Το βράδυ που είδα την παράσταση Κομμώτριες | Μεταπολίτευση, Τζιαννγκ – Σιν – Μπι – Σιν, Φαντάσου την καρδιά μου δική σου, την έντονα συναισθηματική επιστροφή του Μιχαήλ Μαρμαρινού στο Θέατρο Θησείο, η συγκλονιστική σκηνή για την Κάλλας παραλίγο να γίνει επεισοδιακή: τα μαλλιά της Ηλέκτρας Νικολούζου πήραν φωτιά και μια μυρωδιά καμένου μαλλιού απλώθηκε στον χώρο.
Βέβαια, ελάχιστοι το κατάλαβαν, γιατί η αντίδρασή της ήταν ψύχραιμη, συνέχισε κανονικά και έκανε το περιστατικό να φανεί μέρος της παράστασης. «Ήσουν εκείνο το βράδυ;» με ρωτάει. «Δεν είναι η πρώτη φορά που παίρνω φωτιά, ένα άλλο βράδυ πήρε φωτιά το φόρεμά μου! Στην ίδια σκηνή, για την Κάλλας». Έχει μόλις βγάλει το φρονιμίτη και δηλώνει ανακουφισμένη που γλίτωσε από τον πόνο που την τυράννησε αρκετές νύχτες.
«Η παράσταση Κομμώτριες | Μεταπολίτευσηείναι αγαπησιάρικη», λέει, «γι' αυτό έχουμε αγαπηθεί κι εμείς μεταξύ μας. Καμιά φορά καταλαβαίνεις τα πράγματα όταν τα βιώνεις, όταν μπαίνεις μέσα τους και παίρνεις την ενέργειά τους. Είναι πολύ δύσκολο σωματικά αυτό που κάνουμε κάθε μέρα, αλλά είναι μια παράσταση που, άπαξ και ξεκινήσει, όπως και να είσαι, έχεις τέτοια χαρά να την κάνεις, με όλη τη δυσκολία, όλον τον πόνο, που δεν μπορείς να αντισταθείς, κάτι σε πάει. Η υπέρβαση γίνεται μόνη της».
Είναι πολύ δύσκολο σωματικά αυτό που κάνουμε κάθε μέρα, αλλά είναι μια παράσταση που, άπαξ και ξεκινήσει, όπως και να είσαι, έχεις τέτοια χαρά να την κάνεις, με όλη τη δυσκολία, όλο τον πόνο, που δεν μπορείς να αντισταθείς, κάτι σε πάει. Η υπέρβαση γίνεται μόνη της.
Η Ηλέκτρα Νικολούζου είναι μέρος ενός εξαιρετικού θιάσου που για τρεις ώρες ξεδιπλώνει στη σκηνή όλη την περίοδο της Μεταπολίτευσης με έναν τρόπο που κορυφώνεται και σε συνεπαίρνει. Μία από τις πιο συγκινητικές στιγμές της βραδιάς είναι ο μονόλογός της που αναφέρεται στον Εθνικό Ύμνο, ένα από τα έργα του Μιχαήλ Μαρμαρινού που σημάδεψαν το ελληνικό θέατρο: «17 Δεκεμβρίου. Εδώ. Η πρώτη παράσταση του "Εθνικού Ύμνου". Σε μια στιγμή, η δημοσιογράφος ρωτάει: "Ελπίζω να έχετε κάποια αγαπημένη γωνιά;". Εγώ, φορώντας μια μάσκα γουρουνιού, με μεγάλα αυτιά, ροζ κάνω "όχι"... Συνεργάζομαι πολλά χρόνια με τον Μιχαήλ. Συναντηθήκαμε στον Εθνικό Ύμνο, που ήταν η πρώτη μου παράσταση. Να σου πω την αλήθεια, εγώ χορεύτρια ήθελα να γίνω. Χορεύτρια ήμουν όλα μου τη ζωή, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου.
»Μεγάλωσα στην Κέρκυρα, έκανα χορό πάρα πολλά χρόνια, κι έφυγα κάποια στιγμή έξω γιατί οι γονείς μου είχαν την ανάγκη να με δοκιμάσουν σε αυτό. Με έστειλαν εσώκλειστη στη Μασσαλία και στις Κάννες, αλλά αυτό το "εσώκλειστη" τους περιόρισε τότε, κι εμένα ίσως, γι' αυτό δεν συνέχισα. Μετά έδωσα εξετάσεις εδώ και μπήκα στην Κρατική Σχολή Χορού, την άφησα όμως πάρα πολύ γρήγορα. Έμεινα εκεί έναν χρόνο και έφυγα άρον άρον, γιατί κάτι μέσα μου δεν άντεχε, κάτι με περιόριζε, παρότι είμαι πειθαρχημένος άνθρωπος.
