«Ήρθε η ώρα της Επιδαύρου μετά από πενήντα χρόνια», λέει ο έξαλλος ενδυματολόγος μέσα από τα λόγια που έγραψε η Λένα Κιτσοπούλου για το Μια νύχτα στην Επίδαυρο του Νίκου Καραθάνου. «Ήρθε η ώρα μετά από πενήντα χρόνια», λέω γελώντας στη Λένα Κιτσοπούλου που τη συναντώ στο όμορφο και γαλήνιο κτίριο Τσίλερ του Εθνικού Θεάτρου πριν από την πρόβα της, λίγο πριν περάσουμε τον δρόμο και βρεθούμε μπροστά σε μια συνηθισμένη σκηνή της περιοχής, μια «διαμάχη» ανάμεσα σε μέλη μιας μικροσυμμορίας με κλοτσιές, μπουνιές, ένα ντιλ που πήγε λάθος, μπροστά σε κόσμο άσχετο που πίνει καφέ, τοξικοεξαρτημένους που κοιτάζουν με απάθεια και τουρίστες που αλλάζουν δρόμο ανήσυχοι.
«Προσπαθώ να σκεφτώ πού σε ξέρω. Πού σε έχω δει. Πότε σε πρωτοείδα…. Πώς μπορείς να υφίστασαι μέσω της κακότητας; Τι σε τρέφει; Πώς είναι να ωρύεσαι νύχτα μέρα για όλους αυτούς που θεωρείς καλύτερούς σου; Τι τρόπος είναι αυτός να δηλώνεις την παρουσία σου, ψάχνοντας εμμονικά τα αρνητικά του άλλου, τι δρόμος εξύψωσης του εαυτού σου είναι αυτός, ρε ασχημόφατσα; Πώς είναι να επιδιώκεις την καταστροφή κάποιου που ούτε καν σχετίζεται μαζί σου; Πώς είναι να είσαι σφήκα;» γράφει η Λένα Κιτσοπούλου στη δική της εκδοχή των Σφηκών, της τέταρτης χρονολογικά από τις γνωστές κωμωδίες του Αριστοφάνη που ασκεί κριτική στη Δικαιοσύνη και στη λειτουργία της αθηναϊκής δημοκρατίας, στηλιτεύοντας τη δικομανία των Αθηναίων και τη στάση του Κλέωνα που με τρεις οβολούς αποζημίωση έχρισε τους γηραιούς και ελευθέρους υποχρεώσεων πολίτες της Αθήνας επαγγελματίες μισθωτούς δικαστές ‒ αμφιλεγόμενους όμως. Η παραγωγή του Εθνικού θεάτρου, που θα παρουσιαστεί στις 14-15 Ιουλίου, σηματοδοτεί και την πρώτη της εμφάνιση στο αρχαίο θέατρο ως σκηνοθέτιδας.
Θέλω με τη γλώσσα μου να δείχνω ότι δεν ντρέπομαι να μισώ τη ζωή γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος να την αγαπήσω
— Τι έργο είναι οι «Σφήκες»; Σίγουρα όχι από τα πιο δημοφιλή του Αριστοφάνη, αφού δεν το βλέπουμε συχνά, ωστόσο επισημαίνει την αλλαγή του πολιτικού παραδείγματος που έχουμε μετά τον θάνατο του Περικλή και τη διάβρωση του πολιτεύματος μέσω του Κλέωνα, που ο Αριστοφάνης, και η Ιστορία τελικά, θεωρούν πρώτης γραμμής δημαγωγό.
