Δεν έχουν περάσει παρά λίγες εβδομάδες από τότε που ο σερ Ίαν ΜακΚέλεν τραυματίστηκε πέφτοντας από τη σκηνή ενός θεάτρου του Λονδίνου και έπρεπε να μείνει σπίτι του για να αναρρώσει. Οι «Times» φιλοξενούν μια εκτενή συνέντευξη του διάσημου 85χρονου ηθοποιού. Η πλούσια βιβλιοθήκη του στο πανέμορφο σπίτι του δίπλα στο ποτάμι, στο ανατολικό Λονδίνο, αποτελεί το έναυσμα για να ξεκινήσει την κουβέντα μαζί του ο δημοσιογράφος. Πέφτει επάνω στα απομνημονεύματα του πρίγκιπα Χάρι, με τον τίτλο «Spare».«Είμαι πέραν κάθε αμφιβολίας με το μέρος του Χάρι», λέει ο ΜακΚέλεν.
«Φανταστείτε να έχετε γεννηθεί στη βασιλική οικογένεια. Έχω υπάρξει για λίγο μέρος της δημόσιας ζωής, αλλά αυτοί οι άνθρωποι είναι στη φυλακή. Δεν μπορούν να κάνουν τίποτα φυσιολογικό. Μπορείς να φανταστείς να πρέπει να είσαι ευγενικός με όλους; Είμαι σίγουρος ότι η βασίλισσα ήταν αρκετά θυμωμένη στο τέλος. Και τις λίγες φορές που τη συνάντησα ήταν αρκετά αγενής.
Όταν έλαβα ένα μετάλλιο για την υποκριτική (το “Companion of Honour” το 2008), μου είχε πει: “Το κάνεις αυτό για πάρα πολύ καιρό”. Της αποκρίθηκα “Όχι τόσο καιρό όσο εσείς”. Εισέπραξα ένα βασιλικό χαμόγελο, αλλά πρόσθεσε: “Πηγαίνει ακόμα ο κόσμος θέατρο;”. Αυτό είναι πολύ αγενές όταν απονέμεις σε κάποιον μετάλλιο για την υποκριτική. Αυτό που εννοούσε ήταν: “Eνδιαφέρεται κανείς για σένα; Γιατί εγώ δεν ενδιαφέρομαι. Τώρα φύγε!”.
«Μεγάλωσα στο μεταπολεμικό Μπόλτον. Ως παιδί περνούσα δίπλα από το μεγαλύτερο βαμβακοποιείο της Ευρώπης και άκουγα τον θόρυβο. Το Μπόλτον δεν έχει πια μύλους και έχει γίνει πλέον προάστιο του Μάντσεστερ. Τα πράγματα αλλάζουν, αλλά έχουν μονίμως τόσο κακή διαχείριση».
Για να κατανοήσει πλήρως ο δημοσιογράφος την απότομη συμπεριφορά της βασίλισσας, ο ΜακΚέλεν λέει ότι πρέπει να του δείξει τη χειραψία της. Σηκώνονται όρθιοι και παίζουν ένα παιχνίδι ρόλων.
«Θα είμαι η βασίλισσα», λέει και προσφέρει το χέρι του. Ο δημοσιογράφος προσπαθεί να το σφίξει, αλλά ο Ίαν ΜακΚέλεν τον σπρώχνει με δύναμη μακριά του. «Αυτή ήταν η χειραψία της, που σήμαινε: “Φύγε!”».
Έχοντας περάσει 60 χρόνια παίζοντας σαιξπηρικούς βασιλιάδες, απ’ ό,τι φαίνεται ενδιαφέρεται εξίσου για την ψυχολογία των πραγματικών βασιλιάδων. Μοιάζει να ανησυχεί ειλικρινά για τον αντίκτυπο που έχουν τα βασιλικά καθήκοντα στην ψυχική υγεία κάποιου στην πραγματική ζωή.