Κι επειδή πάντα οι γονείς μου με πήγαιναν θέατρο και πάντα διάβαζα, κάπως μπήκα στο Θέατρο Τέχνης και από κει μυήθηκα σιγά-σιγά, από αυτούς τους υπέροχους ανθρώπους που είχα για δασκάλους, την Πιττακή, τον Κουγιουμτζή, τον Λαζάνη, τη Μάγια τη Λυμπεροπούλου, την Κάτια τη Γέρου ‒ την πρόλαβα αυτήν τη φουρνιά. Κι έμαθα από αυτούς το ήθος, κάτι που λείπει πια. Βλέπω τις νέες γενιές να είναι κάπως αλλιώς. Και από κει, με το τέλος της σχολής, με πήρε ο Μιχαήλ αμέσως. Δεν πρόλαβα να πάρω ανάσα άλλη, αυτός με έμαθε να ανασαίνω.
Οι "κομμώτριες" είναι μια λέξη που πάντα άρεσε πολύ του Μιχαήλ και ξεκινήσαμε μια έρευνα γύρω από το κομμωτήριο, με την έννοια ότι είναι ένας δημόσιος χώρος όπου λέγονται πάρα πολλά πράγματα, όπως και τα καφενεία. Μετά οι κομμώτριες άρχισαν σιγά-σιγά να μην είναι το κύριο θέμα στην παράσταση. Αλλά το κομμωτήριο είναι μεταμόρφωση, αλλαγή, το κεφάλι σου στα χέρια κάποιου άλλου, που αυτό μπορεί να μεταφραστεί σε πολλά πράγματα που έχουν να κάνουν με την Ιστορία, την καθημερινότητα, την ύπαρξή μας».
«Ποιο είναι το περιστατικό που σου θυμίζει έντονα Μεταπολίτευση;». «Είναι δύο που λέω, τα οποία είναι πάρα πολύ μικρά συμβάντα μέσα στην παράσταση, και για εμάς είναι μια περιπέτεια. Το ένα είναι απ' όταν ήμουν με τους γονείς μου στο Άκτιο: ήμουν τόσο μικρή που δεν έφτανα καν το τραπέζι, κρατούσα σφιχτά τον μπαμπάκα μου και θυμάμαι πολλά κόκκινα γαρίφαλα. Το άλλο είναι όταν έγινε η έκρηξη στο Τσερνόμπιλ, το '86. Ήμουν 9 χρονών και ήρθε η μαμά μου πάρα πολύ βιαστικά, βίαια, και με πήρε από το σχολείο και με ξέπλυνε με νερό κάτω απ' το ντους. Θυμάμαι διάφορα γεγονότα, την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης...
Οι δεκαετίες του '80 και του '90 είναι πολύ έντονες στη μνήμη μου, θυμάμαι ακόμα και μυρωδιές, χρώματα, τα ρούχα της μητέρας μου, την περμανάντ που είχε κάνει, τα τσόκαρα που φόραγε, τέτοιες λεπτομέρειες, κάτι ήχους. Αυτά θυμάμαι, και λιγότερο τα πολιτικά γεγονότα. Αυτά ήρθαν εκ των υστέρων. Αναφέρομαι κάποια στιγμή στην ιστορική ομιλία του Ανδρέα Παπανδρέου στο Σύνταγμα, όταν βγήκε το ΠΑΣΟΚ, που είπε ότι "ανασταίνεται η Ελλάδα". Αυτά τα είδα τώρα».