Είναι έργο λίγο αγνοημένο, λίγο παρεξηγημένο, δεν ανεβαίνει στη σκηνή, και μπορώ να φανταστώ τον λόγο. Παίζουν τέσσερα άτομα, μοιάζει λίγο με τους Ιππείς, όπου ο συγγραφέας επίσης κρίνει σκληρά τον Κλέωνα, αλλά είναι πιο ανθρωποκεντρικό. Δεν έχει τις εναλλαγές, τις σκηνές, τις μεταμφιέσεις που χρησιμοποιεί σε άλλα έργα του ο Αριστοφάνης, που αλλάζει χώρους, έχει πλήθος ερωτικών και σεξουαλικών σκηνών, πάει στην Πνύκα, στη βουλή των γυναικών, πάει στον πάνω και στον κάτω κόσμο, σε ένα πιο ευφάνταστο περιβάλλον. Εμένα αρχικά γι’ αυτό μου άρεσε, επειδή δεν υπάρχουν όλα αυτά. Είναι ένα ραπάρισμα αυτό το έργο, ένα «γάνωμα», σαν τρέλα, δεν έχει το «πάμε κάπου αλλού», δεν ξεκινά από το μηδέν μια σκηνή, παίρνει το νήμα της έντασης από την αρχή και το φτάνει μέχρι τα άκρα, μέχρι να γίνει κάτι, να εξυψωθεί ή να εξαϋλωθεί.
— Δηλαδή μιλάμε για ένα πιο «αστικό» έργο που μιλάει για τα προβλήματα, τις δυσκολίες του άριστου πολιτεύματος της δημοκρατίας και φτάνει στο δικαστικό σύστημα της Αθήνας, το σύστημα του Κλέωνα, που βάζει να δικάζουν στην Ηλιαία οι άνθρωποι που «δίκαζαν» στα καφενεία.
Και μάλιστα, όταν παίχτηκαν οι Σφήκες ο Κλέωνας αύξησε την αποζημίωσή τους από δύο οβολούς σε τρεις, με τους «ερασιτέχνες δικαστές» να συνεχίζουν τιμωρούν κατά το δοκούν. Εδώ, λοιπόν, παρακολουθούμε τον ήρωα, τον Φιλοκλέωνα, έναν ψυχωτικό, κακό και άδικο γέρο που έχει μανία όχι να είναι δίκαιος ή να δικάζει αλλά να καταδικάζει και να τιμωρεί, όντας ένας δικαστή όπως αυτοί που περιγράψαμε. Τον έχει κλεισμένο στο σπίτι ο γιος του για να μη βγαίνει έξω να παίρνει κεφάλια.
— Σατιρίζει και την ηλικία ο Αριστοφάνης, τον διδακτισμό και τις σκοτεινές πλευρές του γήρατος που δεν συνάδει απαραίτητα με μεγαθυμία, σοφία, ενσυναίσθηση ή κατανόηση.
Εδώ, στο έργο, ο απλός πολίτης ξαφνικά, παίρνει ένα αξίωμα και κρίνει, δικάζει, καταδικάζει, όπως γίνεται με έναν τρόπο σήμερα στα λαϊκά δικαστήρια που στήνονται λόγω της δύναμης που έχει καθένας μας μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα. Οπότε, κάπως ήθελα αυτόν τον πρωταγωνιστή να τον μεταφέρω στην εποχή μας, να είναι ένας άνθρωπος σημερινός, αλλά άρρωστος, που έχει γνώμη για όλα και κρίνει ασταμάτητα. «Σε λέω βιαστή, καταχραστή, σεξιστή, σε αποκαλώ ό,τι θέλω και σε καταδικάζω στην εκπομπή μου, στο κινητό μου, δημόσια, όπου βρεθώ κι όπου σταθώ, και προσέξτε καλά: όποιος δεν συμφωνεί μαζί μου είναι φασίστας, είναι συνένοχος με τον ένοχο» ‒ αυτά δεν λέμε σήμερα; Όμως, αυτό που με ιντρίγκαρε περισσότερο απ’ όλα είναι η συνθήκη του, η πρώτη εικόνα, η ασφυξία ενός ανθρώπου που προσπαθεί να βγει από ένα σπίτι και να κάνει αυτό που θέλει.
