Μετά το Ροτβάιλερ του Ισπανού Γκιγέρμο Έρας, έργο με ενδιαφέρουσα υπόθεση, αλλά αδύναμη δραματουργία, το οποίο η Ελένη Σκότη και η ομάδα Νάμα ξανάγραψαν για τις ανάγκες της παράστασης στο Θέατρο Επί Κολωνώ, άλλοένα έργο του ισπανόφωνου τόξου, το Λα Τσούνγκα του Μάριο Βάργκας Λιόσα, βρήκε φιλόξενη στέγη στο θέατρο της οδού Ναυπλίου. Η επιστροφή της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη στα λεγόμενα περιφερειακά θέατρα, η καλή ερμηνεία της και η εύστοχη σκηνοθεσία της Σκότη εξασφάλισαν επί διετία το ενδιαφέρον και την προσέλευση των θεατών. Η απορία, ωστόσο, παρέμεινε αναπάντητη: γιατί αυτό το έργο, με αυτά τα χαρακτηριστικά (ατμόσφαιρα Φαρ Ουέστ, αλλά στη Λατινική Αμερική, με τα απαραίτητα στοιχεία λατινοαμερικάνικου «μαγικού ρεαλισμού») τη δεδομένη στιγμή; Σε ποια ανάγκη δική μας, εδώ, ανταποκρίθηκε;
Η φετινή πρόταση του Επί Κολωνώ, το Κίεβο του Σέρχιο Μπλάνκο από την Ουρουγουάη, επαναφέρει το ερώτημα μετ’ επιτάσεως: γιατί επιλέχθηκε ένα τόσο αδύναμο έργο, που αν και προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την «υπεραξία» του Βυσσινόκηπου του Τσέχωφ (αποτέλεσε, λέει, πηγή έμπνευσης και αναφοράς για τον συγγραφέα), βυθίζεται γρήγορα εξαιτίας ειδολογικής σύγχυσης, ισχνής υπόθεσης, αδύναμων διαλόγων και σκιωδών χαρακτήρων;
Το επώδυνο πολιτικό παρελθόν στην ευρύτερη περιοχή της Νότιας Αμερικής σφράγισε, και εξακολουθεί να επηρεάζει, το έργο των συγγραφέων της. Οι αλλεπάλληλες δικτατορίες και επεμβάσεις των ΗΠΑ στις εσωτερικές υποθέσει των χωρών τους και οι χιλιάδες πολίτες που βασανίστηκαν ή δολοφονήθηκαν λόγω των πολιτικών ιδεών τους, χωρίς να τιμωρηθούν οι ένοχοι και να αποκατασταθεί η δικαιοσύνη, στοιχειώνει τη γραφή τους. Το 1971 ο Ουρουγουανός Εντουάρντο Γκαλεάνο έγραφε για τις «Ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής», το 2003 ο Μπλάνκο (γεννημένος το 1971!) επανέρχεται για να μιλήσει εκ νέου για το εγκληματικό παρελθόν που παραμένει θαμμένο στη σιωπή της δειλίας ή της συνενοχής.
Όπως συμβαίνει και στο Χώμα (1998) του Ισπανού Χοσέ Ραμόν Φερνάντεζ (που είδαμε πριν από λίγους μήνες στην αυλή ενός σπιτιού στην πλατεία Αυδή, σκηνοθετημένο από τη Γιολάντα Μαρκοπούλου), οι φόνοι που παραμένουν θαμμένοι στη σιωπή κάποτε θα «μιλήσουν», απαιτώντας τιμωρία και κάθαρση. Η αλληγορία είναι σαφής κι έχει το προτέρημα να μπορεί να «ταιριάζει» όχι μόνο με τα εγκλήματα του καθεστώτος του Φράνκο αλλά και με πολλές άλλες, φαινομενικά ξένες περιπτώσεις – γιατί όχι και με το «έγκλημα» που εξελίχθηκε και ολοκληρώνεται την τελευταία διετία στη χώρα μας από καθόλα νόμιμους εκπροσώπους της πολιτικής εξουσίας.
Στο Κίεβο, πάλι, τα θύματα του αυταρχικού καθεστώτος έχουν βυθιστεί στην πισίνα ενός σπιτιού, που για χρόνια λειτούργησε ως τόπος ανακρίσεων και βασανιστηρίων των αντιφρονούντων. Η ιδιοκτήτρια του σπιτιού (ρόλος που ερμηνεύουν εναλλάξ η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και η Φιλαρέτη Κομνηνού) γνώριζε, αλλά σιωπούσε. Ο αδελφός της ήταν, άλλωστε, ένας εκ των βασανιστών. Πλην όμως, η εν λόγω γυναίκα, που συμβαίνει επιπλέον να είναι πρότυπο κακής μητέρας, έχει κι άλλα δράματα να αντιμετωπίσει: ένας γιος της πνίγηκε στην (ίδια) πισίνα, ο άλλος γιος της έμεινε παράλυτος έπειτα από ατύχημα και η κόρη της είναι εθισμένη στη μορφίνη!
Να πω μια ακόμα φορά ότι όταν η δοσολογία των δραματικών στοιχείων είναι υπερβολικά μεγάλη, το δράμα αποδραματοποιείται; Ε, αυτό συμβαίνει με το έργο του Μπλάνκο – κι ας αφήσουμε τον τσεχωφικό Βυσσινόκηπο στην ησυχία του.
Oλοι οι τίτλοι που προανέφερα έχουν ως συνδετικό κρίκο τη Μαρία Χατζηεμμανουήλ, ειδική στις μεταφράσεις ισπανόφωνου θεάτρου. Να υποθέσουμε ότι κατευθύνει –και με τις ιδιότητες της φιλόλογου και θεατρολόγου– την Ελένη Σκότη, μεταξύ άλλων σκηνοθετών της αθηναϊκής θεατρικής σκηνής, σε έργα των οποίων τα χαρακτηριστικά δεν δικαιολογούν την επιλογή;
Όπως κι αν έχει, εδώ αποδεικνύεται η κρίσιμη θέση του μεταφραστή στη θεατρική παραγωγική αλυσίδα. Δεν είναι τυχαίο ότι φάσεις με έντονη την παρουσία του αγγλόφωνου ή του γερμανόφωνου ή του ισπανόφωνου θεάτρου στις σκηνές της Αθήνας συνδέονται με φάσεις αυξημένης συμμετοχής στα πράγματα συγκεκριμένων μεταφραστών (που προτείνουν έργα που έχουν μεταφράσει).
Αγνοώ ποιες αρετές διέκριναν η Χατζηεμμανουήλ ή η Σκότη στο Κίεβο του Μπλάνκο. Αλλά σε μία πόλη όπου παρουσιάζονται κάθε χρόνο τόσο πολλά, καινούργια και παλιά, έργα απαιτείται διπλή σκέψη, και περίσκεψη, ως προς το τι επιλέγεται να ανέβει. Η επισήμανση αφορά ειδικά το Θέατρο επί Κολωνώ, το ρεπερτοριακό έλλειμμα του οποίου είναι σαφές: απουσία κλασικών και επιλογή έργων που δεν αποτελούν κορυφαίες στιγμές της σύγχρονης θεατρικής γραφής. Εξού και έπειτα από αρκετά χρόνια ευσυνείδητης παρουσίας, το Επί Κολωνώ παραμένει ένα θέατρο εσωστρεφές, περιορισμένης επιδραστικότητας. Ήρθε, νομίζω, η στιγμή η Ελένη Σκότη να ξανακοιτάξει τα βασικά.
σχόλια