Λέει χαρακτηριστικά: «Βγάζω το καπέλο σε όποιον καταφέρνει να παραμείνει λογικός σε αυτόν τον κόσμο. Όπως κατάφερε να το κάνει ο αείμνηστος Δούκας του Εδιμβούργου, αν και ακόμη και αυτός ήταν βαθιά εκκεντρικός και υποψιάζομαι ότι ήταν βαθιά δυστυχισμένος. Το ίδιο και ο σημερινός βασιλιάς. Κατά κάποιον τρόπο επιβιώνει, αλλά είναι σαφώς κατεστραμμένος. Όσο για τον Χάρι, μάλλον δεν είναι αρκετά έξυπνος ή δεν έχει τους κατάλληλους φίλους για να βοηθήσει πραγματικά τον εαυτό του. Να θυμάστε, είχε τη δυνατότητα να διαλέξει ανάμεσα σε όλες τις όμορφες γυναίκες του κόσμου. Ελπίζω να βρήκε τη σωστή».
Οι δυο άντρες βρίσκονται στο σαλόνι του ΜακΚέλεν που έχει θέα στον ποταμό Τάμεση. Έχοντας ξεκινήσει τη μέρα του με πιλάτες, μοιάζει να κινείται ικανοποιητικά. Αλλά η αναπάντεχη αποχώρησή του από τη σκηνή τον Ιούνιο, κατά τη διάρκεια μιας παράστασης του «Player Kings», διασκευής του «Ερρίκου Δ', μέρος 1 και 2» του Σαίξπηρ από τον Ρόμπερτ Άικ, στο Noël Coward Theatre, τον στοιχειώνει ακόμα. Υποδυόταν τον εύσωμο, θορυβώδη Φάλσταφ φορώντας ένα ογκώδες κοστούμι και μόλις είχε λάβει μέρος σε μια πολύπλοκη σκηνή μάχης, όταν το πόδι του πιάστηκε σε μια αναποδογυρισμένη καρέκλα και γλίστρησε στη σκηνή εξαιτίας μιας πεταμένης εφημερίδας. Θυμάται τις σκέψεις του όταν συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν στον αέρα.
«Τις θυμάμαι ακριβώς, επειδή το έχω σκεφτεί πολλές φορές από τότε», λέει. «Καθώς άρχισα να γλιστράω, σκέφτηκα ότι αυτό είναι το τέλος. Δεν ήξερα ποιανού τέλος −σίγουρα της παράστασης εκείνης της βραδιάς−, αλλά καθώς καταποντιζόμουν ήμουν έτοιμος να αποδεχτώ ότι μπορεί και να πεθάνω».
Το ογκώδες κοστούμι, για να μην αναφερθούμε στον θεατή πάνω στον οποίο προσγειώθηκε, πιθανώς να ήταν εκείνο που του έσωσε τη ζωή, αλλά έσπασε τον καρπό του και έναν σπόνδυλο. Τόσο ο ίδιος όσο και ο θεατής μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο.
«Φώναξα, “Βοηθήστε με!” και μετά “Συγγνώμη”», λέει, απορώντας με την τρέλα της στιγμής. «Στο τέλος φώναξα: “Δεν είμαι εγώ αυτός. Δεν το κάνω αυτό”, γιατί δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο για έναν ηθοποιό του θεάτρου από το να χάνει μια παράσταση».
Φαίνεται όντως λίγο κουρασμένος, εν μέρει επειδή εξακολουθεί να έχει τη γενειάδα του Φάλσταφ. «Την κράτησα σε ένδειξη αλληλεγγύης», λέει. «Τέλος πάντων, πώς είμαι;». «Εξαιρετικά καλά», του απαντάει ο δημοσιογράφος. Φοράει σακάκι, τζιν, αθλητικά παπούτσια και ένα πολύχρωμο κασκόλ. «Ωραία, γιατί θέλω να ξαναβρεθώ εκεί επάνω», λέει.