—Τι κρατάς από αυτό το έργο δηλαδή και τι ξαναγράφεις, και γιατί;
Όταν διάβασα αυτό το έργο, μου άρεσαν οι έννοιες και οι δυναμικές που έχει ο Αριστοφάνης. Είναι τόσο πολλές οι αναφορές στην εποχή του που για να το καταλάβει κάποιος σήμερα πρέπει να ξαναγραφτεί. Πρέπει να γίνω Αριστοφάνης για να μπορέσω να το κάνω αυτό το έργο, πρέπει να πάρω το ρίσκο και να πω «είμαι εγώ που θα αναφερθώ σε αυτό που βλέπω γύρω μου». Όταν πήρα μια μετάφραση εργασίας στα χέρια μου, το έργο λέξη προς λέξη, ένα κατάλαβα, είναι τόσο βωμολόχος ο Αριστοφάνης που δεν ξεπερνιέται, βρίζει ασταμάτητα. Οπότε έπρεπε να το στήσω αλλιώς. Υπάρχουν τρεις φάσεις. Στην πρώτη ο Φιλοκλέων είναι δικαστής και καταδικάζει με μανία. Μετά, είναι εγκλωβισμένος μέσα στο σπίτι του και δικάζει τα σκυλιά του και στη συνέχεια βγαίνει στην καλή κοινωνία, στην αριστοκρατία, όπου γίνεται ακόμα χειρότερος, ο χαρακτήρας και η μανία του χειροτερεύουν ακόμα και όταν του αλλάζεις περιβάλλον. Από την άλλη, βέβαια, είναι τόσο πολύ κακός, που μέσα σε αυτήν του την κακότητα μας είναι και συμπαθής.
— Εννοείς ότι τον συμπονάς που δεν μπορεί να είναι «γεμάτος αγάπη και καλοσύνη»;
Στη δική μου εκδοχή τον βάζω και στο δικό μου στόμα, οπότε νομίζω αυτό τον κάνει συμπαθή. Είναι τόσο ελεύθερος να λέει και να βρίζει ό,τι θέλει που αυτή η ελευθερία του τα διαλύει, τα μηδενίζει όλα. Στην εποχή μας σίγουρα είναι πιο συμπαθής ο γέρος του Αριστοφάνη που δεν έχει ιερό και όσιο παρά ο γιος, που είναι σίγουρος ότι το νέο καθεστώς θα φέρει την προοδο. Ο γιος που φτιάχνουμε εμείς στην παράσταση είναι ο φοβικός, ο νομοταγής, τον αρρωσταίνει ο πατέρας που έχει και ντρέπεται γι’ αυτόν, προσπαθεί να απογαλακτιστεί, όμως δυστυχώς είναι κι αυτός παιδί του πατέρα του και αυτή η διάσταση που προσπαθούμε να βάλουμε στον ρόλο μού αρέσει πολύ, δηλαδή το ότι ενδέχεται να είναι τελικά ίδιος με τον πατέρα του, απλώς, επειδή δεν είναι άξεστος σαν αυτόν, δεν του φαίνεται· κι ότι τελικά κανένας δεν γλιτώνει από το σπίτι που κουβαλάει στις πλάτες του.
— Πώς συγκροτείς την κοινωνία μέσα από αυτά τα δύο διαμετρικά αντίθετα γεννήματά της;
Αντιστρέφω τον Χορό και τους ρόλους. Κάθε πρόσωπο του Χορού γίνεται ρόλος και ο Χορός είναι μονομελής, ένα πρόσωπο, ένας ηθοποιός, ο Δημήτρης Ναζίρης, που είναι σαν να έχει μείνει από παλιά μόνος του. Δηλαδή φτιάχνω μια κοινωνία ανθρώπων όπου υπάρχει ο ευνουχισμός στην οικογένεια, ο ρατσισμός, η ομοφοβία, η βία, ο σεξισμός, τα πάντα σε όλους, όπου όλοι είναι ρόλοι, κατά κάποιον τρόπο πράττουν το κακό και στην ουσία είναι εγκλωβισμένοι στον ρόλο που επέλεξαν. Γι’ αυτό βάζω τον πατέρα να κουβαλάει το σπίτι του στην πλάτη του σαν χελώνα, είναι ο εαυτός του που τον εγκλωβίζει. Έτσι, λοιπόν, μέσα σε μια σάπια κοινωνία πρωτοστατεί ή γεννιέται μέσα από αυτήν ένας τύπος σαν τον πατέρα.
