Το σύμπαν δεν αντιδρά. Οι θεοί σιωπηλοί, οι νομοθέτες ανήμποροι. Είναι ασύλληπτα προκλητική η έξοδος της Μήδειας. Η αλλόκοτη αυτή γυναίκα έσπειρε την καταστροφή στην Κόρινθο: ξεγέλασε τους πάντες, ξέκανε τη βασιλική οικογένεια, σκότωσε τα ίδια της τα παιδιάּ και τώρα ανυψώνεται στους ουρανούς, ανεμπόδιστη, επιβλητική, ελεύθερη να αναζητήσει νέα ζωή σε μια άλλη πόλη – τα εγκλήματά της ατιμώρητα.
Πράγματι, υπήρξε θύμα εξωφρενικής προδοσίας. Για χάρη του Ιάσονα εγκατέλειψε την πατρίδα της και σκότωσε τον αδελφό της. Ήρθε να ζήσει σε μια χώρα όπου ήξερε πως θα την αντιμετώπιζαν ως «ξένη», ως βάρβαρη. Και βρέθηκε παραγκωνισμένη, εξευτελισμένη, καταδικασμένη να παρακολουθεί την αντικατάστασή της από ένα νεαρότερο «μοντέλο», πολύ πιο προικισμένο κοινωνικά και οικονομικά, τη Γλαύκη, κόρη του βασιλιά της Κορίνθου.
Πότε η ανθρώπινη επιθυμία για εκδίκηση μετατρέπεται σε απάνθρωπη λύσσα; Πόσο αίμα δικαιούται να χύσει η πληγωμένη Μήδεια στον βωμό του έρωτα; Κι εμείς πώς τοποθετούμαστε απέναντί της; Ο Ευριπίδης προκαλεί τα όριά μας – για την ακρίβεια, όλα τα όρια.
Η παράσταση του Θεάτρου Τέχνης προσέγγισε τα υψηλά διακυβεύματα της «Μήδειας» μέσα από ένα φίλτρο κοινοτοπίας και ανούσιου, τυποποιημένου συναισθήματος. Ερωτική οδύνη, σύμφωνα με αυτή την μπανάλ εκδοχή, σημαίνει «χτυπιέμαι στα πατώματα», «υποφέρω», «βογκώ», «πιάνω την κοιλιά μου», «τραβάω τα μαλλιά μου» και όλα τα συναφή.
Προφανώς η ηρωίδα αυτή δεν είναι μια τυπική περίπτωση, κι ας απευθύνεται στις γυναίκες της Κορίνθου προσπαθώντας να τις πείσει ότι όλες τους τα ίδια δεινά υφίστανται, καταδικασμένες να υποκύπτουν μονίμως στη βούληση του άνδρα-τυράννου. Παρουσιάζεται συντετριμμένη, με αυτοκτονικές τάσεις, θύμα του αλαζόνα συζύγου της, μόνη, χωρίς συγγενείς, χωρίς κανένα καταφύγιο στη συμφορά της. «Κακό αναπάντεχο σκότωσε την ψυχή μου. Αυτό που ήμουν δεν υπάρχει. Θέλω να πεθάνω» εξομολογείται στον Χορό που σπεύδει, ανυποψίαστος για τα μελλούμενα, να της χαρίσει τη στήριξή του.
Στην πορεία η Μήδεια, εγγονή του Ήλιου και ανιψιά της Κίρκης, θα αποδείξει τη διαφορετικότητά της: μια γυναίκα στο μεταίχμιο, από κάθε άποψη. Θνητή αλλά με θεϊκή καταγωγή, αποδεκτή αλλά και παράταιρη, ερωτευμένη αλλά καθόλου υποταγμένη, αρνείται πεισματικά να αποδεχτεί τον ζυγό που βαραίνει το φύλο της. Δεν θα σκύψει το κεφάλι, δεν θα ανεχτεί τις προσβολές των εχθρών της. Θα δράσει, θα αντιδράσει, θα αποκαταστήσει τη φήμη της. «Τώρα τιμή στων γυναικών το γένος» θα πει μαζί της ο Χορός, που θα ελπίσει σε μια δίκαιη τιμωρία του «παραβάτη» Ιάσονα.
Ο θυμός κατευθύνει τα σχέδιά της, ομολογεί. «Τη σάρκα που του χάρισα, την παίρνω πίσω. [...] Τα τέκνα του δεν θα τα ξαναδεί». Αυτή που έδωσε ζωή, τώρα την καταστρέφει. Κόβει ένα κομμάτι από το σώμα της, το πολυτιμότερο της ψυχής της.
