Από το ελάχιστο υλικό του αρχαϊκού σατυρικού δράματος που μας έχει διασωθεί, με την ανακάλυψη του μεγάλου αποσπάσματος των «Ιχνευτών» του Σοφοκλή (1912) έχουμε τουλάχιστον μια εικόνα πιο σαφή της ύστερης, ώριμης φάσης του είδους που εμπεριέχει και το τραγικό και το κωμικό, δημιουργώντας μια ιδιότυπη ατμόσφαιρα που δεν την έχουν τα άλλα δύο είδη, η κωμωδία και η τραγωδία.
Στους περίπου τετρακόσιους στίχους που έχουν σωθεί από το έργο περιγράφεται η διαδρομή των Σατύρων, στους οποίους έχει ανατεθεί από τον θεό Απόλλωνα να βρουν τα βόδια που του έκλεψε ο νεογέννητος Ερμής, που μόλις έξι ημερών δεν είχε απλώς ανδρωθεί αλλά διέπραξε την κλοπή των βοδιών και, σκοτώνοντας μια χελώνα, έφτιαξε με το καύκαλό της την πρώτη λύρα.
Οι Σάτυροι μαγεύονται όταν η Κυλλήνη τούς εξηγεί με ποιον τρόπο εφηύρε ο Ερμής τη λύρα και πώς του αρέσει να τραγουδά μ’ αυτήν, σκορπίζοντας θεία ηδονή. Όταν ανακαλύπτουν ότι αυτός είναι ο κλέφτης των βοδιών του Απόλλωνα, ο νεαρός Ερμής ομολογεί την πράξη του και κατευνάζει την οργή του Απόλλωνα χαρίζοντάς του τη λύρα του, αφού πρώτα τραγουδάει μ’ αυτήν.
Το έργο μάς χαρίζει τη μοναδική αφήγηση που διαθέτουμε σε δραματικό έργο για το πώς έφτασε η μουσική στ' αυτιά των ανθρώπων. Με ένα «ασύλληπτο κείμενο/μνημείο», σε μια ιστορική έμμετρη απόδοση.
Η πλοκή του έργου είναι συνταρακτική. Μπροστά στα μάτια μας εκτυλίσσεται η θεογονία της μουσικής, πώς γεννήθηκε, πώς ακούστηκε ο πρώτος της ήχος, που άρχισε να μαγεύει αυτιά των όντων που είναι οι Σάτυροι, γιατί οι άνθρωποι δεν τον είχαν ακούσει ακόμα.
Ο σκηνοθέτης της παράστασης Μιχαήλ Μαρμαρινός μάς αφηγείται την περιπέτειά του με το έργο που περιέχει τη θεογονία της μουσικής, το σπάνιο δώρο στη ζωή των ανθρώπων.
«Τα περισσότερα πράγματα που γίνονται, κυρίως στην τέχνη, με έναν τρόπο οφείλονται στην τύχη, τη συγκυρία και την αναγκαιότητα ενός χώρου εσωτερικού για κάτι που δεν μπορεί κανείς να περιγράψει κάποιος, αλλά υπάρχει.
Εν προκειμένω, ήμουν στη Ζήρια και εκεί υπάρχει το σπήλαιο του Ερμή, ο χώρος στον οποίο γεννήθηκε, σύμφωνα με τον μύθο. Ήξερα τον ύμνο στον Ερμή και ταυτόχρονα ήθελα να δω τους "Ιχνευτές", των οποίων σώζεται μεγάλο κομμάτι, αλλά λείπει και ένα εξίσου μεγάλο, μέχρι που έπεσα σε μια πολύ σοβαρή ανασκευή του ερειπίου, "σαν αρχαιολογική ανασκευή", από τον Καρλ Ρόμπερτς, έναν πολύ σπουδαίο Γερμανό φιλόλογο και αρχαιολόγο.
Ταυτόχρονα, διάβασα μια ελληνική μετάφραση αυτού του πονήματος, του 1933, που έχει το αρχαίο κείμενο και δίπλα το έργο του Ρόμπερτς, έμμετρη μετάφραση από κάποιον Εμμανουήλ Δαυίδ, μια κατά τη γνώμη μου συγκλονιστική μετάφραση αυτής της εποχής κιόλας, την οποία διαβάζεις και δεν αλλάζεις λέξη.