— Έχουμε συζητήσει πολύ και πολλές φορές για τη μεταφορά του Αριστοφάνη στο σήμερα. Κατά τη γνώμη σου πώς έχει νόημα να βλέπουμε τα έργα του;
Δεν έχει κανένα νόημα να παίζουμε Αριστοφάνη αν δεν μεταφέρουμε το έργο στο σήμερα. Παίζω με τον Αριστοφάνη και εφευρίσκω μια καινούργια γλώσσα, ούσα κι εγώ εγκλωβισμένη σε αυτά τα πράγματα, τα ελληνικά, στο ότι μπορεί κάποιος να έχει άποψη για τα πάντα, για πολιτική, για μαγειρική, για βιασμούς, να δικάζει κάποιον πριν δικαστεί, χωρίς να υπολογίζει κανένα τεκμήριο αθωότητας, να απαξιώνει κάποιον ή κάτι όποτε γουστάρει. Τα υλικά μου είναι οτιδήποτε συμβαίνει γύρω μου, το ανύπαρκτο σύστημα Δικαιοσύνης. Έβλεπα κι αυτούς τους ανθρώπους στο Μάτι, που παλεύουν πέντε χρόνια και τους γράφουν όλοι στα παλιά τους τα παπούτσια. Ό,τι βλέπω γύρω μου γράφω, την κουβέντα τη ρατσιστική που θα ειπωθεί και την άλλη πλευρά που είναι φανατικά με το ΜeΤoo ‒ όλοι κάνουν τους political correct και είναι χειρότεροι, το κάνουν απλώς για να φανούν. Όλο αυτό το συνονθύλευμα προσπαθώ να το βάλω σε κάθε χαρακτήρα, παίρνοντας αφορμή από τους ήρωες του Αριστοφάνη: τα σχόλια για τους γκέι, για τους χοντρούς, του Αλβανούς, αυτήν τη γλώσσα που χρησιμοποιείται από δικηγόρους που μιλάνε όπως θέλουν και ξεφτιλίζουν τον άλλο, όλο αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει στα δικαστήρια. Γενικά χρησιμοποιώ τη σάπια γλώσσα της ελληνικής πραγματικότητας.
— Ως δημιουργός αυτολογοκρίνεσαι; Ας πούμε, πόσο εύκολα λες ονόματα;
Πολλές φορές είναι σαν να σταματάει η κοινωνία στην πόρτα του θεάτρου. Ειδικά στον Αριστοφάνη είναι τόσο έντονες οι κατηγορίες σε συγκεκριμένα πρόσωπα, που είχε φάει και μήνυση, όπως λέγεται. Κάνω πίσω πολλές φορές, λέω «να το πω αυτό το όνομα ή να μην το πω;». Υπάρχει πολύς φόβος, ενώ πρέπει, αν θες να το κάνεις σωστά, να βάλεις το μαχαίρι στο κόκαλο. Θέλω να προσπαθήσω να το κάνω.
— Από την απεραντοσύνη της βωμολοχίας του Αριστοφάνη πάμε και στην ποιητική πλευρά, στις έννοιες, στη γλώσσα της εποχής του. Πόσο σε εμπνέει;
Φτιάχνει και δικές του λέξεις ο Αριστοφάνης, δική του γλώσσα, κι εμένα μου αρέσει να το κάνω αυτό, οπότε, με βοηθάει, με εμπνέει δημιουργικά ώστε να φτιάχνω λέξεις, μια γλώσσα, να παίζω και να μην παίζω με τη ρίμα ‒ όλο αυτό είναι ένας στρόβιλος, μια τρελή περιδίνηση που σε παίρνει μέσα της. Το φοβερό με αυτό το έργο είναι ότι τελειώνει με μια άρση, δεν υπάρχει λύτρωση. Ο Φιλοκλέων ουρλιάζει, καλεί το κοινό σε χορό, λέει «κι άλλο, κι άλλο», έχει γίνει πιο κακός, είναι εκτός ελέγχου, σαν να έχει πάρει εκατό κιλά ναρκωτικά ‒ το τέλος είναι τρελό. Αυτό το «πάμεεεε» που ουρλιάζει δεν θυμίζει άλλα έργα του όπου γίνεται ένας γάμος και όλοι γλεντάνε ή γιορτάζουν την ειρήνη, εδώ έχεις μπροστά σου κάποιον που θα μπορούσε να είναι ο Χίτλερ.