Στο πρόσωπό της επιτελούνται οι πιο ακραίες μεταμορφώσεις: η αγάπη γίνεται μίσος, η αδυναμία δύναμη, το μητρικό φίλτρο φονικό ένστικτο, η γονιμότητα θάνατος. Μια σύζυγος και μητέρα σαρώνει τον άνδρα και τους γιους της, διαρρηγνύει τον θεσμό του γάμου, γκρεμίζει όλα όσα η κοινωνία θεωρεί ως αποστολή του ασθενούς φύλου. Εκθέτει το πιο αδύναμο σημείο του πατριαρχικού συστήματος, την αχίλλειο πτέρνα του: αν οι γυναίκες γίνουν Μήδειες, αν αρχίσουν να υπονομεύουν τον ίδιο τον οίκο τους και να στερούν τους άνδρες από τους απογόνους τους, τότε ο χειρότερος εφιάλτης, ο βαθύτερος φόβος, θα γίνει πραγματικότητα. Πόσο ασφαλής μπορεί να αισθάνεται εφεξής η πόλις αν δεν ελέγχει τη γυναίκα;
Αν εγκαινιαστεί ένας κύκλος φρικτής αταξίας, όπου οι μητέρες ορμούν ενάντια στα ίδια τα παιδιά τους, τότε σπάει κάθε αίσθηση συνοχής που χρειαζόμαστε για να επιβιώσουμε σε αυτόν τον κόσμο. «Είναι μια επίθεση στη ζωή και στην κοινωνία από την οποία, ως έναν βαθμό, δεν μπορούμε ποτέ να αναρρώσουμε» σημειώνει ο Charles Segal. Μένουμε, σαν τον Ιάσονα στο τέλος, απεγνωσμένοι, μόνοι, βυθισμένοι σε έναν κόσμο εφιαλτικό, όπου όλα όσα γνωρίζαμε ως σταθερά σημεία αναφοράς έχουν καταλυθεί. Η τραγωδία του Ευριπίδη επιχειρεί να «αποκρυσταλλώσει σε συμβολική μορφή μια εμπειρία που αψηφά κάθε λογική εξήγηση και να αναλογιστεί το πιθανό χάος και την απουσία νοήματος στην ανθρώπινη ζωή μέσα από τη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης αισθητικής δομής – ίσως ό,τι περισσότερο μπορεί η τέχνη να προσφέρει».
Η παράσταση του Θεάτρου Τέχνης προσέγγισε τα υψηλά διακυβεύματα της «Μήδειας» μέσα από ένα φίλτρο κοινοτοπίας και ανούσιου, τυποποιημένου συναισθήματος. Ερωτική οδύνη, σύμφωνα με αυτή την μπανάλ εκδοχή, σημαίνει «χτυπιέμαι στα πατώματα», «υποφέρω», «βογκώ», «πιάνω την κοιλιά μου», «τραβάω τα μαλλιά μου» και όλα τα συναφή στα οποία επιδίδονται με περισσό οίστρο τα νεαρά μέλη του Χορού. Αλλά και οι φτασμένοι ηθοποιοί που συμμετέχουν, καλοί ηθοποιοί, όπως η Θεοδώρα Τζήμου, καταλήγουν εδώ να φωνασκούν και να οδύρονται, να παρασύρονται σε μια υπερτονισμένη εικονογράφηση της ταραχής, σε μια υστερικού τύπου φωνητική και κινησιολογική εκτόνωση. Αυτή η σαχλή σπατάλη ενέργειας, όμως, δεν συνεπάγεται πάθοςּ μονάχα εκνευρισμό και «πόζα» χάριν του θεαθήναι επιτυγχάνει.
Μα και όταν ηρεμούν τα πράγματα και πέφτουν οι τόνοι, όταν υποτίθεται πως εισερχόμαστε σε ένα πιο ρεαλιστικό πλαίσιο, πάλι δεν αποφεύγουμε την μπαναλιτέ μιας κακώς εννοούμενης οικειότητας. Η συνομιλία Αιγέα-Μήδειας (Γεννατάς-Ναυπλιώτου) διεξάγεται σε στυλ «δυο φίλοι που τα λένε» («χλωμή σε βλέπω, τι άλλα νέα;»), ενώ το ύφος των σχολίων που καταθέτουν τα πιο έμπειρα μέλη του Χορού θυμίζουν κι αυτά γειτόνισσες στη ρούγα να δίνουν συμβουλές στην άτυχη Μήδεια πώς να λύσει τα προβλήματά της.