«Αυτή η δόση νοσταλγίας που σκεπάζει σαν πέπλο οτιδήποτε είναι παλιό και το εξωραΐζει, ειδικά όταν συνδέεται με την παιδική και νεανική μας ηλικία, πόσο αλλάζει την πραγματικότητα;»
«Η μνήμη το κάνει αυτό. Η μνήμη τα αλλάζει όλα. Θα σου πω ένα παράδειγμα. Το "Κάρμινα Μπουράνα" το άκουγα χρόνια και το είχα συνδέσει με το ΠΑΣΟΚ ‒ κάτι πάθαινα. Έλα, όμως, που μέσα από αυτήν τη διαδικασία που κάναμε, τη δουλειάς, το ακούω τώρα και συγκινούμαι. Η μνήμη κάπως τα χαϊδεύει τα πράγματα, ακόμη και το "Θα τον μεθύσουμε τον ήλιο" ακούγεται διαφορετικά σήμερα, κάπως σου δημιουργούν μια συγκίνηση όλα αυτά. Ίσως επειδή μεγαλώνουμε κιόλας και κάτι μετακινείται μέσα μας και νοσταλγείς μια νεότητα. Μπορεί να είναι όλα αυτά συνδεδεμένα, ξέρεις...
Δεν είναι καλύτερο το παλιό, όλοι νοσταλγούμε όμως κάτι. Παρόλα τα τραύματα που μπορεί να έχουν βιωθεί, την παιδική ηλικία όλοι τη νοσταλγούν. Είναι σαν κάτι έρωτες που ζούμε και ξαφνικά γίνονται παρελθόν και αναπολούμε μόνο τα όμορφα. Ενώ μπορεί να έχεις περάσει και φρικτά και δύσκολα και να έχεις κλάψει. Θυμάσαι, όμως, μόνο τα καλά γι' αυτό το πρόσωπο. Είναι σαν να είναι έτσι η λειτουργία μας.
Στην παράσταση προσπαθούμε να κρατάμε γενικά αποστάσεις απ' όλα τα γεγονότα, γενικά δεν παίρνουμε θετική ή αρνητική θέση. Αυτό ίσως έχει να κάνει και με το ότι ο Μιχαήλ επέλεξε πρόσωπα που δεν βίωσαν τη Μεταπολίτευση, επομένως εμείς μπορούσαμε να είμαστε μόνο αγγελιοφόροι αυτού του πράγματος. Αυτό το ανακαλύπτω τώρα που σου το λέω, γιατί δεν ήταν στόχος να μην πάρουμε θέση. Δεν ειπώθηκε κάτι τέτοιο, αυτό έγινε φυσικά, από μόνο του. Ίσως επειδή κανείς μας δεν το έχει ζήσει, δεν ήταν κοντά σε αυτή την αλλαγή.
Το τραγούδι που μου θυμίζει περισσότερο απ' όλα τη Μεταπολίτευση, το οποίο το έφερα και στην παράσταση, είναι ένα του Θεοδωράκη, που λέει "Την πόρτα ανοίγω το βράδυ, τη λάμπα κρατώ ψηλά, να δούνε της γης οι θλιμμένοι, να 'ρθούνε, να βρουν συντροφιά" γιατί το έβαζε ο πατέρας μου κι έχω μεγαλώσει με αυτό. Όπως και το "Γελαστό Παιδί". Με συγκινούν όπως όταν τα πρωτοάκουσα, ακόμα και τώρα. Γίνεται ένα κρακ στην καρδιά. Το "Πρωινό Τσιγάρο", επίσης.
Νιώθω σαν να βρέθηκα μέσα σε αυτή την περίοδο χωρίς να έχω συνείδηση του εαυτού μου. Θυμάμαι όντως μια αίσθηση αλλαγής, αλλά τότε τη βίωνα περισσότερο μέσα από τους γονείς μου. Θυμάμαι τη στιγμή που υπήρχε μια αίσθηση άνθησης σε όλα, ότι κάτι γινόταν σε αυτήν τη χώρα, το οποίο μετά μας βγήκε από τη μύτη, ξινό. Μου αρέσει η λέξη "μεταπολίτευση" πάρα πολύ, γιατί έχει μέσα το "μετά". Αυτό το "μετά" μου φαίνεται ανεξήγητο, δεν το καταλαβαίνω. Έχει τελειώσει; Συνεχίζεται ακόμα; Κανείς δεν το ξέρει αυτό.
Η κουβέντα για τη Μεταπολίτευση δεν τελειώνει ποτέ και ο καθένας λέει κάτι άλλο πάνω σ' αυτήν κι εκεί καταλαβαίνεις ότι είναι κάτι στη συλλογική μνήμη που αλλάζει μορφές. Κι εκεί καταλαβαίνεις το ενδιαφέρον αυτού του πράγματος, το βάθος του. "Μονάδα μέτρησης η Ιστορία" που λέει και ο Μιχαήλ.