Πόσοι 85χρονοι που αναρρώνουν από πτώση θέλουν να επιστρέψουν στη δουλειά; Ο λόγος ωστόσο για τον οποίο γίνεται η συνέντευξη είναι μια νέα δουλειά του Ίαν MακΚέλεν, η οποία είχε ολοκληρωθεί πριν από το ατύχημά του.
Πρωταγωνιστεί στο «The Critic» και υποδύεται τον σημαίνοντα κριτικό θεάτρου Τζίμι Έρσκιν, ο οποίος είναι σε διαμάχη με τον ιδιοκτήτη της καθεστωτικής εφημερίδας «Viscount Brooke» (Mark Strong). Η ταινία διαδραματίζεται στην Αγγλία της δεκαετίας του ‘30, οπότε γίνεται πολύς λόγος σε λέσχες κυρίων και εξοχικές κατοικίες για την άνοδο του φασισμού. Οι Μελανοχίτωνες του Όσγουολντ Μόσλι περιφέρονται στους δρόμους και, σε ένα σημείο, ο χαρακτήρας που υποδύεται ο ΜακΚέλεν δέχεται επίθεση από φασίστες επειδή περπατούσε με τον μαύρο φίλο του. «Πες στον φίλο σου να γυρίσει από εκεί που ήρθε», του λένε.
Κι ενώ είναι ταινία εποχής, οι πρόσφατες ταραχές που ξεκίνησαν οι ακροδεξιοί στο Ρόδεραμ, το Σάντερλαντ, το Μίντλεσμπρο και αλλού, την καθιστούν επίκαιρη. Είχαν να ακουστούν πολλά χρόνια τέτοιες ρατσιστικές ακρότητες. Στο Hull, μια παρέα Ρουμάνων αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το αυτοκίνητό της.
«Ναι, είναι απειλητικό αυτό που συμβαίνει στη χώρα μας. Θέλω να πάω το “Player Kings” στο Σάουθπορτ, το Σάντερλαντ, το Μίντλεσμπρο, οπουδήποτε συνέβησαν αυτές οι ταραχές, και να πω: “Έλα, Σάουθπορτ, πιστεύω σε σένα”. Πώς μένουν ενωμένες οι κοινωνίες σε περιόδους αναταραχής;»
Έχει γίνει μάρτυρας αρκετών ανακατατάξεων από τότε που μετακόμισε σε αυτό το σπίτι πριν από 44 χρόνια. Κοιτάζοντας προς τον Τάμεση, κατά μήκος της όχθης στα δεξιά βρίσκεται η παμπ του, Grapes (είναι συνιδιοκτήτης της μαζί με τον Ρώσο επιχειρηματία Εβγκένι Λεμπέντεφ και τον σκηνοθέτη Σον Ματίας), η οποία βρίσκεται στο ίδιο σημείο από το 1583 και αναφέρεται στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Ντίκενς «Our Mutual Friend». Αριστερά βρίσκονται οι γαλάζιοι γυάλινοι πύργοι του Canary Wharf, που ανεγέρθηκαν αργότερα. Έτσι, έχει συνηθίσει τις αλλαγές. Ωστόσο, φαίνεται να ανησυχεί πραγματικά.
«Πες μου, θα γίνει εμφύλιος πόλεμος;» ρωτάει ξαφνικά. «Τι δουλειά έχει ο Μασκ να λέει ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα εμφυλίου; (Κατά τη διάρκεια των ταραχών, ο Elon Musk έκανε στο X αυτόν τον ισχυρισμό.) Ξέρω ότι αυτός και ο φίλος του ο Τραμπ είναι επιρρεπείς στην υπερβολή, αλλά μετά σκέφτηκα, τι θα γινόταν αν όντως συνέβαινε; Θα πρέπει να οχυρωθούμε στα σπίτια μας; Αν είναι έτσι, νομίζω ότι μάλλον θα πρέπει να είμαι με το μέρος των αρχών, όπου δεν αισθάνομαι πάντα άνετα».