Δεν υπάρχει διαφυγή. Η τάση απλούστευσης, σμίκρυνσης και κυριολεξίας δεν έχει τέλος. «Δαίμονας είν' ο έρωτας» λέει ο Χορός και, διά του λόγου το αληθές, αρχίζει να συμπεριφέρεται σαν «δαιμονισμένος», σαν να τον κατέλαβε αίφνης το πνεύμα του Κακού από το «Πόλτεργκαϊστ». Ο διχασμός της Μήδειας εικονογραφείται και αυτός με τον πιο απλοϊκό τρόπο: μια νέα ηθοποιός με πρωτόλεια επιθετικότητα (Αλεξάνδρα Καζάζου) καλείται να ενσαρκώσει τη «Βάρβαρη» (έτσι αποκαλείται στο πρόγραμμα), προκειμένου να βεβαιωθούμε ιδίοις όμμασι ότι η κεντρική ηρωίδα διαθέτει και μια σκοτεινή, «άγρια» πλευρά.
Η Μαρία Ναυπλιώτου, ως «κανονική» Μήδεια (τη Βάρβαρη την υποδύεται, όπως είδαμε, άλλη), προσπαθεί να παραμείνει ψύχραιμη μέσα στον πανικό, και τα καταφέρνει. Αποφεύγει τις υπερβολές και επιδεικνύει εγκράτεια. Οι φιλότιμες προσπάθειές της, όμως, δεν αρκούν για να αποδώσουν έναν τόσο πολύπλοκο και απαιτητικό ρόλο. Η ερμηνεία της διαγράφεται μονότονη, χωρίς σθένος, χωρίς ιδιαίτερο χαρακτήρα. O λόγος της δεν μας μεταδίδει τις ψυχικές διακυμάνσεις και το εσωτερικό έρεβος της ηρωίδας, τον θυμό, την οδύνη ή το μένος της – πράγματι, το μόνο επίθετο που μας έρχεται στο μυαλό, όταν προσπαθούμε να την περιγράψουμε, είναι «ισχνή».
Ο Άγγελος της Κωνσταντίνας Τάκαλου υποκύπτει κι αυτός στο γενικότερο πρόσταγμα νευρωτικής παραφοράς: ρίχνει καρέκλες, στροβιλίζεται, τρέχει, μα και όταν λαμβάνει τέλος η κινησιολογική φλυαρία, τότε αναδύεται ακόμη πιο καθαρά ο άρυθμος τονισμός των λέξεων που μας πετάει «εκτός».
Η τελευταία εμφάνιση του Χάρη Φραγκούλη - Ιάσονα σπαράζει την καρδιά για όλους τους λάθος λόγους: είναι οδυνηρό να τον βλέπουμε να υποκύπτει σε τόσες άγαρμπες υπερβολές –χέρια-κουπιά, «μεθυσμένο» περπάτημα, ξεχειλωμένη φωνή–, χωρίς καμία σκηνοθετική προστασία.
Λίγος Πλάτωνας (ακούγονται αποσπάσματα από το «Συμπόσιο»), λίγη τζαζ, πολλές κροτίδες στα σεντόνια: ως γνωστόν, η τραγωδία πεθαίνει κάθε φορά που τα κλισέ ξεθαρρεύουν και κυριεύουν την ορχήστρα.
Ιnfo:
Μήδεια του Ευριπίδη
Μετάφραση: Γιώργος Χειμωνάς
Σκηνοθεσία: Μαριάννα Κάλμπαρη
Σκηνικό –κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Μουσική σύνθεση: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος
Πρωταγωνιστούν: Μαρία Ναυπλιώτου, Χάρης Φραγκούλης και αλφαβητικά οι Γεράσιμος Γεννατάς, Αλεξάνδρα Καζάζου, Σύρμω Κεκέ, Ιωάννα Μαυρέα, Αλέξανδρος Μυλωνάς, Φωτεινή Μπαξεβάνη, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Θεοδώρα Τζήμου.
Συμμετέχουν: Λήδα Κουτσοδασκάλου, Βασιλίνα Κατερίνη, Μάριος Κρητικόπουλος, Ευθύμης Χαλκίδης, Αλέξανδρος Σκουρλέτης.