«Ήμασταν λέει πλάσματα του νερού που χάσαμε το δρόμο μας και βγήκαμε στη στεριά. Κι έπειτα συνηθίσαμε. Αυτό όμως το ξέρει ο άνθρωπος. Ξέρει ότι κάπου αλλού θα ’πρεπε να είναι και αυτή είναι η πραγματική αιτία της ανθρώπινης θλίψης».
Ένα ζεστό καλοκαίρι, σε μια λουτρόπολη. Ένας άντρας ζει με την γυναίκα του και τις δυο του κόρες. Η γυναίκα όμως νοσταλγεί μια άλλη ζωή. Την ζωή στην ανοιχτή θάλασσα, έναν δυνατό έρωτα που κάποτε αρνήθηκε.
Άνθρωποι υπέροχοι. Γελοίοι και θλιβεροί μαζί. Δεν τους χωράει ο τόπος. Γνωστές καθημερινές καταστάσεις και συμπεριφορές για να περάσει η μέρα. Στο στενό κιόσκι του κήπου κάνουν αστεία, μιλούν για τη ζέστη, το φαγητό, για το πώς μεγάλωσαν τα παιδιά, εξηγούν πώς γίνεται το κέντρωμα, πως καθαρίζεις το ψάρι, τραγουδούν, σκέφτονται τον γάμο, πώς θα έπρεπε να ζουν οι άνθρωποι, αποχαιρετούν το καλοκαίρι με λουλούδια και βινύλια. Με ελαφρότητα και χιούμορ παρακολουθούμε την προσπάθειά των ηρώων να αντέξουν την ζωή, που πάντα κάτι αφήνει απ’ έξω. Να συνηθίσουν ότι πάντα κάτι θα λείπει.
Ένας διάλογος με το κλασσικό κείμενο του Ίψεν. Μια απόπειρα να πλησιάσουμε τους ήρωες που ακόμα σήμερα συναντάμε γύρω μας στην πραγματική ζωή. Να καταλάβουμε τις συμπεριφορές και την ιστορία τους, με υλικό τις δικές μας αναφορές και βιώματα. Ποια είναι όλα αυτά που μας κρατάνε από το να φεύγουμε; Τόση δύναμη έχουν πια;
Ο Ίψεν μας κλείνει το μάτι από τα 1888. «Η τέχνη θα μας σώσει!» αναφωνεί ο καλλιτέχνης στο έργο. Φλερτάρει και αστειεύεται ένα γλυκό καλοκαιριάτικο βραδάκι.
σχόλια