— Εσύ από πού ξεκίνησες να επεξεργάζεσαι το έργο; Από αυτό το τέλος;
Λοιπόν, είχαμε κάνει μια συζήτηση με τον Βασίλη Παπαβασιλείου και μου είχε πει «Λένα, στον Αριστοφάνη ξεκινάς πάντα από την παράβαση». Είχα ξεκινήσει όντως από εκεί γιατί εκεί είναι ο ίδιος, η φωνή του, καταλαβαίνεις γιατί έχει γράψει όλο το υπόλοιπο έργο, ότι δεν είναι μια κωμωδία απλώς. Ξαφνικά, γίνεται πολύ σοβαρός και αιχμηρός, ίσως καταλαβαίνεις και όλο το έργο από την παράβαση. Εκεί μιλάει για το γήρας, τη δύναμη των παλιών, λέει και κάτι για τον ίδιο, δηλαδή βάζει και το θέμα της τέχνης και της δικής του παρουσίας σε αυτήν, μιλώντας για το κεντρί της σφήκας ‒ αυτό που κέντρισε κι εμένα και καταπιάστηκα με το έργο. Παραπονιέται που δεν πήρε το βραβείο για τις Νεφέλες και λέει στην ουσία «δεν το θέλετε το κεντρί της αλήθειας, σας ενοχλεί». Οπότε το κεντρί δεν συνδέεται μόνο με τον δικαστή που το χρησιμοποιεί με κακότητα αλλά και με τις αλήθειες που πονάνε και ξεβολεύουν, είναι σαν τσίμπημα.
— Θα είναι ραπ η παράβαση;
Είναι η πρώτη ιδέα που μου ήρθε, γιατί αυτό κάνει ο Αριστοφάνης, ραπάρει. Έγραψα μια παράβαση για τον εαυτό μου, θα μιλήσω εγώ για το δικό μου γήρας, για τη δική μου κούραση, θα ρίξω το κεντρί που θέλω, από τη θέση του δημιουργού-συγγραφέα με τη βωμολοχία που μου επιτρέπει ο ίδιος ο Αριστοφάνης αυτήν τη φορά. Μου αρέσει πάντα η βωμολοχία, την εκτοξεύω χωρίς όριο, αλλά μετά την παίρνω πίσω. Μου αρέσει αυτό το παιχνίδι, γιατί εμπεριέχει πάντα χιούμορ, του κάνεις γυριστή του άλλου, εκεί που νομίζει επί ώρα ότι είμαι ικανή να του κάνω μεγάλο κακό, ξαφνικά του λέω κάτι όμορφο ή αστείο. Το ύφος μου κρατάει όπλο αληθινό, αλλά τα χέρια μου κρατάνε νεροπίστολο. Μου βγαίνει φυσικά η οργή γιατί μου δυναμώνει το άλλο κομμάτι, το ποιητικό ή τον πόνο ή το ρομαντικό που θέλω να πω.
— Τι σε κάνει να χάνεις τον ύπνο σου, ποια είναι μεγαλύτερη δυσκολία που έχεις με αυτό το έργο;
Ότι γράφω ένα καινούργιο έργο και πρέπει να το ανακαλύψω από την αρχή, με άλλη δομή και με τον ήρωα σε άλλη κατεύθυνση. Κάνω μια ανατροπή στη ροή του Αριστοφάνη, ο δικός του ήρωας ξεκινάει σαν ένας ευυπόληπτος και αποδεκτός πολίτης που καταρρέει και σαπίζει σιγά σιγά. Σε μένα ξεκινάει σάπιος και μέσα από τη σαπίλα αναδύεται ως κάποιος που θα μπορούσε να είναι δικαστής, Πρόεδρος Της Δημοκρατίας. Βλέπουμε όλη του τη σαπίλα και μετά τη δυνατότητά του να είναι ένας πολύ ευγενής τύπος που δικάζει αιχμηρά και σοβαρά τα πάντα, ακόμα και το μπουκαλάκι που είναι ένα παιδί το οποίο έχει κακοποιηθεί και ντρέπεται να το εξευτελίζουν σε μια δικαστική αίθουσα, είναι αυτός που δεν βρίζει, ούτε ξεσαλώνει ούτε αλωνίζει στη σκηνή, αλλά μπορεί να μην απονέμει δικαιοσύνη.
— Λένα, τι σε σοκάρει περισσότερο τα τελευταία χρόνια γύρω σου;
Ο φανατισμός, που τον έχουμε και στους Σφήκες. Ο φανατισμός με τον οποίο υποστηρίζει κάποιος μια άποψη, μια θέση, ενώ ξέρεις ότι αυτός ουσιαστικά μπορεί να είναι ο χειρότερος. Με τρομάζει που φανατίζεται η μούρη αυτού του ανθρώπου που δεν έχει μια περιμετρική οπτική, που δεν λέει να το βουλώσει και να πει «μη μιλάω και τόσο γιατί κι εγώ έχω κάνει αντίστοιχα πράγματα». Αυτός που η τερατώδης φάτσα του βγαίνει σε μια τηλεόραση και αφορίζει τα πάντα σαν ιεροεξεταστής, αυτός που κακιώνει και λέει «εσείς ξέρατε και δεν μιλούσατε», αυτός που αγιοποιεί τον εαυτό του, ενώ η όψη του μιλάει και ένα μόνο έχει να πει: είμαι φασίστας. Αυτό με αγριεύει και πολλές φορές τους χαρακτήρες που γράφω τους τεντώνω μέχρι να φανεί αυτή η μούρη, ένας πατέρας-φονιάς που είναι υπέρ της δικαιοσύνης, π.χ. στα διηγήματά μου ο κακοποιητής πατέρας ή θείος υποστηρίζει την εκπαίδευση των παιδιών και την ελευθερία και μετά κλείνει την πόρτα στο μπάνιο και πασπατεύει το παιδί του. Το μαύρο σκοτάδι των ευυπόληπτων ανθρώπων, η κόλαση, αυτό είναι το πιο σοκαριστικό στην κοινωνία σήμερα, το ότι δεν μπορούμε πια να αντιληφθούμε τι ακριβώς συμβαίνει γύρω μας.
— Ξέρω ότι είδες το έργο «Ρόθκο» στη Στέγη ‒ όλοι μας μιλάμε όχι μόνο για τη σύλληψη αλλά και για την παραγωγή του. Για να τοποθετηθώ, λέω «πάλι καλά που κάνουμε όσα κάνουμε με αυτά τα χρήματα».
Αλήθεια είναι αυτό, δεν έχουμε οικονομικές δυνατότητες στην παραγωγή. Εγώ είμαι και τυχερή γιατί έχω δουλέψει με το Εθνικό, τη Στέγη, όπου οι συνθήκες είναι καλύτερες απ’ ό,τι στην ελεύθερη αγορά, με εξαιρέσεις πάντα. Στερούμαστε τη δυνατότητα να φτιάξουμε παραστάσεις, ενώ μπορούμε, και θέλουμε. Αυτά για να συμβούν θέλουν χρόνο ‒μπορεί να θέλεις να δουλέψεις πέντε μήνες με το τεχνικό προσωπικό, κάτι που εδώ δε μπορεί να χρηματοδοτηθεί‒, και ο χρόνος είναι χρήμα που δεν υπάρχει. Μπορεί να θέλεις μια εικόνα με τρία σπίτια, όπως είδαμε στο Ρόθκο· εδώ, και στις καλύτερες παραγωγές που έχω δουλέψει, σκεφτόμαστε πώς θα κάνουμε ένα σπιτάκι με μισό τοίχο ή ένα σπιτάκι χωρίς ταβάνι για να γλιτώσουμε ένα πλεξιγκλάς και δυο ξύλα. Θυμάμαι, όταν πήγαινα στη Γερμανία και παρακολουθούσα πρόβες στη Φόλκσμπινε, έβλεπα την πρώτη μέρα, στην πρώτη πρόβα, στην πρώτη ανάγνωση σε κάτι εργοστασιακούς χώρους, να είναι στημένο όλο το σκηνικό, να είναι όλοι οι τεχνικοί με τις «ψείρες», οι μουσικοί έτοιμοι, η σκηνογράφος με τα κοστούμια σε «γαϊδούρες», όλα έτοιμα για τους ηθοποιούς. Μπαίνεις στην πρώτη ανάγνωση και βλέπεις παράσταση. Ούτε για τον συγγραφέα λαμβάνεται πρόνοια εδώ ‒ για να γράψεις ένα νέο έργο θέλεις χρόνο, ποιος σε πληρώνει να κάτσεις να το γράψεις; Εγώ, πριν ξεκινήσω εδώ, έκανα κάτι άλλο για να ζω, οπότε ξαφνικά μέσα σε δύο μήνες έπρεπε να γράψω έργο, να κάνω σκηνοθεσία, να προσαρμοστώ σε όποια αίθουσα ή σκηνή μου δοθεί για πρόβα, γιατί δυστυχώς χώροι προβών δεν υπάρχουν. Φυσικά και δεν φταίει το Εθνικό, όλοι τους εκεί προσπαθούν όσο δεν παίρνει για το καλύτερο, αλλά αυτές είναι οι συνθήκες, γι’ αυτό εξαντλούμαστε όλοι και γι’ αυτό παλεύουμε καθημερινά να αυτοφορτιζόμαστε και να έχουμε κέφι.