Μπορεί να είναι ένας εξαιρετικός σαιξπηρικός ηθοποιός, ένας αξιομνημόνευτος, ηχηρός Γκάνταλφ από τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» και ένας καθ' όλα ευχάριστος, μεγαλοπρεπής ομιλητής, αλλά ήταν ανέκαθεν ακτιβιστής.
«Μεγάλωσα στο μεταπολεμικό Μπόλτον. Ως παιδί περνούσα δίπλα από το μεγαλύτερο βαμβακοποιείο της Ευρώπης και άκουγα τον θόρυβο. Το Μπόλτον δεν έχει πια μύλους και έχει γίνει πλέον προάστιο του Μάντσεστερ. Τα πράγματα αλλάζουν, αλλά έχουν μονίμως τόσο κακή διαχείριση».
Εκπροσωπεί την παλιά θεατρική παράδοση. Γελάει με τις φήμες που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, όπως ότι έχει τη δική του ποδοσφαιρική ομάδα, μια αλυσίδα φαστ φουντ με το όνομα Fat McKellens, τη δική του μάρκα βότκας και μια σειρά ρούχων, την Ian McKellen: Seduction. Τέτοια πράγματα κάνουν ηθοποιοί όπως ο Ράιαν Ρέινολντς ή η Γκουίνεθ Πάλτροου. Χρησιμοποιούν το επάγγελμα για να εξυπηρετήσουν ευρύτερα επιχειρηματικά συμφέροντα. Εκείνος πιστεύει ότι η θέση ενός ηθοποιού είναι ανάμεσα στον λαό.
«Μεγάλωσα σε μια εποχή που στο Ηνωμένο Βασίλειο ένας ηθοποιός έπρεπε να ολοκληρώσει 44 εβδομάδες στο περιφερειακό θέατρο για να αποκτήσει κάρτα μέλους στο σωματείο. Το περιφερειακό θέατρο αποτελούσε μέρος του ιστού της κοινωνίας μας», λέει. Το 2018 περιόδευσε με έναν μονόλογο και παραχώρησε τα κέρδη στα θέατρα της επαρχίας για να συνεχίσουν να λειτουργούν.
«Το Λονδίνο έχει τη μοναρχία, τα μέσα ενημέρωσης, την κυβέρνηση, τα θέατρα, τις θέσεις εργασίας − πρέπει να μοιραστούμε κάποια από αυτά τα πράγματα, αλλιώς σίγουρα θα υπάρξουν προβλήματα».
Και όμως, εφόσον δέχτηκε τους ρόλους του Μαγκνέτο στους «X-Men» και του Γκάνταλφ στον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», σίγουρα είναι αστέρι του Χόλιγουντ; Ακόμη και ένα βροχερό απόγευμα Τρίτης, οι θαυμαστές καταφθάνουν στην παμπ του για να δουν το μπαστούνι του Γκάνταλφ, το οποίο φυλάσσεται πίσω από το μπαρ.
«Όχι, δεν είμαι σταρ του Χόλιγουντ. Είμαι μάλλον τουρίστας στο Χόλιγουντ. Είναι ωραίο να βλέπεις πώς λειτουργούν όλα αυτά, αλλά νιώθω ότι δεν κάνω τη δουλειά μου αν δεν βρίσκομαι πάνω στη σκηνή».
Πριν από 20 και πλέον χρόνια, όταν ανέλαβε για πρώτη φορά τον ρόλο του μάγου του Τόλκιν, η εμπειρία τον έκανε να δακρύσει.
«Επειδή επρόκειτο για μια εξαιρετικά τεχνική κινηματογράφηση, έπρεπε να προσποιηθώ ότι μιλούσα σε φιγούρες στερεωμένες σε ξυλάκια, που αντιπροσώπευαν τα χόμπιτ. Και έτσι είπα, χωρίς να καταλάβω ότι το μικρόφωνό μου ήταν ανοιχτό, “Δεν είναι αυτός ο λόγος που έγινα ηθοποιός”, και εκείνο το βράδυ έγραψα στον σκηνοθέτη Πίτερ Τζάκσον και προσφέρθηκα να παραιτηθώ. Την επόμενη μέρα βρήκα τη σκηνή μου στρωμένη με χαλί και γεμάτη καλάθια με φρούτα και σοκολάτες με ένα σημείωμα: “Μην ανησυχείς. Θα βρούμε άλλον τρόπο”».
Μπορεί ένας πλούσιος ηθοποιός να κάνει ακόμα τη διαφορά; Στην Αμερική, οι αριστεροί ηθοποιοί απορρίπτονται πλέον ως μέρος της «ελίτ». Ο Ντόναλντ Τραμπ χλεύασε τον δημοκράτη Τζορτζ Κλούνεϊ ως «ψευτο-ηθοποιό» και τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο ως «τρελό» επειδή προσπάθησαν να αξιοποιήσουν την επιρροή τους εναντίον του. Όταν οι κορυφαίοι ηθοποιοί στον κόσμο κερδίζουν 30 εκατομμύρια λίρες και παραπάνω ο καθένας (σύμφωνα με το «Forbes»), δεν είναι το κλίμα μάλλον εναντίον τους;
«Νοιάζομαι πραγματικά», λέει. «Και ο Τομ Χανκς νοιάζεται. Κάνει σοβαρή δουλειά με τους βετεράνους. Και η Μέριλ Στριπ νοιάζεται. Μου είπε ότι κάποτε είχε μόλις καθίσει να φάει στο σπίτι της, όταν δέχτηκε τηλεφώνημα από το Λευκό Οίκο. Ο Πρόεδρος Ρέιγκαν ήθελε να της μιλήσει για εξωτερικές υποθέσεις επειδή ένιωθε πιο άνετα μαζί της από ό,τι με τους συμβούλους του. Και η Σούζαν Σάραντον είναι επίσης στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Το πρόβλημα με την Αμερική είναι ότι είναι πάρα πολύ μεγάλη και οι άνθρωποι στις μεσοδυτικές Πολιτείες δεν σχετίζονται με εκείνους στην Καλιφόρνια ή τη Νέα Υόρκη.
Η Βρετανία είναι μικρή και πρέπει να εκτιμήσουμε τη συνοχή που έχουμε. Πριν από χρόνια, όταν ήθελα να μιλήσω με τον Τζον Μέιτζορ για θέματα των ομοφυλοφίλων, τον είδα σε δείπνο στο Εθνικό Θέατρο και έτσι απλά έσκυψα πάνω από το τραπέζι και του είπα: “Μπορώ να σου μιλήσω για κάτι;”. Ο πατέρας του ήταν στη σόουμπιζ (ο Τομ Μέιτζορ-Μπολ ήταν καλλιτέχνης στο μιούζικ χολ και στο τσίρκο). Μου απάντησε: “Ναι”. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσατε να κερδίσετε τόσο εύκολα το αυτί του Προέδρου των ΗΠΑ ή του Πούτιν».