Νιώθω σαν να βρέθηκα μέσα σε αυτή την περίοδο χωρίς να έχω συνείδηση του εαυτού μου. Θυμάμαι όντως μια αίσθηση αλλαγής, αλλά τότε τη βίωνα περισσότερο μέσα από τους γονείς μου. Θυμάμαι τη στιγμή που υπήρχε μια αίσθηση άνθησης σε όλα, ότι κάτι γινόταν σε αυτήν τη χώρα, το οποίο μετά μας βγήκε από τη μύτη, ξινό.
Δεν ξέρω τι έχει μείνει από τη Μεταπολίτευση, αλλά κάτι κερδήθηκε. Είμαι και λίγο ρομαντική σε αυτό το κομμάτι. Κάτι κερδήθηκε, γιατί εκεί που στη χούντα τρεις άνθρωποι δεν μπορούσαν να συναντηθούν, ξαφνικά βγαίνουν πλήθη στον δρόμο και κρατιούνται χέρι-χέρι και κλαίνε οι άνθρωποι από χαρά. Το άκουσα αυτό στις συνεντεύξεις που πήραμε. Εκεί υπάρχει μια ανάταση. Παρότι δεν το έζησα, δεν μπορώ να μην πω ότι κάτι έγινε, δεν μου αρέσει να το ισοπεδώνω το πράγμα. Σίγουρα όμως έχει διαγραφεί ένας κύκλος, πολύ μυστήριος, πολύ περίεργος, και με έναν αλλόκοτο τρόπο φτάσαμε όχι στο ίδιο σημείο, αλλά κάπως προς τα πίσω.
Δεν θέλω να μιλήσω καθόλου πολιτικά γιατί δεν με ενδιαφέρει, αλλά η αριστερά που ήρθε στην εξουσία δεν ήταν καθόλου αριστερά, ο κόσμος πάλι πίστεψε σε κάτι που τον απογοήτευσε. Αν δεις την ομιλία του Τσίπρα στο Σύνταγμα μετά το δημοψήφισμα για το "ναι" και το "όχι" σου σηκώνεται η τρίχα, λες εδώ κάτι θα αλλάξει, αλλά δεν αλλάζει τίποτα. Και ζούμε όλοι ένα άδειασμα και μια φρικτή απογοήτευση. Είναι τρομακτικό το ότι πάμε φουλ προς τον συντηρητισμό. Και θα πάμε κι άλλο, φοβάμαι.
Η στιγμή με την Κάλλας προέκυψε από συνέντευξη που μας έδωσε ο Γιάννης ο Κωνσταντινίδης. Βγήκε από την προσπάθειά μας να αφηγηθούμε αυτό που μας είπε, το οποίο είναι πολύ χαρακτηριστικό της Μεταπολίτευσης. Η Κάλλας πεθαίνει το '77 και το '79 οι στάχτες της κάνουν όλο αυτό το ταξίδι, επειδή ο άνθρωπος που τις ζήτησε ήθελε να δει τη μάπα του στη τηλεόραση. Και γίνεται η εκδίκηση της βλαχιάς, κάτι στημένο, του οποίου κατάληξη ήταν οι παρευρισκόμενοι να φάνε την Κάλλας, τις στάχτες της! Είναι αδιανόητο αυτό το γεγονός και παράλληλα ένα πολύ καθαρό δείγμα αυτού που λέμε μετάβαση, μεταπολίτευση, αλλαγή, γιατί μέσα εκεί είναι κρυμμένα πολλά "διαμάντια".
Η σκηνή με την Αφροδίτη της Μήλου προέκυψε από τη Μερκούρη ουσιαστικά. Στη Μελίνα Μερκούρη θέλαμε να κάνουμε μια "ξενάγηση-μάθημα ανατομίας", όπου το σώμα γίνεται ένας χάρτης για να πεις πράγματα, και βρέθηκε αυτή η φωτογραφία που κοιτάει την Αφροδίτη της Μήλου. Ο καθένας μας έφερε εκεί διαφορετικά πράγματα. Εγώ εστίασα στην Αφροδίτη της Μήλου γιατί έπαθα σοκ διαβάζοντας γι' αυτή, μαγεύτηκα.