Αυτή η μετάφραση έφτασε στα χέρια μου με τη βοήθεια φίλων και συνεργατών από το Πανεπιστήμιο Πατρών που ασχολούνται με το αρχαίο δράμα. Αυτός ο άνθρωπος, ο Δαυίδ, ανήκε σε μια πολύ ιδιαίτερη φυλή που έχει εκλείψει σήμερα, των επιθεωρητών μέσης εκπαίδευσης. Αυτοί, ειδικά εκείνη την περίοδο, ήταν άνθρωποι εξαιρετικά μορφωμένοι και είχαν σπουδαία γνώση και της γλώσσας και της φιλολογίας.
Αυτό το πόνημα που υπάρχει για τους "Ιχνευτές" είναι κατά τη γνώμη μου ένα δεύτερο μνημείο γλώσσας. Όλα αυτά τα πράγματα ήρθαν στα χέρια μου, και μάλιστα με ένα κείμενο που δεν είναι καθόλου γνωστό στο ευρύ κοινό.
Στη συνέχεια, σε μια συζήτηση το πρότεινα στην Κατερίνα Ευαγγελάτου και της άρεσε η ιδέα να γίνει στην Επίδαυρο. Αυτή είναι η σειρά των συγκυριών και είμαστε εδώ σήμερα, να μιλάμε για τους "Ιχνευτές" του Σοφοκλή. Ένα σπάνιο κείμενο, ένα σπάνιο έργο και μια σπάνια δραματουργία, έτσι όπως την υπαινίσσεται και την υπόσχεται ο Σοφοκλής και την ανασκευάζει ο Γερμανός μελετητής.
Πέρα από τη συγκλονιστική υπόθεση του έργου, καταρχάς το σατυρικό δράμα έχει κάποια χαρακτηριστικά. Θα τολμούσα να πω ότι είναι μια "ενοχική" προσφορά προς τον θεό του δράματος, τον Διόνυσο, γιατί από κει ξεκίνησε το δράμα, από κει κατάγεται. Μετά, στη διαδρομή, λίγο τον ξεχάσανε. Είναι σαν να γίνεται μια υπενθύμιση στο έργο, "παιδιά, ξεχάσαμε τον Διόνυσο". Η πλοκή του έργου είναι συνταρακτική. Μπροστά στα μάτια μας εκτυλίσσεται η θεογονία της μουσικής, πώς γεννήθηκε, πώς ακούστηκε ο πρώτος της ήχος, που άρχισε να μαγεύει αυτιά των όντων που είναι οι Σάτυροι, γιατί οι άνθρωποι δεν τον είχαν ακούσει ακόμα.
Έπειτα, υπάρχει μια πλοκή που είναι προσχηματική, με τον ιδιοφυή τρόπο που μόνο ο Σοφοκλής μπορεί. Βλέπουμε κάποιον απελπισμένο να εμφανίζεται και να λέει τον πόνο του, ότι του έχουν κλέψει τα βόδια και ψάχνει όλη τη γη να τα βρει, και προσφέρει χρυσάφι, ένα χρυσό στεφάνι σε όποιον του τα βρει. Με το που ακούγεται η φράση "χρυσός στέφανος", βλέπουμε μια φιγούρα να εμφανίζεται και να λέει "Φοίβε" κι εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιούμε ότι είναι ο θεός Απόλλωνας, που δεν έχει καμία σχέση ακόμα με τη μουσική – βόδια είχε, αλλά μέσα από αυτή την υπόσχεση δίνει όχι μόνο χρυσάφι αλλά και κάτι ακόμα, πέρα από αυτό, την ελευθερία.
Με την υπόσχεση αυτή οι Σάτυροι αρχίζουν να ψάχνουν τα βόδια και τα ίχνη τούς οδηγούν σε μια σειρά ήχων που βγαίνουν από τη γη. Στο τέλος-τέλος αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό που ακούνε παράγεται από τον Ερμή, ένα νόθο παιδί του Δία που γεννήθηκε εκεί και το φυλάει η Κυλλήνη στο ομώνυμο όρος ως τροφός του. Αυτό το ιδιοφυές παιδί έχει βρει τον τρόπο να παράγει ήχο: πήρε ένα ψόφιο ζώο και με μετατροπές το έκανε να βγάζει ήχο που και μόνο το άκουσμά του τρελαίνει. Επίσης, αυτό το παιδί αρχίζει να τραγουδάει και να χορεύει.
Όλο αυτό συμβαίνει με το πρόσχημα του ψαξίματος των βοδιών. Δηλαδή άλλο ψάχνουν κι άλλο βρίσκουν, κάτι που συμβαίνει τόσο στη ζωή όσο και στη μεταφυσική των πραγμάτων· μπροστά στα μάτια μας συμβαίνει και η συνάντηση του νόθου παιδιού του Διός με τον Απόλλωνα, καθώς και η συμφωνία να κρατήσει ο Ερμής τα βόδια και ο Απόλλωνας να πάρει αυτό το όργανο, που τον μαγεύει. Αυτή είναι η πλοκή με την οποία γίνεται ο Απόλλωνας θεός της μουσικής που γεννιέται. Όταν ακούγεται αυτός ο ήχος, δεν έχουν ακόμα γλώσσα τα όντα, δεν υπάρχουν όροι, ονομάζουν τον ήχο "το πράμα", αυτό που κανείς άνθρωπος δεν είχε ακούσει πριν από αυτούς.
Φυσικά, το θέμα αυτού του σατυρικού δράματος είναι η μουσική. Και, φυσικά, η ποίηση με την οποία είναι διατυπωμένο το θέμα είναι ένα κομμάτι που έχει σημασία να ειπωθεί και να ακουστεί, όπως αυτή η υπέροχη απάντηση στην ερώτηση "πώς αυτό το ψόφιο ζώο μπορεί να βγάλει αυτήν τη φωνή;": το "ζώο αυτό, άφωνο στη ζωή του, ψόφησε πρώτα κι ύστερα έβγαλε τη φωνή του".
Για μένα, σε αυτό το έργο δεν μπορείς να καταλάβεις τι συμβαίνει στην πραγματικότητα και τι στην υπερ-πραγματικότητα, δεν ξέρουμε τι συμβαίνει στο όνειρο του Απόλλωνα, γιατί τότε συμβαίνει και η χαραυγή της ανθρώπινης συνείδησης. Η συνείδηση είναι πολύ αθώα, είναι πολύ κοντά στη φύση, με ό,τι αυτό σημαίνει, οπότε λείπουν ορολογίες υπέρ της αθωότητας και αυτό σου δίνει να καταλάβεις λίγο τα φαινόμενα που ο σύγχρονος άνθρωπος λίγο ως πολύ θεωρεί δεδομένα.
Είναι ένα στοίχημα που πρέπει να ξανακερδίζεται κάθε φορά, η αθωότητά μας απέναντι στα φαινόμενα που δίνουν νόημα στην ύπαρξη. Η μουσική δεν είναι κάτι χρήσιμο, είναι κάτι άυλο, τη μουσική δεν μπορείς να την ορίσεις με όρους οικονομίας ή τεχνοκρατικούς, την αναγκαιότητά της και την ένδεια με την απουσία της. Είναι ένα έργο για την επιφάνεια της μουσικής και πώς αυτή προσγειώνεται στα αυτιά μας για να είμαστε υπό την επιρροή της, ευτυχώς».
«Ιχνευταί» του Σοφοκλή
Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, 23-25 Ιουλίου
Ελεύθερη έμμετρη απόδοση (1933)
Σκηνοθεσία: Μιχαήλ Μαρμαρινός
Σκηνικά - Κοστούμια: Γιώργος Σαπουντζής
Μουσική: Billy Bultheel
Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ
Κίνηση - Χορογραφία: Τάσος Καραχάλιος
Διανομή: Χάρης Φραγκούλης (Απόλλων), Σταμάτης Κραουνάκης (Σιληνός), Αμαλία Μουτούση (Κυλλήνη), Steve Katona (Ερμής)
Χορός Σατύρων (με αλφαβητική σειρά): Λάμπρος Γραμματικός, Adrian Frieling, Αλεξάνδρα Καζάζου, Τάσος Καραχάλιος, Χρήστος Κραγιόπουλος, Άγγελος Νεράντζης, Ηλέκτρα Νικολούζου, Μάνος Πετράκης, Θεοδώρα Τζήμου, Ανδρομάχη Φουντουλίδου