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, ο σερ Ίαν ΜακΚέλεν ήταν τόσο θυμωμένος με την ομοφοβική νομοθεσία της κυβέρνησης Θάτσερ, που βοήθησε στην ίδρυση της ομάδας εκστρατείας Stonewall. Το «The Critic» τον τοποθετεί ξανά στην εποχή που η ομοφυλοφιλία ήταν παράνομη. Ο χαρακτήρας του, ο Έρσκιν, ξυλοκοπείται, ντροπιάζεται και εκβιάζεται. Ήταν δύσκολο να επιστρέψει στην κρυφή ταυτότητα της «ντουλάπας»;
«Δεν ήταν ωραίο να ξαναζήσω την ντροπή, τον φόβο. Κάποιοι άνθρωποι που γνωρίζω ισχυρίζονται ότι απολάμβαναν τον κίνδυνο εκείνης της εποχής, αλλά εγώ όχι. Ξεχνάει κανείς ότι ακόμη και ο σερ Τζον Γκίλγκουντ δεν ξεπέρασε ποτέ τη ντροπή της σύλληψής του (το 1953, ο Γκίλγκουντ κατηγορήθηκε για “επίμονη υποβολή ανδρών σε ανήθικους σκοπούς”). Όταν ήταν 90 ετών του έγραψα και του είπα ότι θα ήταν ωραίο να τον ευχαριστούσαμε δημόσια για τις μυστικές δωρεές του στο Stonewall και μου έστειλε μια μικρή κάρτα που έλεγε: “Όχι, όχι, όχι, όχι, όχι. Δεν θέλω να το φέρω ξανά στην επιφάνεια”. Για τη νέα γενιά η ιδέα της “ντουλάπας” είναι γελοία, αλλά για κάποιους η ντροπή δεν έφυγε ποτέ. Αυτή είναι μια απίστευτη αλλαγή που συνέβη κατά τη διάρκεια της ζωής μου».
Πρόσφατα, η στάση του Stonewall για τα δικαιώματα των τρανς ανθρώπων θεωρήθηκε ακραία. Μήπως το παρατράβηξαν;
«Δεν μιλάω για τα ζητήματα των τρανς ανθρώπων, επειδή τα επιχειρήματα και των δύο πλευρών έχουν βάση. Συμφωνώ με εκείνους που λένε ότι οι δύο απόψεις είναι πολύ πιο κοντά απ' ό,τι οι συνειδητοποιεί ο κόσμος. Όταν μιλάμε για τα τρανς άτομα, οφείλουμε να συνειδητοποιούμε τα διλήμματά τους, τον πόνο και την ταλαιπωρία τους».
Δεν είναι ιδεολόγος. Είναι πραγματιστής. Πριν από μερικά βράδια βαρέθηκε τόσο πολύ να αναρρώνει στο σπίτι που πέρασε από το Grapes για το κουίζ της παμπ. Τον πλησίασε μια έφηβη κοπέλα με δάκρυα στα μάτια και του είπε: «Σας ευχαριστώ για όλα όσα κάνατε για τους ομοφυλόφιλους». «Αυτό σήμαινε κάτι για μένα, παρόλο που δεν έκανα τίποτα άλλο από το να είμαι ο εαυτός μου».
Μερικές φορές θυμάται πόσο σκοτεινός ήταν κάποτε ο κόσμος. Το 2016 περιόδευσε στη Ρωσία ως προσκεκλημένος του Βρετανικού Συμβουλίου. Στην Αγία Πετρούπολη τον ακολούθησαν μυστικοί πράκτορες και λίγο πριν από τις προγραμματισμένες προβολές ορισμένων ταινιών του, οι προβολείς του κινηματογράφου χάλασαν μυστηριωδώς.
«Έτσι, το υπουργείο Εξωτερικών ύψωσε τη σημαία με το ουράνιο τόξο πάνω από το προξενείο και πρόβαλε τις ταινίες εκεί. Μπράβο στη Βρετανία!».
Στο «The Critic» ο χαρακτήρας που υποδύεται είναι ένας αδικημένος άνθρωπος που σχεδιάζει να ρίξει το κατεστημένο εκ των έσω. Ο Ίαν ΜακΚέλεν είναι πολύ πιο αξιοσέβαστος. Ανακηρύχθηκε ιππότης το 1991, αν και πολλοί πίστευαν ότι δεν θα έπρεπε να έχει δεχτεί τον τίτλο.