Από τις εικόνες που εμφανίζονται στα κινητά μας κατά τη διάρκεια της παράστασης είναι μία πάρα πολύ δυνατή, κατά τη γνώμη μου, ο Τσαουσέσκου με τη γυναίκα του την ώρα που εκτελούνται. Το θυμάμαι αυτό ως γεγονός. Είναι μια εικόνα που είχα πάθει σοκ όταν την είδα, και ακόμα παθαίνω. Διάβασα και την ιστορία, που ήταν να πεθάνουν χώρια, αλλά εκείνη παρακάλεσε να είναι μαζί, και πώς μύριζε ‒ είναι κάτι λεπτομέρειες που μαθαίνεις καθώς μελετάς, οι οποίες είναι τρομακτικές. Η πτώση των σωμάτων τη στιγμή που δέχονται τις σφαίρες μπροστά από αυτόν τον τοίχο με αφήνει άφωνη.
Υπάρχει μια στιγμή στο τέλος, όπου κάνει μια πρόποση ο Χάρης στον Γιώργο, η οποία ακούγεται μέσα από το ψυχιατρείο στα Χανιά. Εκεί λέμε τα λόγια αυτού του ανθρώπου που λέει: "Φαντάζομαι τώρα ότι τελειώνει η ταινία σου και για τέλος θα μπορούσες να βάλεις μια λέξη, να πρωτοτυπήσεις, «έπεται»". Και εκεί απευθύνομαι σε κάποιον θεατή που έχω πολύ κοντά μου, συνήθως στα πόδια του, και τον ρωτάω "θα το θυμάσαι;". Αυτό γίνεται κάθε βράδυ και μου λένε όλοι "θα το θυμάμαι!". Είναι σπουδαίο αυτό, να σου απαντάει ο άλλος "θα το θυμάμαι", ό,τι και να είναι αυτό».
«Εκτός από τη φωτιά στα μαλλιά, ποιο είναι το πιο περίεργο πράγμα που σου έχει συμβεί σε παράσταση;»
«Μου έχει συμβεί κάτι τρομερό, με την καλή έννοια, όταν κάναμε τον Εθνικό Ύμνο. Υπήρχε μια στιγμή που έλεγα ότι υπάρχουν πολλοί εθνικοί ύμνοι, εθνικός ύμνος στον χωρισμό, στον έρωτα, στον πόλεμο, στον θάνατο, και αναφερόμενη σε αυτόν τραγουδούσα το "Famous blue raincoat", το τραγούδι του Κοέν. Επέλεγα έναν θεατή και πήγαινα και του το σιγοτραγουδούσα: "It's four in the morning, the end of December...".
Ένα βράδυ, λοιπόν, επιλέγω έναν θεατή με το ένστικτό μου και πάω και του το τραγουδάω. Μετά το τραγούδι αυτό ακουγόταν από τα ηχεία κι εγώ σηκωνόμουν, το άκουγα και έκλαιγα. Τελειώνει η παράσταση και αυτός ο θεατής πηγαίνει μετά στον Μιχάηλ και λέει: "Συγγνώμη, με ξέρετε; Είμαι πρόσφατα χωρισμένος, έχω να βγω από το σπίτι που πολύ καιρό και όταν ήρθαν οι φίλοι μου και με πήραν να έρθω να δω θέατρο, άκουγα αυτό το τραγούδι. Και ήρθε η κοπέλα και μου το είπε επειδή ήξερε;". Κι αυτός ο άνθρωπος είναι εκείνος που έβγαλε το βιβλίο του Εθνικού Ύμνου μετά. Ακόμα και τώρα μας φαίνεται απίστευτο, μερικές φορές η πραγματικότητα σου παίζει μεγάλα παιχνίδια...».
Κομμώτριες / Μεταπολίτευση, Τζιανγκ - Σιν - Μπι - Σιν, Φαντάσου την καρδιά μου δική σου
Θέατρο Θησείον, Τουρναβίτου 7, Ψυρρή.
Σκηνοθεσία: Μιχαήλ Μαρμαρινός.
Παίζουν οι Μάιρα Γραβάνη, Ηλέκτρα Νικολούζου, Άρης Νινίκας, Ανδρομάχη Φουντουλίδου, Χάρης Φραγκούλης, Adrian Frieling.
Τετ.-Σάβ. 20:30, Κυρ. 19:30.
Η Ηλέκτρα Νικολούζου παίζει και στον «Οθέλλο» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, σε σκηνοθεσία Χάρη Φραγκούλη, στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν – Υπόγειο (Πεσμαζόγλου 5), κάθε Δευτέρα και Τρίτη, στις 21:00.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO