Xωρίς άλλες παραστάσεις των «Ιχνευτών» του Σοφοκλή στο παρελθόν, που να λειτουργούν ως αναφορά, βαρίδι από μνήμες και όριο, και με δεδομένα τα ιδιαίτερα, σημαίνοντα χαρακτηριστικά τού κατά το ήμισυ διασωθέντος σατυρικού δράματος του Σοφοκλή, η παράσταση του Μιχαήλ Μαρμαρινού στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου ήταν κάτι σαν άσκηση ελευθερίας τόσο για τους καλλιτέχνες όσο και για το κοινό.
Οι «Ιχνευτές» του άφησαν μία εντελώς διαφορετική επίγευση από τις συνήθεις των επιδαύριων παραστάσεων – τη σπάνια χαρά μιας απροσδόκητης ανακάλυψης.
Aπροσδόκητη ανακάλυψη ήταν και για τους Άγγλους αρχαιολόγους Β. Ρ. Grenfell και Α. S. Hunt τα χιλιάδες κομμάτια παπύρων σε μισοθαμμένους τύμβους, σχηματισμένους από απόθεση σκουπιδιών, που εντόπισαν κατά τις ανασκαφές τους (1895-1907) στην Οξύρυγχο, 200 χλμ. νοτίως του Καΐρου. Ψάχνοντας τα αρχαία απορρίμματα έφεραν στο φως πολλά χαμένα έως τότε κείμενα, όπως κάποιες κωμωδίες του Μενάνδρου που βρέθηκαν ολόκληρες, ή μικρά και μεγαλύτερα αποσπάσματα απ’ όλο το φάσμα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.
Κειμενικούς θησαυρούς, λογοτεχνικούς ή αρχειακού ενδιαφέροντος (3ος π.Χ. αι. - 7ος μ.Χ. αι.), οι αρχαιολόγοι εντόπισαν και μέσα σε τάφους, καθώς για να προστατεύσουν τις μούμιες οι Αιγύπτιοι τις «περιτύλιγαν» με στρώσεις από μεγάλες ποσότητες άχρηστων χειρογράφων από πάπυρο, που κολλούσαν το ένα πάνω στο άλλο.
Οι «Ιχνευτές» έχουν κάτι επιπλέον δελεαστικό: ένα έργο που εξελίσσεται εκτός ιστορικού χρόνου, με ήρωες θεούς και πλάσματα δαιμονικά –πουθενά άνθρωπος, πουθενά η συνείδηση και η ηθική του, αφανέρωτες και οι τέχνες του– δικαιολογεί ακόμη και ακραίες επιλογές. Τις απέφυγε. Σεβάστηκε το μέτρο που ορίζει το ίδιο το θέατρο της Επιδαύρου, αρχαίο απομεινάρι κι αυτό, εκτός άστεως και με τη φύση ολόγυρα να ανακαλεί αρκαδικά ειδύλλια και γιορτές σατύρων.
Οι τύμβοι των σκουπιδιών που κρύβουν θησαυρούς από παλιές εποχές φέρνουν αμέσως στον νου τον Άγγελο της Ιστορίας του Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο οποίος δεν αντιμετωπίζει τα απτά απομεινάρια με ιστοριογραφικό ενδιαφέρον αλλά σαν μεταφορά για την πρόοδο ως παράγωγο καταστροφής.
Μέσα από τον θάνατο και την καταστροφή, ανάμεσα στα πολυάριθμα αποσπάσματα από αρχαία κείμενα, ήρθαν στο φως, ξαναγεννήθηκαν οι «Ιχνευταί», το σατυρικό δράμα του Σοφοκλή. Μαζί με τον «Κύκλωπα» του Ευριπίδη, που διασώθηκε πλήρης, οι 400 στίχοι των «Ιχνευτών» (περίπου το μισό έργο) είναι μόλις το δεύτερο ικανό τεκμήριο γι’ αυτή την ειδική κατηγορία έργων, με τα οποία έκλειναν οι τριλογίες των τραγωδιών στους αρχαίους δραματικούς αγώνες.
Μικρότερα σε έκταση από τις τραγωδίες, τη δομή των οποίων ακολουθούσαν, με Χορό Σατύρων/Σιληνών, των γνωστών ακολούθων του Διονύσου, και με υποθέσεις από τον μυθοποιημένο βίο του, τα σατυρικά δράματα αποφόρτιζαν το κοινό από την ένταση και τον «φόβο» της τραγωδίας.
Ταυτόχρονα απέδιδαν τιμή στον γεννήτορα της σκηνικής τέχνης Διόνυσο. Το τίμημα του «πολιτισμού» υπήρξε βαρύ, το πρωτόγονο απωθήθηκε αλλά δεν εξαφανίστηκε. Τα σατυρικά δράματα μετέφεραν τους θεατές στην παιδική ηλικία της ανθρωπότητας, στην αθωότητα που έχασαν, στην ελευθερία της φύσης και των ενστίκτων, πέραν του Νόμου και των κοινωνικών συμβάσεων.
Οι σάτυροι στην σκηνή του θεάτρου ανακαλούν τη διονυσιακή αφετηρία, καταδεικνύοντας όμως ταυτόχρονα την ανάγκη της απολλώνιας επιλογής. Ο ρυθμός του πρωτόγονου πρέπει να βρει τη μελωδία αυτού που έφτιαξε τη λύρα, για να γίνει η μουσική. Αυτό συμβαίνει στους «Ιχνευτές».
Η ιστορία εξελίσσεται στον παράδεισο της μυθικής Αρκαδίας, στο όρος Κυλλήνη. Απελπισμένος ο Απόλλων ψάχνει τα βόδια του τάζοντας σ’ όποιον ξέρει κάτι, χρυσό στεφάνι. Εμφανίζεται ο Σιληνός και του υπόσχεται ότι τα παιδιά του, οι σάτυροι, θα βρουν το χαμένο κοπάδι. Οι σάτυροι θα βρουν ίχνη του αλλά κάτι μυστήριοι ήχοι, που δεν έχουν ξανακούσει, τους προκαλούν τρόμο.
Οι φωνές και η φασαρία που κάνουν ενοχλούν την Κυλλήνη, τη νύμφη του βουνού, η οποία σύντομα τους αποκαλύπτει ότι τον γλυκό ήχο βγάζει η λύρα, που έφτιαξε ο Ερμής από καύκαλο χελώνας, δέρμα και αρνίσια εντεράκια για χορδές. Η Κυλλήνη δεν το παραδέχεται αλλά ο νόθος γιος του Δία και της Μαίας, αν και μόλις έξι ημερών, έκλεψε τα βόδια του Απόλλωνα.
Το απόσπασμα που βρέθηκε στην Οξύρυγχο τελειώνει στο σημείο αυτό. Τι συνέβη στη συνέχεια του μύθου γνωρίζουμε από τον ομηρικό Ύμνο στον Ερμή, που χρησιμοποίησε για την ανασύνθεση των «Ιχνευτών» ο Γερμανός φιλόλογος Carl Robert: ο Απόλλων θα γοητευθεί τόσο από τη λύρα που παίζει ο Ερμής, που θα του προτείνει να του δώσει τη λύρα και να κρατήσει τα βόδια.
Στη συμπλήρωσή του Robert τα δύο αδέλφια ανεβαίνουν στον Όλυμπο, ο Σιληνός κρατά το χρυσό στεφάνι και οι σάτυροι κερδίζουν την ελευθερία τους. Μ’ έναν μαγικό τρόπο ο Μαρμαρινός παραδίδει ένα σχεδόν άγνωστο κείμενο στην προσοχή μας, με τη σημείωση ότι οι «Ιχνευτές» είναι κάτι περισσότερο από την παραμυθιακή πλοκή του.
Κι άλλες παραστάσεις του Μιχαήλ Μαρμαρινού μαρτυρούν αγάπη για τις ανασκαφές, για τη σχέση μας με την Ιστορία, για μαρτυρίες και αποσπάσματα ως ψηφίδες μίας διαρκώς διαφεύγουσας εικόνας/πραγματικότητας. Διόλου τυχαία επέλεξε μια απόδοση των «Ιχνευτών» του 1933 από τον Εμμανουήλ Δαυίδ (έγκριτο φιλόλογο του Μεσοπολέμου, του κύκλου του Ιωάννη Συκουτρή).
Για το ελλείπον μισό των «Ιχνευτών» ο Δαυίδ υιοθέτησε τη διασκευή του Robert – η οποία πράγματι οδηγεί το σατυρικό δράμα όμορφα στο τέλος του. Προφανώς γοητευμένος από την έμμετρη ομοιοκατάληκτη απόδοσή του σε μια γλώσσα γεμάτη ζωή, χρώματα, ρυθμό, ο σκηνοθέτης την έδωσε στους ηθοποιούς του να τη μιλήσουν, να ακουστεί σ’ έναν χώρο εκτός του άστεως, εκεί που το σατυρικό δράμα μπορεί να εννοηθεί στην ουσία του, στο θέατρο της Επιδαύρου.
Υποθέτω ότι το γεγονός της απώλειας του μισού έργου παρείχε στον Μαρμαρινό το ποσοστό ελευθερίας που μοιάζει να έχει ανάγκη όταν δημιουργεί τις παραστάσεις του. Οι «Ιχνευτές» έχουν κάτι επιπλέον δελεαστικό: ένα έργο που εξελίσσεται εκτός ιστορικού χρόνου, με ήρωες θεούς και πλάσματα δαιμονικά –πουθενά άνθρωπος, πουθενά η συνείδηση και η ηθική του, αφανέρωτες και οι τέχνες του– δικαιολογεί ακόμη και ακραίες επιλογές.
Τις απέφυγε. Σεβάστηκε το μέτρο που ορίζει το ίδιο το θέατρο της Επιδαύρου, αρχαίο απομεινάρι κι αυτό, εκτός άστεως και με τη φύση ολόγυρα να ανακαλεί αρκαδικά ειδύλλια και γιορτές σατύρων.
Ίσως γι’ αυτό αφέθηκε σ’ ό,τι το έργο λέει, σημαίνει, αποκρύβει, χωρίς άλλες επεμβάσεις ή προσθήκες. Εμπιστεύτηκε τους ηθοποιούς του έχοντας ωστόσο μια ιδέα έξοχη: ανέθεσε στον Billy Bultheel, έναν νεαρό συνθέτη από το Βέλγιο που δουλεύει κυρίως στο Βερολίνο, να γράψει τη μουσική. Με ειδικότητα στη μουσική μπαρόκ, ο συνθέτης (μαζί με τον σκηνοθέτη;) επέλεξε τον κόντρα τενόρο Steve Katona για τον ρόλο του Ερμή και τέσσερα χάλκινα πνευστά (δύο τούμπες και δύο ευφώνια) για να δημιουργήσουν το πρωτάκουστο «πράγμα» που βρήκε ο Ερμής, τη μουσική.
Έτσι δύο κόσμοι δημιουργούνται: ο πρωτόγονος/διονυσιακός (πριν από την εύρεση της μουσικής), που συνθέτουν οι ηθοποιοί, και ο πολιτισμένος/απολλώνειος, που εκπροσωπούν ο λυρικός τραγουδιστής και οι μουσικοί.
Ο Σταμάτης Κραουνάκης είναι έξοχος Σιληνός, με σκηνική στιβαρότητα και κωμική χάρη, ιδανικά δεμένος με το σύνολο. Γύρω του ο Χορός των Σατύρων (Λάμπρος Γραμματικός, Adrian Frieling, Αλεξάνδρα Καζάζου, Χρήστος Κραγιόπουλος, Άγγελος Νεράντζης, Ηλέκτρα Νικολούζου, Μάνος Πετράκης, Θεοδώρα Τζήμου, Ανδρομάχη Φουντουλίδου) αποτελούσαν ένα καλοδουλεμένο, πολύμορφο σώμα «πρωτόγονων», η κίνηση των οποίων ανακαλούσε τις αλογόμορφες ή τραγόμορφες φιγούρες των σατύρων. Πολύ καλή η δουλειά του Τάσου Καραχάλιου στην κίνηση και την χορογραφία.
Η Αμαλία Μουτούση πλάθει μια θαυμάσια κωμική περσόνα για τον ρόλο της Κυλλήνης, της νύμφης που ανατρέφει το νόθο του Δία, τον Ερμή, το παιδί που θα βρει και θα «φτιάξει» μουσική. Και ο Χάρης Φραγκούλης αναπάντεχος, νευρωτικός Απόλλων, που στην αρχή μόνο με τα βόδια του ασχολείται και στο τέλος μαγεύεται από τη μουσική. Εξαιρετικός.
Οι σχέσεις και οι αντιθέσεις των προσώπων της ιστορίας έχουν κάτι το βαθιά ποιητικό – είναι μια στιγμή ανακάλυψης, της μουσικής, και μετάβασης σ’ ένα ανώτερο διανοητικό επίπεδο. Αυτό ακριβώς πέτυχε ο Μιχαήλς Μαρμαρινός με τη μουσική της παράστασης: τοποθετημένοι σε πλατφόρμες, ισομετρικά στο πάνω διάζωμα, οι μουσικοί με τις τούμπες και τα ευφώνια έβγαζαν βαθείς ήχους διαμορφωνοντας ένα επιβλητικό ηχοτοπίο πολύ ταιριαστό με το ήθος της ιστορίας γιατί καθιστούσε ηχητικά ορατή την ετερότητα των δύο κόσμων, του διονυσιακού των ηθοποιών και του απολλώνειου των μουσικών.
Πιο πάνω, στο κέντρο, ο Ερμής του Steve Katona (ζει στο Βερολίνο) τονίζει τη σημασία της στιγμής, πριν και μετά τον πολιτισμό (πριν και μετά τη μουσική), με την αγγελική παρουσία του και την ιδιότυπη φωνή του κόντρα τενόρου.
Από τις πιο ωραίες στιγμές της παράστασης είναι όταν μουσικοί και τραγουδιστής κατεβαίνουν από το άνω διάζωμα στη σκηνή για το φινάλε. Ναι, στο θέατρο το απολλώνειο μπορεί να συναντηθεί με το διονυσιακό, οι θεοί να πάρουν τον δρόμο για τον Όλυμπο και οι σάτυροι ν’ αγαπηθούν με τις νύμφες στα λιβάδια. Να δημιουργηθεί ένας κόσμος πλήρης εντέλει. Ένα μικρό θαύμα από ένα παραμύθι για κάτι βόδια που κλάπηκαν και ένα παιδί που έφτιαξε λύρα από καύκαλο χελώνας. Ανάσα, τα πεύκα στο βάθος, ευγνωμοσύνη.
Update: Ο τραγουδιστής Steve Katona είναι Γερμανός και ζει στο Βερολίνο. Απολογούμαστε για τη λανθασμένη αναφορά της εθνικότητάς του στην αρχική βερσιόν του άρθρου.