγμα αγγλικού μπαρόκ με αφομοιωμένες ιταλικές επιρροές.
Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι οι άριες «The Plaint», «Thrice happy lovers» και «Hark! The echoing air» έχουν κάνει αυτόνομη καριέρα στην αγγλόφωνη δισκογραφία.
Ο Μάρκελλος Χρυσικόπουλος και το σύνολο Latinitas Nostra, που θα ερμηνεύσουν τη μουσική, υπογραμμίζουν τη σημασία της ανάδειξης των στοιχείων μουσικής δωματίου του μπαρόκ και κατ' επέκταση της «Βασίλισσας των ξωτικών» με χρήση παραδοσιακών οργάνων.
Η όπερα του Πέρσελ, όταν παιζόταν, ήταν ένα σύγχρονο θέαμα, ως εκ τούτου η μουσική εκφορά και η εκτέλεση έχουν σημεία αναφοράς ακριβώς τις πηγές του 17ου και 18ου αιώνα.
Εκτός του ότι υπήρξε μια μεγάλη επιτυχία όταν παρουσιάστηκε, παραμένει ένα ιδιαίτερα καλογραμμένο έργο, από τα σημαντικότερα του αγγλικού μουσικού θεάτρου της Παλινόρθωσης.
Στην Ελλάδα δεν έχει ξαναπαιχτεί και είναι σημαντικό να το γνωρίσουμε, καθώς ο Πέρσελ είναι γνωστός σχεδόν αποκλειστικά για το «Διδώ και Αινείας».