«Λίγες μέρες μετά την ανακήρυξή μου, ένας φίλος μου είπε: “Θα ανακαλύψεις ότι οι καλύτεροι φίλοι σου είναι οι χειρότεροι εχθροί σου”. Τότε ο Ντέρεκ Τζάρμαν (καλλιτέχνης, κινηματογραφιστής και ακτιβιστής) είπε: “Ο ΜακΚέλεν είναι ένας στρέιτ άνδρας με γκέι ρούχα”. Δεν είναι και πολύ γενναιόδωρο να το λες αυτό σε έναν άνθρωπο που μόλις βγήκε από την ντουλάπα. Νομίζω ότι πίστευε ότι θα έπρεπε να ενταχθώ στο σύνολο των queer καλλιτεχνών και να αναλάβω μόνο γκέι ρόλους. Του είπα: “Η ετεροφυλοφιλία είναι πάρα πολύ ενδιαφέρουσα για να την αγνοήσουμε – Άμλετ, Μάκβεθ, Βασιλιάς Λιρ... Δεν μου επιτρέπεται;”».
«Φυσικά, αν ήμουν άνθρωπος με ανυποχώρητες αρχές, θα είχα απορρίψει την ιπποσύνη. Εξάλλου, πολλοί το έχουν κάνει: Πολ Σκόφιλντ, Άλμπερτ Φίνεϊ, Ντέιβιντ Χόκνεϊ, Χάρολντ Πίντερ − θα ήμουν σε πολύ καλή παρέα. Αλλά οι ήρωές μου −ο σερ Λόρενς Ολίβιε, ο σερ Τζον Γκίλγκουντ, ο σερ Ραλφ Ρίτσαρντσον, ο σερ Άλεκ Γκίνες, ο σερ Ταϊρόν Γκάθρι− είχαν πέσει στην παγίδα.
Ο αποφασιστικός παράγοντας ήταν ο φίλος μου Μάικλ Κάσμαν, ηθοποιός και συνιδρυτής του Stonewall, ο οποίος μου είπε: “Ω, Ίαν, θα είναι τόσο χρήσιμο”. Και είχε δίκιο, γιατί το να είσαι ιππότης ανοίγει πόρτες. Εννοώ, κοιτάξτε τον σερ Κιρ Στάρμερ. Ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας του ήταν ότι το BBC έπρεπε να τον αποκαλεί «σερ Κιρ». Αυτό τον έκανε να ακούγεται τρομερά αξιοσέβαστος. Ο καημένος ο Μπόρις Τζόνσον δεν έχει ούτε έναν τίτλο».
Η νύχτα έχει πέσει, η παλίρροια στον Τάμεση έχει ανέβει και τα πλοία περνούν έξω από το παράθυρο. Ξαφνικά ο ηθοποιός ρωτάει τον δημοσιογράφο: «Έχετε κάνει διαθήκη; Πρέπει να την αναθεωρείς τακτικά, αλλιώς θα ανακαλύψεις ότι όλοι οι άνθρωποι στους οποίους θέλεις να αφήσεις πράγματα έχουν πεθάνει».
Έχοντας αναθεωρήσει μόλις πρόσφατα τη διαθήκη του, ανησυχεί για όλα τα όμορφα πράγματα που έχει στο σπίτι του. «Σε ποιον θα τα αφήσω όλα αυτά;», ρωτάει, κρατώντας στα χέρια του τη μάσκα που φορούσε για να υποδυθεί τον Μαγκνέτο. Στη συνέχεια, δείχνει ένα κορνιζαρισμένο γράμμα του βασιλιά Γεωργίου ΣΤ' που δόθηκε σε όλα τα παιδιά της Βρετανίας το 1946 για να γιορτάσουν τη νίκη ενός «ολοκληρωτικού πολέμου», ελπίζοντας σε «παγκόσμια ενότητα και ειρήνη» και, τέλος, ένα πανέμορφο βιβλίο τοποθετημένο σε μια ειδικά κατασκευασμένη βάση από τον φίλο του Ντέιβιντ Χόκνεϊ, δώρο του καλλιτέχνη για τα 80ά γενέθλιά του.