— Ωστόσο κάτι βγαίνει από όλη αυτή την επιμονή, την τρέλα και την άρτε πόβερα που εφαρμόζεται εδώ.
Βγαίνει και δεν περνάει απαρατήρητο. Τελικά, διαμορφώνουμε ένα στυλ. Στη δική μου περίπτωση λες «θα βγω να πω μια αλήθεια». Ίσως, τελικά, να με βοηθούν τα εμπόδια γιατί αναγκάζομαι να ανοίξω τον εαυτό μου και να πω μια ιστορία δική μου. Για να πω και το θετικό του πράγματος, με αυτές τις συνθήκες γίνεσαι πιο αυθόρμητος, πιο εξωστρεφής, πιο εφευρετικός, παλεύεις μόνος με ό,τι έχεις και παίζεις το τελευταίο σου χαρτί που είναι η ψυχή σου, ενώ παράλληλα το μυαλό σου έχει λιώσει να ασχολείται όλη μέρα με τα περιφερειακά, τα μπάτζετ, ένα καπέλο που λείπει, μια μάσκα που δεν υπάρχει και πρέπει να κατασκευαστεί και αν δεν σου αρέσει όταν τη δεις, θα πρέπει με αυτήν να κάνεις τα κουμάντα σου γιατί δεν υπάρχει χρόνος να φτιαχτεί άλλη. Πρακτικά δεν μπορείς να έχεις την εικόνα που θέλεις μέσα στις πρόβες, να τη δεις και να την πετάξεις αν δεν σου κάνει, να την αλλάξεις. Και πόσα να φανταστείς πια; Και πώς να δημιουργήσεις χώρους, εικόνες μεγάλες, έναν κόσμο για να βουλιάξει ο θεατής μέσα του, χωρίς χρόνο, χωρίς χρήμα, χωρίς συνθήκες φροντίδας; Δεν γίνεται. Αναγκαστικά, λοιπόν, τα εργαλεία σου είναι η μανία σου, τα νεύρα σου, τα όριά σου, ωθείσαι σε λύσεις ανάγκης, οι οποίες όμως πολλές φορές είναι αποκαλυπτικές και ίσως, αν τα είχες όλα λυμένα γύρω σου, να μην τις ανακάλυπτες ποτέ. Οπότε γινόμαστε όλοι λίγο μάγοι κι έτσι προκύπτει και κάτι μαγικό στο τέλος, σαν τα χάρτινα λουλούδια που έφτιαχνε ο Τσαρούχης, τα ευτελή και ποιητικά, σαν το φουστάνι της Στελλάτου στην πρώτη Μήδεια, που ήταν αριστούργημα.
— Τι θες να δει ο θεατής στους «Σφήκες» σου;
Να καθρεφτιστεί μέσα σε κάτι γνώριμο και οικείο. Να δει τι είναι αυτό το κεντρί και αυτό το δηλητήριο της ζωής μας, της Ελλάδας μας, να παρασυρθεί ρυθμικά, να είναι το έργο σαν μια ανάσα. Ιδανικά, αυτό θέλω, και να μπορώ να τους βρίσω όλους με έναν μαγικό τρόπο. Θέλω με τη γλώσσα μου να δείχνω ότι δεν ντρέπομαι να μισώ, ότι δεν φοβάμαι να εχω κακία απέναντι στη ζωή, γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος να την αγαπήσω.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την θεατρική παράσταση «Σφήκες» εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.