Σοβαρεύει και λέει: «Σκέφτομαι τον θάνατο κάθε μέρα. Όχι με συναισθηματικό τρόπο ή ανησυχώντας γι' αυτόν, απλά ως γεγονός. Ακόμα κι αν δεν το σκέφτεσαι, σύντομα χτυπάει το τηλέφωνο και ένας ακόμα φίλος σου έχει πεθάνει».
Μια πρόσφατη απώλεια ήταν η φίλη του, Ιρλανδή συγγραφέας Έντνα Ο’Μπράιαν. Η Ο’Μπράιαν ήταν η ψυχή πολλών πάρτι σε αυτό το σπίτι, λέει, και του έδωσε μάλλον συγκινητικές συμβουλές όταν πάλευε με την αυτοβιογραφία του. Το 2015 πήρε –σύμφωνα με τις φήμες− το ποσό του 1 εκατομμυρίου λιρών για να τη γράψει, αλλά στη συνέχεια διαπίστωσε ότι οι λέξεις δεν έβγαιναν. «Έτσι τη ρώτησα: “Για ποιον γράφω αυτό το βιβλίο, Έντνα;”». Εκείνη του απάντησε να γράψει το βιβλίο για τη μητέρα του, Μάρτζερι, η οποία πέθανε σε ηλικία 42 ετών, όταν ο ίδιος ήταν 12 ετών. «Μου είπε: “Πες στη μαμά σου τι έκανες − όλες τις περιπέτειές σου που δεν πρόλαβε να δει”».
Ενώ αναρρώνει, έχει ξαναρχίσει να ασχολείται με το βιβλίο. Μοιράζεται μερικές ιστορίες, όπως τότε που έπεσε πάνω στον Ντέιβιντ Μπόουι σε έναν μυστικό διάδρομο πίσω από το θέατρο Broadhurst στη Νέα Υόρκη (ο Μπόουι έπαιζε στο «Άνθρωπος ελέφαντας», εκείνος στο «Amadeus») ή για την τελετή απονομής των Όσκαρ, στην οποία διάφοροι ιππότες −ο ίδιος, ο σερ Άντονι Χόπκινς και ο σερ Μάικλ Κέιν− συναντήθηκαν με τον Στίβεν Σπίλμπεργκ. «Μας είπε: “Έι, μπορώ να συμμετάσχω κι εγώ; Είμαι κι εγώ ιππότης!” Και φυσικά καθώς τυχαίνει να είναι επίτιμος ιππότης, τον αφήσαμε να μπει στην παρέα».
Ο MακΚέλεν είναι σπουδαίος αφηγητής, αλλά η διάθεσή του αλλάζει.
«Θέλει ο κόσμος να μάθει αυτά τα πράγματα;», ρωτάει μειλίχια. Στη συνέχεια αρχίζει να ταξινομεί ξανά τα πράγματά του. Στον κήπο του υπάρχει ένα παγκάκι στη μνήμη του πατέρα του, ο οποίος πέθανε όταν εκείνος ήταν 25 ετών. Το δημοτικό συμβούλιο του Μπόλτον επρόκειτο να το πετάξει, οπότε ο ΜακΚέλεν το έσωσε.
«Μου αρέσει να κάθομαι εδώ έξω, αλλά αισθάνομαι ότι πρέπει να γίνω και πάλι χρήσιμος». Την επομένη το πρωί ένας σκηνοθέτης και ένας συγγραφέας θα τον επισκέπτονταν για να του μιλήσουν για ένα νέο έργο. Τα μάτια του λάμπουν στη σκέψη ότι θα είναι και πάλι απασχολημένος.
«Η προσφορά για τους ηλικιωμένους ηθοποιούς είναι αρκετά περιορισμένη», λέει. «Είμαι τυχερός − 85 ετών και ακόμα με θέλουν στις ταινίες τους».